Κάθε φορά που προσπαθούσε να κοιτάξει προς τον ουρανό, δεν μετρούσε ακριβώς τ’ άστρα.
Το βλέμμα εκεί ψηλά ήταν, πάντως, η διαφυγή του. Η ευκαιρία να τραβήξει τα μάτια του από «ανορθογραφίες» τόσο στη γενέτειρά του (την οποία πάντως, δεν είχε δει ποτέ) όσο και στο μέρος όπου γεννήθηκε.
Ο Αλφόνσο Ντέιβις θα ήθελε πολύ να μετρήσει τα αστέρια. Όμως έμαθε από τον πατέρα του να κοιτάζει πίσω από τον ώμο του. Όχι τόσο φοβισμένος όσο απλώς υποψιασμένος.
Τον δρόμο προς τ’ άστρα, ωστόσο, δεν τον έχασε. Τον βρήκε έπειτα από δοκιμασίες που τον έκαναν αρχικά δυνατό άνθρωπο και στη συνέχεια δυναμικό ποδοσφαιριστή.
Ο 19χρονος ακραίος μπακ της Μπάγερν Μονάχου δεν είναι μία συνηθισμένη περίπτωση ταλέντου. Δεν είναι, βασικά, μία συνηθισμένη περίπτωση ανθρώπου.
Μπορεί πριν καν κλείσει τα 20 του να μετρά τίτλους, με σημαντική συμβολή στο τρεμπλ της νέας πρωταθλήτριας Ευρώπης, για το 2020, όμως για να φτάσει στο Μόναχο και την πρόωρη καταξίωση, μέτρησε δυνάμεις σε έναν καταυλισμό προσφύγων.
Άκουσε τις εμπειρίες των γονιών του για έναν εμφύλιο που ο ίδιος δεν έζησε ποτέ, αλλά επηρέασε τη ζωή και την παιδική ηλικία του.
Όταν έμαθε για τις συνθήκες στις οποίες πορεύτηκε η οικογένειά του ή του εξιστορούσαν πράγματα που εκείνος λόγω ηλικίας δεν θυμόταν, έμαθε πως ένα ματς, ακόμη κι ένας τελικός Τσάμπιονς Λιγκ, δεν μπορεί να τον τρομάξει.
Απλώς, μπορεί να κάνει πιο απολαυστική την ασυνήθιστη διαδρομή «καταυλισμός-βάθρο πρωταθλητή»…
Ο Αλφόνσο Ντέιβις αναγκάστηκε να γίνει από μικρός «πολίτης του κόσμου».
Γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2000 στον καταυλισμό προσφύγων Μπουντουμπουράμ, 44 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης Άκρα, στη Γκάνα. Γιος ενός ζευγαριού από τη Λιβερία, το οποίο υποχρεώθηκε να αφήσει το σπιτικό του για να γλιτώσει από τον εμφύλιο πόλεμο της χώρας…
Ο πατέρας του, κύριος Ντεμπέα, εξηγούσε σε όποιον τον ρωτούσε ότι «στην πατρίδα μου δεν είναι εύκολο να ζήσεις, διότι ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσεις είναι να έχεις στα χέρια σου ένα όπλο… Εμένα και τη φαμίλια μου, όμως, δεν μας ενδιέφερε και δεν μας άρεσε αυτό. Γι’ αυτό, αποφασίσουμε να φύγουμε από τη χώρα».
Τόσο στη Λιβερία όσο και στον καταυλισμό στη Γκάνα, ο πατέρας του Αλφόνσο ξυπνούσε κάθε μέρα με την αγωνία να βρει φαγητό για τους δικούς του.
«Οι δυσκολίες μάς πείσμωσαν, πάντως», τονίζει πια. Επισημαίνοντας πως «για μία οικογένεια που κάποτε δεν είχε ένα πιάτο φαΐ και ρούχα, δεν μπορούμε παρά να είμαστε περήφανοι για το πού έφτασε ο γιος μας».
Το Μπουντουμπουράμ αποκαλείται «φυλακή» από πολλούς κατοίκους του, αλλά για την οικογένεια του Ντέιβις έγινε το απαραίτητο καταφύγιο.
Σε ένα «σκηνικό» που για πολλούς ήταν καταπιεστικό, για άλλους απάνθρωπο και για κάποιους ανάμνηση που θα ήθελα να διαγράψουν, οι Ντεμπέα και Βικτόρια έζησαν μία από τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής τους, όταν γεννήθηκε ο Αλφόνσο.
Ήταν το τέταρτο παιδί τους και ακολούθησαν άλλα δύο.
Τη στιγμή που η κυρία Ντέιβις αγκάλιασε το μωρό της, οι μνήμες της διάβασης πάνω από πτώματα ξαφνικά χάθηκαν.
«Στη Λιβερία κάθε μέρα έβλεπες στον δρόμο σου νεκρούς συμπατριώτες σου. Δεν έκανες, όμως, πίσω, δεν κοντοστεκόσουν, γιατί η φαμίλια χρειαζόταν φαγητό. Δε χρειάστηκε να σκεφτούμε πολύ ότι η καλύτερη επιλογή μας ήταν να φύγουμε από αυτό το μέρος»…
Οι συνθήκες δεν ήταν πολύ καλύτερες στον καταυλισμό της Γκάνας, όμως για το ζευγάρι σημασία είχαν τα παιδιά τους.
«Στο στρατόπεδο υπήρχε μία σχετική ασφάλεια, σε σύγκριση με όσα ζούσαμε στη Λιβερία. Αλλά ήταν δύσκολο να επιβιώσεις και εκεί», θυμάται ο Ντεμπέα.
Εξηγώντας πως «για μένα και τη σύζυγό μου, ένα ποτήρι νερό ήταν αρκετό πολλές φορές για μία ολόκληρη μέρα. Ο κόσμος πεινούσε στο Μπουντουμπουράμ. Χρειαζόμασταν, όμως, τροφή για τον Αλφόνσο. Κάθε μέρα έπρεπε να βεβαιωθούμε ότι θα βρεθεί κάτι, για να τον κρατήσει στη ζωή…».
Ζώντας στο πετσί της τον ξεριζωμό, πάντως, η οικογένεια του νέου αστέρα της Μπάγερν μπορούσε μόνο να κοιτάξει μπροστά.
Άρχισαν να διαμορφώνουν εκεί, παρά τις δύσκολες συγκυρίες, τη νέα ζωή τους. Μην μπορώντας ακόμη, τότε, να φανταστούν τι θα επακολουθήσει.
Από την «ομηρία» στον καταυλισμό, καθώς η Βικτόρία έλεγε ότι «εκεί μπορούσαν να σου συμβούν τα πάντα, γιατί είναι σαν να σε έχουν μονίμως κλειδωμένο σε ένα κοντέινερ και να έχουν πετάξει το κλειδί», βρέθηκαν στον Καναδά μέσω ενός προγράμματος μετεγκατάστασης.
Πρώτη άφιξη στο Ουίντσορ, στο Οντάριο και στη συνέχεια στο Έντμοντον.
Το νέο ξεκίνημα της οικογένειας Ντέιβις δεν είχε τούτη τη φορά περιορισμούς. Δεν είχε από πάνω του να αιωρείται η απειλή ενός εμφυλίου ή η «φυλακή» της Γκάνας.
Το ταξίδι στον Καναδά έγινε όταν ο Αλφόνσο ήταν πέντε ετών. Σε μία εποχή που η χώρα, σε αθλητικό πλαίσιο, είχε αποχωριστεί έναν χρόνο πριν τον Βινς Κάρτερ, πρώην -τότε- σταρ των Τορόντο Ράπτορς του ΝΒΑ.
Οι γονείς του Αλφόνσο χρειάστηκε να απασχολούνται σε δύο και τρεις δουλειές χωρίς ρεπό, για να «τα φέρουν βόλτα».
Χωρίς εκείνους στο σπίτι, ο γιος τους έγινε ο προστάτης των δύο μικρότερων παιδιών της φαμίλιας, ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού.Είχε αναλάβει να τα ταΐζει, να ζεσταίνει το γάλα και να αλλάζει πάνες στην αδερφή του, χωρίς ποτέ να παραπονιέται.
Το μόνο που ήθελε ήταν λίγο χρόνο για τον εαυτό του, ώστε να κλωτσήσει τη μπάλα του ποδοσφαίρου στη γειτονιά του ή στο σχολείο.
Η δασκάλα και προπονήτριά του στο δημοτικό, Μελίσα Γκούτσο, αντιλήφθηκε το ταλέντο του και τον προέτρεψε να ενταχθεί στο πρόγραμμα «Free Footie», για παιδιά δίχως οικονομική δυνατότητα για πληρωμή συνδρομής σε ακαδημίες.
«Ο μικρός μας Αλφόνσο ήταν πάντα ένα παιδί με το μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπό του», ανέφερε η Γκούτσο στην ιστοσελίδα της Μπουντεσλίγκα.
«Τον βλέπαμε να χορεύει στα διαλείμματα στους διαδρόμους και διαπιστώναμε πως ήταν ταλέντο σε ό,τι έκανε. Είτε αυτό ήταν ποδόσφαιρο είτε στίβος ή μπάσκετμπολ».
Η Μελίσα Γκούτσο ήρθε σε επαφή με τον Τιμ Άνταμς, ιδρυτή ου «Free Footie», ο οποίος σύντομα κατάλαβε πως ο Ντέιβις δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιδί.
«Τον είδα την πρώτη κιόλας φορά, στην πρώτη επαφή του με τη μπάλα και το ήξερα εξαρχής πως έχει ένα χάρισμα στο ποδόσφαιρο», τονίζει ο Άνταμς.
«Δεν ήταν στο επίπεδο της αθλητικότητας άλλων παιδιών, ωστόσο έδειχνε ότι παίζει μυαλωμένα. Ήταν κάτι περισσότερο από ένα παιδί που κλωτσά τη μπάλα στα δίχτυα», συμπληρώνει.
Επόμενο βήμα η ακαδημία Σεντ Νίκολας, καθώς ο διευθυντής της, Μάρκο Μπόσιο, εντυπωσιάστηκε με την τεχνική του Αλφόνσο.
Εκεί ο Ντέιβις γνώρισε τον Τσερνόχ Φανμπουλέχ, ένα παιδί από τη Λιβερία που μετανάστευσε στον Καναδά το 2008. Έγιναν αχώριστοι και παραμένουν και στις μέρες μας καλοί φίλοι.
Το ποδόσφαιρο έμοιαζε η δεύτερη «διαφυγή» του, όμως αρχικά ο μικρός Αλφόνσο δεν το έβλεπε ως επαγγελματικό προσανατολισμό. «Για να είμαι ειλικρινής, έπαιζα απλώς για να διασκεδάσω και να μείνω μακριά από μπελάδες», εξηγούσε. Προσθέτοντας πως «δεν ήξερα καν αν είμαι αρκετά καλός».
Οι φιλοφρονήσεις από προπονητές και γονείς συμπαικτών του έκαναν τον νεαρό να το πιστέψει και να προπονείται ακόμη πιο σκληρά.
Συνέχισε να παίζει στην ομάδα Έντμοντον Στράικερς και σε ηλικία 14 ετών οι Βανκούβερ Ουάιτκαπς πρότειναν στους γονείς του να μετακομίσει το παιδί τους στην πόλη και να μείνει στους ξενώνες του συλλόγου, όπου θα συνέχιζε να το σχολείο.
Το ταξίδι των 1.000+ χιλιομέτρων από την Αλμπέρτα στο Βανκούβερ αρχικά τρόμαξε ακόμη και τους πολυταξιδεμένους Ντεμπέα και Βικτόρια Ντέιβις…
Οι γονείς του, όμως, αποφάσισαν με αρχική επιφύλαξη, να μην σταθούν εμπόδιο στην επικείμενη καριέρα και τη φιλοδοξία του γιου τους.
Τα κολακευτικά σχόλια έκαναν τον πατέρα του να σκεφτεί ότι ενδεχομένως αυτό να ήταν, πράγματι, το μέλλον του Αλφόνσο. Η πρόοδός του, άλλωστε, ήταν πολύ γρήγορη.
Έγινε αρχικά ο νεαρότερος παίκτης της λίγκας United Soccer League και σε ηλικία 15 ετών, οκτώ μηνών και 15 ημερών έγινε ο πρώτος παίκτης που έχει γεννηθεί μετά το 2000 και αγωνίζεται στο MLS των Η.Π.Α.!
Ήταν ο δεύτερος νεαρότερος παίκτης της λίγκας μετά τον Φρέντι Αντού και έχοντας λάβει και την καναδική υπηκοότητα, κλήθηκε άμεσα στην Εθνική ομάδα της νέας πατρίδας του.
Τον Νοέμβριο του 2018 η Μπάγερν Μονάχου τον «πρόλαβε» από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αφού αρχικά η Μπαρτσελόνα δεν θέλησε τελικά να ολοκληρώσει την απόκτησή του.
Όλα έμοιαζαν να συμβαίνουν ιδιαιτέρως γρήγορα για τον μικρό. Με μεγαλύτερη ταχύτητα και από τη φημισμένη πια σπιρτάδα του στο χορτάρι.
Άλλωστε, είναι ο κάτοχος του ρεκόρ της Μπουντεσλίγκα, με καταγεγραμμένη ταχύτητα 36,51χλμ./ώρα σε σπριντ!
Όταν οι Βαυαροί ανακοίνωσαν την επερχόμενη απόκτησή του, αντί 13.500.000 δολαρίων, ο Ντέιβις επικοινώνησε με τον Νταβίντ Αλάμπα, ο οποίος μπορούσε να μιλήσει αγγλικά μαζί του, και ζήτησε πληροφορίες για τη Μπάγερν.
Όταν τον Ιανουάριο του 2019 έφτασε στο Μόναχο, ο Αυστριακός αμυντικός ήταν εκείνος που ανέλαβε να τον ξεναγήσει στην πόλη και να τον βοηθήσει στην προσαρμογή του.
Λίγοι θα μπορούσαν να περιμένουν την άμεση καθιέρωση για ένα νέο παιδί από τον Καναδά, στην απαιτητική 11αδα της Μπάγερν.
Οι τραυματισμοί, όμως, του έδωσαν ευκαιρίες, παρότι από αριστερός χαφ στο Βανκούβερ, «μετατέθηκε» στο αριστερό άκρο της άμυνας της ομάδας του Μονάχου.
Όταν ο Χάνσι-Ντίτερ Φλικ αντικατέστησε τον Νοέμβριο του 2019 τον Νίκο Κόβατς στον πάγκο των πρωταθλητών Γερμανίας, τον εμπιστεύτηκε αμέσως.
Ο Ντέιβις απέκτησε θέση βασικού και βοήθησε τη Μπάγερν να φτάσει σε ένα ακόμη εγχώριο νταμπλ και στην κατάκτηση και της έκτης «κούπας» Τσάμπιονς Λιγκ, στον τελικό της 23ης Αυγούστου 2020, κόντρα στην Παρί Σ.Ζ..
Αναδείχθηκε κορυφαίος πρωτοεμφανιζόμενος στη Μπουντεσλίγκα, όμως έλαβε άλλο ένα «παράσημο» από τον αρχηγό, Τόμας Μίλερ.
Μετά τη νίκη με 1-0 στο Ντόρτμουντ επί της Μπορούσια, ο Μίλερ θυμήθηκε ένα εκπληκτικό κλέψιμο της μπάλας πάνω στον Χάαλαντ και επισήμανε πως «ο μικρός δεν έχει συχνά την καλύτερη τοποθέτηση στο γήπεδο…
»Αλλά ενώ φαίνεται να δίνει στον αντίπαλο τον χρόνο να σκεφτεί και να επιλέξει την επόμενη κίνησή του, εμφανίζεται ξαφνικά ο “Meep-Meep”, ο Roadrunner (σ.σ.: από το αντίστοιχο καρτούν) της Μπάγερν και σου κλέβει τη μπάλα χωρίς να πάρεις χαμπάρι!».
«Για μένα όλα όσα έχουν συμβεί είναι ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα», σχολιάζει ο ίδιος ο Ντέιβις, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει το ντεμπούτο του ως αλλαγή σε ένα ματς με τη Σάλκε, τον Φεβρουάριο του ’19.
Λίγο αργότερα, τον Σεπτέμβριο, τιμωρήθηκε με πρόστιμο 20.000 ευρώ για καθυστερημένη άφιξη στην προπόνηση, έπειτα από ταξίδι στο Παρίσι για να συναντήσει την κοπέλα του, Τζορντίν Χουιτέμα, Καναδή παίκτρια της Παρί Σ.Ζ..
Η εξέλιξή του «ανάγκασε» τους Βαυαρούς να επεκτείνουν τον Απρίλιο του 2002 πρόωρα το συμβόλαιό του ως το 2025, με ρήτρα παραχώρησης τα 60 εκατομμύρια ευρώ!
«Στο Μόναχο αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου», δήλωσε, πριν θυμηθεί και τα χρόνια στον καταυλισμό προσφύγων στη Γκάνα και τον ρατσισμό που βίωσε ως μαύρο παιδί.
«Το χρώμα μου δεν είναι έγκλημα. Δεν είναι όπλο το οποίο οι άλλοι πρέπει να φοβούνται», λέει. Για να τονίσει πως «μπορώ να καταλάβω όσους έχουν βιώσει τις διακρίσεις στη ζωή τους.
»Κατανοώ τι περνούν και γιατί δικαίως φοβούνται εκείνους τους λευκούς αστυνομικούς που δεν κάνουν απλώς επίδειξη και κατάχρηση εξουσίας, αλλά φτάνουν στο σημείο να σκοτώσουν έναν μαύρο στον δρόμο»…
Τον Απρίλιο του 2020 συμμετείχε σε έναν virtual αγώνα της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τη συγκέντρωση χρημάτων για πρόσφυγες που επλήγησαν από την πανδημία του κορονοϊού.
Δεν θα μπορούσε να αρνηθεί, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι και «εκείνη τη ζωή».
Κάποτε, στον καταυλισμό προσφύγων Μπουντουμπουράμ, κοιτούσε υποψιασμένος πίσω από τον ώμο του.
Τώρα προτιμά να έχει το κεφάλι του χαμηλωμένο, αλλά για να μπορεί και στο μέλλον να κοιτάξει ψηλότερα.
Ο «Phonzie», όπως τον αποκαλούν στο Μόναχο, έμαθε να πορεύεται σε δύσβατα μονοπάτια της ζωής, αλλά πάντοτε χωρίς δισταγμούς.
Η έκφραση «κακομαθημένος σταρ των σπορ» δεν μπορεί να συνοδεύσει την αναφορά του ονόματός του.
Η ιστορία του, όμως, δεν είναι απλώς μία απόδειξη επιτυχίας, αλλά κυρίως μία αφήγηση έμπνευσης για να «ζεις την κάθε μέρα και να μην χάνεις ποτέ την ελπίδα σου».