Την παραμονή του Τελικού των Ολυμπιακών της Αθήνας, απλώς δεν κοιμήθηκα, πάντα πριν από τους αγώνες υπάρχει ανησυχία και πόσο μάλλον στους Ολυμπιακούς Αγώνες της χώρας σου.
Δεν κοιμάσαι, κοιτάζεις συνέχεια το ρολόι πότε θα έρθει η ώρα!
Μισοκοιμάσαι, αυτό που με το παραμικρό “τσικ” ξυπνάς. Δεν θέλεις θόρυβο, στ’ αφτιά ωτοασπίδες, δεν θέλεις το παραμικρό φως από καμιά χαραμάδα. Αλλά και πάλι δεν μπορείς να κοιμηθείς.
Περίμενα πώς και πώς να έρθει εκείνη η ώρα να αγωνιστώ. 19 Αυγούστου λοιπόν δεν κοιμήθηκα!
Μετά την κατάκτηση του Ασημένιου μεταλλίου, εκείνο το βράδυ, ούτε καν περνούσε από το μυαλό μου ότι είχε έρθει η ώρα να σταματήσω, ότι αυτός ήταν ο τελευταίος αγώνας της καριέρας μου.
Εμένα ο στόχος μου ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στη χώρα μου, αυτό με ενδιέφερε και ήταν το πιο σημαντικό για εμένα. Δεν σκεφτόμουν λοιπόν τι θα έκανα την “επόμενη ημέρα”.
Θα μπορούσα να μείνω με μεγάλες αξιώσεις στον πρωταθλητισμό και όχι μόνο ένα-δυο χρόνια, αλλά να αγωνιστώ σε μια ακόμα Ολυμπιάδα. Στο δικό μας το αγώνισμα αγωνίζονται μέχρι τα 40, δεν υπάρχει θέμα ηλικιακό, υπάρχει περιθώριο.
Όταν όμως έχω αγωνιστεί τόσα χρόνια, έχω μετάσχει σε τρεις Ολυμπιακούς Αγώνες, έχω αγωνιστεί μέσα στη χώρα μου, τι πιο μεγάλο να ζήσω; Οπότε, μετά το Ασημένιο μετάλλιο του 2004, σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να σταματήσω εκεί, ψηλά και χορτάτη.
Δεν θα ήθελα ποτέ να δω τον εαυτό μου να πέφτει σε ό,τι αφορά στις επιδόσεις μου και να φθείρεται, να φτάσω στο σημείο να πω «φτάνει δεν μπορώ άλλο»! Οπότε προτίμησα να φύγω στην καλύτερη στιγμή της καριέρας μου.
Ίσως να μη φαινόμουν ενθουσιασμένη μετά την κατάκτηση του Ασημένιου στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Όσοι όμως με ξέρουν γνωρίζουν ότι είμαι πάντα πολύ συγκρατημένη, έτσι είναι ο χαρακτήρας μου.
Εννοείται ότι από μέσα μου χαιρόμουν πάρα πολύ, τα συναισθήματα που έχω νιώσει και ζήσει είναι απερίγραπτα. Πιο πολύ όμως είμαι εκδηλωτική με τις χαρές, τις επιτυχίες και τις διακρίσεις των άλλων παρά με τις δικές μου.
Μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι απογοητεύτηκα, επειδή έχασα το Χρυσό, καθώς μέχρι την πέμπτη βολή ήμουν πρώτη. Δεν με πίκρανε ούτε με απογοήτευσε όμως, γιατί οι αθλητές ξέρουν πολύ καλά ότι μέσα σε έναν αγώνα μέχρι το τελευταίο λεπτό αλλάζουν τα πάντα και δεν μπορείς να είσαι για τίποτα σίγουρος.
Το ότι βρίσκεσαι σε μια πολύ καλή κατάσταση και έχεις κάνει μια πολύ καλή προετοιμασία, δεν έχεις τραυματισμούς, είσαι γερή, όλα αυτά δεν σημαίνει και τίποτα. Γιατί εκείνην την στιγμή, μέσα στον αγώνα, μπορεί να συμβούν τα πάντα.
Κανείς δεν έχει εξασφαλίσει θέση στο βάθρο. Εκεί που θεωρείται φαβορί κάποιος, μπορεί να μην μπει ούτε σε τελικό, κάτι που έχει συμβεί και σε εμένα. Ήμουν λοιπόν πολύ ψύχραιμη, γιατί μπορεί να έχανα κι άλλο μετάλλιο, να ήμουν τρίτη ή τέταρτη.
Η αλήθεια είναι ότι δεν άκουσα τον Εθνικό Ύμνο σε Ολυμπιακούς, Παγκόσμια και Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, αλλά ήμουν επί επτά χρόνια μέσα στα μετάλλια. Ήμασταν πέντε- έξι αθλήτριες που διεκδικούσαμε τα μετάλλια και αυτές οι θέσεις άλλαζαν. μπορεί να ήμουν τρίτη, δεύτερη, τέταρτη, όπως βγήκα στο Παγκόσμιο του Έντμοντον.
Δόξα τω Θεώ, ζήσαμε τόσο μεγάλες στιγμές. υπάρχουν πάρα πολλοί αθλητές και αθλήτριες που δεν κατάφεραν ούτε να ανέβουν σε βάθρο ούτε να μπουν σε τελικούς, ενώ πραγματικά είχαν κάνει πολύ μεγάλη προσπάθεια και το άξιζαν.
Στη διάρκεια της καριέρας μου, έβλεπα αρκετά όνειρα.
Θυμάμαι, είχα δει σε μια δύσκολη περίπτωση, σε μια περίοδο που δεν ήμουν καλά, ότι υπήρχε μια πολύ μεγάλη και ωραία εκκλησία σε ένα ψηλό βουνό κι εγώ ανέβαινα την ανηφόρα για να φτάσω εκεί επάνω! Ήταν ανηφορικός ο δρόμος μου για να φτάσω, κι εδώ που τα λέμε και ο δρόμος ενός Πρωταθλητή είναι ανηφορικός, δύσβατος αλλά και όμορφος.
Με ρώτησαν κάποια στιγμή τι έκανα από το 2000 στο Σίδνεϊ μέχρι το 2004 στην Αθήνα. δεν άλλαξε κάτι, ήμουν τόσο σταθερή. Από το 1999, όταν και πήρα το μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Σεβίλλης, δεν άλλαξε τίποτα στη ζωή μου.
Έκανα μόνο προπόνηση, ήμουν συγκεντρωμένη, δεν μιλούσα, δεν πήγαινα σε εκδηλώσεις και ήταν πολύ μετρημένα αυτά που έκανα.
Αυτά όλα είναι και στοιχεία του δικού μου χαρακτήρα, γιατί μπορεί να υπάρχουν αθλητές που μπορούν και ανταπεξέρχονται κάνοντας και άλλα πράγματα παράλληλα.
Εγώ δεν άλλαξα τίποτα, είχα και τον προπονητή μου, τον αείμνηστο Κώστα Σπανίδη, που με προστάτευε σε αυτό, δεν έδινα πολλές συνεντεύξεις, δεν μιλούσα πολύ, ήταν απαράλλαχτο το πρόγραμμα μου και αυτό με βοήθησε να έχω αυτή τη μεγάλη σταθερότητα.
Ωστόσο, έζησα και δύσκολες στιγμές.
Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας το 1997 δεν προκρίθηκα καν στον Τελικό. Είχα βουλιάξει στον αγώνα. Όταν μου συνέβη αυτό το πράγμα, δυσκολεύτηκα. Αν μου δινόταν η ευκαιρία να ξαναγωνιστώ, θα ήταν αλλιώς τα πράγματα. Αλλά προφανώς μια φορά σου δίνεται η ευκαιρία να αγωνιστείς κι αυτή πέρασε για εμένα.
Εκείνος ο αγώνας όμως ήταν πολύ καθοριστικός σχετικά με το τι θα έκανα μετά, με το πώς θα συνεχίσω την αθλητική μου πορεία. Θεωρώ ότι αυτό με βοήθησε να αλλάξω πολλά πράγματα στο πώς ένιωθα, πώς ήμουν, πώς διαχειριζόμουν το άγχος μου, γιατί όλο αυτό που συνέβη τότε ήταν αποτέλεσμα πίεσης που δεν μπορούσα να διαχειριστώ.
Εκείνην την χρονιά στο Μπάρι στους Μεσογειακούς Αγώνες είχα κατακτήσει το Χρυσό μετάλλιο και ακολουθούσε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας.
Όλη αυτή η πίεση που ένιωθα από παντού, οι προσδοκίες που είχαν γεννηθεί, επειδή ήμουν το φαβορί, ήταν και εκείνο που τη δεδομένη στιγμή δεν μπορούσα να διαχειριστώ.
Εκείνο το βράδυ του αποκλεισμού έφυγα τρέχοντας από το Ολυμπιακό Στάδιο και πήγα στο ξενοδοχείο της Εθνικής, το President. Ο προπονητής μου με έψαχνε!
Και πάλι τότε δεν κοιμόμουν και σκεφτόμουν πολλές φορές ότι θα ήθελα να ήταν ένα κακό όνειρο και να μου δινόταν η ευκαιρία να αγωνιζόμουν ξανά. Αλλά πέρασε και αυτό.
Την επόμενη χρονιά βγήκα και πάλι στο εξωτερικό, σε πάρα πολλά μίτινγκ με κορυφαίες αθλήτριες, και ήρθαν και πάλι τα μετάλλια.
Με τα δυο μου παιδιά μέχρι στιγμής δεν έχουμε καθίσει ποτέ μαζί να δούμε τους αγώνες, τις επιτυχίες και τις απονομές μου. Φυσικά, πιστεύω ότι τα έχουν δει κάποιες φορές στο ίντερνετ.
Και δεν τους έχω δείξει ούτε τα μετάλλιά μου. Τα έχω κρατημένα σε θυρίδα ακόμη. Τα είχα στο σπίτι, αλλά, όταν συνέβη το περιστατικό με τη Νίκη Ξάνθου που της έκλεψαν από το σπίτι το μετάλλιο, τα έβαλα σε θυρίδα. Δεν είναι η αξία, τι στοιχίζει πραγματικά, είναι η συναισθηματική αξία που έχει ένα μετάλλιο για εμάς τους αθλητές.
Για τα παιδιά πάνω απ’ όλα είμαι η μαμά τους, όχι η Ολυμπιονίκης. Αντιλαμβάνονται όμως, όταν είμαστε μαζί, από τον κόσμο που μιλάει, που έρχεται κοντά μου, που βγάζει φωτογραφίες, τι έχει κάνει η μαμά.
Επίσης, εγώ δεν θέλω να βλέπω βίντεο, γιατί, όταν επανέρχομαι σε εκείνες τις καταστάσεις, φορτίζομαι πολύ συναισθηματικά και δεν θέλω να επηρεάζομαι.
Ήταν ένας πολύ σημαντικός κύκλος στη ζωή μου που έκλεισε, εννοείται θα με συνοδεύει πάντα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου είναι ο πρωταθλητισμός, αλλά μου είναι δύσκολο να τα ξαναβλέπω, συγκινούμαι πολύ.
Και επιστρέφοντας στο Ολυμπιακό Στάδιο για την υπογραφή της προγραμματικής σύμβασης για την αντικατάσταση των ταρτάν του ΟΑΚΑ, η καρδιά μου χτυπούσε ασταμάτητα, είχα συνέχεια παλμούς, όσο κι αν φαίνεται ότι είμαι πάντα ήρεμη, αυτό που έλεγαν «ήρεμη δύναμη». Οι παλμοί μου και η καρδιά μου χτυπούσαν ασταμάτητα, δεν μπορούσα να ηρεμήσω, όταν μπήκα στο Ολυμπιακό Στάδιο. Από το 2004 και μετά δεν είχα ξαναμπεί μέσα.
Ενώ έχω πάει χιλιάδες φορές στη Γερμανία για αγώνες, στο Αμβούργο, τη γενέτειρά μου, δεν έχω ξαναπάει, θέλω όμως να το καταφέρω. Δεν έχω μνήμες από εκεί, γιατί η οικογένειά μου, η οποία βρισκόταν στη Γερμανία για 12 χρόνια, έφυγε, όταν ήμουν τριών ετών.
Ο μπαμπάς μου είναι Πόντιος από το Στρυμονοχώρι Σερρών και η μαμά είναι Ηπειρώτισσα από την Άνω Σκαφιδωτή Πρέβεζας.
Όλα τα χρόνια των επιτυχιών μου το διαχειρίζονταν διαφορετικά. Η μαμά είναι πιο εκδηλωτική, είναι πολύ κοινωνική, μιλάει, ενώ ο μπαμπάς είναι το αντίθετο, πάντα χαμηλών τόνων, πολύ σοβαρός, λιγομίλητος.
Τις επιτυχίες τις μοιράζεσαι με πολλούς, τις αποτυχίες όμως με τους δικούς σου ανθρώπους, με την οικογένειά σου. Και ας έχεις πολλούς γύρω σου. Τα δύσκολα θέλεις να τα μοιράζεσαι με τους λίγους, τους πολύ κοντινούς φίλους και την οικογένεια.
Στενή φίλη μου είναι η Βούλα Πατουλίδου, έχουμε μείνει πολλές φορές στο ίδιο δωμάτιο, έχουμε ζήσει κοινά βιώματα στους Ολυμπιακούς, στην Ατλάντα μαζί, ήμασταν πάντα κοντά η μία στην άλλη.
Η πρώτη μου επιτυχία ήταν το 1995 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Γκέτενμποργκ. Ήταν η πρώτη φορά που μπήκα σε Τελικό Παγκοσμίου και τελικά βγήκα 11η. Στον Τελικό των 100μ. είχε περάσει και η Κατερίνα Θάνου. Τότε, εκείνες τις στιγμές, δεν περίμενα σε καμία περίπτωση ότι θα εξελιχθώ έτσι όπως εξελίχθηκα και ότι θα έχω τόσες επιτυχίες.
Από μικρό παιδί πάντα μου άρεσε να γυμνάζομαι, πάντα μου άρεσε οτιδήποτε είχε να κάνει με άθληση. Γι’ αυτό και ξεκίνησα από ενόργανη πολύ μικρή.
Βέβαια, από την στιγμή που μπήκα στον στίβο, έβλεπα βήμα-βήμα, σιγά-σιγά ότι ανέβαινα, προόδευα, αλλά δεν είχα στο μυαλό μου ότι θα γίνω Ολυμπιονίκης, ότι θα πάρω παγκόσμια και ευρωπαϊκά μετάλλια.
Έβλεπα όμως ότι μπορούσα από Πανελληνιονίκης να συνεχίσω να εξελίσσομαι, καταλάβαινα ότι μπορούσα να σταθώ στο εξωτερικό και ήταν πολύ σημαντικό το να μπορείς να διακριθείς εκεί.
Πίστεψα λοιπόν στον εαυτό μου, πίστεψα ότι μπορώ να τα καταφέρω και να πάρω μετάλλια σε μεγάλους αγώνες!
Και φυσικά, το όνειρο κάθε αθλητή είναι να ανέβει στο βάθρο των Ολυμπιακών Αγώνων, πράγμα που το έκανα δύο φορές.
Κέρδισα πολλά στη ζωή μου από τον πρωταθλητισμό, ο οποίος και με διαμόρφωσε, αλλά θα πω και κάτι που μου έλεγε ο πατέρας μου, «όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις, θα πρέπει να είσαι πιο ταπεινή και πιο καταδεκτική με τους ανθρώπους»…
Η Τασούλα Κελεσίδου είναι Ασημένια Ολυμπιονίκης στη δισκοβολία.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα ΘεοδωρακοπούλουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Νίκη Μπακογιάννη: Η Ιστορία Του Μεταλλίου
Άγγελος Παυλακάκης: Ο πιο γρήγορος Έλληνας
Γιώργος Πομάσκι: Στη ζωή μου έμαθα τρία πράγματα / Γιώργος Παναγιωτόπουλος: Δύο Κόσμοι
Αθανασία Τσουμελέκα: Περπατώντας Στην Άγρια Πλευρά / Ο Άλλος Εαυτός
Μιρέλα Μανιάνι: Καινούργια Εγώ
Πηγή Δεβετζή: Δέκα Χρόνια Μετά
Αντιγόνη Ντρισμπιώτη: Σταθερό Βήμα
Κωνσταντίνος Μπανιώτης: Στο τέλος του δρόμου
Αντώνης Μέρλος: Επιστροφή Στο Μέλλον
Τατιάνα Γκούσιν: Με λένε Τατιάνα Γκούσιν
Ελένη Κλαούντια Πόλακ: Άλμα Πάνω Από Τον Πήχη
Κατερίνα Στεφανίδη: Βαθιά Ανάσα
Νικόλ Κυριακοπούλου: Το Άγγιγμα του Θεού