Δεν μου αρμόζει ένας χαρακτηρισμός του τύπου «θρύλος του ελληνικού μπάσκετ», μην είμαστε υπερβολικοί!
«Θρύλος» είναι μια πολύ δύσκολη λέξη, αν θέλεις να πιάσεις όλη της την έννοια, θρύλοι είναι κάποιοι που έχουν κάνει κάτι ξεχωριστό.
Για παράδειγμα, ο Πελέ στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο ή ο Νίκος Γκάλης για το ελληνικό μπάσκετ, οι οποίοι έφεραν τεράστιες αλλαγές.
Από κει και πέρα, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που διαχρονικά έχουν προσφέρει στο άθλημα, έχουν αφήσει το δικό τους αποτύπωμα, είτε ως παίκτες είτε ως προπονητές, και έχουν κάποιες διακρίσεις.
Ο χαρακτηρισμός που ίσως μου ταιριάζει είναι «εργάτης του ελληνικού μπάσκετ», κάποιος άνθρωπος δηλαδή που έχει τάξει τη ζωή του σε αυτό το άθλημα, από τα 13 μου, όταν υπέγραψα στον Παναθηναϊκό ως παίκτης.
Στους Αμπελοκήπους ξεκίνησα ως ποδοσφαιριστής, μετά με βρήκαν στην παιδική χαρά των Αμπελοκήπων, με πήραν στον Παναθηναϊκό και άρχισα να ανεβαίνω.
Έπαιξα σε πολύ μικρή ηλικία στην πρώτη ομάδα!
Είχαν γίνει κάποιες αλλαγές και έφυγε ξαφνικά σχεδόν όλη η πρώτη ομάδα. μετά από ένα ταξίδι στη Νότια Αφρική, γύρισαν πίσω, παντρεύτηκαν οι περισσότεροι και διαλύθηκε η ομάδα.
Ανέβασαν από την εφηβική ομάδα εμένα και τον Πέτρο Παναγιωταράκο, ενώ έκαναν και κάποιες μεταγραφές, όπως οι Κολοκυθάς, Πέππας, Πολίτης και Χαϊκάλης, δημιουργώντας την ομάδα της επόμενης δεκαετίας.
Έπαιξα λοιπόν στην παιδική ομάδα του Παναθηναϊκού στα 13 μου, μετά στην εφηβική και στα 17 μου στην πρώτη ομάδα.
Σταμάτησα την καριέρα μου πολύ νέος, σε ηλικία 28 ετών, αλλά τα τέσσερα τελευταία χρόνια έπαιξα στην Αμερική, ενώ με τον Παναθηναϊκό είχαμε πάρει και τέσσερα Πρωταθλήματα.
Το 1967, στα 22 μου, είχε έρθει ένας Αμερικανός προπονητής, με είχε δει, του είχα αρέσει πολύ και μου είχε πει «αν θέλεις, σου προσφέρω full υποτροφία για να έρθεις να παίξεις στην Αμερική, στο κολέγιο».
Εγώ τότε δεν ενδιαφερόμουν, γιατί ήμουν βασικός παίκτης του Παναθηναϊκού, ήμουν καλά, δούλευα επαγγελματικά και ως βοηθός σκηνοθέτη, οπότε ήμουν μια χαρά.
Υστέρα από δύο χρόνια, το 1969, πήραμε το Πρωτάθλημα και παίξαμε στα ημιτελικά για το τότε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα με την Πρωταθλήτρια της ΕΣΣΔ.
Κερδίσαμε εδώ 12 πόντους και πήγαμε να παίξουμε τον επαναληπτικό αγώνα στη Ρωσία, όπου χάσαμε με 28 πόντους διαφορά και αποκλειστήκαμε.
Όταν γυρίσαμε, εννέα από τους 12 παίκτες κάναμε μια κίνηση να αλλάξουμε τον προπονητή μας, Κώστα Μουρούζη, με τον οποίον είχαμε κάποιες διαφορές.
Κάναμε ένα έγγραφο στο οποίο ζητούσαμε αλλαγή προπονητή και το οποίο υπογράψαμε όλοι εκτός από τον Κολοκυθά, τον Πολίτη και τον Ιορδανίδη.
Τότε είχαμε Δικτατορία και το στείλαμε στους Κυβερνητικούς Επιτρόπους, Κίτσιο και Πηλιχό, με τους οποίους στρατιωτικούς όμως ο Κώστας Μουρούζης είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερα φιλική σχέση.
Η απάντηση σε αυτήν την επιστολή ήταν ότι μας τιμωρούσαν όλους με δύο χρόνια αποκλεισμό από τα παιχνίδια του Παναθηναϊκού.
Τότε όμως δεν υπήρχαν συμβόλαια, υπήρχαν δελτία, οπότε ουσιαστικά επρόκειτο για μια μια τιμωρία που δεν θα κρατούσε. τιμωρώντας εννέα στους 12 παίκτες, δεν θα είχες παίκτες να παίξεις!
Τότε, για να πάρεις παίκτες καλούς, έπρεπε να τους βρεις ελεύθερους και να δώσει το δελτίο η ομάδα, αλλά καμία ομάδα δεν έδινε το δελτίο ενός καλού παίκτη.
Άρα η τιμωρία ήταν ουσιαστικά για να μας δείξουν ότι ο προπονητής μένει, είναι σταθερός και στη διαδρομή θα βρούμε τη λύση.
Επειδή λοιπόν είχε κυκλοφορήσει τότε στις εφημερίδες ότι είχα κατά κάποιον τρόπο ηγηθεί αυτής της κίνησης, πήρα τον προπονητή από την Αμερική και τον ρώτησα αν ισχύει η προσφορά του για την υποτροφία.
Μου απάντησε «βεβαίως και ισχύει, δώσε το TOEFL και την έχεις». δεν μιλούσα καλά Αγγλικά, έδωσα την εξέταση, απέτυχα, αλλά ο προπονητής μού είπε «επειδή σε θέλω πολύ, θα έρθεις τρεις μήνες νωρίτερα για να σε βάλουμε σε εντατικά μαθήματα, ώστε, όταν αρχίσεις τον Σεπτέμβριο, να καταλαβαίνεις τι γίνεται».
Και όντως έφυγα και πήγα στην Αμερική.
Εμένα το σκεπτικό μου δεν ήταν να πάω να σπουδάσω, αλλά, γνωρίζοντας ότι ύστερα από έναν-δύο μήνες θα έκαναν επαφή να τα βρούμε, γιατί δεν μπορούσαν να κατεβάσουν ομάδα τον Σεπτέμβριο, ήθελα να πάω έτσι για να δείξω ότι δεν τους έχω ανάγκη και επί τη ευκαιρία να δω και την Αμερική δυο-τρεις μήνες.
Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου είχε πάει στην Αμερική, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές και επέστρεψε στην Ελλάδα, εγώ αντίθετα είχα μάθει εδώ εύκολη ζωή, οπότε μια κουβέντα που μου είχε πει ήταν «αγόρι μου, εσύ δεν είσαι για σπουδές, δεν θα αντέξεις τη ζωή στην Αμερική».
Πήγα και ήταν μια μεγάλη αλλαγή στη Νέα Υόρκη.
Ο Παναθηναϊκός όντως ύστερα από έναν μήνα ήρθε σε επαφή, μάλιστα με πήρε τηλέφωνο προσωπικά ο Κώστας Μουρούζης να μου πει «Μιχαλάκη, ξέρω ότι σε παρασύρανε, εσύ είσαι καλό παιδί, εγώ σε θέλω και, εάν δεν έχεις πρόβλημα, να τα βρούμε, να γυρίσεις» κλπ, ενώ έχουμε πάει δηλαδή εναντίον του, αυτός δείχνει καλή διάθεση και σε παίρνει τηλέφωνο, ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος.
Κι εγώ του απάντησα «Κώστα μου, τώρα εγώ ήρθα εδώ, είδα κάποια άλλα πράγματα και θα μείνω». είχα “τσιγκλιθεί” από τον πατέρα μου ότι δεν θα αντέξω και ότι θα γυρίσω, οπότε είπα πως θα μείνω εδώ.
Μαθαίνοντας τον πρωταθλητισμό
Όντως έμεινα στην Αμερική, αλλά ο Παναθηναϊκός, για να δει κανείς πόσο έξυπνος ήταν ο Μουρούζης, με έφερνε πίσω κάθε χρόνο τα καλοκαίρια.
Εκεί τα Πρωταθλήματα τελείωναν τέλη Μαρτίου και τα μαθήματα τέλη Μαΐου, οπότε με έφερνε πίσω τα τέσσερα καλοκαίρια των σπουδών μου για να παίζω με τον Παναθηναϊκό στα πλέι οφ.
Αυτό κράτησε μέχρι το 1973, όταν και τελείωσα το Πανεπιστήμιο και είπα στοπ το μπάσκετ.
Τότε ήμουν ακριβώς 28 ετών και έμεινα στην Αμερική, καθώς πλέον είχα δει μια άλλη ζωή.
Επίσης, στη δεκαετία κατά την οποία παρέμεινα στην Αμερική (1969-1979) συνέβησαν και όλες οι μεγάλες κοινωνικές επαναστάσεις. τρομερές αλλαγές στην κοινωνία της Αμερικής, ήταν η εποχή του Βιετνάμ, «κάνε έρωτα και όχι πόλεμο», Χίπις, Γούντστοκ, η απελευθέρωση της γυναίκας, η ισότητα, όλα αυτά δηλαδή που έγιναν και αργότερα τόσο στην Ευρώπη όσο και την Ελλάδα.
Άρχισε να μου αρέσει όλο αυτό, τελείωσα το Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής και μου προσέφεραν αμέσως θέση καθηγητή σε Γυμνάσιο, ενώ ταυτόχρονα ήμουν τυχερός, γιατί βγήκε στη σύνταξη ο προπονητής, άνοιξε και αυτή η θέση και την ανέλαβα. ξεκίνησα την προπονητική μου καριέρα στην Αμερική το 1973.
Μου άρεσε αυτός ο διαφορετικός τρόπος ζωής, αυτή η απόφαση εν τέλει με έσωσε, γιατί, αν είχα γυρίσει Ελλάδα-Ελλαδίτσα, θα είχα καταλήξει όπως οι περισσότεροι συνάδελφοί μου και συμπαίκτες μου, οι οποίοι έπαιζαν μπάσκετ μέχρι 35-40 ετών και μετά όλα ήταν πολύ δύσκολα κοινωνικά και οικονομικά, τους έβαζαν για παράδειγμα στον στρατό, την αστυνομία κτλ για να πάρουν έναν μισθό.
Εγώ έμεινα, έκανα μεταπτυχιακό, μάστερ και το διδακτορικό μου μέχρι το 1979.
Τότε μου έκανε επαφή ο Παναθηναϊκός να μου προσφέρει τη θέση του head coach στην ομάδα.
Το αστείο είναι ότι η οικογένειά μου είναι Κωνσταντινουπολίτες, ο πατέρας μου και η μάνα μου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Κωνσταντινούπολη, εγώ γεννήθηκα εδώ.
Ο πατέρας μου (αθλητής του στίβου) και ο θείος μου (μεγάλος μπασκετμπολίστας, από εκεί κόλλησα κι εγώ) είχαν μεγάλη ιστορία στο Πέρα Κλουμπ, τον προάγγελο της ΑΕΚ, συνεπώς ήταν πατροπαράδοτα ΑΕΚτσήδες.
Στον Παναθηναϊκό πήγα στα 13 μου, καθώς ο πατέρας μου, ο οποίος είχε ασχοληθεί λίγο και με τα διοικητικά της ΑΕΚ, ήταν Γενικός Διευθυντής της ΟΥΛΕΝ, της εταιρείας υδάτων, και του είχαν πει «εντάξει, φέρε τον Μιχαλάκη στον Παναθηναϊκό».
Ο πατέρας μου συμφώνησε, γιατί μέναμε δίπλα, ήταν δύσκολο να πηγαίνουμε στη Νέα Φιλαδέλφεια που ήταν στην άλλη άκρη εκείνη την εποχή. το τέρμα της Αθήνας από τη μία πλευρά ήταν οι Αμπελόκηποι, τα Πατήσια το άλλο και η Νέα Φιλαδέλφεια το άλλο.
Βέβαια, είχε πει «αν ποτέ γίνει παίκτης το παιδί, θα τον φέρω στην ΑΕΚ φυσικά», άσχετα που, όταν έγινα παίκτης τελικά, υπήρχαν τα δελτία και δεν με άφηνε ο Παναθηναϊκός να πάω, με αποτέλεσμα το ΑΕΚτσήδικο φρόνημα να μείνει οικογενειακό.
Όσον αφορά στον Παναθηναϊκό, καταρχήν δεν ήμουν ποτέ φανατικός, δεν ήμουν ποτέ οπαδός, ήμουν πάντα φίλαθλος, γι’ αυτό και δεν έχω καμιά αντιπαλότητα με τις υπόλοιπες ομάδες.
Άλλωστε, έχω περάσει από όλες τις μεγάλες, ΑΕΚ, Ολυμπιακό, Άρη, ΠΑΟΚ.
Απλώς, στον Παναθηναϊκό πήγα πολύ μικρός και η ομάδα εκείνη την εποχή είχε 23 αθλητικά τμήματα, στα 21 εκ των οποίων ήταν Πρωταθλητής, επί του μεγάλου Απόστολου Νικολαΐδη.
Μεγαλώνοντας από 13 ετών δηλαδή σε μια τέτοια ομάδα, όπου όλα κινούνταν γύρω από τον πρωταθλητισμό, ως παίκτης μπαίνεις σε μια φιλοσοφία με βάση την οποία δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από τη νίκη, μαθαίνεις την σκληρή και δύσκολη όψη του πρωταθλητισμού.
Δεν είσαι σε μια ομάδα “απλώς πάμε και παίζουμε”, στον Παναθηναϊκό μαθαίνεις “ή νίκη ή τίποτα”.
Αν έχεις δε και τον χαρακτήρα λίγο δυναμικό, μαθαίνεις ότι ο δεύτερος δεν είναι τίποτα.
Αυτό ήταν το σχολείο του Παναθηναϊκού για μένα.
Οι προπονητές βέβαια στην πρώτη ομάδα και γενικά η προπονητική ήταν πολύ πίσω τότε, κάναμε ζέσταμα και παίζαμε διπλό, αυτό ήταν όλο.
Αυτός που έφερε πρώτος κάποια ιδιαίτερη τεχνική στις προπονήσεις ήταν ο Φαίδωνας Ματθαίου, ο οποίος ήταν πιο μπροστά, γιατί είχε πάει δυο-τρεις φορές στην Αμερική, είχε δει πέντε πράγματα και τα είχε φέρει.
Και ο Κώστας Μουρούζης είχε παίξει στην Ιταλία ένα μικρό διάστημα, οπότε θυμόταν πράγματα από κάποιους Ιταλούς προπονητές, αλλά πραγματικά το επίπεδο της προπονητικής ήταν χαμηλό.
Όσον αφορά στα παπούτσια, τότε φορούσαμε Ελβιέλα, τα οποία ήταν ασήκωτα, ενώ οι καλοί παίκτες, τα αστέρια, έπαιρναν τα πάνινα Converse, τα οποία τότε ήταν ό,τι είναι τώρα τα Air Jordan των 300 ευρώ.
Την εποχή εκείνη επίσης η έκφραση «παίζεις για τη φανέλα» ίσχυε, τώρα δεν ισχύει.
Διότι τώρα πλέον η μισή ομάδα είναι ξένοι.
Διότι τώρα πλέον τη μια μέρα είσαι στη μια ομάδα, την άλλη σε άλλη, οι μεταγραφές είναι πολύ εύκολες.
Οπότε δεν πορώνεσαι με την ομάδα, με τη φανέλα που παίζεις, τώρα είσαι επαγγελματίας, σήμερα με πληρώνεις και παίζω στον Παναθηναϊκό, αύριο με πληρώνεις και πάω στον Ολυμπιακό.
Εκείνη την εποχή ήταν ανήκουστο, έπαιζες για τον Ολυμπιακό και πέθαινες για την κόκκινη φανέλα, το ίδιο για την ΑΕΚ, τον Παναθηναϊκό.
Ήσουν εγκλωβισμένος στη φανέλα λόγω του δελτίου, ήταν μόνο Έλληνες παίκτες, αργότερα αρχίσαμε και φέρναμε κάποιους Ελληνοαμερικανούς, γιατί απαγορεύονταν οι ξένοι.
Τώρα υπάρχει άκρατος επαγγελματισμός.
Και τότε παίρναμε λεφτά, ιδίως μετά το 1965, και μάλιστα πολύ καλά λεφτά ανάλογα με τις τρέχουσες τιμές της εποχής, αλλά τώρα παίζουν μόνο για τα λεφτά, είναι καθαρά επαγγελματίες.
Αυτό το έφερε στην Ελλάδα ο Νίκος Γκάλης, ήταν ο πρώτος καθαρός, στυγνός επαγγελματίας.
Και είχε δίκιο ο άνθρωπος, ήρθε από την Αμερική όχι για το όνειρο και τη φανέλα του Άρη αλλά για να παίξει και να πάρει λεφτά.
Αυτός έβαλε το πρώτο λιθαράκι για το επαγγελματικό μπάσκετ. Πριν το 1992 ήταν όλα ανεπίσημα, όποιος ήθελε πλήρωνε, όποιος ήθελε δεν πλήρωνε, αλλά, όπως έλεγε και ο Γκάλης, «no pay, no play».
Επίσης, όταν ξεκίνησα εγώ, δεν υπήρχαν κλειστά γήπεδα, υπήρχε μόνο το Σπόρτινγκ, μετά το 1961 έγινε ο «Τάφος του Ινδού», ο Παναθηναϊκός είχε ένα ανοιχτό χωμάτινο γηπεδάκι στη Βασιλίσσης Σοφίας.
Επειδή λοιπόν δεν υπήρχαν κλειστά και οι μπασκετικοί ήταν πολλοί (ο κόσμος τότε αγαπούσε πολύ το μπάσκετ και η Αθήνα ήταν μικρή), παίζαμε στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Ο κόσμος ακούει για 80.000 στο ματς της ΑΕΚ με την Σλάβια, αλλά τα παιχνίδια Παναθηναϊκός-ΑΕΚ, οι πιο ισχυρές ομάδες τότε, είχαν 40-50.000 κόσμο, απίστευτα νούμερα, ούτε το ποδόσφαιρο δε μαζεύει τόσους.
Έρχονταν όμως και ΑΕΚτσήδες και Παναθηναϊκοί, δεν ήταν όπως τώρα που μαχαιρώνονται!
Είχαν τις κόντρες τους, αλλά μετά έφευγαν αγκαλιασμένοι και έκαναν πλάκα ο ένας στον άλλο!
Υπήρχε μια άλλη ατμόσφαιρα, δεν υπήρχαν οι οργανωμένοι οπαδοί, οι ψευτοτσαμπουκάδες, τα μαχαιρώματα, οι φωτοβολίδες!
Στη ζωή μου είχα μια φιλοσοφία, την οποία πήρα από έναν καθηγητή μου στην Αμερική, να μην ξεφύγω επαγγελματικά και να κάνω μόνο δουλειές που ήταν χόμπι μου.
Είχα τρέλα με την Ψυχολογία, στην Αμερική παίρνεις τα μαθήματα της ειδικότητάς σου και μετά έχεις μαθήματα ελεύθερης επιλογής, οπότε εγώ έπαιρνα όλο Ψυχολογία.
Εκεί είχα γνωρίσει και έκανα παρέα με έναν καθηγητή 85 ετών, ο οποίος ήταν φοβερός τύπος, φανταστείτε ότι εκείνη την εποχή ήταν με μακό, μπλου τζιν και φουλάρι.
Μια μέρα τον ρωτάω «καλά, κύριε καθηγητά, δεν έχετε κουραστεί τόσα χρόνια να διδάσκετε, δεν θέλετε να βγείτε σύνταξη;» και μου απαντάει «εγώ, Μάικλ, δεν έχω δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή μου. Το ότι βρίσκω κάποια κορόιδα για να κάνω εγώ το χόμπι μου και αυτοί να με πληρώνουν είναι δικό τους πρόβλημα. Εγώ αυτό που κάνω τόσα χρόνια θα το έκανα και τσάμπα. Όταν κάνεις κάτι με αγάπη και αυτό αποτελεί χόμπι σου, θα γίνεις καλός, θα περνάει καιρός και δεν θα το καταλαβαίνεις».
Κι εγώ δεν έχω δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή μου!
Τρία χόμπι είχα, αθλητισμό, εκπαίδευση και ένα τρίτο που δεν λέω, ας πούμε τα ταξίδια.
Και είχα μεγάλες ευκαιρίες τη δεκαετία του ’80, όταν ήμασταν κορυφαίοι μαζί με τον Γιάννη Ιωαννίδη, είχα προτάσεις να γίνω βουλευτής, να ανοίξω καταστήματα, χωρίς καν να βάλω λεφτά, μόνο να έδινα το όνομά μου.
Ποτέ όμως δεν ασχολήθηκα, δεν ήμουν και άνθρωπος του χρήματος, εγώ ήθελα να έχω χρήματα να περνάω καλά, μπορούσα να έχω πολλά περισσότερα, αλλά δεν με ενδιέφερε.
Παλεύοντας με τα θηρία
Είχα την τύχη να περάσουν από τα χέρια μου όλα τα μεγάλα ονόματα.
Κάποτε μάλιστα σκεφτόμουν «α, δεν είχα τον Φασούλα ποτέ», θυμήθηκα όμως ότι τον είχα και εκείνον στην ομάδα της Αστυνομίας.
Πέρασε όλη η μεγάλη γενιά του Παναθηναϊκού από εμένα, Κόντος, Κορωναίος, Κοκκολάκης, επίσης ο Γκάλης και ο Γιαννάκης στο τελευταίο Πρωτάθλημα που πήραμε με τον Άρη, ο Σούμποτιτς, στον Πανιώνιο ο Φάνης Χριστοδούλου.
Και ο καθένας ήταν κάτι ξεχωριστό!
Ο Νίκος Γκάλης και ο Παναγιώτης Γιαννάκης σαφώς κορυφαίοι παίκτες και οι δύο.
Ο Τάκης Κορωναίος ήταν για εμένα επίπεδο Γκάλη-Γιαννάκη σε άλλη περίοδο.
Ο Φάνης Χριστοδούλου επίσης ξεχωριστό άτομο που άφησε φοβερή εποχή, αλλά, με το ταλέντο και τα φυσικά προσόντα που είχε, μπορούσε να έχει γίνει κάτι το καταπληκτικό. Ήταν ένα παιδί όμως που δεν νοιαζόταν, ήταν “ζαμαν φου”, ήθελε να κάνει την πλάκα του, να καπνίσει, να κάνει χαλαρή προπόνηση.
Όπως ήταν και ο αείμνηστος συμπαίκτης μου, ο Γιώργος Κολοκυθάς, απ΄τα μεγαλύτερα ταλέντα που έχουν περάσει, ο οποίος δεν έκανε ποτέ προπόνηση, ήταν χαβαλές, κάπνιζε, ξενυχτούσε και -παρόλ’ αυτά- μονοπωλούσε την Ευρώπη.
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον!
Πάντως, για να γίνεις μεγάλος παίκτης, πρέπει να έχεις υψηλό ποσοστό εγωισμού, οπότε είναι δύσκολοι άνθρωποι στον χειρισμό και πρέπει να τους κερδίσεις…
Μπορείς να πείσεις τον κόσμο ότι είσαι καλός προπονητής, ακόμα κι αν δεν είσαι, είσαι μούφα, παραμυθιάζεις, τους καλούς παίκτες όμως δεν μπορείς να τους ξεγελάσεις.
Για να τους κερδίσεις λοιπόν, πρέπει να τους πείσεις. Και, για να τους πείσεις, πρέπει να ξέρεις τι λες.
Την ένταση που έχει το γήπεδο δεν μπορείς να την έχεις κάπου αλλού, είναι κάτι το ξεχωριστό.
Στον Άρη ήμουν έναν χρόνο, αλλά εκείνο που πέρασα στους τέσσερεις αγώνες των πλέι οφ, όταν πήραμε το Πρωτάθλημα κόντρα στον ΠΑΟΚ, σε δένει τόσο πολύ με τον σύλλογο, σαν να είσαι εκεί 20 χρόνια.
Έχω προπονήσει τον Παναθηναϊκό πάνω από 12 χρόνια με διαλείμματα, έχω πάει τέσσερεις φορές και άλλα 10 χρόνια ήμουν παίκτης, η ένταση σε κρατάει.
Είναι κάτι διαφορετικό από την διοικητική, την ακαδημαϊκή ή την κινηματογραφική μου καριέρα.
Δούλεψα στον κινηματογράφο επί Δικτατορίας, τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, υπήρχε μόνο αυτό, τελείωσα την σχολή Σταυράκου και ήμουν βοηθός σκηνοθέτη σε Δαμασκηνό – Μιχαηλίδη, στη Φίνος Φιλμ. μπορεί να δει τώρα κάποιος σε ταινίες του 1967-1968 «βοηθός σκηνοθέτη: Μιχάλης Κυρίτσης».
Είχα θείο, κορυφαίο Διευθυντή Παραγωγής, ο οποίος, επειδή ήξερε την τρέλα μου και πόσο μου άρεσε, με πήρε από κοντά και ξεκίνησα, πριν πάω στην σχολή.
Το θέμα όμως ήταν ότι η Δικτατορία από το 1967 και μετά άρχισε να βάζει φραγμούς και πιέσεις στον κινηματογράφο, την σκηνοθεσία. σημειωτέον ότι όλοι οι άνθρωποι της Τέχνης, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, ήταν Αριστεροί εκ πεποιθήσεως, οπότε το καθεστώς άρχισε να τους στριμώχνει, να τους λογοκρίνει τα σενάρια, «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» κτλ.
Μέχρι το 1969 άρχισαν να φεύγουν όλοι, πήγαιναν στο Παρίσι, το Λονδίνο, εμένα η αρχική μου σκέψη ήταν να πάω στο Royal School of Cinematography του Λονδίνου, γιατί στο αντίστοιχο του Παρισιού ήθελαν γαλλικά και δεν μιλούσα την γλώσσα, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόμουν ότι, αν δεν ερχόταν η υποτροφία της Αμερικής, θα συνέχιζα εκεί.
Όταν γύρισα μάλιστα από την Αμερική, το παρατσούκλι που μου είχε βγάλει ο συγχωρεμένος ο Φίλιππος Συρίγος ήταν «ο σκηνοθέτης», το “έδεσε” ότι, ως καλός προπονητής, έκανα και σκηνοθεσία…
Στην καριέρα μου είχα πολλή τύχη αλλά και μια ατυχία. ποτέ δεν ανέλαβα μια ομάδα που να έχει όλη τη δύναμη και το χρήμα, κάτι που έκανε ο φίλος μου, ο Γιάννης Ιωαννίδης.
Όταν ήρθα στον Παναθηναϊκό, Πρόεδρος ήταν ο Γιάννης Μαλακατές και τα πρώτα μου χρόνια στην ομάδα ήταν η περίοδος του πανίσχυρου ΠΑΣΟΚ.
Μες στην παντοδυναμία του, τότε που μοίραζε λεφτά, είχε δύναμη, κανόνιζε και ήλεγχε τα πάντα, ο Παναθηναϊκός ήταν το προπύργιο της Νέας Δημοκρατίας και μας χτυπούσαν από παντού.
Όταν το 1984 πήραμε το Πρωτάθλημα, παίχτηκε η μεταγραφή του Παναγιώτη Γιαννάκη, την οποία την είχαμε στα χέρια μας, εγώ ο ίδιος τον είχα κλεισμένο, αλλά το ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να πάει σε άλλη πλευρά. Εκεί άλλαξε και όλη η ροή, διότι, βάζοντας και τον Γιαννάκη δίπλα σε Γκάλη – Σούμποτιτς, τα πράγματα δυσκόλεψαν.
Το 1982 ο Βασιλακόπουλος, ο οποίος ήταν ΠΑΣΟΚ, πέρασε τον περίφημο νόμο 32/12, σύμφωνα με τον οποίον, αν είχες περάσει τα 32 και ήσουν 12 χρόνια σε μία ομάδα, ήσουν ελεύθερος να φύγεις.
Αυτό ήταν “φωτογραφία” για την ομάδα του Παναθηναϊκού. είχαμε από μικρούς Κορωναίο, Κόντο, Κοκκολάκη, Ιωάννου, οι οποίοι έφυγαν, διότι ο Παναθηναϊκός δεν είχε λεφτά και δέχτηκαν καλύτερες προσφορές. ο Κόντος πήγε στην ΑΕΚ, ο Κορωναίος και ο Ιωάννου στον ΠΑΟΚ, ο Κοκκολάκης στον Άρη.
Πήραν και τον Γιαννάκη, μας γδύσανε, δεν είχαμε και λεφτά, δεν είχαμε και δύναμη εκτός γηπέδου, διαιτητές κτλ…
Συνεπώς, δεν είχα την τύχη του Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος πάντα ήταν είτε στον παντοδύναμο Άρη, είτε στον παντοδύναμο Κόκκαλη, είτε στον παντοδύναμο Φιλίππου.
Ακόμα και όταν πήγα στον Άρη, επί Μιχαηλίδη, και πήραμε το τελευταίο Πρωτάθλημα εκείνη την χρονιά, ο Άρης τελείωνε, ήταν στη δύση του, δεν είχαν πια λεφτά, ο Γκάλης και ο Γιαννάκης ήταν ξεφουσκωμένοι, κουρασμένοι, ο Σούμποτιτς είχε μηνίσκο, ο Μισούνοφ είχε σπάσει τα πλευρά του και, παρότι δεν ήμασταν καλή ομάδα, ενώ ο ΠΑΟΚ ήταν πολύ δυνατή με νέο Πρέλεβιτς, νέο Κόρφα, νέο Φασούλα, πιτσιρικά Μπουντούρη, τον Μπάρλο, τα καταφέραμε.
Έπρεπε λοιπόν να παλεύω με τα θηρία! Αυτό είναι μεν το παράπονό μου, αλλά είναι και κάτι που το θεωρώ σαν παράσημο για εμένα, ότι δηλαδή στις δύσκολες καταστάσεις κατάφερα να κάνω ό,τι έκανα!
Παραμένοντας νέος
Όταν γύρισα από την Κίνα και έκλεισα την προπονητική μου καριέρα, ασχολήθηκα με τον Σύλλογο Παλαιμάχων Αθλητών Καλαθοσφαίρισης Ελλάδος, τον ΣΠΑΚΕ.
Ο Νίκος Μπαμπανικολός, ο οποίος τότε ήταν Πρόεδρος, μου είπε «κοίταξε να δεις, έχουμε πρόβλημα, έχουμε μεγαλώσει, δεν έχουμε επαφή με τη νέα γενιά, σε ξέρουν όλοι, θέλουμε να έρθεις εσύ να μας βοηθήσεις».
Και, επειδή δεν μπορώ να κάθομαι, είχα βγει στη σύνταξη και από το Πολυτεχνείο, ασχολήθηκα.
Ανέλαβα αυτόν τον σύλλογο με 87 μέλη και ένα ταμείο 500 ευρώ.
Τότε απλώς έκαναν κάποιους αγώνες, κάποια πρωταθληματάκια.
Εγώ τους είπα όμως ότι η φιλοσοφία μου είναι να μη μαζεύονται “δέκα κωλόγεροι” να παίζουν μπάσκετ, αλλά να κάνουμε κάτι ουσιαστικό που θα προσφέρει στου παλαιμάχους, τους βετεράνους αθλητές και αθλήτριες.
Στα χρόνια που είμαι στον σύλλογο, αυτός αριθμεί 820 μέλη, έχουμε ένα πάγιο ταμείο γύρω στα 35.000 ευρώ, χωρίς να παίρνουμε λεφτά ούτε από ΕΟΚ, ούτε από ΓΓΑ, ούτε από κράτος, ό,τι βρίσκουμε μόνοι μας.
Έχουμε κάνει τράπεζα αίματος για τα μέλη μας, ταμείο αλληλεγγύης, βοηθάμε ιατρικά και οικονομικά έξι παλιούς διεθνείς, με προβλήματα υγείας, με μηδέν λεφτά, με συντάξεις 400 ευρώ στο νοίκι, τραγική κατάσταση.
Κάνουμε σεμινάρια, κυρίως ιατρικά, που ενδιαφέρουν τους βετεράνους αθλητές, τώρα που πλέον δεν είναι εν ενεργεία, πώς δηλαδή να προσέχουν την υγεία τους ή πώς να γυμναστούν.
Κάνουμε φιλανθρωπικούς αγώνες, προσφέρουμε σε ιδρύματα και έχουμε γενικότερα μια σειρά από δράσεις.
Βγάζουμε επίσης ένα ετήσιο ημερολόγιο και τρεις-τέσσερεις φορές τον χρόνο ένα περιοδικό (πάει στο σπίτι των μελών δωρεάν), γιατί υπάρχει πρόβλημα επικοινωνίας, ιδίως όσο μεγαλώνουμε. τα μισά μέλη περίπου δεν έχουν ούτε καν smart phone ή email.
Μέσα υπάρχουν συνεντεύξεις, ενημέρωση για το τι κάνουμε στα πρωταθλήματα αντρών και γυναικών, ιατρικά θέματα και αναφορές σε παλιούς συλλόγους που προσέφεραν στο ελληνικό μπάσκετ.
Δεν θα αναφερθώ στους πολύ παλιούς μπασκετμπολίστες που δεν έπαιρναν τίποτα, αλλά δυστυχώς και τώρα πολλοί απ’ τους τελευταίους γνωστούς που πήραν πολλά εκατομμύρια είναι στον άσσο.
Θα ήθελα λοιπόν να κάνω ένα σεμινάριο για τη δεύτερη επαγγελματική αποκατάσταση.
Έκανα μια έρευνα και στατιστικά το 85% απ’ αυτούς που έπαιξαν μπάσκετ το έκαναν για τον επιούσιο. έπαιρναν δυο-τρία χιλιάρικα, ζούσαν άνετα, έπαιρναν ένα αυτοκινητάκι, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησαν κι από εκεί και πέρα είναι ανεκπαίδευτοι.
Ακόμα και αν έχουν τελειώσει Πανεπιστήμιο, Πάντειο, ΤΕΦΑΑ, εφόσον δεν έχουν εξασκήσει το επάγγελμα, εφόσον δεν διορίστηκαν με την ολοκλήρωση των σπουδών τους και τώρα είναι πχ 40 ετών, είναι σαν να μην έχουν το δίπλωμα.
Πολλοί προσπαθούν να γίνουν προπονητές ή μάνατζερ παικτών, αλλά τώρα δεν υπάρχουν λεφτά. υπάρχει ένα 10% με καταθέσεις 100-500.000 ευρώ, οι οποίες είναι κάτι, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα της ζωής τους, και υπάρχει και ένα 5% που έχει βγάλει εκατομμύρια.
Και στις δύο περιπτώσεις τα εκατομμύρια τα έβγαλαν παίζοντας μπάλα και, όταν τελειώνουν την καριέρα τους και μένουν με τα λεφτά, δεν ξέρουν πώς να τα επενδύσουν, ενώ ταυτόχρονα δίπλα τους συνήθως πέφτουν κάποια λαμόγια, “μυαλοπώλες”, «θα σου πω εγώ πού θα βάλεις τα λεφτά», με αποτέλεσμα να τα χάνουν.
Αρκετοί έχουν χάσει τα χρήματά τους, από εκεί που είχαν εκατομμύρια, τώρα είναι στον άσσο. Έβγαλες πολλά λεφτά, χωρίς να ξέρεις από πού τα έβγαλες, και δεν ήξερες πού και πώς να συνεχίσεις.
Αν και δεν θέλω καθόλου να το προβάλλω, δεν υπάρχει άλλος στον χώρο με τη δική μου πανεπιστημιακή μόρφωση, με μεταπτυχιακά από αμερικανικό πανεπιστήμιο, όχι στη Φυσική Αγωγή αλλά στο Organization Administration Οργάνωση και Διοίκηση, αυτό είναι το master και το διδακτορικό.
Επίσης, κανένας δεν έχει την εμπειρία που έχω όχι μόνο ως παίκτης, ως προπονητής, σε όλες τις μεγάλες ομάδες, με τίτλους, αλλά και διοικητικά. ήμουν Γενικός Διευθυντής στον ΕΣΑΚΕ και το ΟΑΚΑ, Πρόεδρος του Πανεπιστημιακού Αθλητισμού 12 χρόνια και του Συνδέσμου Προπονητών, Διευθυντής στις παγκόσμιες ομοσπονδίες.
Ένας άνθρωπος με αυτόν τον συνδυασμό είναι κρίμα να μην μπορεί να προσφέρει στο ελληνικό μπάσκετ από τέτοια πόστα. Ηλικιακό deadline δεν υπάρχει, εφόσον είσαι υγιής και νιώθεις νέος, γιατί δεν… ανεβαίνεις στην σκαλωσιά με το μυστρί, όπως αντίστοιχα δεν υπάρχει όριο στους καθηγητές. Το μπάσκετ είναι τρόπος ζωής!
Επαγγελματικά βρισκόμουν πάντα ανάμεσα σε νέους ανθρώπους και, όταν συμβαίνει αυτό, παραμένεις νέος κι εσύ ως προς τον τρόπο που σκέφτεσαι, πας με την ηλικία του μυαλού σου.
Γιατί είναι άλλη η ηλικία του μυαλού, άλλη η σωματική, άλλη η χρονολογική…
Ο Μιχάλης Κυρίτσης είναι πρώην παίκτης και πρώην προπονητής του μπάσκετ.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χρήστος Ζούπας: Όλη η Ελλάδα ήταν μέσα
Τζορτζ Παπαδάκος Νίκη με κάθε κόστος (Γιάννης Ιωαννίδης)
Νίκος Χατζής: Ο Τρόπος του Ντούντα
Παναγιώτης Φασούλας: Μέρες Αργίας
Σταύρος Ελληνιάδης: Σορτσάκι και σακάκι
Ανδρέας Κουτσούρης: Τα Καλύτερα Μας Χρόνια! / Ακολουθώντας Τα Όνειρα τους / Πέρα Από Τα Όρια