Για όσους ταυτίζουν το μπιτς βόλεϊ με το βόλεϊ σάλας, να ξέρουν ότι είναι δύο εντελώς διαφορετικά αθλήματα και είναι λάθος να συγχέονται.
Αυτό που ξέρω εγώ, γιατί είχα παίξει και πιο παλιά σάλα, είναι ότι το μπιτς είναι πολύ πιο δύσκολο άθλημα σε όλα τα επίπεδα.
Και στο ψυχολογικό κομμάτι, από την άποψη ότι είσαι μόνος σου, δεν έχεις κάποιον (σ.σ. προπονητή) μαζί σου να σου πει κάτι, να σε βοηθήσει, να σε ξεμπλοκάρει, αλλά και από την άποψη του στυλ του αθλήματος.
Ταξιδεύεις σε όλον τον κόσμο, κάθε εβδομάδα είσαι σε διαφορετική περιοχή, σε διαφορετικό μέρος του πλανήτη, ε, αυτό από μόνο του έχει έναν τεράστιο βαθμό δυσκολίας.
Πάντως το μπιτς βόλεϊ είναι πιο γοητευτικό, διότι νιώθεις ότι το παιχνίδι περνάει 100% από τα χέρια σου.
Και, αν όχι απόλυτα, σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό.
Στο μπιτς που είσαι με μια αθλήτρια ακόμα στο γήπεδο, για να πετύχει αυτό που κάνεις, πρέπει να ταιριάζεις πάρα πολύ ως χαρακτήρας. Δεν γίνεται να μοιράζεσαι το γήπεδο, το δωμάτιο στα ταξίδια, το οτιδήποτε και να μην μπορείς να “τα βρεις” μαζί της, να μην υπάρχει συμφωνία χαρακτήρων.
Στην ομάδα της σάλας είμαστε δεκατέσσερεις κοπέλες, είμαστε πάρα πολλά άτομα.
Και να μην ταιριάζεις με μία, θα “τα βρεις” με μιαν άλλη και θα έχεις ένα στήριγμα σε κάποιες δύσκολες στιγμές.
Στο μπιτς πρέπει να είσαι με αυτόν που είσαι, να καταφέρεις να υπάρχει πολύ καλή συνεργασία και εκτός γηπέδου.
Έχοντας επιστρέψει στο Πρωτάθλημα με τον Παναθηναϊκό, ήδη νιώθω την έλλειψη του μπιτς βόλεϊ.
Είναι ένα κομμάτι της ζωής μου και προσπαθώ να συνηθίσω αυτόν τον νέο τρόπο ζωής, τη νέα καθημερινότητα.
Μετά από εννιά χρόνια, το μπιτς βόλεϊ δεν γινόταν να το συνεχίσω άλλο. Έχοντας φτάσει στα 28 μου, δεν γινόταν πλέον να προσπαθώ να στηρίξω το άθλημα αυτό με χρήματα από την τσέπη μου και να δουλεύω τρεις-τέσσερεις ώρες την ημέρα, κάνοντας προπονήσεις σε άλλους ερασιτέχνες για να μπορώ να καλύπτω τα έξοδά μου, να μπορώ να πηγαίνω μέχρι τον Πειραιά.
Έχω κάποια γήπεδα στο πατρικό μου σπίτι και κάνω προπονήσεις τα απογεύματα σε ερασιτέχνες και γκρουπ που θέλουν να προπονηθούν στο μπιτς βόλεϊ. Ήταν αδύνατον να το κάνω κι άλλο αυτό.
Και η ανάρτησή μου αποχαιρετώντας το για «αυτούς που με υποτίμησαν, με μείωσαν και δε με σεβάστηκαν» αφορούσε στους πάντες που μπορούσαν να βοηθήσουν και δεν το έκαναν, για να είμαι ειλικρινής.
Ένιωθα ότι τόσα χρόνια ήμουν μόνη μου για να παλεύω να μείνω στο άθλημα, δεν υπήρξε ποτέ κάποιος να μου πει «έλα εδώ να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, πώς μπορείς, τι θέλεις για να μείνεις στο άθλημα, τι απαιτήσεις έχεις».
Και εννοείται ότι οι απαιτήσεις μου δεν ήταν μεγάλες.
Αυτό που εγώ ήθελα τόσα χρόνια ήταν να καλύπτω τα έξοδα μου, ώστε να μη βάζω χρήματα από την τσέπη μου, να μην αναγκάζομαι να δουλεύω για να μπορώ να πηγαίνω την επόμενη ημέρα στην προπόνηση, να μπορώ να πληρώνω τα διόδια, τη βενζίνη και το πετρέλαιό μου για να κατέβω στον Πειραιά.
Αυτό είναι θέμα αφενός Ομοσπονδίας, αφετέρου κάποιος θα έπρεπε να το ζητήσει… θα ήταν από την ομοσπονδία, θα ήταν από την ομάδα, θα ήταν από… δεν ξέρω, δεν μπορώ να αποδώσω ευθύνες σε αυτό.
Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι τόσα χρόνια, πραγματικά, δεν υπήρξε ένας άνθρωπος να μου πει «Πένυ, έλα εδώ, θέλουμε να σε κρατήσουμε στο άθλημα, τι θέλεις για να μείνεις»; Τόσα χρόνια είμαι πραγματικά μόνη μου σε όλο αυτό.
Η απόφαση ήταν απόφαση ωρίμανσης.
Είχα κάνει κάποιες συζητήσεις με την ομάδα του μπιτς βόλεϊ και τους είχα πει ότι δεν μπορώ να συνεχίσω να το κάνω αυτό χωρίς να παίρνω χρήματα.
Στο άθλημα για να κερδίσεις χρήματα price money, πρέπει να είσαι στις πάρα πολύ καλές ομάδες. Πρέπει να είσαι στο top 10…
Ουσιαστικά δεν βγάζεις χρήματα.
Βάζεις χρήματα και, αν δεν έχεις χορηγούς, γιατί εμείς δεν είχαμε χορηγούς, δεν έχεις πιθανότητα να το κάνεις αυτό επαγγελματικά, δηλαδή να βγάζεις τα προς το ζειν σου και να κερδίσεις χρήματα για εσένα.
Τους εξήγησα ότι εγώ είμαι 28, δεν είμαι 20.
Όταν είσαι 20, το σκέφτεσαι αλλιώς, λες «θα παίζω ένα, δύο, τρία χρόνια, δεν τρέχει τίποτα».
Αλλά, όταν είσαι 28, «παιδιά, εάν δεν βρεθεί κάποια λύση σ’ αυτό το κομμάτι, να έχω κάτι χειροπιαστό, να μου δίνετε κάτι, να μου δίνει κάτι το άθλημα, γιατί τόσα χρόνια δίνω εγώ, δεν μπορώ να το κάνω άλλο».
Στην ανάρτησή μου στα social έγραψα «εις το επανιδείν»…
Δεν ξέρω. Ο λόγος που είπα «επανιδείν» και δεν είπα «τέλος» είναι γιατί ποτέ δεν ξέρεις πώς τα φέρνει η ζωή!
Μπορεί κάποια στιγμή να προκύψει κάτι και να μου πουν, η Ομοσπονδία ή κάποιος, ότι μπορεί να γίνει κάτι.
Καλώς ή κακώς και η Βίκυ Αρβανίτη είναι πλέον 36 χρονών, δεν είναι μικρή.
Και η Βίκυ, αν δεν σταματήσει φέτος, θα σταματήσει σε ένα ή δύο χρόνια και κάτι πρέπει να υπάρχει πίσω απ’ αυτό.
Η Βίκυ, σε μια τελευταία συνάντηση που είχαμε στην Ομοσπονδία, τους εξήγησε ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι, διότι δεν λαμβάνουμε κάτι.
Όταν έγινε βέβαια αυτή η κουβέντα, για εμένα ήταν ήδη πάρα πολύ αργά.
Με είχαν προσεγγίσει επτά-οχτώ ομάδες από την Α1 σάλας και μου είχαν προσφέρει κάποια χρήματα πάρα πολύ καλά.
Και δεν είχα κάποια δέσμευση.
Εμείς, στο μπιτς βόλεϊ, δεν έχουμε κάποιο συμβόλαιο. Κάνουμε αυτό που αγαπάμε, το βλέπουμε επαγγελματικά χωρίς να είμαστε επαγγελματίες.
Για εμένα, το βόλεϊ σάλας είναι ο σύζυγος και το μπιτς ο εραστής!
Το μπιτς τρελαίνεσαι να το ζήσεις, να το ονειρευτείς, να το παίξεις , αλλά δεν υπάρχουν συνθήκες για να το κάνεις στην Ελλάδα.
Και τώρα κάθομαι και βλέπω αγώνες μπιτς βόλεϊ στην τηλεόραση, το λατρεύω και δεν θα σταματήσω ποτέ να λατρεύω αυτό το άθλημα.
Σκέφτομαι πάλι «θα έκανα την ίδια επιλογή, αν είχαμε προκριθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο»; Δεν ξέρω…
Εμένα πάντα ο στόχος μου ήταν η πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες και ήταν ένα όνειρο που δεν κατάφερα να το πετύχω.
Πραγματικά όμως ένιωθα ότι τόσα χρόνια είχα δώσει στο άθλημα πάρα πολλά και θεωρώ αδιανόητο να μην μπορώ να καλύψω τα έξοδά μου σ’ αυτήν τη ηλικία. Αυτή η σκέψη ήταν που με τρέλαινε.
Και πάλι λοιπόν, και να είχα προκριθεί στους Ολυμπιακούς, θα το σκεφτόμουν πάρα πολύ.
Δεν είχα κάτι χειροπιαστό στα χέρια μου.
Και κανένας δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά να μου δώσει κάποια λύση, με εξαίρεση τον Ομοσπονδιακό τεχνικό, τον Τίε Σαντάνα, ο οποίος, απ’ ό,τι μου έχει εκμυστηρευτεί, έκανε κάποιες προσπάθειες ο ίδιος να βρει κάποιους χορηγούς.
Σχετικά με τους επόμενους Ολυμπιακούς του Παρισιού δεν θέλω να αποκλείσω κανένα σενάριο.
Πάντως δεν μπορώ να συγκρίνω την αίσθηση να αγωνίζομαι με το Εθνόσημο με το να αγωνίζομαι για συλλόγους. Το έγραψα και στην ανάρτησή μου ότι ήταν τιμή μου να έχω αγωνιστεί με τα ελληνικά χρώματα. Το ήθελα πάντα από μικρή και είναι το όνειρο κάθε αθλητή.
Όσον αφορά στον Παναθηναϊκό, ήταν πάντα ξεκάθαρος απέναντί μου και είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον του από πάρα πολύ νωρίς.
Και για εμένα όλο αυτό είναι μια πολύ σωστή και τίμια στάση.
Μου έλεγαν «εμείς σε θέλουμε από τη στιγμή που επιλέξεις να σταματήσεις το μπιτς βόλεϊ, εμείς είμαστε εδώ και θέλουμε να είμαστε η πρώτη σου επιλογή».
Με τον κορωνοϊό και τις καραντίνες πιέστηκα πολύ.
Μου αρέσει να βγαίνω έξω, δεν μπορώ να κάθομαι σπίτι, μ’ αρέσει πολύ το έξω, μ’ αρέσει η βόλτα, μ’ αρέσει το σινεμά πολύ, μ’ αρέσει να πηγαίνω βόλτα στη θάλασσα, μ’ αρέσουν οι εκδρομές οι μονοήμερες, αλλά κατά τα άλλα είμαι πολύ εσωστρεφής.
Δεν ανοίγομαι σε πολλούς ανθρώπους και οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφομαι επιλέγω να γνωρίζουν ό,τι εγώ θέλω όχι τα πάντα.
Για τον εαυτό μου δεν έδινα καθόλου χρόνο, ήμουν πάρα πολύ αφοσιωμένη σε αυτό που έκανα, γιατί είμαι στον πρωταθλητισμό από τα 10 μου, δεν έχω κάνει διακοπές, δεν έχω κάνει τίποτα. Διακοπές έκανα πέρυσι για πρώτη φορά και μάλιστα έναν μήνα! Μόνο τίποτα τριήμερα πήγαινα.
Τώρα έχω αρχίσει και επαναξιολογώ κάποια πράγματα και θεωρώ ότι, καλώς ή κακώς, μόνο τον εαυτό μας έχουμε, μόνοι μας ήρθαμε και μόνοι μας θα φύγουμε, οπότε η αλήθεια είναι ότι πρέπει να έχουμε τον εαυτό μας πάνω απ’ όλα.
Από την άλλη, είναι απαραίτητο να έχεις ένα ισοζύγιο προσωπικής και επαγγελματικής ζωής.
Δεν ξέρω τώρα πότε θα σταματήσω για να κάνω οικογένεια, το μόνο σίγουρο είναι ότι πλέον είμαι πάρα πολύ καλά. Και τώρα που είμαι καλά, βλέπω ότι είμαι και πιο ισοροπημένη και στο επαγγελματικό κομμάτι.
Μιλώντας για αυτή που είμαι, για την εικόνα μου, ξέρω, καταλαβαίνω ότι συνδέεται με ένα συγκεκριμένο μοτίβο.
Το μοτίβο της αθλήτριας μπιτς βόλεϊ με το μαγιό και το μπουστάκι και την κάμερα να επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα σημεία. Αλλά και αυτό ένα επάγγελμα είναι… Αν το δεις από την πλευρά του επαγγέλματος, η ενδυμασία σου είναι το μαγιό αναγκαστικά και είναι πάρα πολύ κατανοητό για εμένα ότι, παίζοντας οι γυναίκες στην άμμο, το άθλημα θα προσεγγίσει περισσότερο τον αντρικό πληθυσμό. Και γι’ αυτό και ο πιο ακριβός χορηγός μπαίνει πάντα στο πίσω μέρος του μαγιό.
Μου αρέσει που έχω ωραίο σώμα. Μου αρέσει, γιατί έχω δουλέψει πολύ γι΄ αυτό, δηλαδή πάντα προσπαθώ να έχω ωραίο σώμα και δεν μ’ αρέσει να παίρνω κιλά, ούτε καν κανά-δυό.
Και στο φαγητό, έχοντας ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο, χωρίς να στερηθώ κάτι, είμαι πιο υγιής και σωματικά και ψυχολογικά.
Σχετικά με τους άντρες, όταν αναφέρω ότι είμαι αθλήτρια του μπιτς βόλεϊ ή του βόλεϊ, οι περισσότεροι, μάλλον κάποιοι, δεν έχουν πολύ καλή εντύπωση για τις αθλήτριες.
Θεωρούν ότι οι αθλήτριες έχουν έναν χαρακτήρα κάπως ρηχό, επιφανειακό.
Κάποιοι άλλοι πάλι ενθουσιάζονται, γιατί σου λέει «μια αθλήτρια μπιτς βόλεϊ δεν την συναντάς συχνά»…
Καταλαβαίνω αυτούς που λένε «ε, οι αθλήτριες είναι λίγο πιο επιφανειακές, δεν είναι άτομα εμπιστοσύνης κλπ».
Και εμένα με έχουν προσεγγίσει με προθέσεις ηθικής και ψυχολογικής πίεσης.
Και είχα και κάποια εμπειρία, όταν ήμουν πολύ πιο μικρή σε ηλικία, αλλά όχι από κάποιο άτομο του χώρου, είχα δηλαδή κι εγώ κάποια δυσάρεστη εμπειρία. Δεν ήταν σεξουαλική κακοποίηση, δεν έφτασε μέχρι τέλους, ήταν παρενόχληση από κάποιον που δεν ήταν του χώρου. Συνέβη όταν ήμουν 12 χρόνων… ήμουν 12 χρόνων… ήμουν μικρή και ήταν άτομο του στενού μου οικογενειακού κύκλου.
Και δεν είχε σχέση με το ότι ήμουν ήδη μια μικρή αθλήτρια, ότι έπαιζα βόλεϊ από τα 10 μου.
Το ίδιο θα ήταν, έπαιζα-δεν έπαιζα βόλεϊ. Απλώς ήταν άτομο του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Ευτυχώς, δεν έφτασε σε σημείο κακοποίησης και αυτό, για να είμαι ειλικρινής, ήταν και αυτό που με έσωσε.
Από τον χώρο του αθλητισμού, από τους ανθρώπους του αθλητισμού πάντως δεν έχω δεχτεί βία, οποιουδήποτε είδους. Ποτέ-ποτέ-ποτέ.
Κάποιοι εννοείται ότι με έχουν προσεγγίσει με απώτερο σκοπό άλλα πράγματα, όμως κάποια βία ή παρενόχληση δεν έχω δεχτεί…
Για τον εαυτό μου σκέφτομαι ότι, αν ήθελα να βάλω έναν τίτλο, θα ήταν «Πένυ Καραγκούνη, το κορίτσι που παλεύει και πάντα βρίσκει τρόπο να μην τα παρατάει» και το moto μου για την ζωή είναι «αν θες να στηριχτείς σε κάποιον, στηρίξου μόνο στον εαυτό σου».
Η Πένυ Καραγκούνη είναι Πρωταθλήτρια του μπιτς βόλεϊ.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Βίκυ Αρβανίτη: Μάνα, Μητέρα, Μαμά!
Αθηνά Παπαφωτίου: Ένα Μεγάλο Φωτεινό Καλοκαίρι
Ανθή Βασιλαντωνάκη: Min(e)d-Set
Όλγα Στραντζαλη: No Pain, No Gain!
Στέλιος Προσαλίκας: Ελευθερία, Αξιοπρέπεια, Υπερηφάνεια! / Μετά την επόμενη μέρα
Αχιλλέας Παπαδημητρίου: Να ΄χεις στο νου σου την Ιθάκη
Βασίλης Μηνούδης: Αληθινός Αγώνας