Ένα σημαντικό πράγμα που ήξερα, αλλά πρώτη φορά θα συνειδητοποιούσα, είναι «η παγκόσμια γλώσσα του αθλητισμού».
Κάθε μέρα από τις 8 ως τις 12, τα παιδιά στο «Σχολείο της Ελπίδας» εξασκούνταν σε διαφορετικές ασκήσεις που είχαν μαθησιακούς στόχους.
Τα παιδιά στην Ζανζιβάρη, όμως, μιλούν μόνο σουαχίλι, εγώ αγγλικά και -στη σκέψη μόνο- μου φαινόταν «βουνό» το πώς θα γίνει η επικοινωνία μεταξύ μας.
Κι όμως, εκτός ότι τα παιδιά είναι πανέξυπνα και δέκα φορές πιο προσαρμόσιμα από τους ενήλικες, είναι η γλώσσα του σώματος και του προσώπου, η γλώσσα του κοινού στόχου που ενώνει τους ανθρώπους και τους παρακινεί για να καταλάβουν ο ένας τον άλλον.
Είναι απλά το να θέλεις να καταλάβεις τον διπλανό σου.
Και, έτσι, συνεχίστηκαν όλες οι μέρες μας, με τη συμβολή των δασκάλων, φυσικά.
Τα παιδιά αυτά ήταν τόσο ενθουσιασμένα με τις καινούριες αυτές δραστηριότητες, με το σχηματισμό ομάδων, που στην ουσία σου μετέδιδαν τη χαρά τους για να βρίσκεις καινούριες ασκήσεις και να δημιουργούμε από κοινού το τελικό αποτέλεσμα.
Τα παιδιά αυτά, που δεν έχουν σχεδόν τίποτα, ήταν ευτυχισμένα με το να φορέσουν μια πορτοκαλί φανέλα με νούμερο, να κουβαλήσουν όλα μαζί τις μπάλες, να ασχοληθείς μαζί τους παίζοντας με τα χέρια και να τα σηκώνεις ψηλά.
Πράγματα που, για τη δική μας πραγματικότητα, θεωρούνται μάλλον βαρετά και τετριμμένα, για εκείνα ήταν η χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους, κι είναι μια χαρά που είναι μεταδοτική.
Νομίζω τα παιδιά μάς θυμίζουν τελικά πώς να παίρνουμε ευχαρίστηση από τα απλά πράγματα.
Αν πρέπει να ξεχωρίσω ένα γεγονός που με εντυπωσίασε κατά την αλληλεπίδρασή μου με τα παιδιά του «Σχολείου της Ελπίδας» είναι η πειθαρχία που έχουν.
Όχι αυτή της υπακοής, αλλά της αυτοπειθαρχίας. Είναι παιδιά ηλικίας 3-7 χρονών, στις ηλικίες αυτές τα παιδιά έχουν εγωκεντρικές συμπεριφορές, όμως αυτά έδειξαν να έχουν κατακτήσει ήδη το επόμενο νοητικό επίπεδο.
Θυμάμαι, κάναμε μια άσκηση στην οποία τα παιδιά ήταν χωρισμένα σε ομάδες και έπαιζαν μια μορφή σκυταλοδρομίας.
Στη μία ομάδα ήταν ένα πολύ μικρό κοριτσάκι που δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει τι θα πει περιμένω στη σειρά μου για να φύγω, με αποτέλεσμα να μένει πίσω και ένα δυο παιδάκια πάνω στον ενθουσιασμό του παιχνιδιού την προσπέρασαν με αποτέλεσμα να χάσει τη σειρά της στον πρώτο γύρο.
Με είδαν που προσπαθούσα να της δείξω πού να περιμένει για να τρέξει κι εκείνη τη στιγμή ένα από τα παιδιά πήγε να την προσπεράσει. Κατευθείαν τα υπόλοιπα του φώναξαν κάτι στη γλώσσα τους και το έβαλαν να πάει πίσω στη σειρά του κι εκείνο ακολούθησε.
Τα παιδιά εξήγησαν στο μικρό το κοριτσάκι πότε πρέπει να τρέξει, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε καθυστέρηση της ομάδας τους στη σκυταλοδρομία.
Παρατήρησα ότι, μέσα από τα παιχνίδια, τα παιδιά θέτουν από μόνα τους κανόνες μέσα στην ομάδα, τους οποίους φροντίζουν να τηρούν όλοι, χωρίς την ανάγκη εξωτερικής παρέμβασης, κι όλα αυτά πάρα πολύ άμεσα.
Η διαδρομή από το σχολείο μέχρι το γήπεδο είναι περίπου δέκα λεπτά μέσα από δρομάκια κι έναν κεντρικό δρόμο.
Την πρώτη μέρα που πήραμε τις μπάλες στο γήπεδο, όρμηξαν όλα να πάρουν από μια και ξεχύθηκαν στην ποδοσφαιρική αλάνα κλωτσώντας τις μπάλες δεξιά κι αριστερά.
Μέχρι να τα μαζέψω, χρειάστηκα περίπου είκοσι λεπτά και με τη βοήθεια του δασκάλου που ήταν μαζί μας τους εξήγησα ότι την επόμενη φορά μπορεί να κουβαλάει ο καθένας την μπάλα του, αλλά απαγορεύεται να παίζουμε στη διαδρομή κι όταν φτάνουμε στην αλάνα θα τις βάζουν στο σάκο μέχρι να έρθει η στιγμή να τις χρησιμοποιήσουμε, αλλιώς θα τις κουβαλάω μόνο εγώ.
Και το ακολούθησαν από την επόμενη κιόλας μέρα και για κάθε μέρα χωρίς να ξανά ειπωθεί.
Τα παιδιά ήταν εντυπωσιακά συνεργάσιμα, απορροφούσαν κάθε καινούριο στοιχείο σα σφουγγάρια και λατρεύουν να αντιγράφουν αυτά που κάνεις. Το αγαπημένο τους ήταν να συμμετέχουμε κι εμείς στις ασκήσεις μαζί τους.
Τις πρώτες μέρες, βέβαια, γυρνούσα στον ξενώνα εξουθενωμένη. Ένιωθα ότι μου είχαν απορροφήσει όση ενέργεια είχα, αλλά αφού και για μένα ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία, μετά τις πρώτες μέρες είχα ήδη συνηθίσει.
Άλλωστε, κάθε επόμενο πρωί ήμουν ανυπόμονη για την καινούρια μέρα μου με τα παιδιά.
Κάθε μέρα που περνούσε, αποκτούσα και πιο σαφή εικόνα για τη ζωή των ανθρώπων εκεί, τις συνήθειές τους και τις αξίες τους.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι ζουν μια καθημερινότητα στην πιο απλή μορφή που μπορεί να φανταστεί κανείς, με πολλές ελλείψεις σε παροχές κι αγαθά, και το ξέρουν.
Αλλά θυμάμαι να μου λένε «εμείς εδώ δεν έχουμε πολλά, αλλά είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι και βοηθάμε ο ένας τον άλλον».
Κι αυτό φαίνεται από τα παιδιά στο σχολείο, μέχρι τον κόσμο έξω.
Πολλά από τα παιδιά στο σχολείο έρχονται ξυπόλυτα, γιατί δεν έχουν παπούτσια, άλλα με ξηλωμένες τις φόρμες, περιμένοντας τις δασκάλες να τους τις ράψουν κάποια στιγμή.
Κάθε μέρα, το γεύμα τους στο σχολείο περιλαμβάνει χυλό από νερό, αλεύρι και ζάχαρη.
Ακόμα θυμάμαι αυτή τη σκηνή που μου είχε κάνει εντύπωση: ένα κοριτσάκι είχε φέρει από το σπίτι ένα κομμάτι παστέλι, στο μέγεθος μια καραμέλας. Κι ενώ το έτρωγε, ήρθαν 3-4 συμμαθητές της και της ζήτησαν λίγο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, εκείνη το μοιράστηκε με όλους, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα φάνε όλοι από ελάχιστο.
Δεν μπορούσα να μην το συγκρίνω με μια αντίστοιχη κατάσταση στο δικό μας σχολείο, όπου ο καθένας κρατάει το σνακ του για τον εαυτό του.
Κι αυτό είναι καθαρά θέμα νοοτροπίας, όχι στιγμιαίας επιλογής.
Οι άνθρωποι συνειδητά μοιράζονται τα πάντα και στην πραγματικότητα για αυτούς τα πάντα είναι ελάχιστα, αλληλοστηρίζονται και υπάρχει εμπιστοσύνη.
Θυμάμαι, ήθελα να αγοράσω ένα αναμνηστικό από μια μικρή παράγκα, αλλά δεν είχα χρήματα πάνω μου και είπα στον πωλητή πως θα έρθω την επόμενη ημέρα να το πάρω που θα έχω παραπάνω χρήματα.
Και μου είπε «δεν πειράζει, σε έχω δει κάθε μέρα που περνάς από εδώ, μπορείς να το πάρεις και μου φέρνεις αύριο τα υπόλοιπα χρήματα».
Με παραξένεψε αυτή η άλογη μορφή εμπιστοσύνης από κάποιον άγνωστο, δεν έχουμε συνηθίσει έτσι εμείς.
Κάθε αλληλεπίδραση που είχα με τους ανθρώπους εκεί, μπορούσα να διακρίνω πόσο δίκαιοι κι ειλικρινείς είναι, από τα μικρά μαγαζάκια και τις ταβέρνες μέχρι και τη σειρά και τις ομάδες στο απογευματινό μπιτς βόλεϊ.
Ως λαός, είναι πολύ αθλητικός, τους αρέσει κάθε μορφή άσκησης, και το απόγευμα η ενιαία παραλία γεμίζει με ανθρώπους που παίζουν ποδόσφαιρο και μπιτς βόλεϊ.
Οι άνθρωποι χορεύουν στην άμμο και κάνουν γυμναστική με αυτοσχέδια όργανα, μέχρι να δύσει ο ήλιος.
Κάθε εργαλείο, κάθε όργανο και όλες τις εγκαταστάσεις πρέπει να τα κατασκευάσουν μόνοι τους, δεν υπάρχει τίποτα έτοιμο.
Κι εκεί πραγματικά είχα την ευκαιρία να δω πόσο δημιουργικός μπορεί να γίνει ο ανθρώπινος νους.
Έχουμε συνηθίσει να τα έχουμε όλα έτοιμα κι όντως είναι πολύ βολικό, αλλά είναι αλήθεια κρίμα που με τόσες ανέσεις πλέον έχουμε ξεχάσει πώς να είμαστε πρακτικοί, να αξιοποιούμε το περιβάλλον γύρω μας, να χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας, και να αντλούμε ικανοποίηση από τη δημιουργία μας.
Ακούω όλο και πιο συχνά ότι τα παιδιά σήμερα βαριούνται εύκολα, κι αργότερα θα γίνουν ενήλικες που βαριούνται εύκολα, αλλά κι αυτό θεωρώ πως είναι αποτέλεσμα του τρόπου που επιλέγουμε να εξελίξουμε και να εκπαιδεύσουμε τις νοητικές μας ικανότητες.
Η Ζανζιβάρη είναι ένα μεγάλο ψαρονήσι. Οι ασχολίες των ανθρώπων περιορίζονται σε ότι προσφέρει το περιβάλλον εκεί.
Πολλοί είναι ψαράδες με τα καΐκια τους, άλλοι γεωργοί αξιοποιώντας ότι παράγει η γη τους κι άλλοι ασχολούνται με τουριστικές δραστηριότητες.
Όλοι προσπαθούν να επωφεληθούν του τουρισμού, είναι ο κύριος μοχλός της οικονομίας τους.
Το νερό στο νησί δεν είναι πόσιμο, κι αν για τους ξένους υπάρχει η επιλογή να αγοράσουν εμφιαλωμένο νέρο, για τους ντόπιους υπάρχει ένα μεγάλο φορτηγό με μπιτόνια από πόσιμο νερό που το μοιράζει στα σπίτια.
Κάτι σαν τον γαλατά του χωριού μας, όπως τον παρομοίασα.
Όσο για την τροφή τους, αυτή περιλαμβάνει κυρίως ψάρια, ρύζι, πατάτες και λαχανικά.
Η μεγαλύτερη αντίθεση στον τρόπο διαβίωσης σε σχέση με την Ευρώπη είναι σχετικά με τη θέση της γυναίκας.
Δεν μου πήρε πάνω από δύο μέρες για να παρατηρήσω ότι καμία μα καμία γυναίκα δεν κυκλοφορεί στην παραλία και σε δημόσια μέρη, εκτός από τις λίγες που εργάζονται σε ξενοδοχειακές μονάδες.
Και δεν μπορούσα να μη ρωτήσω το γιατί.
Η απάντηση ήταν απλή: οι γυναίκες μένουν στο χωριό, να προσέχουν τα παιδιά και το σπίτι.
Το θεώρησα αρκετά άδικο οι γυναίκες να μην μπορούν να πάνε μια βόλτα στην παραλία, να αθληθούν όπως οι άντρες, να εργαστούν όπως αυτοί!
Πάνω στη συζήτηση με κάποιους φίλους μας, πλέον, κατάλαβα ότι συμφωνούν κι αυτοί εν μέρει με την άποψή μου, αλλά η θρησκεία τους αυτό ορίζει κι έχουν πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη σε αυτήν.
Είναι μια κατάσταση που είναι κοινώς αποδεκτή. Κι από τους άντρες κι από τις γυναίκες.
Εμένα, παρ’ όλα αυτά, μου φαίνεται ως παραφωνία στο όλο σκηνικό, ήταν ένα από τα ελάχιστα πράγματα που με ξένισαν τελείως.
Μπορεί να είναι κι επειδή είδα ότι οι mzungu (λευκές γυναίκες) γίνονται απόλυτα αποδεκτές στην καθημερινότητα από τους άνδρες, ενώ ακριβώς την ίδια στιγμή για τις δικές τους γυναίκες τηρούνται αυστηρά οι περιορισμοί που επιβάλλει ο μουσουλμανισμός.
Αυτό μου φάνηκε κάπως ειρωνικό.
Στο μεταξύ, επειδή υπήρχε δυσκολία εύρεσης ίντερνετ, η επαφή με την Ελλάδα και τα δρώμενα ήταν αρκετά περιορισμένη.
Οι δικοί μου άνθρωποι δεν αγωνιούσαν ιδιαίτερα, νομίζω περισσότερο είχαν περιέργεια πώς είναι η ζωή μου εκεί.
Βασικά, ένιωσα σα να μεταφέρθηκα σε μια εντελώς διαφορετική καθημερινότητα, κατά την οποία χρόνος είχε σταματήσει.
Όπως κάθε ταξίδι, έτσι κι αυτό με είχε κάνει να αφήσω εντελώς πίσω την μέχρι τώρα ζωή μου, με το μυαλό μου εντελώς άδειο από κάθε έγνοια, θα συστηνόμουν στους ανθρώπους από την αρχή και θα έκανα αυτό στο οποίο προσπαθούσαμε να δώσουμε μορφή όλο αυτό το διάστημα.
Είμαι τυχερή που μπορούσα να ζήσω τρεις εβδομάδες σε αυτήν την κοινότητα, να συνυπάρξω με τα παιδιά και τους ανθρώπους του χωριού, δημιουργώντας κάτι καινούριο κι ανακαλύπτοντας τον εαυτό μου μέσα σε ένα πρωτόγνωρο πλαίσιο!
Επειδή στη ρουτίνα, που όλοι αντιμετωπίζουμε τελικά, δεν νομίζω ότι είναι πολλές οι καταστάσεις που μπορούν να σου προσφέρουν τέτοιου είδους προκλήσεις, αυτό είναι που ορίζω ως «το προσωπικό μου δώρο» μέσα από την εμπειρία μας.
Και, όπως με κάθε πράγμα στη ζωή, έρχεται η στιγμή που τελειώνει.
Σκεφτόμουν τη ζωή μου στην Αθήνα και τις μέρες μου εδώ και κάθε σύγκριση ήταν ανούσια.
Είναι δυο διαφορετικοί κόσμοι και φαντάζει περίεργο πως ζούμε στο σήμερα όλοι και, παρόλα αυτά, οι συνθήκες διαβίωσης μπορούν να διαφέρουν τόσο πολύ. Κι είναι ακόμα πιο περίεργο πώς προσαρμόζεται ο άνθρωπος στο περιβάλλον του.
Καταστάσεις και στόχοι που με απασχολούσαν στη ζωή μου στην Ευρώπη, φάνηκαν περιττά και παράταιρα στην Αφρική, κι αντιστρόφως.
Ευχόμουν να μπορούσα να καθίσω λίγο ακόμα, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω κι αν θα κουραζόμουν ποτέ.
Ίσως κάποια στιγμή, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι θέλω να επιστρέψω.
Έχει περάσει ήδη ένας χρόνος κι ακόμα, καμιά φορά, κοιτάω στο κινητό μου τις φωτογραφίες, χαμογελάω κι αναπολώ τις στιγμές μου εκεί.
Δεν γίνεται να μη με πιάνει μια νοσταλγία.
Το να βοηθάς και να προσφέρεις χαρά στον διπλανό σου είναι κυριολεκτικά η πιο αγνή μορφή ικανοποίησης και ευτυχίας, κι είναι τόσο απλό…
Χρειάζεται μόνο να αφιερώσεις λίγο από τον χρόνο σου και την προσοχή σου, ότι ακριβώς δηλαδή μας αφιέρωσαν και τα παιδιά στο σχολείο και νιώθω ευγνώμων.
Οι μέρες μου εκεί ήταν η πιο καθολικά πρωτόγνωρη εμπειρία που έχω ζήσει, είχα την τύχη να γίνω κομμάτι ενός διαφορετικού κόσμου.
Να τον γνωρίσω ουσιαστικά και να ενσωματωθώ σε αυτόν.
Για ένα μήνα, δεν ήμασταν ούτε τουρίστριες, ούτε αθλήτριες, ούτε η Αθηνά κι η Κάρλι.
Ήμασταν «οι δασκάλες του σχολείου», όπως μας αποκαλούσαν κι είναι η προσφώνηση που με κάνει να νιώθω πιο περήφανη από όλες.
Πλέον, γνωρίζουμε τις ανάγκες του σχολείου από πρώτο χέρι και προετοιμάζουμε τις δράσεις μας ακόμα πιο στοχευμένα.
Θέλουμε να βοηθήσουμε όσο μπορούμε περισσότερο και, όποτε το επιτρέψουν οι συνθήκες, να έχει συνέχεια το πρόγραμμά μας στο σχολείο.
Εις το επανιδείν, λοιπόν!
Επιμέλεια κειμένου: Λουκάς Μαστροδήμος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αθηνά Παπαφωτίου: Η Γέννηση Της Ιδέας (1ο σετ)
Αθηνά Παπαφωτίου: Αθλητισμός Και Εκπαίδευση (2ο σετ)
Αθηνά Παπαφωτίου: Hakunamatata! (3ο σετ)
Αθηνά Παπαφωτίου: Πρώτη Ημέρα Στο Σχολείο! (4ο σετ)