Τη δεκαετία του ’80 δεν υπήρχε ακόμη η άνθηση του μπάσκετ, η οποία προέκυψε μετά το Ευρωμπάσκετ του 1987, και όλοι παίζαμε ποδόσφαιρο.
Ξαφνικά το μπάσκετ έγινε το εθνικό μας άθλημα.
Εγώ μέχρι τα 19 μου ποδόσφαιρο έπαιζα μόνο με τους φίλους μου.
Ασχολούμουν επαγγελματικά και μάλιστα σε υψηλό επίπεδο με το μπάσκετ και το βόλεϊ στο Νέο Μαρμαρά Χαλκιδικής, όπου μετακομίσαμε σε ηλικία τριών μηνών, μόλις χάσαμε τον πατέρα μου.
Πώς προέκυψε το ποδόσφαιρο; Από τύχη. Ο βασικός τερματοφύλακας στην ομάδα του χωριού μου αποβλήθηκε και ο άλλος ήταν τραυματίας, οπότε κάθισα εγώ στο τέρμα.
Μέχρι τότε με τη θέση του τερματοφύλακα δεν είχα καμία απολύτως σχέση. Ακόμα και όταν παίζαμε με τους φίλους μου, εγώ έπαιζα “10άρι”, γιατί χρησιμοποιούσα και τα δυο πόδια.
Απλώς λόγω του μπάσκετ και του βόλεϊ μού φάνηκε εύκολο (το τάιμινγκ στον αέρα, οι λαβές). Η τεχνική μετά διαμορφώνεται, ενώ με βοήθησε στην σκέψη και το ότι είχα παίξει και σε άλλες θέσεις.
Κατόρθωσα μέσα σε ενάμιση χρόνο να γίνω επαγγελματίας. Βγήκα ο καλύτερος τερματοφύλακας στη Χαλκιδική και πήρα μεταγραφή στον Ποσειδώνα Μηχανιώνας στη Γ’ Εθνική. Και ήμουν ήδη 20 ετών.
Έμεινα τέσσερα χρόνια εκεί, όλα στη Γ’ Εθνική, με ιστορική στιγμή το παιχνίδι που αποκλείσαμε την ΑΕΚ στο Κύπελλο το 1998.
Εκείνη τη χρονιά βγήκα στους καλύτερους τερματοφύλακες στην κατηγορία και μου έδωσε το έναυσμα να κάνω μεταγραφή την επόμενη σεζόν στον Απόλλωνα Αθηνών.
Θεωρώ τον Αλαμάνο έναν από τους καλύτερους παράγοντες που έβγαλε το ελληνικό ποδόσφαιρο, ήταν μπροστά από την εποχή του, ήξερε μπάλα και μπορούσε να ξεχωρίζει τον καλό παίκτη.
Όταν υπέγραψα, του είχα ζητήσει, αν έκανα καλή χρονιά, να με βοηθούσε να κάνω μεταγραφή σε μια μεγαλύτερη ομάδα.
Δυστυχώς, την τελευταία μέρα της προετοιμασίας έπαθα ρήξη πρόσθιου χιαστού, έμεινα οκτώ μήνες έξω.
Όταν επέστρεψα τον Μάιο, έκανα μια κουβέντα με τον κύριο Αλαμάνο, μετά από ένα φιλικό που παίξαμε με την ΑΕΚ, μια εβδομάδα μετά αφού είχε χάσει το Κύπελλο από τον ΠΑΟΚ.
Μου ζήτησε να μείνω, αλλά εγώ δεν αισθανόμουν ότι είχα προσαρμοστεί στο περιβάλλον και ήθελα να φύγω.
Ήταν μεγάλο πλήγμα για μένα ο τραυματισμός. Ήμουν στο κέντρο της Ελλάδας, με δυο καλές χρονιές στην πλάτη μου και έτοιμος να κάνω το μεγάλο άλμα στην καριέρα μου, αλλά ο χιαστός πηγαίνει πολύ πίσω ένα αθλητή.
Η πορεία βέβαια έδειξε ότι τελικά τα κατάφερα, ίσως όμως να το είχα κάνει νωρίτερα.
Επέλεξα να πάω στην Κασσάνδρα, μια ανερχόμενη τότε ομάδα στη Γ’ Εθνική, ανεβήκαμε κατηγορία ως Πρωταθλητές και εγώ στα δυο χρόνια έκανα 50 συμμετοχές που μου έδωσαν τη μεταγραφή στον Απόλλωνα Καλαμαριάς.
Στην ομάδα τότε ήταν ο Σταύρος Παπαδόπουλος, ο οποίος είχε έρθει από την Καλαμάτα μαζί με τον Ηλία Δαμήλο. Ήταν δυο τεχνοκράτες που έφτιαξαν μια πολύ καλή ομάδα, στηριζόμενη σε νέα παιδιά.
Από εκείνη τη φουρνιά μάλιστα βγήκαν παίκτες όπως ο Κλέιτον, ο Ουέλιγκτον, ο Παππάς, ο Παρμαξίδης, ο Ηλιάδης, ο Νίκος Παπαδόπουλος.
Εκείνη τη χρονιά ο στόχος ήταν να σωθούμε και τελικά πετύχαμε την άνοδο στη Super League.
Εγώ ήμουν ο μοναδικός που είχα βάλει στο συμβόλαιό μου πριμ ανόδου, ακόμη και σήμερα το θυμάται ο Δαμήλος και μου λέει «χαλάλι σου».
Κάθισα δυο χρόνια και το καλοκαίρι του 2005 πήγα στον Άρη.
Εκείνη την περίοδο ο μάνατζέρ μου μου έλεγε να πάω στον ΠΑΟΚ. Μια μέρα όμως του τηλεφώνησα, έτυχε να βρίσκεται στα γραφεία του Άρη με τον τότε Πρόεδρο, τον Λάμπρο Σκόρδα, και, μόλις το αντιλήφθηκε, πρότεινε στον μάνατζέρ μου να πάω εκεί.
Εγώ ήμουν με την Εθνική Ενόπλων στη Γερμανία για το Παγκόσμιο και η διαπραγμάτευση έγινε από το τηλέφωνο.
Μου εξήγησε ο Σκόρδας το πλάνο ανόδου που είχε, γιατί ο Άρης μόλις είχε υποβιβαστεί, και, παρότι είχα προτάσεις και από τον Εργοτέλη, τον Πανιώνιο και άλλες ομάδες, συμφώνησα, έχοντας κατά νου ότι και η οικογένειά μου ήταν στη Θεσσαλονίκη.
Τη χρονιά εκείνη, με τον Κουούζελα αρχικά προπονητή και μετά τον Αναστόπουλο, ήμασταν τρεις τερματοφύλακες, εγώ, ο Πουρλιοτόπουλος και ο Μπούτσεκ.
Η σεζόν ξεκίνησε με τα δυο παιχνίδια στο UEFA κόντρα στη Ρόμα. Στην Ιταλία είχε παίξει βασικός ο Πουρλιοτόπουλος και στον επαναληπτικό (0-0) εγώ.
Παίζω βασικός και στην πρεμιέρα με την Προοδευτική, αλλά παθαίνω δεύτερη φορά χιαστό στο ίδιο πόδι. Ήταν ένα σοκ για μένα. Ήμουν 30, μόλις είχα πάει στον Άρη και αυτό ήταν ένα στοίχημα, γιατί πίστευα ότι θα παίξω.
Είχα φοβερή αυτοπεποίθηση εκείνη την περίοδο και ένιωθα ότι δεν μπορούσε να με κερδίσει κανείς. Αν ρωτήσετε τους τότε συμπαίκτες μου, θα καταλάβετε γιατί το λέω.
Έχασα όλη τη χρονιά και επέστρεψα τον Μάιο για να παίξω σε τρία φιλικά πριν από το κλείσιμο της σεζόν.
Έκανα μια κουβέντα με τον Αναστόπουλο, ο οποίος ήθελε να φέρει τον Σιντιμπέ από το Αιγάλεω, κρατώντας εμένα δεύτερο.
Τελικά έφυγε ο Αναστόπουλος, δεν ήρθε φυσικά ο Σιντιμπέ, ήρθε όμως ο Όγιος και ο Άρης μπήκε στη λεγόμενη «ισπανοκρατούμενη» περίοδο.
Την επόμενη τριετία ο Άρης ήταν μια τρομερή δύναμη και, αν υπήρχαν κάποιες διαφορετικές καταστάσεις, θα μπορούσε να είχε κάνει παραπάνω πράγματα, σε επίπεδο τόσο τίτλων όσο και θέσεων στο Πρωτάθλημα.
Εκείνος ο Τελικός Κυπέλλου στο Καυταντζόγλειο με τον Ολυμπιακό που χάθηκε θα μπορούσε να είχε αλλάξει επίπεδο την ομάδα.
Είχαν έρθει και παίκτες που έπαιξαν αρκετά χρόνια στην ομάδα και αποτέλεσαν για μια τριετία ένα σταθερό κορμό επτά-οκτώ ποδοσφαιριστών, ενώ οι Έλληνες ήμασταν η μειοψηφία.
Έφυγα από τον Άρη το 2009, πήγα στη Δράμα για έναν χρόνο και επέστρεψα το 2010 στην Καλαμαριά, στα 35 μου πλέον.
Ήταν η χρονιά που ο Απόλλων είχε πέσει στη Δ’ Εθνική και έπαιξα μετά από 19 χρόνια ξανά στο ερασιτεχνικό.
Μέσα σε τρία χρόνια ανεβήκαμε διαδοχικά τρεις κατηγορίες. Είχα φτάσει πλέον σχεδόν στα 40 και αποφάσισα μετά από μια 20ετία να σταματήσω.
Θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά τα πράγματα, αλλά το ποδόσφαιρο αυτά έχει.
Έχω παίξει με τον Άρη σε όλες τις κατηγορίες αλλά και στην Ευρώπη, ενώ και με την Καλαμαριά έζησα όλη την πορεία από την Δ’ Εθνική ως τη μεγάλη κατηγορία. Ίσως είμαι από τους λίγους που το έχουν πετύχει αυτό.
Επίσης, θεωρώ ότι δεν υπάρχει πιο όμορφο συναίσθημα από το να παίζεις σε γεμάτα γήπεδα, με οικογένειες στην κερκίδα.
Το ποδόσφαιρο σού αφήνει φίλους, γνωριμίες, χαρά, σου ανοίγει ορίζοντες, γενικά το να είσαι αθλητής και να αγαπάς αυτό που κάνεις είναι από τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή.
Μετά από τόσα χρόνια που έχω σταματήσει, συνεχίζω να γυμνάζομαι τέσσερεις-πέντε φορές την εβδομάδα, κάνω παιχνίδια με τους βετεράνους του Άρη αλλά και τους φίλους του Ζαγοράκη.
Έχω εμφυσήσει τον αθλητικό τρόπο και στα παιδιά μου, ο γιος μου παίζει ποδόσφαιρο (δεν είναι τερματοφύλακας) και η κόρη μου ασχολείται με το τσιρλίντινγκ (αρχικά έκανε πρωταθλητισμό στην ενόργανη).
Από το ποδόσφαιρο δεν έφυγα και δεν νομίζω ότι θα φύγω ποτέ.
Τα πρώτα χρόνια ήμουν προπονητής τερματοφυλάκων και στη συνέχεια Τεχνικός Διευθυντής στον Απόλλωνα Καλαμαριάς και στον ΑΟ Χανιώτης, ομάδα Γ’ Εθνικής που για τα δεδομένα της κατηγορίας βγάζει υγεία και είναι τακτοποιημένη οικονομικά.
Έχω βρει κάτι που μου αρέσει, αφιερώνω αρκετές ώρες την ημέρα, αλλά, όταν αγαπάς κάτι, τότε έρχεται και η εξέλιξη.
Μακάρι κάποια στιγμή να μπορέσω να βοηθήσω τον Άρη και την Καλαμαριά από κάποιο πόστο.
Από τους τραυματισμούς μαθαίνεις να παλεύεις.
Ο Δημήτρης Καρατζιοβαλής είναι πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κώστας Χαλκιάς: Γιατί σταμάτησες;