Στην ίδια μου τη χώρα, την Αλβανία, εγώ ήμουν μετανάστης.
Ο πατέρας μου, ως Ναύαρχος του Πολεμικού Ναυτικού, έπαιρνε μεταθέσεις σε διάφορες βάσεις.
Γεννήθηκα νότια, Αυλώνα, στην Ορικούμ για την ακρίβεια. Εκεί ήταν μια μεγάλη βάση, ίσως η μεγαλύτερη που υπήρχε στην Αλβανία, και έμεινα έως 12 ετών.
Στη συνέχεια, στα 16-17, πήγα στη Λέζα και μετά στα Τίρανα για δυο χρόνια, ακολουθώντας τον πατέρα μου.
“Γνωστός” έγινα στη Λέζα και την Μπεσελίντια, πολύ ωραία χρόνια εκείνα, ήταν η αρχή που έπαιζα μικρός, και στη συνέχεια μετακόμισα στην Παρτιζάν Τιράνων, ενώ συγχρόνως πήρε μετάθεση και ο πατέρας μου στο Υπουργείο.
Έχω επίσης μια αδερφή μεγαλύτερη, τελείωσε τη Γαλλική Φιλολογία, έχουμε μεγάλο δέσιμο, όπως βέβαια έχω και με τους γονείς μας, τους οποίους είχα πάντοτε κοντά.
Βγήκε ο πατέρας μου στη σύνταξη, ούτως ή άλλως μετά το Καθεστώς τους απέβαλαν από οτιδήποτε, οπότε τους είχα κοντά μου τον περισσότερο χρόνο.
Η μητέρα μου είναι στην Αλβανία, ο πατέρας μου απεβίωσε και η αδερφή μου είναι εκεί και εργάζεται ως καθηγήτρια Γαλλικών.
Στην Αλβανία γίνονται προσπάθειες, ο Πρωθυπουργός Έντι Ράμα κάνει πράγματα, ωστόσο η χώρα μου παραμένει σε μια αστάθεια.
Ξεκίνησα σπουδές στην ιατρική, με την προοπτική να τις ολοκληρώσω, όμως μεσολάβησε όλη η μετάβαση, ξεκινώντας από τις πάνω χώρες.
Το 1990-1991 που πέρασα στη σχολή, ξεκίνησε η μετάβαση από τον Κομμουνισμό στη Δημοκρατία, φοιτούσα στον δεύτερο χρόνο και μεσολαβούσαν όλα τα γεγονότα που με έκαναν να βρεθώ σε μια εσωτερική πάλη.
Κατά πόσο θέλω και με εκφράζει “αυτό”, όχι φυσικά η αλλαγή υπέρ της Δημοκρατίας αλλά το ότι επρόκειτο για μια αλλαγή τόσο βίαια, δημιουργήθηκαν ξαφνικά βίαιες καταστάσεις, δόξα τω Θεώ χωρίς αιματοχυσίες.
Τότε ετοιμαζόμουν να πάω να αγωνιστώ στη Γαλλία. Δεν είχα μια ξεκάθαρη πρόταση, είχαμε παίξει με την Εθνική εκεί. Ανζέ ήταν η ομάδα και παρεμπιπτόντως ο Πρόεδρός της ήταν μεγαλογιατρός.
Φαίνεται έκανα εγώ ένα καλό παιχνίδι εκεί, μαθαίνει την “ιστορία” μου εντελώς συμπτωματικά και κανονίζει να πάω Πανεπιστήμιο εκεί και να αγωνίζομαι και στην ομάδα.
Μεσολαβούν το καλοκαίρι οι Μεσογειακοί Αγώνες στην Ελλάδα, οι πρώτοι που είχαν γίνει, και στη Θεσσαλονίκη με βλέπει ο Άγγελος Αναστασιάδης.
Και, όπως έχω μάθει να πορεύομαι στη ζωή μου, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να έχω ποτέ στο μυαλό μου ότι θα πάω Ελλάδα, περιμένοντας τα χαρτιά για να ταξιδέψω Γαλλία, αποφάσισα να μείνω εδώ.
Με λίγο “σπρώξιμο” βέβαια και από τον Αντριάν Μπαρμπολούτσι, έναν παλιό παίκτη που έκανε καριέρα στο Αιγάλεω.
Κι έτσι έμεινα εδώ, πηγαίνοντας στον Παναργειακό.
Ήμουν ευλογημένος άνθρωπος, γιατί στα πρώτα μου βήματα εκτός από τον Άγγελο Αναστασιάδη, τον οποίον λατρεύω και που ήταν ο πρώτος, είχα και τον αείμνηστο τον Γιάννη Κυράστα.
Εκείνες τις εποχές υπήρχαν προβλήματα στη Β’ Εθνική, οι ξένοι ήταν περιορισμένοι, οι καταστάσεις δεν ήταν όπως τώρα και, για να πας ένα ταξίδι, χρειαζόσουν βίζες και διάφορες διαδικασίες.
Ο Άγγελος είχε έρθει στην Κακκαβιά, για να με παραλάβουν μαζί με τον Πρόεδρο. Ήταν πολύ-πολύ σημαντικός, με τη φυγή του ωστόσο από την ομάδα ήρθε ο Γιάννης Κυράστας, ένας άλλος σπουδαίος άνθρωπος, και αυτός πολύ καθοριστικός για εμένα.
Ο αείμνηστος Γιάννης Παθιακάκης ήταν ο τρίτος προπονητής που με καθόρισε.
Τον Κυράστα τον ξανασυνάντησα ως προπονητή στον Παναθηναϊκό, όπως και τον Άγγελο, η ζωή έκανε κύκλους, υπέροχους κύκλους, τόσο προπονητικά όσο και ποδοσφαιρικά. Υπήρξα δηλαδή παίκτης του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ και μετά προπονητής τους, ως βοηθός του Τόνι Σαβέβσκι και του Μαρίνου Ουζουνίδη.
Όταν λοιπόν ήρθα στην Ελλάδα ήμουν στα 19. Δεν δυσκολεύτηκα να μάθω τη γλώσσα, είχα έμφυτη κλίση, και η προσαρμογή μου δεν ήταν δύσκολη, γιατί έτσι είχα μεγαλώσει, έλεγα «ήμουν μετανάστης στην ίδια μου τη χώρα».
Όταν είχα φύγει από τη Λέζα και είχα πάει Παρτιζάν Τιράνων, επί έναν χρόνο ήμουν μόνος μου.
Η απόφασή μου να έρθω να αγωνιστώ στην Ελλάδα αρχικά στενοχώρησε τους γονείς μου. Ήταν τα συναισθήματά τους που πληγώθηκαν, γιατί θα έφευγα από κοντά τους. Υπήρχε στενοχώρια και θλίψη.
Στη συνέχεια όμως, όλα αυτά τα χρόνια, έρχονταν πολύ συχνά στην Ελλάδα και έμεναν. Εξάλλου, τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν “εκτός συστήματος”, τον είχαν αποβάλει. Η μητέρα μου είχε ήδη παραιτηθεί από μαία, οπότε δεν είχαν εκεί υποχρεώσεις και έτσι τον περισσότερο χρόνο τους είχα στην Ελλάδα.
Τα παιδιά μου, την κόρη μου και τον γιο μου, δεν τα έχω ακόμη πάει στα μέρη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Ήταν οι καταστάσεις έτσι, ιδίως με τον πατέρα μου που υπέφερε πάρα πολύ από άνοια και αλτσχάιμερ και ουσιαστικά η μητέρα μου τον κράτησε στη ζωή. Ήταν οι συνθήκες πολύ δύσκολες για τα παιδιά, ήταν μια άβολο, τα τελευταία χρόνια ούτε εμένα δεν αναγνώριζε, οπότε…
Επιπλέον, το καλοκαίρι, διάστημα που θεωρητικά έχω κενό, είμαι πάντα σε ομάδες.
Αλλά το προγραμματίζω να πάμε, το θέλουν και τα παιδιά πάρα πολύ.
Αλβανικά δεν μιλάμε στο σπίτι. Ελληνίδα η σύζυγός μου, τα παιδιά μεγαλωμένα στην Ελλάδα, έχουν πάρει τον δρόμο τους. Κι εγώ προχωρούσα με την ελληνική παιδεία από μικρός, αλλά προσπαθώ να τους θυμίζω, έχω ως πατέρας τους την υποχρέωση, ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αλβανία. Ενδεχομένως λοιπόν την κατάλληλη στιγμή να μάθουν κάπως και την γλώσσα.
Ξέρουν λέξεις και πολλές φορές εκφράζουν την επιθυμία να τους μάθω παραπάνω πράγματα.
Όσον αφορά σε εμένα, μάθαινα εύκολα τις γλώσσες, μιλάω Ελληνικά, Αλβανικά, Αγγλικά, Ισπανικά και Ιταλικά.
Τα Ισπανικά προέκυψαν επί εποχής ΑΕΚ, στις ακαδημίες.
Είχα εξαιρετική σχέση με τον Φερνάντο Σάντος, και ως ποδοσφαιριστής, τότε όμως δεν συνεργαστήκαμε πολύ λόγω των τραυματισμών μου, κυρίως όμως όταν έγινα προπονητής στα τμήματα υποδομής.
Ο Ντέμης Νικολαΐδης, ως Πρόεδρος τότε, είχε τάση προς την Ιβηρική χερσόνησο, Ισπανία, Πορτογαλία.
Ο Φερέρ ήταν πάρα πολύ οργανωτικός και έμαθα πολλά από αυτόν. Αυταρχικός μεν, δύσκολος ως προς τη διαχείριση των παικτών, αλλά εμένα μου άρεσε η οργανωτικότητά του. Έπρεπε να δίνουμε αναφορές για τα πάντα, για τα τμήματα υποδομής, για τους παίκτες, και εγώ, για να μπορώ να έχω εύκολη πρόσβαση σε αυτόν και μια απευθείας επικοινωνία, έμαθα τα Ισπανικά τότε.
Αλλά έμαθα την γλώσσα και για μένα, γιατί λατρεύω να μαθαίνω και να διαβάζω.
Στους προπονητές που με σφράγισαν προσθέτω και τον Νίκο Κόβη, τον παλιό παίκτη του Παναθηναϊκού, ήταν ένας εξαιρετικός κύριος, τον είχα στον Παναργειακό προπονητικά.
Έζησα και άλλους εξαιρετικούς τεχνικούς, αλλά δεν είχαμε συνεργαστεί πολύ μαζί χρονικά, όπως ο Βέλιμιρ Ζάετς.
Με τον Βασίλη Δανιήλ ήμασταν στον Παναθηναϊκό δύο χρόνια, ήταν και αυτός από τους ανθρώπους με μια ιδιαίτερη πορεία.
Και με τον Χουάν Ρότσα, τον οποίον λατρεύω μαζί με τη γυναίκα του, τον είχα για λίγο χρόνο ως προπονητή.
Ήταν τότε λίγο μετά το 1996 κι εγώ είχα πάει στον Παναθηναϊκό.
Είχε γυρίσει κάπως η κατάσταση. Εκεί ξεκινάει πλέον η παντοδυναμία του Ολυμπιακού, ο Παναθηναϊκός ήταν σε μια καμπή, με τους περισσότερους παίκτες της παλιάς μεγάλης ομάδας ν’ αρχίζουν να αναχωρούν.
Και εκεί άρχισαν πλέον να έρχονται τα νέα παιδιά, υπό την καθοδήγηση του Χουάν και αργότερα του Ζάετς και του Καρούλια.
Ο Δανιήλ έμεινε για δύο χρόνια και εκεί ξεκίνησαν σιγά-σιγά όλα τα παιδιά, ο Καραγκούνης, ο Λυμπερόπουλος, ο Μπασινάς, ο Αλεξόπουλος, ο Γκούμας.
Στην ΑΕΚ, τις ακαδημίες και την πρώτη ομάδα, έτυχε να βρεθούμε με τον Ντούσαν Μπάγεβιτς.
Και εκεί, έχοντας σχεδόν καθημερινή παρουσία, τον γνώρισα πραγματικά, το πώς είναι στην καθημερινότητά του.
Είχα στο μυαλό μου τον Ντούσαν Μπάγεβιτς ως μια φιγούρα αυστηρότατη, πολύ σοβαρή, αγέλαστη.
Εκεί λοιπόν γνώρισα έναν άλλον άνθρωπο πραγματικά. Έναν άνθρωπο με την καλή του κουβέντα, με την πλάκα του.
Κάποιες φορές ήταν αυστηρός, «γιατί δεν έκανες αυτό, γιατί δεν έκανες το άλλο», αλλά μου δημιούργησε πολύ μεγάλο σεβασμό, γνωρίζοντάς τον τότε για περίπου έναν χρόνο.
Ύστερα, με τον κόουτς Μαρίνο Ουζουνίδη, όταν βρεθήκαμε στην ΑΕΚ, σε δύο μήνες προετοιμασία τον πρώτο ήμασταν μαζί.
Τον Δεκέμβριο του 2014 είχαμε ξεκινήσει μαζί στον Πανιώνιο.
Είχαμε φιλία και επαφές μέσω των σχολών της ΕΠΟ, γιατί ακολουθούσαμε τις σχολές από το 2004-2005 και το 2010 τελειώσαμε το pro. Φυσικά, ήμασταν και με άλλα παιδιά, με τον Νίκο Νιόπλια για παράδειγμα.
Με τον κόουτς παίζαμε μαζί επί έναν χρόνο, είχαμε φιλία αλλά όχι πολύ στενή επαφή.
Επίσης, όταν ήμουν μικρός και έπαιζε ο Μαρίνος, ήταν ήδη μεγάλος παίκτης, ενώ εγώ, ο «Λύμπε» και τ’ άλλα παιδιά ήμασταν ακόμη ψαρωμένοι.
Μετά, ξεκινώντας οι δυο μας, με πολύ μεγάλο αλληλοσεβασμό, αρχίσαμε και κάναμε ένα πολύ ωραίο δέσιμο, το οποίο και διαρκεί έως τώρα.
Σε ό,τι αφορά στις απολαβές μου ως ποδοσφαιριστής, δεν μπορώ να πω ότι ήμουν από τους “τυχερούς”.
Στον Παναθηναϊκό ήταν μια συγκεκριμένη κατάσταση που και δεν απέφερε πολύ μεγάλη αμοιβή. Δόξα τω Θεώ, ήταν καλά, αλλά…
Στην ΑΕΚ ήταν αρκετά καλά, απλώς εγώ είχα θέμα με τους τραυματισμούς από νωρίς, είχα και την εγχείρηση στον αστράγαλό μου που στο τέλος με έκανε και να σταματήσω στα 31 μου.
Υπήρχαν και καλά συμβόλαια, αλλά δεν θα μπορούσα να πω ότι με αυτά θα μπορούσα να συντηρώ την οικογένειά μου, χωρίς να εργάζομαι.
Το 2001 πήγα στην ΑΕΚ εξαιτίας δύο λόγων.
Ο πρώτος ήταν “δικός μου”, εσωτερικός, ήταν δική μου απόφαση, γιατί τότε εγώ είχα ξεκινήσει συνειδητά την προσκόλλησή μου στην Ορθοδοξία, μέσα από τη βοήθεια και την παρότρυνση αγαπημένων φίλων (για παράδειγμα, έμμεσα ίσως με επηρέασε και ο Άγγελος Αναστασιάδης) αλλά και -κυρίως- λόγω δικής μου αναζήτησης.
Πάντα αναζητούσα μέσα μου λόγω της οικογένειάς μου και κυρίως της γιαγιάς μου, η οποία ήταν Χριστιανή Καθολική στην Αλβανία.
Όταν μπήκα στον χώρο της Ορθοδοξίας και της Πίστης, μπήκα πολύ συνειδητά και βαπτιζόμενος. Βαφτίστηκα Χριστιανός, παίρνοντας το όνομα «Χριστόφορος», μεγάλος, 29 ετών.
Ήταν στη μετάβασή μου από τον Παναθηναϊκό στην ΑΕΚ. Βαφτίστηκα, όντας παίκτης της ΑΕΚ, με τον Μάκη Ψωμιάδη Πρόεδρο.
Και μαζί με τη βάφτιση, γνώρισα και τη γυναίκα μου και έγινε και ο γάμος μας.
Ταυτόχρονα, έχω πολύ μεγάλη λατρεία προς το Βυζάντιο, τη Βυζαντινή περίοδο και ό,τι σχετίζεται μαζί τους. Τότε για εμένα η ΑΕΚ ήταν το σήμα του Βυζαντίου, του Δικέφαλου Αετού, και όλο αυτό με προσέλκυσε εσωτερικά.
Αγωνιστικά έμεινα έναν χρόνο, αλλά πολύ περισσότερο στα τμήματα υποδομής.
Η αγάπη μου είναι μοιρασμένη, λέω «αγαπώ πολύ τον Παναθηναϊκό, αγαπώ πολύ και την ΑΕΚ».
Όλη η οικογένειά μου ωστόσο είναι ΑΕΚ.
Ο δεύτερος λόγος που πήγα στην ΑΕΚ ήταν η μητέρα μου.
Ο Γιάννης Κυράστας ήταν στον Ηρακλή, ο Γιάννης Παθιακάκης στην ΑΕΚ και εγώ έπρεπε να φύγω από τον Παναθηναϊκό. Ήταν μια διαδικασία αλλαγής και ήμουν ανάμεσα στις δύο ομάδες.
Ο Ηρακλής και ο Μυτιληναίος μού έδιναν πολύ περισσότερα χρήματα και ενδεχομένως με είχαν ανάγκη πολύ περισσότερο.
Αντίθετα, η ΑΕΚ είχε παίκτες, όπως ο Ζαγοράκης, ο Τσιάρτας, ο Πέτκοφ, ο Ζήκος, και ο Παθιακάκης ήθελε απλώς να προσθέσει στο ρόστερ έναν παίκτη, με ένα καλό συμβόλαιο αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο.
Η μητέρα μου έπασχε πάντα από πέτρες στα νεφρά, έκανε συνεχώς λιθοτριψίες και οι γιατροί που ήταν εξαιρετικοί βρίσκονταν στην Αθήνα. Έπρεπε λοιπόν να είμαι οπωσδήποτε για τη μητέρα μου Αθήνα.
Είχα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση τότε, έπρεπε να απορρίψω τη μια ομάδα και επέλεξα να αγωνιστώ στην ΑΕΚ.
Με επηρέασαν πολλοί από τους συμπαίκτες μου στην πορεία μου σε όλες τις ομάδες. Υπήρξα ευλογημένος και σε αυτό το κομμάτι…
Από τον Απόλλωνα είχαμε μια εξαιρετική παρέα, μια εξαιρετική φουρνιά, ο Ντέμης Νικολαίδης, ο μακαρίτης ο Κοβάσεβιτς, ο Τάσος Μητρόπουλος.
Τον Τάσο τον είχε φέρει ο Αλαμάνος, για να μπορέσει να διεκδικήσει ο Απόλλωνας την έξοδο. Όσοι γνωρίζουν τον Τάσο Μητρόπουλο ίσως να γνωρίζουν τον Τάσο του γηπέδου, αλλά ο Τάσος είναι ένας υπέροχος, αξιόλογος και εντελώς διαφορετικός άνθρωπος στην καθημερινότητά του, στη ζωή του. Και, όταν τον πρωτογνώρισα και κατάλαβα τι εστί, ποιο είναι το επίπεδό του, τον λάτρεψα.
Έπειτα, με τα φοβερά παιδιά του Παναθηναϊκού, τα νέα, με την προσωπικότητα του Λυμπερόπουλου, με τη μεγάλη αγάπη του Καραγκούνη για το ποδόσφαιρο, με την ευφυΐα, το ταλέντο και την ακούραστη δουλειά του Μπασινά, με το πάθος του Αλεξόπουλου (που ήταν και το “κολλητάρι” μου, ήμασταν μαζί στο δωμάτιο) για τον Παναθηναϊκό, με τους Γιάννη Γκούμα, Τάκη Φύσσα, Λεωνίδα Βόκολο, σίγουρα ξεχνώ κάποιους, ήμασταν μια φοβερή παρέα.
Βέβαια, και τα προηγούμενα παιδιά που είχαν αποχωρήσει, όπως ο Θανάσης Κολλιτσιδάκης, ο Μαρίνος Ουζουνίδης, ο Σπύρος Μαραγκός, ο Γιώργος Γεωργιάδης (ο «Μπέμπης»), ήταν εξαιρετικά.
Ερχόμενος από τον Παναθηναϊκό στην ΑΕΚ, είχα καταλάβει ότι δεν ήταν εύκολο. Υπάρχει πάντοτε ο σεβασμός του κόσμου, αλλά σχεδόν ποτέ δεν υπάρχει η αποδοχή τους ως δικό τους παιδί. Και αυτό το αναγνωρίζω και το σέβομαι πολύ στον ΑΕΚτσή.
Ο Δημήτρης Μάρκος, ο Δημήτρης Σαραβάκος και ο Μίμης Δομάζος ήταν στην ίδια κατηγορία.
Ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο από την ΑΕΚ στον Παναθηναϊκό, απ΄όσο ξέρω.
Στην ΑΕΚ πραγματικά είπα μέσα μου «το να ανταγωνιστείς αυτούς είναι μια πολύ μεγάλη υπόθεση!».
Από εκείνη την ΑΕΚ μού έχουν μείνει ασφαλώς ο Ντέμης, με τον οποίον ήδη γνωριζόμασταν, ο Τραϊανός Δέλλας, με τον οποίον είχαμε μια ιδιαίτερη σχέση, το ασύλληπτο ταλέντο του Βασίλη Τσιάρτα, το πάθος του αρχηγού Ηλία Ατματσίδη, ο Κασάπης, ο Μπορμπόκης, μεγάλοι παίκτες.
Θα αφήσω απ’ έξω τον Τόνι Σαβέβσκι, διότι είναι ένα “κεφάλαιο” μόνος του.
Ο Θοδωρής Ζαγοράκης ήταν αυτό που έλεγες «φίλε μου, άνθρωπέ μου, πώς εσύ το καταφέρνεις αυτό το πράγμα, να χύνεις τέτοιον ιδρώτα στην προπόνηση, να κάνεις 12 χιλιόμετρα “τρώγοντας το γήπεδο όλο” και ενδεχομένως, όταν βγούμε το βράδυ να φάμε, να είσαι και εκεί πάλι ξεκούραστος;». Ο Ζαγοράκης ως συμπαίκτης ήταν για εμένα το κάτι άλλο.
Από ξένους παίκτες που έχω συναντήσει, κορυφαίους σε διάρκεια, ποιότητα και ήθος θεωρώ τους Βαζέχα, Σαβέβσκι και Τζόρτζεβιτς. παρότι με τον «Τζόλε» δεν είχα σχέση, τον θαύμαζα για όλην την προσφορά του.
Ολοκληρώνοντας την αγωνιστική μου πορεία, άρχισα να αναζητώ τι θέλω να κάνω στο μέλλον μου.
Ναι, υπήρχαν κάποια χρήματα και μπορούσες είτε να τα επενδύσεις είτε να κάνεις κάτι άλλο.
Αλλά αυτό δεν με κάλυπτε, δεν ήμουν και καλός στις επενδύσεις, οπότε κατάλαβα ότι θέλω να προπονώ, θέλω να είμαι μέρος αυτού.
Ξεκίνησα κάποιες σπουδές γρήγορες, κάποια μαθήματα online μέσω Αμερικής, έτσι όπως κάνουν όλα τα νέα παιδιά που ξεκινούν.
Τότε ήμουν 33 ετών, αρκετά μικρός, και εκείνη την περίοδο μεσολαβεί η κατάσταση με τις αλλαγές στην ΑΕΚ και τον Ντέμη. Έχω πάρει ένα δίπλωμα και μου λέει ο Νικολαϊδης «έλα να μπεις στις ακαδημίες».
Έτσι ξεκινήσαμε με τον Τόνι Σαβέβσκι Τεχνικό Διευθυντή των ακαδημιών της ΑΕΚ για χρόνια μετά.
Εκεί ξεκίνησε και η σχέση μας μαζί με τον Πρωταθλητή Ευρώπης στον στίβο, Γιώργο Βαμβακά, ο οποίος είναι πνευματικός αδερφός μου και γενικότερα “αδερφός μου”, είναι ο άνθρωπος με τον οποίον είμαι πιο κοντά από όλους.
Με τον Τόνι είχαμε μια σχέση έχθρας, αγάπης, τσακωμών, συμβουλών, «όχι εγώ ξέρω καλύτερα, να το κάνουμε έτσι!». Όλο αυτό κράτησε τέσσερα-πέντε χρόνια, ήταν υπέροχο και είχε πολύ μεγάλη επιτυχία στην ΑΕΚ με τους παίκτες που αναδείχτηκαν αλλά και στη συνέχεια.
Βέβαια, στην «Ένωση» τα πράγματα άλλαξαν και μετά από κάποια χρόνια ήρθε η δύσκολη κατάσταση.
Αποχώρησε και ο Τόνι, εγώ έμεινα για έναν ακόμα χρόνο και ξαναβρεθήκαμε μετά στην Κύπρο και την Ομόνοια.
Του είχαν κάνει πρόταση, γιατί είχε πάρει Πρωτάθλημα τότε, το 2003, σκέφτηκε να το επαναλάβει, με πήρε τηλέφωνο και εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη είπα «ναι».
Τότε μιλούσα με δύο ομάδες της Β’ Εθνικής, νομίζω με τον Απόλλωνα και τον Θρασύβουλο.
Πήγα λοιπόν στην Ομόνοια ενάμιση χρόνο, βρήκα εξαίρετους συνεργάτες εκεί, υπήρχαν προβλήματα, αλλά είχε γίνει πολύ ωραία δουλειά στην ομάδα.
Τότε έκανα ένα διάλειμμα λόγω οικογένειας, δεν έβλεπα όσο ήθελα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, οπότε ήθελα να μείνω στο σπίτι μου.
Έχοντας πάντα στενή σχέση με το Άργος, οι φίλοι μου από εκεί μου έκαναν μια πρόταση να ασχοληθώ με την ομάδα, η οποία ήταν στην Γ’ Εθνική τότε, και πήγα για τρεις μήνες.
Σε εκείνο το χρονικό σημείο ξεκίνησε μια επαφή με τον Μαρίνο Ουζουνίδη μέσω κάποιων κοινών γνωστών και δημιουργήθηκε η ιδέα αυτή, «Χριστόφορε, θα ήθελες να συνεργαστείς με τον κόουτς ως βοηθός;».
Ο Πανιώνιος ήταν η πρώτη ομάδα στην οποία συνεργαστήκαμε.
Ο κόουτς είχε προτάσεις, καθώς πίσω του υπήρχε μια δεκαετία στον χώρο γεμάτη και με επιτυχίες, σε ομάδες όπως η Ξάνθη, ο Εργοτέλης, η Λάρισα και ο Ηρακλής, ενώ στην Κύπρο είχε πάρει και Πρωτάθλημα.
Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή όμως δεν είχε team, δεν είχε αυτό που λέμε “ομάδα”, για διάφορους λόγους είχαν αποχωρήσει και ήταν μόνος του.
Κάναμε την επαφή και είπαμε ότι πορευόμαστε μαζί.
Εντός συνόρων συνεργαστήκαμε και σε Παναθηναϊκό, ΑΕΚ, ΑΠΟΕΛ.
Στο εξωτερικό, ένα ταξίδι όμορφο για εμάς που ασχολούμαστε και αγαπάμε το ποδόσφαιρο, έχει πολύ δουλειά, ενδεχομένως πίεση, στιγμές χαράς αλλά και (κυρίως) λύπης.
Αναφέρομαι στη συνεργασία μας στη ρουμανική Κραϊόβα και την Αλ Φαϊσαλί της Σαουδικής Αραβίας. Άλλες, τελείως διαφορετικές, εμπειρίες. Εκεί κατάλαβα και τη διαδικασία που περνούν οι Έλληνες προπονητές στην Ελλάδα σε σχέση με τους ξένους.
Στη Σαουδική Αραβία δουλέψαμε σε μια μικρή πόλη κοντά στο Ριάντ, σε ομάδα Α’ κατηγορίας στην pro-league.
Μάλιστα, στην πόλη υπήρχαν δύο ομάδες και στη μία, την Αλ Φαϊχά, έπαιζε ο Παναγιώτης Ταχτσίδης, τον οποίον είχα ποδοσφαιριστή στην ΑΕΚ από τα τσικό, όταν τον είχαμε πάρει απ’ το Ναύπλιο, και τον συνάντησα εκεί μετά από τόσα χρόνια!
Πάντοτε η πρώτη σκέψη, πριν πάει κανείς στη Σαουδική Αραβία, σχετίζεται με κάτι “άλλο”, όπως για παράδειγμα το Ισλάμ. Έχουν τις παραδόσεις, την πίστη, το Κοράνι, τις προσευχές τους, τις πέντε μέρες ραμαζάνι κ.ά., ωστόσο η ζωή είναι πολύ ήσυχη για κάποιον που θέλει να αφοσιωθεί απόλυτα στη δουλειά και το έργο του.
Τα γήπεδα γεμίζουν από φιλάθλους, στις κερκίδες υπάρχουν και γυναίκες (φορώντας την μπούργκα), με το ποδοσφαιρικό επίπεδο της pro-league και της μεγάλης κατηγορίας στη Σαουδική Αραβία να ανήκει μέσα στα τέσσερα-πέντε top της Ασίας.
Ο πρίγκιπας της χώρας που διοικεί πλέον, ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, έχει ξεκινήσει μια διαδικασία, τη Vision 2030, με την οποία θέλει να εντάξει τη Σαουδική Αραβία στην ίδια “λογική” των Εμιράτων και του Κατάρ.
Στο Πρωτάθλημα έρχονται εξαιρετικοί ποδοσφαιριστές και προπονητές, εφόσον πρόκειται για μια χώρα που δίνει πολλά χρήματα.
Εμείς στην ομάδα μας είχαμε καλούς Βραζιλιάνους, όχι “τρανταχτά” ονόματα, γιατί η ομάδα μας ήταν “μικρομεσαία” και, ως τέτοια, μπορούσε να πάρει, για παράδειγμα, έναν Βραζιλιάνο από την Premier League της Ρωσίας, έναν Μαροκινό από την Ολλανδία κτλ.
Το κασέ εκεί είναι από 1 έως 1.5 εκατ. τον χρόνο!
Στην πόλη ήταν ήρεμα, πηγαίναμε καμιά φορά στην καφετέρια.
Αλλά με τον κόουτς καταναλώναμε ατελείωτες ώρες δουλειάς, ήμασταν ο ένας πάνω ο άλλος κάτω στα διαμερίσματα του ξενοδοχείου όπου μέναμε. δεν επιλέγαμε σπίτια, ούτως ώστε ανά πάσα στιγμή και ώρα να κάνουμε συνεχώς αναλύσεις, συζητήσεις.
Εκεί θυμάμαι ήταν ωραία τα γλυκά, ο καφές δύσκολος, τα ποτά, ως γνωστόν, απαγορεύονται.
Ριάντ και όλες οι μεγάλες πόλεις είναι τελείως διαφορετικές, επικρατεί άλλη ζωή και πλέον η ανάπτυξη σε όλα τα επίπεδα είναι τρομερή.
Στη ζωή μου έχω πορευτεί 50 χρόνια. Δεν γνωρίζω πώς θέλω να κυλήσει η υπόλοιπη, δεν μπορώ να φανταστώ.
Ευτυχισμένο θα με έκανε η υγεία και η πρόοδος των παιδιών μου και όλων των παιδιών του κόσμου, το να είναι η ζωή μας και το ποδόσφαιρό μας στην Ελλάδα αξιόλογα, να δώσει ο Θεός υγεία σε όλον τον κόσμο και να επικρατήσει η ειρήνη.
Είμαι άνθρωπος που στενοχωριέται πάρα πολύ με τα πολεμικά γεγονότα, όπως για παράδειγμα ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας και ό,τι βιώνουν οι άνθρωποι εκεί.
Είμαι άνθρωπος της ειρήνης, της συναδελφικότητας και της αγάπης. Έτσι πορεύομαι και δεν θέλω οι άνθρωποι να με θυμούνται ως κάτι “ιδιαίτερο”, δεν είμαι άνθρωπος της προβολής και, όταν με ρωτούν για την καριέρα μου ως ποδοσφαιριστή, εγώ αλλάζω θέμα.
Ενδεχομένως να ήμουν ντροπαλός, αλλά γενικώς απέφευγα την προβολή και τη δημοσιότητα.
Το σίγουρο είναι ότι θα ήθελα τα παιδιά μου να με θυμούνται ως καλό πατέρα.
Το βέβαιο είναι ότι θα ήθελα οι συμπατριώτες μου να θυμούνται πως, παρότι δεν μπορούσα να κάνω πράγματα στη χώρα μου ή να βρεθώ στην Αλβανία όλα αυτά τα χρόνια, μου λείπει, την αγαπώ και την σκέφτομαι πάρα πολύ. μακάρι κάποια στιγμή να μπορούσα να τους φανώ άξιος σε κάτι.
Συγχρόνως, δεν μπορώ παρά να εκφράσω τη λατρεία μου προς την Ελλάδα.
Το μεγαλύτερο δώρο που μου έκανε, πέρα από την όμορφη οικογένειά μου, τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, ήταν ότι γνώρισα την Ορθοδοξία.
Και η ζωή μου πορεύεται προς τα εκεί σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό…
Ο Χριστόφορος Μπλένταρ Κόλα είναι προπονητής ποδοσφαίρου, πρώην διεθνής με την Εθνική Αλβανίας.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φώτης Στρακόσια: Γράμμα στο γιο μου
Πύρρος Δήμας: Με την πόρτα ανοιχτή
Μιρέλα Μανιάνι: Καινούργια Εγώ / Ελίνα Τζένγκο: Ιδρώτας και κόπος!