Οι γονείς μου ήταν μετανάστες και μέναμε όλη η οικογένεια στο Σόρντοφ, κοντά στη Στουτγκάρδη.
Θυμάμαι τον εαυτό μου από το πρωί ως το βράδυ με μια μπάλα.
Ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας ήταν μια μεγάλη ξύλινη γκαραζόπορτα, την οποία και χρησιμοποιούσαμε ως τέρμα!
Έχω δύο μεγαλύτερους αδερφούς, τον Παναγιώτη και τον Βαγγέλη, οι οποίοι ακόμη ζουν και εργάζονται στη Γερμανία, μάλιστα ο μεγάλος, ο Παναγιώτης, έπαιζε κι αυτός ποδόσφαιρο, είχε αγωνιστεί στην Καβάλα, όταν η ομάδα έπαιζε στην Α’ Εθνική, έμεινε εκεί για ένα διάστημα, αλλά στη συνέχεια γύρισε πίσω στη Γερμανία.
Από πολύ μικρός έβλεπα στην τηλεόραση Γερμανικό Πρωτάθλημα, ενώ το πρώτο Μουντιάλ που έζησα ουσιαστικά ήταν αυτό του 1982.
Στην Ισπανία, τότε, έπαιζαν εκείνοι οι σούπερ σταρ όπως ο Μαραντόνα, ο Ζίκο, ο Ρουμενίγκε, ο Ρόσι (με αυτόν είχε πάρει τότε το Κύπελλο η Ιταλία), μια φοβερή γενιά και φιγούρες αποτυπωμένες ακόμη στο μυαλό μου.
Ήξερα και ποιες ομάδες υπήρχαν στην Ελλάδα, βέβαια ό,τι μάθαινα για τους ελληνικούς συλλόγους ήταν από τα καλοκαίρια που ερχόμασταν για διακοπές, κατά κύριο λόγο στη Σίνδο, έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη, όπου βρίσκονταν κάποιοι συγγενείς μας, αν και η καταγωγή των γονιών μου είναι από τον Έβρο, από ένα χωριό έξω από την Ορεστιάδα.
Το ποδόσφαιρο ήταν “μέσα” στην οικογένειά μου, πεντέμισι ετών ήμουν, όταν ο πατέρας μου με πήγε στην τοπική ομάδα του Σόρντοφ, στη μικρή κατηγορία.
Η ακαδημία του Σόρντοφ είχε “οντότητα”, απόλυτη οργάνωση και πολλούς νεαρούς παίκτες, συνθήκες που απαντώνται σε όλο το γερμανικό ποδόσφαιρο φυσικά.
Ήταν μια πόλη μικρή, 40-50.000 κατοίκων, με ιδιαίτερα ενεργή ακαδημία και πολλούς κλάδους στον αθλητισμό.
Επιστροφή στις ρίζες
Στα 11-12 μου πήγα στα τσικό της Στουτγκάρδης και έμεινα εκεί, μέχρι που ήρθαμε με την οικογένειά μου στην Ελλάδα.
Τότε βέβαια ήμουν παιδί και πιο πολύ ανησυχούσα για τις παρέες που θα έχανα, το πώς θα είναι στην Ελλάδα, το πώς θα λειτουργήσει όλη αυτή η μετάβαση, σκεφτόμουν και το θέμα του ποδοσφαίρου, αλλά σε εκείνη τη μικρή ηλικία δεν ήταν η πρώτη μου σκέψη.
Στη Σίνδο ζει ακόμη ο πατέρας μου με τη νέα οικογένεια που δημιούργησε, καθώς η μητέρα μου πέθανε στα 43 της, λίγο μετά την επιστροφή μας στην Ελλάδα.
Μετά την επάνοδό μας, πήγα στην τοπική ομάδα, την Ομόνοια Σίνδου, η οποία έπαιζε Α’ τοπικό.
Εκεί θυμάμαι τον πρώτο μου προπονητή, Λευτέρη Παραδέλη, ο οποίος έχει φύγει πια από τη ζωή και τον οποίον δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Δύσκολα χρόνια τότε. μια φορά είχαμε έναν αγώνα σε διπλανό χωριό 10-11 το πρωί, θυμάμαι, μάλιστα ο προπονητής είχε και τη γιορτή του, μας μάζεψε λοιπόν από τις 8 και, επειδή δεν υπήρχε μέσον να πάμε εκεί, πήγαμε με το αστικό λεωφορείο!
Αργότερα, μαζί και με άλλα παιδιά από τη Σίνδο, πιο μεγάλα από εμένα, πήγαμε να δοκιμαστούμε στον Πιερικό.
Ανάμεσά τους ήταν και ο αδερφικός μου φίλος, Δημήτρης Μπέκας, ο οποίος δοκιμάστηκε πριν από εμένα και τον πήραν. στη συνέχεια μάλιστα έκανε μια πολύ αξιόλογη πορεία σε υψηλό επίπεδο.
Τότε ο Πιερικός έπαιζε στη Β’ Εθνική και, όταν την επόμενη χρονιά ανέβηκε στην Α’, πήγα να δοκιμαστώ κι εγώ.
Προπονητής ήταν ο Γιάννης Μαντζουράκης, ένας άνθρωπος που μας έμαθε να παίζουμε πραγματικό ποδόσφαιρο, στάθηκε κοντά σε πολλά νέα παιδιά, μάθαμε μαζί του τακτική, ήταν ένας πρωτοπόρος, κορυφή, με πήρε από μικρό, μου έδωσε ευκαιρίες παρά τα λάθη που έκανα και οφείλω σ’ αυτόν όλη μου την μετέπειτα εξέλιξη.
Στον Πιερικό λοιπόν ήταν η αρχή της διαδρομής μου, της σταδιοδρομίας μου.
Η μεγάλη του ΟΦΗ σχολή
Ερχόμενος από τη Γερμανία, βρέθηκα σε άλλες υποδομές, άλλα γήπεδα, αν κι εκεί είχα παίξει σε ξερά αλλά διαφορετικού είδους. Βέβαια, κάποιες φορές όλα αυτά σε κάνουν και πιο ανθεκτικό!
Παρόλ’ αυτά, να τονίσω ότι τότε η Σίνδος είχε το πρώτο γήπεδο χόρτου στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, εκτός του Χαριλάου, του ΠΑΟΚ, των μεγάλων ομάδων, του Μακεδονικού κτλ, και μάλιστα το χρησιμοποιούσαν στις προπονήσεις τους πολλές φορές οι μεγάλες ομάδες, όπως ο ΠΑΟΚ και ο Άρης.
Έπαιζα στον Πιερικό, αγωνιζόμουν με την Εθνική Ελπίδων και κυκλοφορούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα μια φημολογία ότι θα πήγαινα στην ΑΕΚ με προπονητή τον Μπάγεβιτς, δημοσιεύματα και φήμες σε μια εποχή που δεν υπήρχαν μάνατζερ και οι πληροφορίες ήταν σε ανώτερο επίπεδο, χωρίς εγώ να μάθω κάτι.
Κάποια στιγμή με είχε φωνάξει ο κύριος Λούβαρης για να πάω στον Ολυμπιακό, κατέβηκα Αθήνα, κάναμε ένα ραντεβού, αλλά οι καταστάσεις εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα και την επόμενη ημέρα, σχεδόν γυρίζοντας από εκείνη τη συνάντηση, είχα μια επαφή για πρόταση να ενταχθώ στον Παναθηναϊκό ή τον ΟΦΗ.
Πηγαίνοντας από τον Πιερικό στον ΟΦΗ, βρέθηκα σε ένα άλλο επίπεδο.
Και ο αείμνηστος Γκέραρντ ήταν εκεί, η μεγάλη μορφή, η μεγάλη σχολή, ο μεγάλος δάσκαλος, ο οποίος καταρχήν με έκανε να είμαι νικητής μέσα στο γήπεδο, ήταν άριστος διαχειριστής πέρα απ’ την προπονητική του ικανότητα, επρόκειτο για μια ιδιαίτερη φιγούρα που για όλα τα παιδιά που ήμασταν παρόμοιας ηλικίας λειτουργούσε σαν πατέρα μας, του είχες εμπιστοσύνη, είτε έπαιζες είτε όχι.
Η νοοτροπία επίσης ήταν διαφορετική, ήταν εκείνη του νικητή, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και τεράστια εμπειρία το να βρίσκεσαι μέσα σε αυτήν την οικογένεια.
Ήμασταν, θυμάμαι, τέσσερα-πέντε παιδιά παρόμοιας ηλικίας που παίζαμε στην ίδια θέση, ίσως να παίζαμε δύο στην ίδια 11άδα, αλλά ήμασταν όλη την ημέρα μαζί, φίλοι κολλητοί.
Πέρα όμως από τον Γκέραρντ, υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι, όπως ο Βασιλείου, ο Καζανάκης, ο Μυριοκεφαλιτάκης, στους οποίους στηρίχτηκε μια οργανωμένη διοίκηση, ήταν δηλαδή έτσι φτιαγμένο όλο το οικοδόμημα ώστε όποιος και αν πήγαινε στην ομάδα λειτουργούσε πολύ καλά σε όλο αυτό το σύνολο.
Ελλάς, Ευρώπη, Παναθηναϊκός
Όταν έφυγα από την ομάδα του ΟΦΗ για τον Παναθηναϊκό, ήμουν πολύ χαρούμενος, ήταν ένα όνειρο ζωής, ήταν το ύψιστο.
Αναμφισβήτητα στον ΟΦΗ είχα περάσει πολύ ωραία και ήταν και η ηλικία μου τότε τέτοια που χρειαζόμουν ένα αντίστοιχο περιβάλλον.
Και όλη η πόλη, το Ηράκλειο, ήταν φτιαγμένο για να περνάμε καλά αλλά και να αποδίδουμε ποδοσφαιρικά εμείς οι νεαροί παίκτες.
Ωστόσο, καθαρά επαγγελματικά, στον Παναθηναϊκό ήταν ένα άλλο επίπεδο, εκεί έζησα τεράστια ικανοποίηση και χαρά.
Και συμπτωματικά ήμουν και Παναθηναϊκός! Και πώς προέκυψε αυτό; Όταν επέστρεψα από τη Γερμανία, δεν γνώριζα και πολύ τις ελληνικές ομάδες, αλλά τότε μεσουρανούσαν οι «Πράσινοι» σε Ελλάδα και Ευρώπη, οπότε έτσι προέκυψε και η αγάπη μου για την ομάδα.
Στον Παναθηναϊκό, στον οποίον πήγα επί Βελιμίρ Ζάετς, έβλεπα πλέον δίπλα μου, είτε ως συμπαίκτες είτε ως αντιπάλους, παίκτες που πριν από λίγα χρόνια τους παρακολουθούσα στην τηλεόραση.
Γενικότερα όμως, λόγω της εμπειρίας μου από την Εθνική και τον ΟΦΗ, η μετάβαση δεν ήταν πολύ απότομη.
Μεγάλη εντύπωση όμως, ασχέτως του γεγονότος ότι είναι κολλητός μου, μου έκανε ο Στράτος Αποστολάκης, με τον οποίον ήμασταν στο ίδιο δωμάτιο, μάλιστα ο ίδιος μου είχε πει να μένουμε μαζί και είχαμε μια άλλη σχέση, και για τον οποίον θεωρώ ότι είναι ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που έχουν περάσει ποτέ από το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Στη συνέχεια ήρθε ο κύριος Δανιήλ και μπορώ να πω ότι οι χρονιές μαζί του ήταν καλές, είχα μια ανοδική πορεία στον Παναθηναϊκό και μέσω αυτού μπόρεσα να κάνω και τη μεταγραφή προς το εξωτερικό, κάτι που αποτελούσε το επόμενο όνειρό μου.
Ο Παναθηναϊκός μεγάλη ομάδα μεν, αλλά εκείνη την τριετία μετά το 1996 που αγωνίστηκα εγώ είχαμε πολλά σκαμπανεβάσματα και δεν πήραμε και το Πρωτάθλημα τότε για πολλούς λόγους, τους οποίους δεν θα ήθελα να σχολιάσω.
Ειδικά τη δεύτερη χρονιά που ήμουν στην ομάδα, το 1997-1998, είχαμε βγει δεύτεροι, παίξαμε την επόμενη σεζόν Champions League και πραγματοποιήσαμε πολύ καλές εμφανίσεις, εμπειρίες τεράστιες που με κάνουν ακόμη να νιώθω περήφανος που βρέθηκα σε εκείνη την ομάδα.
“Επαναπατρισμός” στη Γερμανία
Πάντα παρακολουθούσα τι γινόταν στην Bundesliga, επισκεπτόμουν συχνά τα αδέρφια μου στη Γερμανία και πολλές φορές πήγαινα εκεί τα καλοκαίρια.
Είχα τελειώσει Γερμανική Σχολή στη Θεσσαλονίκη, η σύνδεσή μου με τη χώρα ήταν συνεχής, αλλά το ότι τελικά πήγα στη Γερμανία για να παίξω είναι απολύτως μια σύμπτωση.
Ήταν ένα παιχνίδι είτε με τον Παναθηναϊκό είτε με την Εθνική, δεν θυμάμαι ακριβώς, και είχαν έρθει άνθρωποι από τη Γερμανία, οι οποίοι με ρωτούσαν αν είχα μάνατζερ. θυμίζω ότι τότε δεν υπήρχαν για εμάς μάνατζερ.
Ήταν ο Λέρμπι και Χένες, Τεχνικός Διευθυντής στη Χέρτα, και με ρωτούσαν για κάποιες λεπτομέρειες.
Εγώ τότε δεν σκεφτόμουν καν κάποια μεταγραφή από τον Παναθηναϊκό, ήμουν στο μέσον του συμβολαίου μου και, όντας βασικός, αισθανόμουν πολύ καλά στην ομάδα.
Όταν όμως προέκυψε αυτό το ενδιαφέρον, μπήκε ο ιός μέσα μου να φύγω από την Ελλάδα, να πάω να παίξω στο εξωτερικό και μάλιστα στην Bundesliga, κάτι που αποτελούσε ένα ακόμα όνειρό μου.
Από τον Παναθηναϊκό έφυγα με μεταγραφή, την οποία ο κύριος Γιώργος Βαρδινογιάννης θυμόταν ακόμη πολλά χρόνια μετά, τον είχα δει μετά από πολύ καιρό στην Παιανία και μου είπε «Κώστα, εγώ σε βοήθησα».
Όντως έτσι είχε συμβεί, ο Παναθηναϊκός τότε δεν έκανε “ανοίγματα” για τους παίκτες του να τους δίνει σε άλλες ομάδες, αλλά ο κύριος Βαρδινογιάννης ήξερε για την οικογένειά μου ότι ζουν εκεί, ήξερε και τις σχέσεις μου με τη Γερμανία, οπότε στην ουσία μού έκανε και το χατίρι.
Όταν πήγα στη Γερμανία και τη Χέρτα, σαν να αποστασιοποιήθηκα από την Ελλάδα, ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένος εκεί και λόγω της “προϊστορίας” μου, της σχέσης μου με τη χώρα.
Ζούσα εκεί, η περίπτωσή μου δεν ήταν όπως άλλων παιδιών, τα οποία ήθελαν να πάνε στην Ελλάδα το πρώτο ελεύθερο Σαββατοκύριακο. Στην Ελλάδα ερχόμουν μόνο Χριστούγεννα, καλοκαίρι, όταν είχε διακοπή το Πρωτάθλημα και φυσικά όταν είχα υποχρεώσεις με την Εθνική.
Οι σχέσεις μου με τους συλλόγους στους οποίους αγωνίστηκα έχουν παραμείνει άριστες!
Όταν πηγαίνω και τώρα στη Χέρτα, είναι σαν να μην έχει περάσει μια μέρα, κάποια στιγμή μάλιστα πήγα και με τον Γκουστάβο Πογέτ.
Στο Ανόβερο ήμουν μεταξύ των αρχηγών, είχαμε καλή πορεία, αλλά ακολούθησε η πρόταση από την Κολωνία, καθώς έληγε και το συμβόλαιό μου, και πήρα την απόφαση να συνεχίσω εκεί την καριέρα μου.
Με είχαν προσεγγίσει οι άνθρωποι εκεί με πολύ ωραίο τρόπο, Τεχνικός Διευθυντής της ομάδας ήταν τότε ο Αντρέας Ρέτιχ, μετέπειτα Εκτελεστικός Διευθυντής των Εθνικών ομάδων της Γερμανίας.
Πήγα λοιπόν στην Κολωνία, μια πολύ καλή ομάδα, με παίκτες όπως ο Ποντόλσκι, αλλά τότε ήμουν πλέον πιο μεγάλος, ήμουν 33 στα 34, οπότε έπαιξα περισσότερο από έναν χρόνο και εν συνεχεία πήρα την απόφαση, παρότι είχα έναν ακόμα χρόνο συμβόλαιο, να σταματήσω.
Είχε γεννηθεί και ο γιος μου και, παρότι δεν είχα ουσιαστικό θέμα με την ομάδα, αντιλαμβανόμουν ότι πλέον είχαν άλλες επιλογές πριν από εμένα, οπότε κατάλαβα ότι είχε έρθει ο καιρός να γυρίσω πίσω.
Στο τέλος της διαδρομής και στην εκκίνηση μιας νέας
Στον ΟΦΗ έπαιζε ο Νίκος Μαχλάς, με τον οποίον μας συνέδεε μεγάλη φιλία, ενώ και με την ομάδα υπήρχε πάντα μια επαφή.
Προπονητής ήταν ο Βαγγέλης Βλάχος, είχαμε συνεργαστεί και στον Παναθηναϊκό, καθώς ήταν ο βοηθός του Βασίλη Δανιήλ, και στη συνέχεια ο Μύρων Σηφάκης, με τον γιο του οποίου, Μιχάλη, μάλιστα παίζαμε μαζί στην ομάδα!
Πάντα ήμουν άνθρωπος ευπροσάρμοστος, ενώ ταυτόχρονα δεν πετάω στα ουράνια, όταν είναι θετικά τα πράγματα, ούτε τα βάφω όλα μαύρα, όταν αυτά χαλάνε.
Ήταν επιλογή μου λοιπόν να πάω τότε στον ΟΦΗ, υπήρχαν και πολλές άλλες προτάσεις στην Ελλάδα, θα μπορούσα να είχα μείνει να αγωνιστώ και στη Γερμανία, αλλά δεν το επεδίωξα, πήγα κατευθείαν και συνειδητά στον ΟΦΗ, γιατί εκτός των άλλων ήθελα και να ζήσω στο Ηράκλειο λόγω της οικογένειας.
Συνεπώς, επρόκειτο για μια επαγγελματική επιλογή, ήταν όμως εκεί και το συναίσθημα.
Όταν ολοκληρώθηκε το συμβόλαιό μου με τον ΟΦΗ, σκεφτόμουν ότι είχε έρθει η ώρα να τελειώσω και την καριέρα μου.
Στη Νέα Σαλαμίνα όμως τότε προπονητής ήταν ο Γιώργος Κωστίκος, με τον οποίον είχα πολύ φιλικές σχέσεις και ο οποίος με έπεισε να πάω και να συμπληρώσω έναν χρόνο ακόμα.
Τελικά αγωνίστηκα περίπου δυο μήνες, είχε διάφορα προβλήματα τότε η ομάδα, οικονομικά κατά κύριο λόγο, οπότε, μόλις έφυγε ο Γιώργος, έφυγα κι εγώ.
Όσον αφορά και στο κεφάλαιο της Εθνικής, να πω ότι με τον Ότο Ρεχάγκελ παίζαμε αντίπαλοι. όταν εγώ ήμουν στην Χέρτα, εκείνος ήταν στην Καϊζερσλάουτεν, δεν είχαμε κάποια προσωπική επαφή.
Κάποια στιγμή μού είχε τηλεφωνήσει και είχε έρθει να με βρει στο Βερολίνο, όταν πλέον είχε συμφωνήσει με την Εθνική μας το 2003.
Άριστη η σχέση μας στην αρχή, με πολύ συχνή επαφή το πρώτο δύσκολο διάστημα πριν την πρόκριση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, αλλά στην πορεία λόγω κάποιων γεγονότων δεν μπορέσαμε να συνυπάρξουμε, ενώ βρέθηκα και εκτός αποστολής για το Euro της Πορτογαλίας, παρά το γεγονός ότι ήμουν στις βασικές του επιλογές.
Ωστόσο, ανεξάρτητα απ’ την έκβαση των μεταξύ μας σχέσεων, μπορώ να πω ότι ήταν ένας πολύ καλός προπονητής με μεγάλες επιτυχίες στις γερμανικές ομάδες και βέβαια εξαιρετικός με την Εθνική μας ομάδα, η Ελλάδα τού χρωστά πάρα πολλά για την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2004.
Πάντα θεωρούσα ότι πρέπει να αποχωρήσεις, πριν παρακμάσεις, κι εγώ σταμάτησα στα 35 μου το ποδόσφαιρο γεμάτος!
Η συμβουλή μου σήμερα σε έναν παίκτη πιο νέο είναι «κράτα το όσο μπορείς», γιατί το να είσαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ειδικά σε υψηλό επίπεδο, είναι κάτι το εκπληκτικό, είναι ένα όνειρο που δεν γίνεται να το ξαναζήσεις, είναι ένα επάγγελμα που πέρα από το οικονομικό σού προσφέρει πολλά περισσότερα.
Κλείνοντας λοιπόν εγώ την καριέρα μου, ήμουν συνειδητοποιημένος, βέβαια αυτό είναι και θέμα χαρακτήρα, ενώ παράλληλα ήμουν και πλήρης, σε ένα ικανοποιητικό σημείο απόδοσης, χωρίς να φθαρώ.
Ακόμα και μετά τη λήξη της ποδοσφαιρικής μου πορείας όμως, παρέμεινα στον χώρο και βρέθηκα για πολλά χρόνια στην Ξάνθη, για την ένταξή μου στην οποία μεσολάβησε ο Γιάννης Μαντζουράκης.
Εκεί έζησα και το μεγάλο “σχολείο” που ακούει στο όνομα Χρήστος Πανόπουλος, ένας άνθρωπος-κορυφή, κατά την άποψή μου, ο οποίος, πέρα από τις ιδέες του για το ποδόσφαιρο και το τι είχε καταφέρει με μια μικρή Ξάνθη, αποτελούσε έναν δάσκαλο όχι απλώς στον παραγοντικό τομέα αλλά και στην αντιμετώπιση των καταστάσεων, ήταν πρωτοπόρος, χαίρει της εκτίμησής μου και τον έχω πολύ ψηλά μες στην καρδιά μου.
Στην Ξάνθη είχα πάει ως βοηθός προπονητή, ήμουν δίπλα στον μεγαλομέτοχο, έκανα το σκάουτινγκ, έκανα μεταγραφές, χωρίς να είμαι κοντά στην ομάδα με καθημερινή φυσική παρουσία.
Εν συνεχεία όμως επέστρεψα στην Αθήνα, γιατί δεν ήθελα να ζήσω στην Ξάνθη, δημιούργησα μια εταιρεία και εργάστηκα ως ατζέντης.
Δεν έφυγα λοιπόν ποτέ απ’ το ποδόσφαιρο, γνώριζα καλά τα πράγματα, οπότε, όταν το 2019 μου έγινε από την ΕΠΟ η πρόταση ανάληψης της θέσης του Τεχνικού Διευθυντή των Εθνικών ομάδων, χάρηκα πολύ και αποτέλεσε μεγάλη τιμή για εμένα.
Δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη, ήξερα ότι μπορούσα να αντεπεξέλθω…
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Κώστας Κωνσταντινίδης: Ύψιστη υπερηφάνεια