Το καλοκαίρι του 2015 είναι ιδιαίτερο για όλους μας στη Μίντλεσμπρο.
Μαζευόμαστε για την προετοιμασία της νέας σεζόν, έχοντας ακόμη στο μυαλό μας την ήττα με 2-0 από τη Νόριτς στις 25 Μάϊου στο Wembley, στον Τελικό των πλέι οφ της Championship για την άνοδο στην Premier League.
Μια χρονιά που τελείωσε αργά και με τον χειρότερο τρόπο και μετά να μην υπάρχει παρά ελάχιστος χρόνος, ούτε τρεις εβδομάδες, για να ξεκουραστούμε, να αποφορτιστούμε και να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας για την νέα σεζόν, η οποία άρχιζε, όπως πάντα νωρίς στην Αγγλία, στις 9 Αυγούστου.
Το βάρος του φαβορί
Από τη μια πλευρά υπήρχε απογοήτευση, γιατί κατά γενική ομολογία ήμασταν κακοί στον Τελικό και δεν αξίζαμε να ανεβούμε, αλλά από την άλλη πλευρά υπήρχε πείσμα και θέληση από όλους να πάμε καλύτερα στη σεζόν που μόλις άρχιζε.
Το έβλεπες αυτό σε όλους, στον προπονητή, τους παίκτες αλλά και τη διοίκηση, η οποία κράτησε τον βασικό κορμό, διατηρώντας την καλή χημεία, και παράλληλα ενίσχυσε το ρόστερ με μεταγραφές καλών ποδοσφαιριστών, θέτοντας ως στόχο την άνοδο. Οι ειδικοί άρχισαν να χαρακτηρίζουν τη Μίντλεσμπρο ως ένα εκ των φαβορί για την άνοδο.
Ξέραμε όλοι μας πολύ καλά ότι μπορούσαμε να έχουμε ήδη ανέβει. Ήταν δικό μας λάθος που δεν τα είχαμε καταφέραμε και αυτό έπρεπε να το διορθώσουμε άμεσα.
Και, παρότι ο προπονητής μας, ο Ισπανός Αϊτόρ Καράνκα, στις δηλώσεις του στον Τύπο εμφάνιζε ένα μετριοπαθές πρόσωπο, επαναλαμβάνοντας συνεχώς ότι θα πάμε παιχνίδι με παιχνίδι σε ένα δύσκολο Πρωτάθλημα με πολλές καλές ομάδες, στις μεταξύ μας συζητήσεις και τις ομιλίες του προς τους παίκτες τόνιζε συνεχώς ότι δεν υπήρχε άλλο αποτέλεσμα για μας από την κατάληψη μιας εκ των δύο πρώτων θέσεων που έδιναν και την απευθείας άνοδο στην Premier League.
Υπό τις οδηγίες του Αϊτόρ Καράνκα
Ήταν η τρίτη σεζόν του Καράνκα στον σύλλογο. Ένα μεγάλο όνομα ως ποδοσφαιριστής, με θητεία στη Ρεάλ Μαδρίτης, δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από τελειομανής ως προπονητής, δίνοντας μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια, καθώς είχε θητεύσει ως βοηθός στο πλευρό του μεγάλου Ζοζέ Μουρίνιο.
Ο Καράνκα ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη στους παίκτες και είχε την απαίτηση από όλους να ακολουθήσουν τον δικό του ρυθμό, τον τρόπο δουλειάς του και το παιχνίδι που ήθελε να παίξουμε. Και ήταν απόλυτος σ’ αυτό. Είτε πήγαινες μαζί του στο 100% είτε δεν ήσουν μέλος της ομάδας. Δεν μιλούσε πολύ, αλλά, αν δεν ήταν ευχαριστημένος μαζί σου, είχε τον τρόπο και να στο δείξει και να το καταλάβεις.
Ήταν ένας προπονητής που ποτέ δεν έλεγε ούτε έδειχνε στον παίκτη ότι είναι βασικός και αναντικατάστατος. Προσπαθούσε να τους έχει όλους έτοιμους και σε εγρήγορση. Το ίδιο ίσχυε και με μένα. Μου έδειχνε την εμπιστοσύνη του, χωρίς να μιλά πολύ.
Είχα παίξει 40 παιχνίδια Πρωταθλήματος την προηγούμενη χρονιά και έπαιξα και στα 46 παιχνίδια αυτής της χρονιάς που ανεβήκαμε. Ενδιάμεσα, το καλοκαίρι από τη μια σεζόν στην άλλη, υπήρξαν φήμες και δημοσιεύματα για διάφορους τερματοφύλακες ότι έρχονται στη «Μπόρο» για βασικοί, όπως έγινε με τον Μίκαελ Αγκάτσι, ο οποίος όντως ήρθε δανεικός από τη Μίλαν. Δεν με άγχωνε καθόλου αυτό, γιατί ήξερα καλά μέσα μου ότι, αν είμαι εγώ καλά, εγώ θα παίζω.
Είχαμε χτίσει λοιπόν μια εξαιρετική σχέση, άλλωστε πολλές φορές ο Καράνκα είχε μιλήσει δημόσια για μένα με κολακευτικά λόγια, λέγοντας ότι «ο Ντίμι είναι ένας παίκτης που θα ήθελα να έχω σε όλες τις ομάδες που έχω δουλέψει, γιατί, είτε παίζει είτε όχι, δουλεύει πάντα με την ίδια προσοχή και προσήλωση».
Το νωθρό ξεκίνημα
Η νέα χρονιά στην Championship δεν αρχίζει με τον καλύτερο τρόπο. Ισοπαλία 0-0 στην πρεμιέρα με την Πρέστον στις 9 Αυγούστου, σε ένα παιχνίδι που στο ένα τέρμα είμαι εγώ και στο άλλο, των φιλοξενουμένων, ο σπουδαίος Τζόρνταν Πίκφορντ, ο βασικός γκολκίπερ της Εθνικής Αγγλίας τα τελευταία χρόνια, δανεικός τότε στην Πρέστον από τη Σάντερλαντ.
Ο απολογισμός μας στα πρώτα τέσσερα παιχνίδια είναι μια νίκη, δύο ισοπαλίες και μια ήττα. Ήταν περίπου αναμενόμενο αυτό, καθώς είχαμε πολλούς καινούργιους παίκτες και χρειαζόμασταν χρόνο για να δέσουμε, άλλωστε ακόμα και μέσα στον Αύγουστο κάποιοι ήρθαν και κάποιοι έφυγαν.
Επιπλέον, σχεδόν σε όλα αυτά τα τέσσερα ματς ήμασταν κατά γενική ομολογία καλύτεροι από τους αντιπάλους μας, χάνοντας πολλές ευκαιρίες να κερδίσουμε. Ήταν λοιπόν θέμα χρόνου να έρθουν οι νίκες.
Ήταν κάτι που το ξέραμε αυτό, το συζητούσαμε και μεταξύ μας και ήταν κάτι που μας τόνιζε και ο προπονητής: «Δεν έχει σημασία σε ποια θέση είμαστε τώρα ή θα είμαστε τα Χριστούγεννα, αλλά σε ποια θέση θα τερματίσουμε στο τέλος της σεζόν. Εκεί να επικεντρωθείτε, στον τελικό στόχο».
Το Πρωτάθλημα είχε πολύ δρόμο, το ξέραμε όλοι. Απόδειξη ότι ακολούθησαν πέντε σερί νίκες τον Σεπτέμβριο, μέχρι να έρθει η δεύτερη ήττα στη σεζόν, από τη Ρέντινγκ.
Ένα σερί που έμεινε στην ιστορία
Στις 7 Νοεμβρίου χάνουμε για τέταρτη φορά μέσα στη χρονιά, μια βαριά ήττα με 3-0 εκτός έδρας από τη Χαλ, και ακολουθεί ένα εκπληκτικό δίμηνο στο οποίο βάζουμε τις βάσεις για την επίτευξη του στόχου μας. εννέα σερί παιχνίδια αήττητοι, με οκτώ νίκες και μια ισοπαλία, και για μένα προσωπικά εννέα clean sheets, εννέα παιχνίδια χωρίς να δεχθώ γκολ!
Αυτό το επίτευγμα ήρθε, γιατί είχαμε γενικά καλή αμυντική λειτουργία ως ομάδα, με πολύ καλή συνεργασία και αλληλοκάλυψη. Επιπλέον, ήμασταν μια ομάδα με ισχυρές προσωπικότητες και ξέραμε τον τρόπο για να κάνουμε σωστή διαχείριση του κάθε αγώνα και στο τέλος να παίρνουμε το αποτέλεσμα που θέλαμε.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά να λένε πολλοί στην Αγγλία εκείνη την περίοδο ότι «αν βλέπεις ματς της Μίντλεσμπρο και προηγηθεί στο σκορ, κλείσε την τηλεόραση. Δεν υπάρχει περίπτωση να χάσει». Και αυτό δεν οφειλόταν στο ότι πχ βάζαμε γκολ και κλεινόμασταν πίσω, παίζοντας στην κόντρα, ίσα-ίσα ήμασταν αρκετά καλοί και επιθετικά.
Ήταν αποτέλεσμα δουλειάς, προσωπικοτήτων και βάθους στο ρόστερ μας. Είχαμε τουλάχιστον δύο ισάξιους καλούς παίκτες σε κάθε θέση. Υπήρχαν φορές που ο Καράνκα από το ένα παιχνίδι στο άλλο μπορεί να έκανε τέσσερεις και πέντε αλλαγές και παρόλ’ αυτά η ομάδα απέδιδε το ίδιο καλά σε άμυνα και επίθεση.
Ουσιαστικά, 22 ποδοσφαιριστές ήταν πάντα έτοιμοι να παίξουν βασικοί και αυτό ήταν πολύ σπουδαίο σε μια χρονιά με τόσο πολλούς αγώνες.
Σε προσωπικό επίπεδο, τα πάντα είναι θέμα ψυχολογίας, η οποία χτίζεται παιχνίδι με το παιχνίδι. Κάνεις ένα, δύο, τρία ματς με μηδέν παθητικό και μετά όλα έρχονται φυσιολογικά. Αποκτάς σιγουριά και αυτοπεποίθηση.
Πριν από κάθε παιχνίδι έπιανα τους αμυντικούς μας και τους έλεγα: «Μέχρι τώρα έχουμε τόσα λεπτά χωρίς γκολ. Πάμε για άλλα 90!». Και το σερί όλο και μεγάλωνε, μέχρι που έσπασε με τέτοιον τρόπο που ήταν πραγματικά κρίμα. Δεχθήκαμε γκολ στο δέκατο παιχνίδι, στις 16 Ιανουαρίου εκτός έδρας με τη Μπρίστολ. Ένα ματς στο οποίο πάλι κρατήσαμε για 90 λεπτά το μηδέν στην άμυνα, αλλά δεχθήκαμε το γκολ στο έκτο λεπτό των καθυστερήσεων!
Κρατήσαμε ανέπαφη την εστία της Μίντλεσμπρο για 913 αγωνιστικά λεπτά και, πέρα από το σερί αυτών των εννιά αγώνων χωρίς να δεχθούμε γκολ, είχαμε συνολικά μέσα στη σεζόν, με εμένα κάτω από τα δοκάρια, 22 παιχνίδια με μηδέν παθητικό!
Η ψυχολογία του γκολκίπερ
Είναι πολύ σημαντικό να σφυρίζει ο διαιτητής τη λήξη του ματς και εσύ να ξέρεις ότι έκανες τη δουλειά σου σωστά. Σε γεμίζει ικανοποίηση, είναι το ίδιο συναίσθημα που έχει ένας επιθετικός, όταν βάζει γκολ. Και ακόμα καλύτερο, μπορώ να πω, γιατί, όταν έχεις γράψει στο ενεργητικό σου clean sheet, αν μη τι άλλο δεν έχασες. Πήρες κάτι από το παιχνίδι, τουλάχιστον έναν βαθμό!
Σε όλη τη σεζόν δεχθήκαμε μόλις 31 γκολ σε 46 αγώνες Πρωταθλήματος, έχοντας για δύο σερί χρονιές την καλύτερη άμυνα της διοργάνωσης!
Και, ακριβώς επειδή ήμασταν καλή ομάδα, ήξερα ότι θα υπάρξουν αγώνες που δεν θα χρειαστεί να κάνω πέντε ή εξι αποκρούσεις αλλά μια ή δύο το πολύ! Αλλά αυτές τις δύο φορές, ακόμα κι αν η πρώτη είναι πχ μετά από 60 ή 70 αγωνιστικά λεπτά, πρέπει να είμαι πάντα έτοιμος και σε εγρήγορση να επέμβω. Να είμαι απόλυτα συγκεντρωμένος. Και αυτό δεν είναι εύκολο.
Όταν σε ένα παιχνίδι μπαίνεις από νωρίς στη δράση, ζεσταίνεσαι, είσαι έτοιμος, όλο γίνεται πιο εύκολο. Όταν μένεις για πολύ ώρα κρύος, πρέπει, τη μια φορά που θα σε χρειαστεί η ομάδα σου, να το κάνεις σωστά!
Ήταν πολύ μεγάλη ικανοποίηση επίσης για μένα ότι είχα πολύ υψηλό ποσοστό επεμβάσεων στα σουτ προς την εστία. Μάλιστα, το «Sky Sports» είχε δημοσιεύσει κάποια στιγμή τα ποσοστά επεμβάσεων κάθε τερματοφύλακα στην Championship και θυμάμαι ότι ήμουν στην πρώτη θέση με 84% περίπου, με δεύτερο τον Χίτον της Μπέρνλι, ο οποίος είχε 76%.
Νομίζω ότι αυτό ακριβώς ήταν που εκτιμούσε ο Καράνκα σε μένα. Τη σταθερότητα που είχα. Για να κάνει μια ομάδα πρωταθλητισμό, πρέπει ο τερματοφύλακας να είναι σταθερός. Χωρίς σκαμπανεβάσματα στην απόδοσή του.
Η νίκη-σταθμός υπό το βλέμμα του Μουρίνιο
Από αυτά τα εννιά παιχνίδια που κρατήσαμε το μηδέν, πιο κομβικό απ’όλα ήταν εκείνο της 19ης Δεκεμβρίου, εκτός έδρας με τη Μπράιτον.
Ήταν μια ομάδα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή πήγαινε “τρένο” και ήταν στην πρώτη θέση του βαθμολογικού πίνακα, την ίδια στιγμή που εμείς ήμασταν στην τρίτη-τέταρτη θέση.
Όλοι έλεγαν ότι είναι δύσκολο παιχνίδι, ότι δεν είμαστε φαβορί αλλά αουτσάιντερ, ότι ήρθε η ώρα να χάσουμε, αλλά εμείς στις μεταξύ μας συζητήσεις λέγαμε ότι πάμε για τη νίκη. Το πιστεύαμε. Κάποια στιγμή έπρεπε να χάσουν και αυτή η στιγμή είχε έρθει.
Βάλαμε το πρώτο γκολ πολύ νωρίς, σκοράραμε και δεύτερη φορά λίγο πριν το ημίχρονο και η Μπράιτον κάπου εκεί τα παράτησε, έμοιαζε να μην έχει τις δυνάμεις να αντιδράσει. Κερδίσαμε τελικά 3-0, το κουμπί γύρισε και πλέον από κει μέχρι και το τέλος ήμασταν πάντα στην πρώτη ή τη δεύτερη θέση της βαθμολογίας.
Στο γήπεδο εκείνη τη μέρα είναι και ο Ζοζέ Μουρίνιο, ο οποίος μόλις έχει φύγει από την Τσέλσι και έχει έρθει να δει τον Καράνκα, με τον οποίον δεν είναι απλώς φίλοι αλλά και πρώην συνεργάτες στη Ρεάλ Μαδρίτης.
Στο τέλος του παιχνιδιού έχει κατέβει και στα αποδυτήριά μας. Εγώ πηγαίνω προς τα ντους και τον βλέπω ξαφνικά μπροστά μου. Τον χαιρετάω και του λέω γελώντας «Τι έγινε; Έχουμε αλλαγή; Καινούργιος προπονητής της ομάδας;» και εκείνος, όπως πάντα με την ατάκα έτοιμη στο στόμα, απαντά «όχι, όχι, ο καινούργιος βοηθός είμαι!».
Η πιο δύσκολη στιγμή
Ο Μάρτιος είναι ένας μήνας με πολύ σφιχτό πρόγραμμα, μέσα στις πρώτες 18 μέρες έχουμε να δώσουμε πέντε αγώνες. Κάνουμε τρεις ήττες σε τέσσερα ματς, από Μπλάκμπερν, Ρόδεραμ και Τσάρλτον, όλες εκτός, στα δύο τελευταία παιχνίδια μάλιστα δεν πετυχαίνουμε καν γκολ.
Αυτό είναι το πιο δύσκολο σημείο μέσα στη σεζόν. Μετά την ήττα από τη Ρόδεραμ και με αφορμή ένα επεισόδιο, ο Καράνκα αποχωρεί προσωρινά από την ομάδα.
Πάντα ο Ισπανός ήταν ένας προπονητής που έπαιρνε πολύ βαριά τις ήττες και τα άσχημα αποτελέσματα. Μετά τον αγώνα λοιπόν, στο μίτινγκ που κάναμε, τα αίματα ανάμεσα σε εκείνον και κάποιους παίκτες άναψαν.
Οι περισσότεροι πήγαμε στο μίτινγκ, θεωρώντας ότι το πνεύμα της ομιλίας του θα ήταν να αφήσουμε πίσω μας τις ήττες και να πάμε δυνατά ως το τέλος.
Αντίθετα, άσκησε έντονη κριτική σε συγκεκριμένους ποδοσφαιριστές, κάποιοι αντέδρασαν και εκείνος σηκώθηκε και έφυγε, με αποτέλεσμα στον επόμενο αγώνα, εκτός έδρας με την Τσάρλτον, να πάμε με υπηρεσιακό προπονητή, τον βοηθό του. Χάσαμε κι εκεί, 2-0.
Λίγες μέρες μετά η ένταση εκτονώθηκε. Νομίζω όλοι με τον τρόπο μας, και μπροστά στον κοινό στόχο, συμβάλαμε σ’ αυτό.
Θυμάμαι ότι κι εγώ, βασιζόμενος στην καλή σχέση που είχα μαζί του, του έστειλα προσωπικό μήνυμα, γράφοντάς του ανάμεσα σε άλλα «κόουτς, έμεναν 10 παιχνίδια, έχουμε φτιάξει κάτι καλό, ας μη το χαλάσουμε τώρα στο τέλος».
Πράγματι, μετά από δύο μέρες ο Καράνκα γύρισε. Στις 10 αγωνιστικές που απομένουν αρχίζουμε με έξι σερί νίκες και τελειώνουμε αήττητοι με τέσσερεις ισοπαλίες.
Η πρώτη είναι εκτός έδρας με την πρωτοπόρο Μπέρνλι, σχετικά δίκαιο αποτέλεσμα. Η δεύτερη με την Ίπσουιτς, τους έχουμε κλείσει μέσα στην περιοχή τους κι έχουμε δοκάρια και πολλές χαμένες ευκαιρίες. Η τρίτη με τη Μπέρμιγχαμ, ματς στο οποίο μάς έχουν ακυρώσει το νικητήριο γκολ για οφσάιντ. Και η τέταρτη το 1-1 με τη Μπράιτον, παιχνίδι που μας δίνει την απευθείας άνοδο στην Premier League.
Ένα ματς με τη Μπράιτον, μια ολόκληρη χρονιά
Σίγουρα, αν δεν είχαμε αυτές τις δύο ισοπαλίες με Ίπσουιτς και Μπέρμιγχαμ, παιχνίδια στα οποία ήμασταν καλύτεροι, θα μπορούσαμε να κυνηγήσουμε την πρώτη θέση και τον τίτλο από τη Μπέρνλι. Αλλά ακόμα κι έτσι, είμαστε δεύτεροι. Και στις 7 Μαΐου 2016 παίζουμε το ματς που είναι “Τελικός”. Ο πρώτος ανεβαίνει απευθείας, ο δεύτερος επίσης, ο τρίτος πηγαίνει στα πλέι οφ.
Υποδεχόμαστε τη Μπράιτον. Έχουμε ζήσει την περασμένη σεζόν τη διαδικασία των πλέι οφ και δεν θέλουμε να το ξαναζήσουμε. Είναι μια εβδομάδα που έχει κυλήσει σαν να προετοιμαζόμαστε για να παίξουμε Τελικό Μουντιάλ.
Το παιχνίδι είναι πρώτο θέμα στον Τύπο όλες τις μέρες, γιατί τα πράγματα είχαν κάτσει με τέτοιον τρόπο βάσει της κλήρωσης του προγράμματος που είναι λες και το έχει σχεδιάσει κάποιος.
Μίντλεσμπρο και Μπράιτον έχουν από 88 βαθμούς, η τέταρτη Χαλ είναι πολύ πιο πίσω, αλλά εμείς έχουμε δύο περισσότερα γκολ στη συνολική διαφορά τερμάτων, πράγμα που αποτελεί και το πρώτο κριτήριο σε περίπτωση ισοβαθμίας. Συνεπώς, εμείς ανεβαίνουμε με νίκη ή ισοπαλία και η Μπράιτον θέλει μόνο νίκη.
Ξέρουμε ότι είμαστε μια ομάδα που μπορούμε να κρατήσουμε το μηδέν, αλλά, επειδή είναι λίγο… παγίδα να παίζεις για δύο αποτελέσματα, έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν πρέπει να επαναπαυθούμε, αλλά να ψάξουμε το γκολ, ώστε να τελειώσουμε υπέρ μας το παιχνίδι.
Υπάρχει πολύ άγχος, όλοι είναι σφιγμένοι, είναι ένα ματς-τελικός που σου δίνει την απευθείας άνοδο. Και φυσικά, πέρα απ’ όλα τα άλλα, πέρα από το γόητρο ή τη δόξα, η άνοδος βάζει στα ταμεία της ομάδας περισσότερα από 200 εκατ.!
Η ομάδα είναι επτά χρόνια στην Championship, την προηγούμενη σεζόν έχει φτάσει στον Τελικό πλέι οφ και τώρα που έχει φτάσει τόσο κοντά πρέπει να τα καταφέρει.
Το γήπεδο είναι sold out και ασφυκτικά γεμάτο αρκετή ώρα πριν τη σέντρα. Από την ώρα που βγαίνουμε για προθέρμανση, είναι όλοι στις θέσεις τους! Η ατμόσφαιρα είναι φανταστική, ο κόσμος τραγουδάει όλη την ώρα και ενθουσιάζεται σε κάθε καλή μας ενέργεια.
Προηγούμαστε με ένα γκολ νωρίς στο παιχνίδι και στο ημίχρονο πηγαίνουμε στα αποδυτήρια με σκορ 1-0 και την αντίπαλό μας να μην μας έχει κάνει ούτε μια ευκαιρία. Εκεί λέμε ότι πρέπει να προσέξουμε πολύ τα πρώτα 20 λεπτά του δεύτερου ημιχρόνου, να αντέξουμε την πίεση.
Αυτό δεν έγινε, δεχόμαστε σχεδόν αμέσως το γκολ της ισοφάρισης. Το ματς εξελίσσεται σε θρίλερ.
Η αντίπαλός μας μένει με 10 παίκτες, λόγω αποβολής του αρχηγού και σκόρερ της, του Στέφενς, στο 60ο λεπτό, επειδή με μια προβολή τραυμάτισε τον Γκαστόν Ραμίρες. Παρότι όμως παίζουμε με παίκτη παραπάνω, έχουμε αδικαιολόγητη νευρικότητα και δεχόμαστε πίεση.
Το τελευταίο σφύριγμα
Συμπληρώνοντας τα 90 λεπτά, ο διαιτητής δίνει οκτώ λεπτά καθυστερήσεις. Είμαστε 11 εναντίον 10, αλλά δεν κρατάμε τη μπάλα, τη διώχνουμε όπως-όπως. Υπό άλλες συνθήκες, ποτέ δεν θα το κάναμε αυτό.
Δεν είναι ότι εκείνη τη στιγμή έχω κάποιο άγχος ότι θα δεχθούμε γκολ ή οτιδήποτε. Άγχος έχεις πριν από τη σέντρα, μετά σκέφτεσαι μόνο το παιχνίδι, δεν έχεις την πολυτέλεια να έχεις άγχος.
Η τελευταία φάση είναι πάλι ένα γέμισμα μέσα στην περιοχή μας. Βγαίνω, μαζεύω ψηλά τη μπάλα ανάμεσα σε δύο παίκτες της Μπράιτον και πέφτω στο χορτάρι.
Ήξερα ότι είναι κοντά στο τέλος, αλλά δεν ήξερα πόσο κοντά. Δεν είχα ιδέα ότι είχαν πια ολοκληρωθεί και οι καθυστερήσεις, γιατί ο ηλεκτρονικός πίνακας με το χρονόμετρο σταματάει στο 90′ και δεν μετράει στις καθυστερήσεις.
Με την άκρη του ματιού μου είδα τους συμπαίκτες μου να σφίγγουν τις γροθιές τους και τον κόσμο στις εξέδρες να πανηγυρίζει σαν να βάλαμε γκολ. Ήταν μια απλή επέμβαση, όμως έμοιαζε με λύτρωση!
Σηκώνομαι, κρατάω λίγο τη μπάλα και κοιτάζω στα μάτια τον ρέφερι, τον Μάικ Ντιν, έναν από τους πιο γνωστούς Άγγλους διαιτητές τα τελευταία χρόνια! Λίγα δευτερόλεπτα μετά κάνω βολέ και εκείνος σφυρίζει για τελευταία φορά. Ο κόσμος πίσω μου έχει ήδη πατήσει χορτάρι, οι σεκιούριτι του γηπέδου δεν μπορούν πλέον να τους συγκρατήσουν.
Αρχίζω να τρέχω, πανηγυρίζοντας, προς τους αμυντικούς μας με τα χέρια ανοικτά, για να τους αγκαλιάσω. Αστραπιαία, κοιτάω πίσω μου και βλέπω να τρέχουν μαζί μου και να με ακολουθούν πέντε χιλιάδες άνθρωποι από την εξέδρα πίσω από το τέρμα, οι οποίοι έχουν μπει κι αυτοί στο γήπεδο για να πανηγυρίσουν.
Κάποια στιγμή με έφτασαν, ήταν χιλιάδες εκείνοι που μπήκαν στο γήπεδο για να μας αγκαλιάσουν και να γιορτάσουν μαζί μας.
Είναι φοβερές στιγμές, αξέχαστες. Δεν ξέρω πραγματικά πώς καταφέραμε, εγώ και οι συμπαίκτες μου, να φτάσουμε στα αποδυτήρια, όπου κι εκεί οι πανηγυρισμοί ήταν μοναδικοί και πραγματικά ζήσαμε απίστευτες στιγμές.
Σε λίγη ώρα ξαναβγήκαμε στον αγωνιστικό χώρο για την απονομή των μεταλλίων, του κυπέλλου και για τον γύρο του θριάμβου. Θυμάμαι, ήμουν πρώτος στη σειρά και βγαίνω αργά-αργά, περπατώντας κι απολαμβάνοντας το χειροκρότημα.
Πίσω μου όμως περιμένουν ακόμα άλλοι 23 παίκτες και ακούω να μου λένε «Ντίμι, τρέξε, για να βγουν όλοι, αλλιώς δεν θα φύγουμε ποτέ σήμερα!».
Οι παίκτες ακούγαμε ένας-ένας το όνομά μας και πηγαίναμε να πάρουμε το μετάλλιό μας μέσα σε αποθέωση από τον κόσμο. Δεν είχε φύγει κανείς. Όλοι ήταν στις θέσεις τους, περίπου 35.000 φίλαθλοι είχαν παραμείνει και περίμεναν για να ζήσουν αυτές τις στιγμές.
Ο στόχος επιτεύχθηκε. Το να ανεβείς, όταν δεν το περιμένεις, φυσικά είναι κάτι υπέροχο και σου δίνει τρομερή χαρά. Όταν όλοι σε περιμένουν όμως, είναι χαρά και ανακούφιση μαζί, γιατί είσαι το φαβορί και οτιδήποτε άλλο θα είναι αποτυχία.
«All I do is win»
Είναι μια σεζόν που δεν θα ξεχάσω ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Με τους συμπαίκτες μου πάντα θα μας ενώνει αυτό που ζήσαμε.
Πιο κοντά απ’ όλους ήμουν με τον σέντερ μπακ, τον Τζορτζ Φρεντ, και μάλιστα είχαμε μια ιεροτελεστία πριν από κάθε ματς. Λίγο πριν ο διαιτητής σφυρίξει σέντρα, ερχόταν μέχρι τη γραμμή της μεγάλης περιοχής, κάναμε high five και μετά εγώ του χτυπούσα τα οπίσθια!
Ήταν το γούρι μας αυτό και μάλιστα μετά από ένα παιχνίδι Κυπέλλου που έπαιξε ο δεύτερος γκολκίπερ, ο Ισπανός Μεχίας, ήρθε και μου είπε ο Τζορτζ «πήγα στον Τομάς να κάνω το ίδιο, αλλά δεν το ήξερε!».
Όλα αυτά, αυτή η ρουτίνα, κάτι αντίστοιχο με αυτό που έκαναν κάποτε στην Εθνική Γαλλίας ο Λοράν Μπλαν με τον Φαμπιάν Μπαρτέζ, το φιλί στην καράφλα του γκολκίπερ των «Tricolore», είναι πνευματικοί “διακόπτες”, εκείνοι που σε κάνουν να γυρίσεις το κουμπί ενόψει του κάθε αγώνα.
Η δική μου ιεροτελεστία πριν από κάθε παιχνίδι ήταν συγκεκριμένη. Γενικά δεν μιλούσα πολύ, προσπαθούσα να συγκεντρωθώ.
Μπαίνοντας όμως στα αποδυτήρια, πάντα είχα τον ρόλο του DJ, επιλέγοντας τη μουσική από το ηχείο που ακούγαμε όλοι. Από τα αγαπημένα μου τραγούδια, αυτό που έβαζα συνέχεια, ήταν αυτό του DJ Khaled που λέει «All I do is win».
Πάντα φορούσα πρώτα το δεξί παπούτσι και μετά το αριστερό. Όταν πια βγαίναμε στο γήπεδο, πρώτα φορούσα το αριστερό γάντι και μετά το δεξί, μετά τις χειραψίες με την αντίπαλη ομάδα και τους διαιτητές.
Και όταν πήγαινα προς την εστία μου για να πάρω πλέον θέση, με ένα μικρό άλμα χτυπούσα το οριζόντιο δοκάρι. Μάλιστα, οι φίλαθλοι της ομάδας μας πίσω από το τέρμα το περίμεναν κάθε φορά και ακολουθούσαν την κίνησή μου με ένα μακρόσυρτο «εεεεε», το οποίο ακουγόταν σε όλο το γήπεδο.
Και στο τέλος, με το σφύριγμα της λήξης, όταν επιστρέφαμε πια στα αποδυτήρια και όλα είχαν πάει καλά, ο προπονητής τερματοφυλάκων της «Μπόρο» μού έλεγε «Ντίμι, βάλε πάλι το τραγούδι!». Και αμέσως γινόταν χαμός από όλους τους συμπαίκτες μου!
Για πάντα οπαδός της «Μπόρο»!
Η σχέση μου με την ομάδα αλλά και τον κόσμο της δεν έχει αλλάξει, παρότι τα χρόνια έχουν περάσει. Ακόμη πηγαίνω στους αγώνες της ομάδας, όποτε έχω την ευκαιρία. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, οι φίλαθλοι, όταν με βλέπουν, με πλησιάζουν, μου μιλάνε και βγάζουμε φωτογραφίες.
Είμαι οπαδός της Μίντλεσμπρο, ο γιος μου είναι Μίντλεσμπρο και είναι λογικό αυτό.
Ο κόσμος με αγκάλιασε από την πρώτη μέρα που πήγα στην ομάδα, άλλωστε πριν έπαιζα στη Χάρτπουλ, η οποία είναι στην ίδια περιοχή. Με αντιμετώπισαν λοιπόν από την πρώτη στιγμή σαν ντόπιο κι όχι σαν ξένο, με έκαναν να αισθανθώ ότι είμαι ένας δικός τους άνθρωπος.
Μάλιστα, είχαν φτιάξει και συνθήματα με το όνομά μου, τα οποία τα φώναζαν με την πρώτη ευκαιρία, τα λένε ακόμη και τώρα, αν καταλάβουν ότι είμαι στην κερκίδα.
Όταν έχεις φορέσει τη φανέλα μιας ομάδας για επτά χρόνια και έχεις ζήσει τέτοιες έντονες στιγμές, είναι φυσικό να δένεσαι. Και αυτός ο δεσμός δεν θα σπάσει ποτέ.
Ο Δημήτρης Κωνσταντόπουλος είναι πρώην διεθνής τερματοφύλακας.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
CHECK IT OUT: Δημήτρης Κωνσταντόπουλος: Χριστούγεννα στο Νησί
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κώστας Χαλκιάς: Γιατί σταμάτησες;
Φάνης Κατεργιαννάκης: Έμαθα να λέω «μη φοβάσαι»
Δημήτρης Ελευθερόπουλος: Δεν είσαι τα πάντα. Δεν είσαι το τίποτα.
Στέφανος Κοτσόλης: Η μέρα που καθόρισε τη ζωή μου
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Απ’το Τέρμα
Φώτης Στρακόσια: Γράμμα στο γιο μου