Από τα 19 μου χρόνια είχα ξεκινήσει να εργάζομαι σε ακαδημίες ποδοσφαίρου ως προπονητής σε μικρά παιδάκια, χωρίς να έχω κάποιο δίπλωμα.
Παράλληλα έπαιζα και ποδόσφαιρο, έχω παίξει μέχρι και Δ’ Εθνική, αλλά δεν ήμουν για κάτι παραπάνω, δεν είχα ταλέντο για να παίξω σε μεγαλύτερη κατηγορία.
Στα 24-25 μου λοιπόν το είχα ήδη βάλει στόχο να σταματήσω, ήταν κάτι που δεν είχε προοπτική για εμένα, και να ξεκινήσω από μικρός την προπονητική, η οποία ούτως ή άλλως μου άρεσε πάρα πολύ.
Στα 25 μου μάλιστα αναγκάστηκα να σταματήσω να παίζω απότομα και βίαια, γιατί είχα ένα σοβαρό ατύχημα με τη μηχανή μου, το οποίο με κράτησε πάνω από δυόμισι χρόνια στο κρεβάτι, με 11 χειρουργεία και το πόδι μου να κινδυνεύει να ακρωτηριαστεί.
Όσο λοιπόν ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, διάβαζα για τις σχολές της προπονητικής και, με το που σηκώθηκα, έδωσα κατευθείαν για τα διπλώματα.
Είχα ήδη συνεργαστεί με προπονητές που μου έδωσαν μια έμπνευση, ένα ερέθισμα, και ένας από αυτούς ήταν ο κύριος Βαγγέλης Ιντζέκαρος, ο οποίος με είχε παίκτη και αρχηγό στον Θρίαμβο Αθηνών και από τότε μου είχε πει «σταμάτα το ποδόσφαιρο νωρίς, γιατί βλέπω σε εσένα προπονητικά χαρακτηριστικά, να ξεκινήσεις από νωρίς την προπονητική».
Αυτό όμως που αναμφισβήτητα με έκανε να θέλω να ασχοληθώ και αποτελούσε κίνητρο για μένα είναι το γεγονός ότι πρόκειται για ένα πολύ δημιουργικό και επιδραστικό επάγγελμα, το οποίο, εάν το κάνεις σωστά και συνεχίσεις να εξελίσσεσαι, βοηθά και τους ποδοσφαιριστές να βελτιωθούν.
Δεν έχω κρύψει ποτέ ότι ένας προπονητής που θαυμάζω, με όλη τη σημασία της λέξεως, είναι ο Πεπ Γκουαρντιόλα, γιατί δεν έχει απλώς επιτυχίες σε αυτό που κάνει αλλά είναι πολύ επιδραστικός στις ομάδες και τις χώρες που έχει δουλέψει.
Έχει ένα πολύ συγκεκριμένο στυλ παιχνιδιού, το οποίο εμένα προσωπικά με εκφράζει, δεν παρεκκλίνει από τις αρχές του, είναι πολύ σταθερός, καινοτόμος, πρωτοποριακός, δεν φοβάται να ρισκάρει και θα έλεγα ότι έχει αλλάξει κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό το παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Πολλά πράγματα που έχουμε παρακολουθήσει από τις ομάδες του τα βλέπουμε για πρώτη φορά, εν αντιθέσει με άλλους προπονητές που παρουσιάζουν μεν κάτι ωραίο, αλλά κάπου το έχουμε ξαναδεί.
Επιστρέφοντας στα δικά μου, δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς βγήκα στην αγορά με το βιογραφικό μου, όταν είχα πάρει το πρώτο δίπλωμα της προπονητικής, χωρίς να έχω παίξει επαγγελματικό ποδόσφαιρο και χωρίς να είμαι γνωστός.
Ζητούσα δουλειά και δεν το κρύβω ότι πρότεινα να με προσλάβουν χωρίς αμοιβή, απλώς να με αφήσουν να δείξω τη δουλειά μου.
Δεν έβρισκα πόρτες ανοιχτές, δεν με εμπιστεύονταν, μάλιστα χαρακτηριστικά θυμάμαι μια ατάκα «βρε κόουτς, σε εμάς θα μάθεις, στην πλάτη μας;», δεν ήξερα πού να πάω.
Είχα τότε ένα εφηβικό τμήμα που προπονούσα και, όταν τελείωσε εκείνη η χρονιά, βρήκα μια ομάδα που στην κυριολεξία είχε παραδώσει τη σφραγίδα της, δεν κατέβαινε στο Πρωτάθλημα της Γ’ ερασιτεχνικής.
Πήγαμε λοιπόν με μια παρέα και έναν φίλο, ο οποίος στο τέλος έγινε και παράγοντας της ομάδας, την πήραμε και από το Γ’ ερασιτεχνικό φτάσαμε να διεκδικούμε το Πρωτάθλημα στη Γ’ Εθνική την τελευταία αγωνιστική. Πρόκειται για την Κύπρο Κορυδαλλού.
Εγώ, μέχρι και τη χρονιά που η ομάδα ανέβηκε στην Α’ ερασιτεχνική, ήμουν προπονητής, γενικός αρχηγός, παράγοντας, φροντιστής και μερικές φορές έπλενα και τα ρούχα των παικτών, γιατί δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα, κι όλα αυτά χωρίς να παίρνω κάποια χρήματα.
Το μεγάλο πρόβλημα που είχα στις πρώτες μου ομάδες ήταν το γεγονός ότι έπρεπε να βρίσκω τρόπους να προσαρμόζομαι στις δυσκολίες που έχουν τέτοιου είδους σωματεία άκρως ερασιτεχνικά, ενώ οι φιλοδοξίες μου ήταν άκρως επαγγελματικές.
Ακόμα κι αν δεν αμειβόμουν, ήθελα να πετύχω σε αυτό.
Ας σκεφτεί κανείς ότι, για να μπορέσω να πάρω έναν παίκτη με τα δικά μου χαρακτηριστικά, έτσι όπως τον ήθελα για τα δεδομένα της κατηγορίας, χωρίς όμως να υπάρχουν τα χρήματα, είχα πάει πέντε φορές στην Κόρινθο για να του μιλήσω και να τον πείσω.
Συνάντησα δυσκολίες που με έκαναν να νιώσω συναισθήματα πρωτόγνωρα και τα τελευταία χρόνια, δουλεύοντας σε ομάδες που δίνουν χρήματα στους ποδοσφαιριστές τους, καταλαβαίνω πόσο σημαντικό είναι να βρίσκεσαι σε υψηλό επίπεδο.
Σε όλες τις ομάδες μου δέθηκα πάρα πολύ συναισθηματικά και όλες τους έχουν αφήσει κάτι πολύ βαθιά χαραγμένο μέσα μου, με έχουν στιγματίσει, καθώς παντού έζησα πράγματα για πρώτη φορά.
Για παράδειγμα, ο Άγιος Ιερόθεος ήταν η πρώτη ομάδα που εργάστηκα στην Γ’ Εθνική, το Μοσχάτο ήταν η πρώτη με την οποία έζησα την άνοδο από μια ερασιτεχνική κατηγορία στη Γ’ Εθνική. ανέβαινα από το Γ’ τοπικό στη Β’, από τη Β’ στο Α’ τοπικό και μετά στη Γ’ Εθνική, ήταν κάτι πρωτόγνωρο.
Η Κηφισιά ήταν για εμένα ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί στην προπονητική διαδικασία, γιατί εκεί γνώρισα ανθρώπους πολύ υψηλού επιπέδου, όχι μόνο στο κομμάτι του ποδοσφαίρου αλλά και γενικότερα της ζωής, οι οποίοι με έκαναν να νιώσω πάρα πολύ καλά και να δω πώς είναι το επαγγελματικό ποδόσφαιρο μέσα από μια ωραία ποδοσφαιρική κουλτούρα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ φυσικά την άνοδο της ομάδας από τη Γ’ στη Β’ Εθνική, κάτι που ζούσαμε όλοι μας για πρώτη φορά. βίωσα το συναίσθημα τού να ξεκινάς από την πιο χαμηλή κατηγορία της Ελλάδας και να βρίσκεσαι στη Β’ Εθνική.
Όταν πήγα στον Πανιώνιο, κατάλαβα τι σημαίνει δυναμική, τι σημαίνει κόσμος, τι σημαίνει όνομα.
Και εκεί ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, καθώς στο πρώτο μας εκτός έδρας παιχνίδι είχαμε 1.000 άτομα στην κερκίδα, φιλάθλους που τραγουδούσαν για την ομάδα επί 90 λεπτά, αριθμός που δεν συναντάται στις περισσότερες ομάδες Super League, ενώ και στα εντός έδρας παιχνίδια η ομάδα είχε φτάσει να έχει 4.000 κόσμο.
Όλο αυτό με έκανε να νιώσω την πίεση, το άγχος, τη χαρά, όλα αυτά τα πράγματα που ζούμε σε πολύ μεγάλες ομάδες και αισθάνομαι ευλογημένος που βρέθηκα εκεί και δούλεψα σε μια ομάδα με πραγματική δυναμική, μια από τις μεγαλύτερες της Ελλάδας.
Το γεγονός ότι οι έως τώρα ομάδες στις οποίες έχω εργαστεί βρίσκονται εντός Αττικής νομίζω ότι είναι τυχαίο. στο παρελθόν έχω μιλήσει με ομάδες από την επαρχία, την Κύπρο, το Ντουμπάι.
Θα πήγαινα παντού, αρκεί αυτό που θα μου προσφέρουν να μου παρέχει τις προϋποθέσεις για να μπορέσω να δουλέψω επαγγελματικά, να μπορώ να έχω ένα καταρτισμένο προπονητικό team, να έχω τις εγκαταστάσεις. Οπότε, ναι, θα έφευγα, παρόλο που έχω οικογένεια.
Στις συνεντεύξεις λοιπόν με συλλόγους της επαρχίας, της Κύπρου και του Ντουμπάι είχαμε ξεκινήσει καλά, αλλά στο τέλος των συζητήσεων έκρινα ότι τα δεδομένα δεν ήταν τέτοια που να με κάνουν να αφήσω την οικογένειά μου και να πάω να εργαστώ κάπου μακριά.
Με τη γυναίκα μου είμαστε πολλά χρόνια μαζί και έχουμε δύο κορούλες, προσπαθώ λοιπόν οι επιλογές μου να είναι πολύ προσεκτικές, ακόμα και αν χρειαστεί να μείνω εκτός.
Η προπονητική είναι πολύ απαιτητική, πρέπει να έχεις ψυχική σταθερότητα και να είσαι προετοιμασμένος ότι, από τη στιγμή που υπογράφεις, ουσιαστικά υπογράφεις και την απόλυσή σου. είναι ο κύκλος της ζωής αυτός γενικότερα, πόσο μάλλον στη δουλειά αυτή.
Ένας προπονητής, ιδίως στην Ελλάδα, δυστυχώς δεν μπορεί να κάτσει στον ίδιο πάγκο για πολλά χρόνια, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, πολύ ρευστά, άρα πρέπει να είμαστε πολύ καλά προετοιμασμένοι και σταθεροί.
Προσωπικά δεν παρεκκλίνω από τις αρχές μου, από το στυλ παιχνιδιού μου, από αυτό που θέλω να εφαρμόσω, το οποίο δεν έχει να κάνει μόνο με το αποτέλεσμα του αγώνα της Κυριακής αλλά και με την εξέλιξη των ποδοσφαιριστών. δεν κάνω εκπτώσεις, ακόμα και αν μετά την Κυριακή μπορεί να απολυθώ.
Είμαι πολύ συνειδητοποιημένος, οπότε, ακόμα κι αν έρθει το μοιραίο, είμαι προετοιμασμένος για αυτό.
Τις τελευταίες δύο φορές που απολύθηκα από τις ομάδες της Κηφισιάς και του Πανιωνίου, είχα την επόμενη μέρα πρόταση για να εργαστώ σε ομάδα με καλές οικονομικές απολαβές.
Έκρινα όμως ότι δεν ταιριάζει στο δικό μου προφίλ, οπότε έμεινα για κάποιους μήνες εκτός, με αποτέλεσμα να κάνω αρκετές δουλειές, γιατί έχω μια οικογένεια και πρέπει να τους προσφέρω αυτό που πρέπει.
Αν εξαιρέσουμε την οικογένειά μας και τα παιδιά μας, ό,τι πιο ιερό και σημαντικό έχουμε, το ακριβώς επόμενο είναι η δουλειά μας. δουλεύοντας λοιπόν στο ποδόσφαιρο, είμαι πάντα ευτυχισμένος!
Όταν είμαι σε μια ομάδα, κάνω αυτό που πραγματικά αγαπάω και ασχολούμαι μόνο με αυτό, τότε δεν είμαι απλώς χαρούμενος, είμαι ίσως από τους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους!
Όσον αφορά στη σχέση μου με τους παίκτες, προσπαθώ να είμαι πολύ κοντά τους, ώστε να μπορώ να τους αφουγκράζομαι, να τους κάνω να καταλάβουν πόσο σημαντική είναι η εξέλιξη και η βελτίωσή τους, να τους πείσω ότι τα πάντα στη ζωή βελτιώνονται, πόσο μάλλον το ποδόσφαιρο.
Υπάρχουν βέβαια διάφορα στυλ προσέγγισης, να είναι κάποιος απόμακρος, να είναι υποστηρικτικός, να είναι φιλικός. Εμένα θεωρώ ότι δεν με χαρακτηρίζει το «απόμακρος», προσπαθώ να έχω μια ισορροπία, να είμαι δηλαδή πολύ κοντά στα παιδιά, αλλά να υπάρχει και η κόκκινη γραμμή της αυστηρότητας, όσον αφορά σε θέματα πειθαρχίας και γενικότερα νοοτροπίας.
Στο αγωνιστικό κομμάτι, ο τρόπος που παίζει η ομάδα της ΑΕΚ του κυρίου Αλμέιδα είναι αξιοθαύμαστος, θεωρώ ότι είναι αυτός που πρέπει να έχει μια ομάδα σύγχρονη, η οποία τρέχει μέσα στο γήπεδο, προσπαθεί να κερδίζει την μπάλα παντού, ανακτά την μπάλα, παίζει επιθετικά κι έχει ολοκληρωμένη προσέγγιση απέναντι σε οποιονδήποτε αντίπαλο.
Η κατεύθυνση που έχουμε εμείς της ΑΕΚ Β από τον προπονητή είναι να κάνουμε την ίδια μέρα και ώρα προπόνηση στο δίπλα γήπεδο ακριβώς.
Οπότε καταλαβαίνει κανείς ότι υπάρχει καθημερινή τριβή και επαφή τόσο με τον ίδιο όσο και με τους συνεργάτες του. Έχουμε μιλήσει, έχουμε κάνει μίτινγκ, με έχει καλέσει στο γραφείο του και μου έχει πει τι θα ήθελε από εμένα στη Β’ ομάδα της ΑΕΚ.
Γιατί, είτε βλέπεις την πρώτη είτε τη δεύτερη ομάδα, πρέπει να γίνεσαι θεατής στο ίδιο στυλ παιχνιδιού, το ίδιο σύστημα, την ίδια νοοτροπία, την ίδια κουλτούρα.
Προφανώς λοιπόν υπάρχει συνεννόηση και επικοινωνία, γιατί επί της ουσίας πρέπει να ενώσουμε αυτά τα δύο γκρουπ.
Από τη στιγμή που ιδρύθηκαν οι ομάδες Β της ΑΕΚ, του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού κτλ, ήταν μια πολύ ισχυρή μου επιθυμία να είμαι σε μια τέτοια ομάδα, γιατί νομίζω ότι ταιριάζει πολύ στο προφίλ μου σε αυτή τη φάση της ζωής μου.
Θα ήθελα δηλαδή να είμαι σε ομάδες που δίνουν πολύ μεγάλη έμφαση στην ατομική και την ομαδική εξέλιξη του γκρουπ και, επειδή είμαι υπέρμαχος αυτής της φιλοσοφίας, όντας στην ΑΕΚ Β, θα ήθελα να εξελιχθώ μέσα από το γκρουπ κι εγώ ο ίδιος, να καλλιεργηθώ, γιατί μιλάω καθημερινά με υψηλού επιπέδου ανθρώπους του ποδοσφαίρου και του οργανισμού της ΑΕΚ, εργοφυσιολόγους, γυμναστές, τον κύριο Αλμέιδα, τους συνεργάτες του.
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι όλο αυτό με έχει κάνει καλύτερο και, εξελισσόμενος μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία, θέλουμε μαζί με τους συνεργάτες μου, όσο πιο σύντομα και σωστά, να εξελίξουμε και τους ποδοσφαιριστές μας, ώστε να μπορέσουμε να προωθήσουμε παιδιά στη μεγάλη ομάδα.
Αυτό που σίγουρα προσπαθούμε να περάσουμε στη Β’ ομάδα είναι ότι οι ευκαιρίες στη ζωή έρχονται εκεί που δεν τις περιμένεις. Και, όταν χτυπήσει η πόρτα της πρώτης ομάδας, πρέπει τα παιδιά αυτά να είναι έτοιμα να ανταποκριθούν.
Συνεπώς, δεν υπάρχει καλύτερο πρότυπο να έχουν από τους ποδοσφαιριστές της Α’ ομάδας, οι οποίοι προπονούνται τόσο σκληρά, παίζουν σε τόσο υψηλές εντάσεις και έχουν πάντα το πνεύμα του νικητή.
Λέμε συνέχεια «δείτε η μεγάλη ομάδα τι dna, τι κουλτούρα παιχνιδιού, τι σκεπτικό παιχνιδιού έχει, πρέπει να γίνουμε το ίδιο. Κοιτάξτε πόσο ωραίο είναι αυτό που συμβαίνει». δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο παρελθόν για πρότυπα, γιατί βλέπουμε μπροστά μας αυτό που γίνεται με την ΑΕΚ.
Ο Νίκος Κούστας είναι προπονητής ποδοσφαίρου.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Ηλίας Ατματσίδης: Τεμέτερον
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τάσος Θέος: Τα παιδιά μάς δείχνουν το δρόμο
Αλέξανδρος Κατηκαρίδης: Οι πράξεις μας μένουν πίσω
Γιώργος Σίμος: Σκορ, αποτέλεσμα, επίδοση, απόδοση
Σωτήρης Συλαϊδόπουλος: Όλος ο κόσμος στον αντίχειρά σου αλλά η μπάλα στα πόδια σου
Παναγιώτης Βούλγαρης: Γυμναστής Τριών Ηπείρων
Νίκος Κεραμέας: Γονείς, μη βιάζεστε / Γιάννης Σιούτης: Ο πρώτος μου κόουτς