Μία ολόκληρη σεζόν «κρέμεται» σε μία στιγμή. Ένα τρόπαιο κρίνεται σε δύο βολές. Αυτό κάτι θύμιζε… Πάνω στην ένταση της κατάστασης, σε ένα γήπεδο στη Βαρσοβία, στιγμιαία σκέφτηκα δύο άλλες, ιστορικές βολές.
Στον πάγκο του Αμαρουσίου, στην κόψη του ξυραφιού του τελικού του Κυπέλλου Σαπόρτα, στο μυαλό μου ήρθε ο Αργύρης Καμπούρης, στο Ευρωμπάσκετ του 1987.
Τούτη τη φορά, ωστόσο, σε αντίθεση με το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, δεν είχα γυρίσει το κεφάλι προς την άλλη πλευρά, από την αγωνία. Αυτές τις βολές θα τις έβλεπα.
Στη γραμμή είχε στηθεί ο Σωτήρης Νικολαΐδης, με 11΄΄ να απομένουν. Όπως το είχαμε προβλέψει και το είχαμε σκεφθεί με τον κόουτς Βαγγέλη Αλεξανδρή. Ο τελικός μεταξύ του Αμαρουσίου και της Σαλόν στο πιο καθοριστικό σημείο του. Με τον Βαγγέλη πιστεύαμε ότι στην τελευταία επίθεσή μας, με σκορ 72-72, οι Γάλλοι θα επιλέξουν να μας κάνουν φάουλ.
Ρίξαμε στο παρκέ τον Νικολαΐδη, ο οποίος μπορεί να μην είχε σκοράρει στον αγώνα, όμως ήταν πάντα «ψυχρός», ήταν ένας παίκτης που είχε μία καλώς εννοούμενη «τρέλα» και μπορούσε να παρασύρει την ομάδα με την ταχύτητά του.
Ήταν συχνά παρορμητικός, αλλά ο Σωτήρης είχε κότσια και ήμουν βέβαιος πως θα βάλει και τις δύο βολές.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, εκείνο το βράδυ της 17ης Απριλίου 2001, το Μαρούσι είχε στεφθεί Κυπελλούχος Ευρώπης!
Δεν το είχαμε σκεφτεί ποτέ, ειλικρινά.
Ξεκίνησε η σεζόν, παίζαμε καλά και όσο προχωρούσε η διοργάνωση αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι μπορούμε να πάμε όσο πιο μακριά και ψηλά γίνεται.
Όμως δεν μιλούσαμε για κατάκτηση του τροπαίου.
Όταν καταφέραμε και προκριθήκαμε στον τελικό του Κυπέλλου Σαπόρτα και μάθαμε πως αντίπαλός μας θα είναι η Σαλόν, λέγαμε μεταξύ μας πως δεν υπάρχει περίπτωση να χάσουμε!
Ξέραμε πόσο δύσκολο ματς θα ήταν, ωστόσο την είχαμε αντιμετωπίσει δύο φορές στην πρώτη φάση και τη γνωρίζαμε καλά.
Πιστεύαμε στους εαυτούς μας και θυμάμαι πως ο κόουτς Αλεξανδρής έλεγε ότι οι Γάλλοι στα κρίσιμα «χύνουν την καρδάρα με το γάλα»!
Για εμάς δεν υπήρχε εξαρχής άγχος. Είχαμε μαζί μας τις οικογένειές μας και το ζήσαμε παρέα.
Εγώ είχα την σύζυγό μου και την μεγάλη μου κόρη, ο μάνατζερ και παλαίμαχος παίκτης, ο Ανδρέας Παπαντωνίου είχε τον γιο του τον Νώντα, που πλέον παίζει επαγγελματικά και βιώσαμε στιγμές που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.
Και για τις δύο φιναλίστ ήταν μεγάλη ώθηση ο τρόπος πρόκρισης επί έμπειρων αντιπάλων με όνομα στην Ευρώπη. Η Σαλόν απέκλεισε στα ημιτελικά την ισπανική Βαλένθια κι εμείς την Ούνικς Καζάν.
Τη Βαλένθια την αντιμετωπίσαμε στο πρώτο ευρωπαϊκό ματς, νικώντας στο Μαρούσι με 82-75, με 30 πόντους του Γιώργου Μασλαρινού.
Στον δεύτερο γύρο, όμως, στην Ισπανία, εκτός από την ήττα, είχαμε να αντιμετωπίσουμε και ένα προσωρινό εσωτερικό θέμα.
Την ημέρα του αγώνα, ο Ασράφ Αμάγια είχε διαφωνήσει με κάτι στην προπόνηση και από τον εκνευρισμό του άρχισε να κάνει βόλτες γύρω από το ξενοδοχείο!
Ομολογώ ότι αν είχαμε να αντιμετωπίσουμε εμείς τους Ισπανούς στα ημιτελικά θα ήταν πολύ δύσκολο να προκριθούμε, διότι τα ματσαρίσματα μαζί τους δεν μας ταίριαζαν.
Οι διασταυρώσεις μετά τη πρώτη φάση μάς βοήθησαν ώστε να αποκλείσουμε κατά σειρά στα νοκ-άουτ τους Άρη, Βόννη και Ούνικς και να φτάσουμε στον τελικό.
Κάθε βήμα μας ήταν μία μεγάλη υπέρβαση, εντός κι εκτός παρκέ.
Ο κόσμος, για παράδειγμα, δεν γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι ένα ταξίδι στο Καζάν. Ο τότε πρόεδρος, Άρης Βωβός, ναύλωσε τσάρτερ προκειμένου να γλιτώσουμε την ταλαιπωρία πριν από τον πρώτο ημιτελικό.
Αυτές ήταν λεπτομέρειες, πρωτοφανείς για τον σύλλογο, που έκαναν τη διαφορά. Υπήρχε διαφορά οργάνωσης και μετά την εποχή του Βωβού το Μαρούσι έχασε πολλά σε αυτό το κομμάτι…
Μην ξεχνάμε πως τη σεζόν του Σαπόρτα, το Μαρούσι ήταν μόλις για τρίτη σεζόν στην Α1 και ήταν αναμενόμενο στην Ευρώπη να μην έχει τον απαραίτητο σεβασμό αντιπάλων και διαιτητών. Η διοίκηση, όμως, είχε «χτίσει» ένα καλό όνομα εντός κι εκτός συνόρων και αυτό βγήκε και στο γήπεδο.
Και για μένα η θητεία μου εκεί ήταν μία βουτιά «στα βαθιά». Είχα επιστρέψει από το πέρασμά μου από τις Η.Π.Α. και ο Βαγγέλης Αλεξανδρής μού έκανε την τιμή να μου δώσει αυτή την ευκαιρία, ως βοηθός του.
Το περιβάλλον ήταν υγιές, απόρροια της διοικητικής λειτουργίας και της εμπειρίας και του Ανδρέα Παπαντωνίου. Φαινόταν από τότε πως η ομάδα θα γινόταν δύναμη όχι μόνο στο αθηναϊκό, αλλά και στο ελληνικό μπάσκετ, κάτι που συνέβη τα επόμενα χρόνια.
Η ευρωπαϊκή παρουσία ήταν όχι ένα «θαύμα», αλλά απρόσμενη για την εμπειρία του Αμαρουσίου. Όμως όλα κρίνονται στο παρκέ, από τη δουλειά σου.
Φτάνοντας στη Βαρσοβία για τον τελικό υπήρχε μεν λίγη πίεση, όχι όμως σε σημείο να μας «λυγίσει».
Ήταν τέτοια η χαρά της πρόκρισης, του να ζήσουμε αυτή την εμπειρία χωρίς το άγχος να κατακτήσουμε «οπωσδήποτε» το τρόπαιο, που χαλάρωνε τη σκέψη μας. Δεν θα ήταν αποτυχία να μην κερδίσουμε και ξέραμε ότι και η παρουσία μας στον τελικό ήταν επιτυχία.
Θέλαμε να το χαρούμε, αν και η πρόκριση επί της πολύ δυνατής Ούνικς στον ημιτελικό μάς έδειξε τις πραγματικές δυνατότητές μας και δεν θα περιοριζόμασταν στη συμμετοχή.
Στην τετράδα ηττηθήκαμε με οκτώ πόντους διαφορά στο Καζάν και στον επαναληπτικό ήμασταν πίσω στο σκορ στο ημίχρονο.
Θυμάμαι πως το κλειστό του Αγίου Θωμά ήταν κατάμεστο. Δεν το είχαμε δει ποτέ άλλοτε τόσο γεμάτο, με κόσμο «κρεμασμένο» σε κάγκελα.
Κατορθώσαμε να ανατρέψουμε και τη διαφορά του ημιχρόνου και την ήττα στη Ρωσία, κερδίσαμε με 12 πόντους και προκριθήκαμε!
Η ψυχολογία μας ήταν σε τόσο υψηλό επίπεδο από αυτή την ανατροπή που ο ενθουσιασμός μας είχε μετριάσει το «πρέπει» του κυπέλλου, στον τελικό.
Ο Βαγγέλης Αλεξανδρής είχε πάντα έναν ξεχωριστό τρόπο να εκτονώνει τους παίκτες και να τους «κλέβει» το άγχος, με διάφορες ατάκες.
Η προσέγγισή του ήταν ένα από τα μυστικά της πορείας μας. Είναι ένας προπονητής που δεν δημιουργούσε έξτρα πίεση στους παίκτες.
Η ομάδα πήγε ως το τελικό με γέλια και αστεία, αλλά και μία «ιεροτελεστία» του Βαγγέλη.
Σε κάθε αγώνα στο Σαπόρτα, την ημέρα του ματς, ανέθετε σε μένα να κάνω την προπόνηση. Εκείνος, επειδή του άρεσε πάντα η καλή φυσική κατάσταση και ακόμη και τώρα είναι πολύ γυμνασμένος, την ώρα της προθέρμανσης και των διατάσεων έκανε βόλτες γύρω από το γήπεδο όπου γυμναζόμασταν!
Στο πρώτο ματς, με τη Βαλένθια, ο Ανδρέας Παπαντωνίου, του φώναξε από πάνω από το γήπεδο ότι «το εξπρές του “Τίγρη” (που ήταν το παρατσούκλι του) ξεκίνησε»!
Αυτό έγινε από τότε σλόγκαν και κάθε φορά που πετυχαίναμε μία πρόκριση το φώναζε και στα αποδυτήρια. Ήταν μία ατάκα που μας ακολούθησε σε όλη τη διαδρομή ως τη Βαρσοβία.
Στην καριέρα μου ως παίκτης και ως προπονητής έχω ζήσει πολλές και διαφορετικές καταστάσεις. Το Μαρούσι τότε ήταν στην κυριολεξία μία οικογένεια.
Δούλεψε σε επαγγελματικά επίπεδα και αυτό φάνηκε και από τους προπονητές, όπως οι Παναγιώτης Γιαννάκης και Κώστας Πετρόπουλος, που κάθισαν στη συνέχεια στον πάγκο.
Αυτό ήταν επιτυχία της διοίκησης και με θλίβει πραγματικά το γεγονός ότι, αναπολώντας τις ημέρες του Αμαρουσίου, βλέπω σήμερα πόσο στηρίζονται οι ομάδες στους ξένους παίκτες. Τότε πραγματικά ποντάραμε πολλά στο ελληνικό αίμα και στους Αλέξη Φαλέκα, Σωτήρη Νικολαΐδη, Γιώργο Μασλαρινό και Σωτήρη Μανωλόπουλο.
Το 2013, όταν εργαζόμουν ως ασίσταντ του κόουτς Γιαννάκη στη Λιμόζ, συναντήσαμε ως υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων και μάρκετινγκ τον Στεφάν Οστρόφσκι, σπουδαίο παίκτη του γαλλικού μπάσκετ, που έπαιζε στη Σαλόν στον τελικό της Βαρσοβίας. Θυμηθήκαμε τον αγώνα και ο Στεφάν μού είχε πει πως «το Μαρούσι ήταν σπουδαία ομάδα. Δεν πιστεύαμε πως ήταν τόσο δυνατός αντίπαλος, ότι διέθετε τόσο καλούς Έλληνες παίκτες και νομίζαμε ότι θα κερδίσουμε εύκολα…».
Παραδέχθηκε ότι μας υποτίμησαν διότι δεν είχαμε το μεγάλο όνομα ενός Ολυμπιακού, ενός Παναθηναϊκού ή ενός Άρη και ΠΑΟΚ, που είχαν κατακτήσει στο παρελθόν ευρωπαϊκά τρόπαια.
Μας άρεσε στην Πολωνία που ήμασταν το αουτσάιντερ, διότι αυτό πήρε από πάνω μας την πίεση και μας επέτρεψε να αφοσιωθούμε στον αγώνα.
Μία σημαντική παράμετρος της αντιμετώπισης του τελικού ήταν ο Βαγγέλης Βουτζούμης, ο οποίος είχε κατακτήσει Κύπελλο Κυπελλούχων με τον Άρη, το 1993 στο Τορίνο και με τον Παναθηναϊκό, το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1996 στο Παρίσι.
Η παρουσία του ήταν σημαντικό στοιχείο στα αποδυτήρια, διότι μιλούσε στους πιο νέους. Διέθετε εμπειρία σε τέτοιες καταστάσεις και ήταν κι εκείνος από αυτούς που έβαλαν με τον τρόπο τους κάθε ξεχωριστό λιθαράκι για το τρόπαιο.
Αντίστοιχη εμπειρία είχε και ο Βάσκο Εφθίμοφ, ο οποίος είχε φτάσει σε φάιναλ φορ κολεγιακού πρωταθλήματος στις Η.Π.Α. με το Νορθ Καρολάινα, το 1997 και 1998.
Ο Βάσκο ήταν «οδοστρωτήρας» και στον τελικό είχε μαζέψει 19 ριμπάουντ, ενώ και στο δεύτερο ματς της πρώτης φάσης, στη νίκη στην Τουρκία επί της Καρσίγιακα, είχε 22 πόντους και 20 ριμπάουντ!
Ένα μεγάλο ποσοστό της παραγωγικότητας του Αμαρουσίου εκείνη τη σεζόν ήταν ο πόντοι του Τζίμι Όλιβερ και του Ασράφ Αμάγια.
Ο Τζίμι, μάλιστα, σκόραρε 31 πόντους κόντρα στη Σαλόν, στην έναρξη μίας εποχής που ως τις μέρες μας δεν είναι πια συνηθισμένες τέτοιες επιδόσεις σε τελικούς. Ο Όλιβερ, μάλιστα ήταν πάντα και παίκτης ψυχολογίας αλλά και «οικονομικός». Δηλαδή, δεν χρειαζόταν πολλά σουτ για να σκοράρει πολύ.
Αν ξεκινούσε καλά, συνέχιζε έτσι, όπως συνέβη και στον τελικό. Το προπονητικό τιμ είχε περάσει στους παίκτες ότι εκείνος αναγνωρίζεται ως αξία και ως πρώτη λύση στην επίθεση.
Είχαμε αποφασίσει ότι και να χάσουμε, θα το κάναμε με τους κανόνες που είχαμε όλη τη σεζόν. Οι 31 πόντοι του τελικού ήταν επιστέγασμα όλης της δουλειάς που είχε κάνει στη χρονιά ο Τζίμι.
Ως υπεύθυνος σκάουτινγκ και ατομικών προπονήσεων -καθώς ο Αλεξανδρής μοίραζε ρόλους και αρμοδιότητες στους συνεργάτες του- είχα δει τον Όλιβερ να κάνει χιλιάδες σουτ έπειτα από αγώνες ή προπονήσεις.
Λέγαμε με τον Ανδρέα Γκατζούλη, γυμναστή της ομάδας τον οποίο ο «Τίγρης» είχε φέρει από τη Λάρισα και πλέον εργάζεται εδώ και χρόνια στον Ολυμπιακό, πως δεν πιστεύαμε στα μάτια μας με την προπόνηση και την αφοσίωση του Τζίμι.
Σε έναν τελικό, το 60% είναι εμπειρία, η οποία στην περίπτωση της δικής μας παρουσίας αντικαταστάθηκε από το πάθος όλων των παιδιών. Το υπόλοιπο 40% είναι η προετοιμασία και η ανάλυση του αντιπάλου.
Σε σπουδαία ματς, βεβαίως, όσο καλά κι αν ετοιμαστείς υπάρχουν σχεδόν πάντα αστάθμητοι παράγοντες. Εμείς επικεντρωθήκαμε ιδιαιτέρως στην επίθεση της Σαλόν, ώστε να αποφύγουμε όσο το δυνατόν περισσότερες «παγίδες».
Κατορθώσαμε να κρατήσουμε τη γαλλική ομάδα στους 72 πόντους, περιορίσαμε τους ξένους της και στη δική μας επίθεση βρήκαμε πολλές λύσεις.
Ο Όλιβερ έπαιξε ως «Έλληνας», διότι πολύ συχνά οι ξένοι αγωνίζονται για τα στατιστικά ή το επόμενο συμβόλαιό τους.
Είχαμε πολύ καλή ψυχολογία από την ώρα που μπήκαμε στο αεροπλάνο και ο μεγαλύτερος προβληματισμός του κόουτς Αλεξανδρή δεν ήταν ο αντίπαλος, αλλά ποιος παίκτης θα «κοπεί» από τη 12αδα, μεταξύ των Βαγγέλη Λογοθέτη και Δημήτρη Καραπλή.
Τον τελικό δεν τον φοβηθήκαμε. Δεν θέλαμε να μπούμε σε ένα τέμπο στο οποίο ο ένας αντίπαλος φοβάται και περιμένει τον άλλον.
Μπορεί να πετύχαμε 74 πόντους, όμως στα μέσα του δευτέρου ημιχρόνου προηγηθήκαμε 55-40, πριν μας πιάσει νευρικότητα και αστοχία.
Σε όλη τη σεζόν παίζαμε σε υψηλό ρυθμό. Στα νοκ-άουτ ματς πετύχαμε δύο «κατοστάρες» επί της Βόννης και νικήσαμε 88-76 τον Άρη στο «Παλέ», στον πρώτο προημιτελικό. Ο δεύτερος δεν διεξήχθη λόγω απεργίας των παικτών του Άρη…
Στα ημιτελικά, αν και χάσαμε 93-85 στο Καζάν, πετύχαμε 93 πόντους στη ρεβάνς, δίχως να μας πιάσει πανικός όσο δεν ελέγχαμε τον αγώνα.
Ξέραμε, όμως, ότι η Ούνικς δεν παίζει άμυνα και θέλει να παίρνει τα ματς από την επίθεση.
Με τον ίδιο τρόπο δεν πανικοβληθήκαμε όταν στον τελικό η Σαλόν ανέτρεψε τη διαφορά των 15 πόντων και μας ισοφάρισε στην τελευταία κατοχή της, με τρίποντο του Όουενς από τη γωνία. Τα παιδιά ήταν ψύχραιμα, όπως ήρεμος ήταν και ο Σωτήρης Νικολαΐδης στις δύο νικητήριες βολές του, στα 11΄΄ για τη λήξη.
Όταν βγάλαμε την τελευταία άμυνα, μπορούσαμε να το πανηγυρίσουμε με την ψυχή μας!
Το Μαρούσι παρήγαγε στελέχη. Ήταν τότε μία ομάδα πολύ οργανωμένη και με οικογενειακό περιβάλλον και όσοι πέρασαν εκείνη την εποχή ως παίκτες, ως προπονητές ή ως άνθρωποι σε άλλα πόστα, είχαν συνέχεια και διάρκεια σε ό,τι έκαναν.
Από εκείνο το ρόστερ είναι χαρακτηριστικό πως πολλοί παίκτες, όπως ο Σωτήρης Μανωλόπουλος, ο Αλέξης Φαλέκας, ο Γιώργος Μασλαρινός και ο Σωτήρης Νικολαΐδης ακολούθησαν τον δρόμο της προπονητικής.
Όταν κερδίζεις έναν τίτλο, αυτό σε ακολουθεί σαν ένα «πιστοποιητικό» σε όλη τη ζωή σου. Όταν έχεις ζήσει μία τέτοια επιτυχία, σου δίνει μία επιπλέον ώθηση και ένα κίνητρο να συνεχίσεις στον χώρο.
Ο Βαγγέλης Αλεξανδρής έχει πει εύστοχα ότι το Κύπελλο Σαπόρτα μάς ενώνει τόσο πολύ που είναι σαν να μας έκανε συγγενείς!
Δεν έχουμε χάσει επικοινωνία μεταξύ μας, εκτός ίσως από τους ξένους. Αν και ο Κώστας Κατσάνος, που ήταν τότε στην ομάδα, επιχειρεί να κρατά επαφή με τον Όλιβερ, τον Αμάγια και τον Εφθίμοφ.
Και μελαγχολούμε ελαφρώς που λόγω κορονοϊού δεν καταφέραμε να συναντηθούμε και πάλι, ώστε να γιορτάσουμε τη συμπλήρωση των 20 ετών από την επιτυχία μας.
Όμως εκείνη η βραδιά της 17ης Απριλίου 2001 στη Βαρσοβία θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό και την καρδιά μας, ως κάτι περισσότερο από ένα τρόπαιο!
Ο Νίκος Λινάρδος είναι προπονητής μπάσκετ, Πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική ομάδα το 1987.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Νίκος Λινάρδος: «Η “μικρή” Ελλάδα μεγάλωσε!» / «Φάνης, Μπέμπης Για Μία Ζωή»
Τζανής Σταυρακόπουλος: «Θα έχουμε πάντα το Παρίσι»
Τζώρτζης Δικαιουλάκος: «Αθηναϊκός, η εξωπραγματική εξαίρεση στον κανόνα»