Την ξέρει απ’ έξω αυτή τη διαδρομή. Λίγο καλύτερα απ’ ό,τι τις γραμμές στην παλάμη του χεριού του.
Από το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι τα Lanes, τα μικροσκοπικά, δαιδαλώδη στενάκια στην καρδιά του Μπράιτον που γεμίζουν το κέντρο του με χρώμα και ζωηρή αύρα. Κι από εκεί λίγα λεπτά περπάτημα προς το Royal Pavillion, το παλάτι-σήμα κατατεθέν της πόλης, με την ιδιαίτερη ινδοϊσλαμική αρχιτεκτονική του και τους καταπράσινους κήπους που το περιβάλλουν. Δυο βήματα κι έφτασε στην παραλία, την πελώρια ακτή, η οποία ξεδιπλώνεται για χιλιόμετρα ολόκληρα. Ψιλό βοτσαλάκι, πολύχρωμες καλύβες, πρόσωπο στον ήλιο, γλάροι που σουλατσάρουν στο γαλάζιο του ουρανού.
Ο Λιούις ήταν ακόμη πιτσιρίκι, όταν περιπλανήθηκε για πρώτη -από τις αμέτρητες που θα ακολουθούσαν- φορά στους δρόμους και τα μέρη της πόλης του, του τόπου του, του Μπράιτον. Δίπλα στον μπαμπά του, ο οποίος πάλευε για να του δώσει τη δάδα της φλόγας με τις δύο μεγαλύτερές του αγάπες. Όσον αφορά στην πρώτη, το ποδόσφαιρο, τα κατάφερε, ο μικρός του λάτρεψε την μπάλα, απ’ όταν μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του. Μα στη δεύτερη τα πράγματα δεν πήγαν εξαρχής το ίδιο καλά.
Ποιος να αδικήσει τον μικρό Λιούις; Ποιος να τον πείσει να ερωτευτεί την ομάδα της πόλης του; Μια ομάδα που, όταν εκείνος μεγάλωνε, ακροβατούσε στο χείλος του γκρεμού. Βρέθηκε ένα γκολ -κυριολεκτικά- μακριά από την εξαφάνιση, δεν είχε έδρα, δεν είχε γήπεδο, δεν είχε μεγάλους παίκτες. Τίποτα που να μπορούσε γοητεύσει ένα παιδί. Τίποτα ωραίο ή ευχάριστο σε εκείνες τις μπλε και λευκές ρίγες.
Τις ίδιες που ο Λιούις Ντανκ θα φορούσε εν τέλει για όλη του τη ζωή. Γιατί με κάποιον τρόπο εκείνη η ομάδα επέζησε κι εκείνο το παιδί τη λάτρεψε. Και μαζί, αγκαλιασμένοι, αναρριχήθηκαν από τη λήθη στη λάμψη. Σε δυσθεώρητα ύψη, πάντα μαζί.
Κάποτε οι οπαδοί της τραγούδησαν: «Από το Withdean έως το Wembley, όπου κι αν πηγαίνουμε. Μπλοκάρει σουτ, σκοράρει γκολ. Ο Ντανκ είναι ένας από εμάς». Το τραγουδούν μέχρι σήμερα και έχουν δίκιο. Ο Ντανκ είναι ένας από αυτούς πλέον. Μα εκείνος και η Μπράιτον δεν έφτασαν απλώς μέχρι το Wembley ή την Ευρώπη. Αλλά πολύ, πολύ παραπέρα. Τρομακτικά πιο μακριά.
Πάντα ήταν ψηλός, γεροδεμένος. Και το κορμί του του έδειξε τον δρόμο από το πρώτα του βήματα. Τον βάφτισαν στόπερ εξαρχής και αυτό δεν άλλαξε ποτέ. Δεν είχε και πρόβλημα, δεν ήθελε να παίξει αλλού, δεν ζήλευε τους σκόρερ και τους επιθετικούς. Άλλωστε, ο ήρωας της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας αγωνιζόταν κι αυτός στο κέντρο της άμυνας. Ήταν ο Τζον Τέρι, ο οποίος τότε γινόταν σταδιακά ο καλύτερος Άγγλος στόπερ και τον υποχρέωσε να ερωτευτεί και την Τσέλσι.
Η καρδιά του μετανάστευσε σχεδόν 80 χιλιόμετρα βόρεια, έφυγε από το Μπράιτον και βρέθηκε στο Λονδίνο. Αλλά θα ήταν δύσκολο να γίνει αλλιώς τότε. Όσο κι αν προσπαθούσε ο Μαρκ, ο πρεσβύτερος Ντανκ. Του έλεγε ιστορίες από το Goldstone, πώς συνήθιζε να ξεγελά τους φύλακες και να τρυπώνει μέσα στην κερκίδα για να βλέπει τους αγώνες των «Γλάρων», πόσο σπουδαία ήταν η ατμόσφαιρα σε εκείνο το κλουβί. Του έλεγε για τους παίκτες που αγαπούσε, τους προπονητές, την ομάδα του 1983 που έφτασε μέχρι τον Τελικό του FA Cup. Και φυσικά για εκείνη τη σεζόν… Εκείνο το γκολ. Ήταν ακόμη πιτσιρίκι τότε ο Λιούις, δεν μπορούσε να καταλάβει. Αλλά ο μπαμπάς του το ένιωθε στο πετσί του, έβλεπε την ομάδα που είχε μάθει να αγαπά από τον δικό του μπαμπά να βυθίζεται.
Η Μπράιτον πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των ‘90s βολοδέρνοντας στις χαμηλές κατηγορίες της Αγγλίας, στη Γ’ και τη Δ’ Εθνική. Ήταν όμως μια κανονική ομάδα, με τον κόσμο, το γήπεδό της. Και μια τραγική, όπως θα αποδεικνυόταν, διοίκηση. Η χείριστη οικονομική διαχείριση των Μπίλι Άρτσερ και Ντέιβιντ Μπελότι, του ιδιοκτήτη και του Διευθύνοντα Συμβούλου του συλλόγου, είχε καταστρέψει τους «Γλάρους». Επρόκειτο για δύο ανθρώπους που ουδεμία σχέση είχαν με την πόλη, την ομάδα, τους οπαδούς.
Σε κάθε πετάρισμα των ματιών τους, λίρες χόρευαν στα βλέφαρά τους, δεν είδαν ποτέ τον σύλλογο ποδοσφαιρικά, μόνο εμπορικά. Κι έτσι, όταν το πλοίο άρχισε να βυθίζεται, η μοναδική τους έγνοια δεν ήταν να το κρατήσουν στην επιφάνεια αλλά να πηδήξουν από αυτό με τη λιγότερη δυνατή ζημιά.
Οι δυο τους έβγαλαν στο σφυρί το Goldstone, το στάδιο της ομάδας στην καρδιά της πόλης, δίχως να σχεδιάσουν στον παραμικρό βαθμό το πού θα μπορούσε να παίζει τα παιχνίδια της η ομάδα την επόμενη ημέρα. Οι οπαδοί της Μπράιτον εξαγριώθηκαν, οργανώθηκαν και προσπάθησαν να φρενάρουν τα σχέδια των ιδιοκτητών τους. Διαδήλωναν στους δρόμους, με πλακάτ και δυνατές φωνές, ίσως και ο μικρός Λιούις να τους άκουσε σε κάποια από τις βόλτες του στην πόλη. Αυτοί που σίγουρα δεν τους άκουσαν ήταν ο Άρτσερ και ο Μπελότι. Αναγκάστηκαν μέχρι και να εισβάλουν στο γήπεδο, να διακόψουν παιχνίδια. Απέλπιδες προσπάθειες να τραβήξουν τα βλέμματα της χώρας, φωνάζοντας πως ο σύλλογός τους βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Μάταια.
Κανείς δεν άκουσε και σύντομα έπεσαν οι υπογραφές. Το Goldstone πουλήθηκε -σε τιμή κόστους οριακά- σε μια εταιρεία ανάπτυξης. Το φυτίλι άναψε και το ιστορικό σπίτι της Μπράιτον άρχισε να μετρά αντίστροφα για την κατεδάφισή του, δίχως να υπάρχει κανένα σχέδιο για το μέλλον της, για κάποια νέα έδρα. Οι «Γλάροι» είχαν ακόμη μια σεζόν να ζήσουν στο γήπεδό τους, μέχρι αυτό να γίνει σκόνη, και όλος ο βούρκος της αρνητικότητας και της απογοήτευσης σε συνδυασμό με την κάκιστη οικονομική κατάστασή τους είχαν αφήσει το αποτύπωμά τους και στην ομάδα.
Βρισκόταν πια στη Δ’ Εθνική και πάλευε για να διατηρηθεί εκεί. Αν δεν το έκανε, αν υποβιβαζόταν στις ερασιτεχνικές κατηγορίες -τη σημερινή National League- θα κήρυττε αυτόματα πτώχευση, δεν θα είχε πού να παίξει, δεν θα γινόταν δεκτή από τη λίγκα. Αλήθεια, απλώς θα εξαφανιζόταν. Δύο αγωνιστικές πριν το τέλος βρισκόταν στον πάτο της βαθμολογίας, αλλά το συγκινητικό αντίο στο Goldstone συνοδεύτηκε από το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ένα γκολ, μια δύσκολη νίκη κόντρα στην Ντόνκαστερ που ανέβασε τους «Γλάρους» στην ασφάλεια. Το μόνο που χρειάζονταν πια ήταν ένας βαθμός στην έδρα της Χέρεφορντ την τελευταία αγωνιστική. Είκοσι επτά λεπτά. Τόσα απείχε από τον αφανισμό της η Μπράιτον, αφού ένα ατυχές αυτογκόλ την είχε βάλει πίσω στο σκορ. Το πολυπόθητο γκολ ήρθε. Από μια στραβοκλωτσιά του Ράινελτ στο 63ο λεπτό. Είναι μέχρι σήμερα -και για πάντα- το πιο σημαντικό γκολ στην ιστορία της, αυτό που την κράτησε στην τέταρτη κατηγορία, αυτό που την κράτησε στη ζωή. Ακόμα κι αυτό ωστόσο έσκισε μόνο ένα μέρος της αβεβαιότητας.
Ο Άρτσερ και ο Μπελότι έφυγαν τρέχοντας και ο σύλλογος πέρασε στα χέρια του Ντικ Νάιτ, ενός ανθρώπου που ένιωθε όσα ήταν η Μπράιτον και κλήθηκε να βρει μια λύση στο θέμα του γηπέδου.
Δεν ήταν απλό. Οι «Γλάροι» μετακόμισαν, αναγκάστηκαν να παίξουν για δύο χρόνια στο στάδιο της Τζίλινγκχαμ. “Εντός έδρας” ματς κάτι παραπάνω από 100 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη σου! Η ομάδα έχασε την επαφή της με τη βάση της, ήταν δύσκολο για τον κόσμο να την ακολουθήσει τόσο μακριά. Και το θέαμα δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να τους αποζημιώσει.
Ο Ντανκ τότε ήταν 10 ετών, κι αυτός μέρος της «χαμένης γενιάς», όπως την έχει χαρακτηρίσει. «Ήμουν στη χαμένη γενιά των οπαδών της Μπράιτον. Στο σχολείο δεν υπήρχαν παιδιά που να υποστηρίζουν στα αλήθεια την ομάδα. Δεν έβλεπες τόσους οπαδούς της. Αλλά αυτοί που όντως την ακολουθούσαν παντού ήταν απίστευτοι. Μέχρι σήμερα όμως υπάρχει ένα μεγάλο ηλικιακό κενό στους οπαδούς μας», θα πει χρόνια μετά.
Από το Τζίλινγκχαμ οι «Γλάροι» τελικά θα επιστρέψουν στην πόλη τους, μα όχι με τον τρόπο που στα αλήθεια θα ήθελαν. Ψάχνουν μια λύση, έστω και προσωρινή, και συμβιβάζονται με το Withdean, ένα γήπεδο στίβου με ταρτάν γύρω-γύρω, ανήκουστο στην Αγγλία, το οποίο ούτε τέρματα δεν είχε, πριν προσαρμοστεί στις ποδοσφαιρικές ανάγκες της Μπράιτον.
Εκεί, σε αυτό το προβληματικό πλαίσιο, γνώρισε πραγματικά την ομάδα και ο Λιούις, όταν βρέθηκε στην ακαδημία της. Για εκείνον τότε ήταν απλώς μια ακαδημία, δεν υπήρχε συναισθηματική σύνδεση, τίποτα που θα μπορούσε να τον προετοιμάσει για όσα θα ζούσε μαζί της. Οι ευκαιρίες άρχισαν να εμφανίζονται στον δρόμο του κι εκείνος τις άρπαζε από τα μαλλιά.
Ήταν με διαφορά ό,τι καλύτερο είχε παράξει στο φυτώριό της η Μπράιτον, η οποία δεν είχε συνηθίσει τότε να βγάζει πραγματικά καλούς ποδοσφαιριστές. Μα εκείνος άφηνε εκκωφαντικές υποσχέσεις και σκαρφάλωνε γοργά τα σκαλιά των ηλικιακών γκρουπ, όσο η ομάδα είχε βρεθεί ξανά στην τρίτη κατηγορία.
Ο Ντανκ έκανε τα πρώτα του βήματα εκεί, στο Withdean, πήρε το ντεμπούτο του εκεί, από τον άνθρωπο που πίστεψε απόλυτα σε αυτόν και όσα μπορούσε να καταφέρει, τον Γκουστάβο Πογέτ. Ο Ουρουγουανός τον ανέβασε στην πρώτη ομάδα, τον έκανε να αισθανθεί μέλος της, ενώ ήταν ακόμη έφηβος. Και όλοι έβλεπαν ένα παιδί που ξεκινούσε να χαράσσει μια ξεχωριστή πορεία.
Ήδη στην καρδιά του άρχιζαν να αχνοφαίνονται οι μπλε και λευκές ρίγες. Ο Λιούις δεν μεγάλωσε με την Μπράιτον, αλλά μεγάλωσε στο Μπράιτον. Την πόλη του τη λάτρευε πάντα και τώρα αυτή είχε μια ομάδα με την οποία μπορούσε να ταυτιστεί, βρισκόταν στα σπλάχνα της.
Και όλα έδειχναν να κυλούν προς το καλύτερο. Ο Τόνι Μπλουμ, ο άνθρωπος που άλλαξε για πάντα την ιστορία των «Γλάρων», είχε ήδη γίνει ιδιοκτήτης του συλλόγου και η εξορία έφτανε στο τέλος της. Το Withdean άνοιξε την αγκαλιά του στην άστεγη Μπράιτον, αλλά 13 χρόνια σε μια έδρα που δεν θύμιζε σε τίποτα ποδοσφαιρικό γήπεδο ήταν πάρα πολλά. Το AMEX, το νέο στολίδι της πόλης και της ομάδας, θα άνοιγε τις πύλες του το 2011, τη χρονιά της επιστροφής στην Championship, βάζοντας επίσημα τέλος στην πιο σκοτεινή περίοδο του συλλόγου.
Φυσικά, ο Λιούις ήταν εκεί. Όπως και σε κάθε, μα κάθε άλλη στιγμή. Στην άνοδο με τον Πογέτ, στη μεταβατική περίοδο της Championship, στις χρονιές της επιβίωσης και της αναζήτησης σταθερότητας σε αυτή τη νέα συνθήκη, μέχρι και το όνειρο της Premier League.
Η Μπράιτον έκανε τα δικά της σταθερά βήματα για την ανάβασή της και είχε την τύχη να έχει στο πλευρό της ένα παιδί γέννημα-θρέμμα του τόπου της, το οποίο πια γινόταν όλο και πιο σημαντικό για εκείνη. Ένα παιδί που ήξερε τι σήμαιναν ο σύλλογος και η πόλη, ήταν εμποτισμένο με τις αρχές τους, ακόμα κι αν στα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν έβρισκε τίποτα γοητευτικό σε αυτή. Τώρα τα πάντα είχαν αλλάξει και όλα είχαν πολύ πιο ιδιαίτερη σημασία για εκείνον.
Οι «Γλάροι» εδραιώθηκαν στην Championship και ο Ντανκ έγινε αναντικατάστατος. Πετούσαν όλο και πιο ψηλά, έχασαν μια άνοδο στις λεπτομέρειες, εκείνος διαλύθηκε στο κλάμα. Όμως υποσχέθηκε πως δεν θα σταματήσουν να μάχονται. Την επόμενη χρονιά ήταν ξανά εκεί, γύρω από την κορυφή, και εν τέλει ο απόλυτος στόχος επιτεύχθηκε. Η Μπράιτον ανέβηκε στην Premier League. Ήταν σαν ψέμα, μόλις 20 χρόνια πριν δεν ήξερε αν καλά-καλά θα συνεχίσει να αναπνέει ως οργανισμός. Δεν είχε γήπεδο. Και τώρα πανηγύριζε την άνοδό της στο κορυφαίο Πρωτάθλημα του κόσμου σε ένα ολόδικό της παλάτι.
Αυτή τη φορά η εισβολή στο χορτάρι δεν έκρυβε απόγνωση αλλά ευτυχία. Και στην καρδιά της βρισκόταν εκείνος, ξεγυμνωμένος από ρούχα, τον έγδυσαν οι οπαδοί της, πριν τον πνίξουν στις αγκαλιές τους. Ο Ντανκ ήταν ήρωας.
Για όλα αυτά που έκανε στο χορτάρι, αλλά κυρίως για όλα αυτά που ήταν, ένα δικό τους παιδί. Ένα παιδί που κάπως είδε την καριέρα του να κινείται σε παράλληλη γραμμή με τη ζωή της Μπράιτον. Δυο ψυχές που πορεύονταν πάντα μαζί, εξελίσσονταν μαζί, ξεπερνούσαν τους εαυτούς τους μαζί. Οι «Γλάροι» βρέθηκαν στον μαγικό κόσμο της Premier League και, όπως έκαναν πάντα, πρώτα σταθεροποιήθηκαν κι έπειτα συνέχισαν να αναρριχώνται με θάρρος. Δεν συμβιβάστηκαν ποτέ με όσα οι γύρω τους θεωρούσαν πως είναι, όπως ακριβώς και ο Λιούις.
Στη σκληροτράχηλη μα όχι και τόσο μπαλάτη Μπράιτον του Κρις Χιούτον ήταν ένα στόπερ παλαιάς κοπής, δυνατό, με κυριαρχία στον αέρα και την περιοχή. Στην Μπράιτον του Γκρέιαμ Πότερ, ο οποίος έψαξε το βήμα παραπάνω στο παιχνίδι της, εξελίχθηκε σε κάτι μεγαλύτερο, ξεδίπλωσε τις ικανότητές του με την μπάλα, τις εξαιρετικές του μεταβιβάσεις. Και στην Μπράιτον του Ρομπέρτο Ντε Τσέρμπι που διέλυσε το ταβάνι της, έγινε το επίκεντρο ολόκληρης της ανάπτυξής της, ένας από τους καλύτερους και πιο ολοκληρωμένους κεντρικούς αμυντικούς στην Αγγλία.
Σε όλες ήταν ηγέτης, πρότυπο αυταπάρνησης, αυτοθυσίας, ανάληψης των ευθυνών. Άλλωστε, το περιβραχιόνιο το πήρε από νωρίς σπίτι του, ακριβώς επειδή γνώριζε το ειδικό του βάρος. Σε όλες έζησε τα πάντα. Σπουδαία ματς, σπουδαία τάκλιν, σπουδαία γκολ, σπουδαίες στιγμές. Τραγικά παιχνίδια, μοιραία λάθη, αυτογκόλ, βαριές ήττες.
Δεν σκέφτηκε ποτέ να φύγει. Άργησε να τις αγαπήσει, αλλά, όταν το έκανε δεν θέλησε ποτέ να βγάλει τις μπλε και λευκές ρίγες και έχει πει πως δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του σε κάποια άλλη ομάδα.
Εντάξει, δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος one club man του ποδοσφαίρου. Μα είναι ένας από τους πιο ξεχωριστούς. Γιατί το δικό του ταξίδι, ταυτίστηκε πλήρως με αυτό της ομάδας του τόπου του, της μοναδικής που τίμησε. Η Μπράιτον ξεκίνησε από το χείλος του αφανισμού και έφτασε στην Premier League, δις στα ημιτελικά του FA, έφτασε στα νοκ-άουτ της Ευρώπης. Και σε κάθε της βήμα σε αυτό το ταξίδι είχε μαζί της τον Ντανκ.
Ο Λιούις ξεκίνησε από την ακαδημία της πόλης του και έφτασε να γίνει ένας εξαιρετικός κεντρικός αμυντικός, να γίνει διεθνής με την Αγγλία, να οδηγήσει την ομάδα του στην Ευρώπη, να σπάσει ρεκόρ μαζί της.
Οι δυο τους εκτόξευτηκαν σαν μια γροθιά, ταξίδεψαν από το Withdean έως το Wembley και το Europa League, όπως αρέσει στους φίλους των «Γλάρων» να τραγουδούν για το “δικό τους” παιδί. Μα στα αλήθεια, η Μπράιτον και ο Ντανκ έφτασαν πολύ πιο μακριά στο πανέμορφο κοινό τους ταξίδι.
Γιατί σήμερα εκείνη η διαδρομή στην καρδιά της πόλης, η αγαπημένη του μικρού Λιούις, από τα πολύχρωμα στενάκια μέχρι την ακτή, είναι γεμάτη από παιδιά που φορούν περήφανα τις γαλανόλευκες ριγωτές εμφανίσεις με τον γλάρο στο στήθος.
Γιατί σήμερα δεν υπάρχουν άλλες «χαμένες γενιές», όπως τον καιρό που ο Ντανκ ήταν πιτσιρίκι. Μόνο μπόμπιρες που μπορούν να ερωτευτούν από την πρώτη στιγμή την ομάδα της πόλης τους, γιατί ο Λιούις και η παρέα του δεν τους αφήνουν άλλη επιλογή με όσα σπουδαία έχουν καταφέρει.
Άλλοι μιλούν για τρόπαια και κορυφές. Μα ο Ντανκ και η Μπράιτον έχουν τη δική τους κοινή ιστορία αγάπης και αξιοθαύμαστης αναρρίχησης. Και η κληρονομιά αυτής της πορείας τους, αυτής της περιόδου, θα αντηχεί στο διηνεκές.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ζοάο Πέδρο: Το αγόρι της μαμάς