Τα ίδια αμυγδαλωτά μάτια, τα ίδια πεταχτά και μυτερά δόντια. Το ίδιο παιδί πολλά χρόνια πριν.
«Aventujuegos» ή «Περιπετειοπαιχνίδια». Έτσι λεγόταν η παιδική εκπομπή που χάρισε στον μικρό Λουίς την πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση, όταν ακόμα κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την πορεία αυτού του πιτσιρικά. Το concept ανάλαφρο, στα όρια του αφελούς. Δύο ομάδες, ένας διαγωνιζόμενος τη φορά, μια πρόκληση: πάρε την μπάλα θαλάσσης, πέρνα μέσα από τους στενούς σωλήνες των πολύχρωμων φουσκωτών, τοποθέτησέ τη στη βάση της και γύρνα πίσω για να επαναλάβεις τη διαδικασία, πριν την ολοκληρώσεις με ένα καλάθι σε μια κοντή μπασκέτα. Κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς για να βοηθήσεις την ομάδα σου να φτάσει στη νίκη. Δεν κέρδιζες κάτι, μόνο ένα χειροκρότημα και μια στιγμή ανούσιας δόξας. Μα ο Λουίς δεν νοιαζόταν, την ήθελε, διψούσε για εκείνη. Και θα την έπαιρνε με κάθε τρόπο.
«Ένα, δύο, Aventujuegoοοοs», φωνάζει η παρουσιάστρια σηματοδοτώντας την έναρξη της κούρσας. Μα πριν καν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της, εκείνο το ζωηρό πιτσιρίκι την έχει πάρει σχεδόν παραμάζωμα και έχει αρχίσει να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί, απόλυτα πορωμένο, ψυχωμένο για αυτή. Για τη νίκη. Να ήταν μόλις 10 ετών, όχι παραπάνω. Φυσικά και χάρισε την πρωτιά στην ομάδα του.
Μα ακόμα και σε αυτή τη φάση έκανε ό,τι τραβούσε από το χέρι του και άλλα τόσα για να τα καταφέρει. Έκλεψε, ξεκίνησε πιο γρήγορα απ’ ό,τι επιτρεπόταν, πέρασε τη γραμμή των ορίων. Κλασικό. Πολύ απλά γιατί δεν μπορούσε να διανοηθεί πως υπάρχει περίπτωση να χάσει. Ακόμα και σε αυτό το παιχνίδι. Όπως έκανε πάντα. Απλώς Λουίς Σουάρες. Απλώς «δεν πρόκειται να μη νικήσω».
Ήταν κι αυτή η χαζή κούρσα ένα ζήτημα ζωής και θανάτου για τον μικρό. Όπως κάθε τελείωμα, κάθε σπριντ, κάθε σκοτωμένη μπάλα, κάθε δάγκωμα και κάθε στιγμή στο χορτάρι για τον μεγάλο. Κανείς δεν κατάλαβε τότε, μα τώρα, χρόνια μετά, αυτή η ασήμαντη λεπτομέρεια βγάζει τόσο νόημα. Για τον Λουίς Σουάρες. Το παιδί που δεν δέχθηκε ποτέ πως δεν θα νικήσει. Στο «Aventujuegos», τη ζωή, τον έρωτα και το ποδόσφαιρο. Κάθε στιγμή, κάθε ανούσια μικρή στιγμούλα για εκείνον είχε το βάρος όλης του της ύπαρξης. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.
Η σωτηρία της απελπισμένης καρδιάς
«Fútbol, no. Pelota». «Όχι το ποδόσφαιρο. Η μπάλα». Αυτό άρεσε από πάντα στον Λουίς, όπως χαρακτηριστικά είχε πει στον Ράιτ Τόμπσον του «ESPN» ένας συγχωριανός του. Το πάθος, τα γκολ, οι τσακωμοί, οι ντρίμπλες, το ξύλο. Όχι οι προπονήσεις, οι τακτικές, τα συστήματα, η πειθαρχία.
Τέταρτο παιδί σε μια οικογένεια με επτά αγόρια, σε μια οικογένεια χωρισμένων γονιών. Μεγάλωσε σε συνθήκες αληθινής, βαθιάς φτώχειας κι έβρισκε την ξεγνοιασιά του στους δρόμους, κλωτσώντας μια μπάλα. Μόνο που, όσο μεγάλωνε, η ξεγνοιασιά μετατρεπόταν σε μπλεξίματα και η μπάλα σε άλλες συνήθειες. Η εφηβεία ρουφούσε την παιδική αθωότητα του πιτσιρίκου που ήθελε να παίξει μπάλα, τον ωθούσε σε περιπέτειες του δρόμου, σε φασαρίες. Και το όνειρο έδειχνε να σβήνει.
Βρισκόταν ήδη στην ακαδημία της αγαπημένης του Νασιονάλ, μα τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Ο Λουίς απέκλινε. Ο Ντανιέλ Ενρίκες, ο υπεύθυνος των ακαδημιών, ο πρώτος και ο μεγαλύτερός του πιστός, χρειάστηκε να επέμβει αρκετές φορές, να ζητήσει έναν σωρό δεύτερες ευκαιρίες από τους προπονητές για πάρτη του, να τον καθίσει και να του κηρύξει πως το τρένο φεύγει, πως οι ευκαιρίες θα σταματήσουν να έρχονται και πως κάτι πρέπει να αλλάξει.
Και άλλαξε. Στην καρδιά του. Άρχισε να χτυπά διαφορετικά, πιο δυνατά από ποτέ. Την έλεγαν Σοφία, ήταν τρία χρόνια μικρότερη από εκείνον, μα πολύ πιο ώριμη. Και πολύ σύντομα, σχεδόν κεραυνοβόλα και ακαριαία, θα γινόταν η απόλυτη κλειδοκράτορας της καρδιάς του.
Μόνο μαζί της ηρεμούσε, μόνο σε εκείνη έβρισκε καταφύγιο από τη ζωηρή του φύση, μόνο μαζί της ένιωθε εντάξει.
Τον έστρωσε για τα καλά. Τον έπεισε να σταματήσει τα μπλεξίματα στον δρόμο, να αφοσιωθεί στο διάβασμα και το ποδόσφαιρο κι εκείνος, λιωμένος από έρωτα, την άκουγε πιστά. Επιτέλους όλα είχαν ένα νόημα, έναν σκοπό και μια γαλήνη. Μα ήταν πολύ καλά για να είναι αληθινά.
Το άκουσμα της μετακόμισης της αγαπημένης του στη Βαρκελώνη έσκασε σαν κεραυνός στο στήθος του, έκαψε τα σωθικά του. Ορκίστηκαν να μείνουν ζωντανοί μετά από αυτό, να μιλάνε, να μείνουν όπως ήταν. Και ταυτόχρονα ο Λουίς έπαιρνε ακόμα έναν όρκο. Ήταν εκείνη η στιγμή που κατάλαβε πως δεν γινόταν τίποτα άλλο πέρα από ποδοσφαιριστής στη ζωή του.
Η μπάλα ήταν το μοναδικό του διαβατήριο προς την αγάπη, το μόνο μέσο που θα μπορούσε να πάει αυτό το φτωχό παιδί δίπλα στον άνθρωπό του, στην Ευρώπη. Και η απελπισμένη, πληγωμένη καρδιά του έψαχνε τη σωτηρία της σε εκείνο το δερμάτινο τόπι. Σε κάθε σουτ, σε κάθε φάση. Κάθε επιτυχημένη ενέργεια, κάθε γκολ τον έφερναν και πιο κοντά στη Σοφία. Και αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία. Το πιο σπουδαίο κίνητρο, ο πιο μεγάλος σκοπός.
Για τον Σουάρες η καριέρα έπαψε να είναι όνειρο, έγινε ανάγκη και αυτοσκοπός. Η επιβίωση ενός καψούρη που αναγκαζόταν να ζει μακριά από το ναρκωτικό του. Όλα ξεκίνησαν από αυτή την απελπισμένη καρδιά που δεν έπαψε στιγμή να χτυπά δυνατά για τη Σοφία και εν τέλει κατέληξαν στη λύτρωση.
Μόλις στα 18 του, σχεδόν δύο χρόνια αφού έφυγε η αγάπη του, ο Λουίς είχε καταφέρει να ντυθεί πρωταγωνιστής για τη Νασιονάλ. Στέφθηκε Πρωταθλητής σε αυτή την ηλικία, μα αυτό δεν ήταν το καλύτερο που του συνέβη. Εκείνη η χαρά δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτή της πρότασης της Γκρόνιγκεν.
Οι scouts της είχαν πάει στο Μοντεβιδέο για να δουν κάποιον άλλον, αλλά, όταν τον αντίκρισαν, φρόντισαν να κάνουν τα πάντα για να τον αποκτήσουν. Ο Λουίς δεν την είχε ακούσει ποτέ την ομάδα. Αλλά ποιος νοιαζόταν; Ήταν στην Ευρώπη, ήταν ένα βήμα πιο κοντά στη Σοφία. Μπήκε στο αεροπλάνο αμέσως μετά τη φιέστα του Πρωταθλήματος. Η πρώτη του νίκη είχε έρθει. Η απελπισμένη του καρδιά είχε βρει τη σωτηρία της μέσα από την μπάλα. Και η δική του Σοφία τον περίμενε.
Ο ασταμάτητος «Κανίβαλος του Άγιαξ»
Η πρώτη του σεζόν στην Ευρώπη θα είχε όλα τα στοιχεία ενός κλασικού Λουίς Σουάρες έργου. Θα ήταν γεμάτη γκολ και λάμψη, μα ταυτόχρονα γεμάτη νεύρα, ένταση και αμφιλεγόμενες στιγμές. Η λάμψη πάντως ήταν αυτή που ισορρόπησε στην επιφάνεια κι έκανε τον Άγιαξ να πιέσει για την απόκτησή του. Η πρώτη πρότασή του απορρίφθηκε, ο Ουρουγουανός έξαλλος έτρεξε την Γκρόνιγκεν στην Ομοσπονδία κι έκανε τα πάντα για να πάει στον «Αίαντα» και να ανέβει το επόμενο σκαλί της καριέρας του. Όπερ και εγένετο.
Πολλοί δεν είχαν πειστεί ακόμη από το ταλέντο εκείνου του παιδιού με τις μαζεμένες κίτρινες και κόκκινες κάρτες και τα νεύρα. Σύντομα όμως άπαντες θα συμβιβάζονταν με το εκρηκτικό του πακέτο, πολύ απλά γιατί όσα έδινε μέσα από αυτό ήταν ανεκτίμητα. Χρειάστηκε μια μικρή περίοδο προσαρμογής κι έπειτα απλώς δεν σταμάτησε να σκοράρει.
Μια ολόκληρη ποδοσφαιρική χώρα χόρευε στους δικούς του ρυθμούς. Με εκείνον στην κορυφή, ο Άγιαξ ήταν απλώς ασταμάτητος, γιατί ασταμάτητος ήταν και ο ίδιος. Έκανε πλάκα σε κάθε αντίπαλο, δεν μπορούσες να τον αγγίξεις, δεν μπορούσες να τον φτάσεις. Και ήταν φανερό πως ο μόνος που θα μπορούσε να τον βγάλει νοκ άουτ ήταν ο ίδιος του ο εαυτός.
Είχε γίνει αρχηγός πλέον, μετά από περίπου τρία χρόνια στην ομάδα. Σε εκείνο το ντέρμπι κόντρα στην Αϊντχόφεν ο Ότμαν Μπάκαλ έπαιζε με το μυαλό του. Ο Σουάρες θα μπορούσε να περιμένει την επόμενη φορά που θα έπαιρνε την μπάλα στα πόδια του, θα μπορούσε να τον περάσει και να σκοράρει. Όμως έχασε τον έλεγχο και γράπωσε τον ώμο του αντιπάλου του με τα πεταχτά του δόντια. Δαγκωνιά πρώτη.
Ο «Κανίβαλος του Άγιαξ», όπως τον ονόμασε η «De Telegraaf», είχε μόλις γεννηθεί. Έμεινε εκτός ομάδας, τιμωρήθηκε και από την Ομοσπονδία και δεν έπαιξε ποτέ ξανά με τον «Αίαντα». Τα είχε ήδη κατακτήσει όλα στην Ολλανδία, είχε ήδη αφήσει το σημάδι του στην ομάδα και την Eredivisie. Μα το αντίο του ήταν άδοξο σε σχέση με όλα όσα είχε κάνει εκεί. Ακόμα κι έτσι βέβαια, τα -πολύ- καλύτερα ήταν μπροστά του.
Έκρηξη
Ο Φερνάντο Τόρες βγαίνει από την περιστρεφόμενη πόρτα του Anfield κι εκείνος μπαίνει. Τον Ιανουάριο του 2011 η Λίβερπουλ τον προσγειώνει στην Αγγλία, ελπίζοντας πως έχει βρει τον διάδοχο του σπουδαίου «El Nino». Κι όμως είχε βρει κάτι πιθανότατα ακόμα πιο ξεχωριστό.
Δεν απογειώθηκε αλλά ούτε άργησε να προσαρμοστεί σε μια έκδοση των «Reds» πλήρως αποπροσανατολισμένη από την ιστορία τους, ξεκίνησε να σκοράρει και συνέβαλε στο άχρωμο δεύτερο εξάμηνο της Λίβερπουλ εκείνη τη σεζόν. Άφησε ακόμα περισσότερες υποσχέσεις το καλοκαίρι, όταν ως MVP του τουρνουά κατέκτησε το Copa America με την Ουρουγουάη. Ωστόσο, η απόλυτη έκρηξη χρειάστηκε να μπει σε παύση, αφού η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Λουίς θα έπαιρνε ξανά πρωταγωνιστικό ρόλο στην καριέρα του.
Το ντέρμπι του Οκτώβρη του 2011 απέναντι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα σημαδευτεί από τo «Negro» του Σουάρες στον Εβρά.
Ένας κυκεώνας ρητορικών θα αρχίσει ξαφνικά. Οι μισοί αποκαλούν τον Ουρουγουανό ρατσιστή, οι υπόλοιποι τον προστατεύουν καθιστώντας σαφές πως στη δική του γλώσσα αυτή η λέξη δεν έχει υποτιμητικό χαρακτήρα, δεν σχετίζεται με διακρίσεις. Τα αγγλικά Μέσα τον καταβροχθίζουν, το θέμα απασχολεί ολόκληρη τη λίγκα. Ο Σουάρες εν τέλει θα τιμωρηθεί. Ξανά. Θα λείψει για οκτώ αγωνιστικές και θα δει το όνομά του να γίνεται πρωτοσέλιδο σε κάθε ταμπλόιντ.
Δεν θα ζητήσει συγγνώμη ποτέ. Από όλα τα αμφιλεγόμενα τα οποία έκανε είναι το μόνο για το οποίο δεν θα απολογηθεί ποτέ.
Το τοπίο μέχρι σήμερα παραμένει θολό, με την κηλίδα πάνω από τον Ουρουγουανό επίσης να παραμένει. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι ακριβώς συνέβη. Μα ό,τι κι αν ήταν γέμισε οργή τον Λουίς. Σαν μια νέα δόση πυρίτιδας στο ήδη εκρηκτικό του ταπεραμέντο που δεν θα μπορούσε παρά να φέρει νέα προβλήματα.
Είχε ήδη αρχίσει να πυροβολεί τους αντίπαλους τερματοφύλακες και να τρομοκρατεί τις άμυνές τους, αλλά περίπου ενάμιση χρόνο μετά το περιστατικό με τον Εβρά θα γινόταν ξανά πρωτοσέλιδο για τους λάθος λόγους. Η Λίβερπουλ χάνει από την Τσέλσι μέσα στο Anfield, ο Σουάρες παλεύει με τον Ιβάνοβιτς μέσα στην περιοχή και ξαφνικά χώνει τα δόντια του στο μπράτσο του. Δαγκωνιά δεύτερη.
Ο διαιτητής δεν αντιλαμβάνεται τίποτα, ο Λουίς σκοράρει στο τελευταίο λεπτό για το 2-2 και γίνεται αυτόματα μισητός στις τάξει των «Μπλε». Η FA τρέχει το ζήτημα και τον τιμωρεί και πάλι, χάνει όλη την υπόλοιπη σεζόν και τα media τον σταυρώνουν όπως ποτέ άλλοτε. Μέσα, σχολιαστές, οπαδοί, όλοι τού επιτίθενται. Έχει μετατραπεί στον απόλυτο κακό.
Τόσο που αναγκάζεται να ψάξει διαφυγή. Το καλοκαίρι έρχεται και ο Λουίς ζητά εναγωνίως να φύγει από τη Λίβερπουλ, δεν αντέχει το μίσος που ο ίδιος και η οικογένειά του καλούνται να αντιμετωπίζουν συνεχώς. Η ψεύτικη είδηση περί ρήτρας του ύψους 40 εκατ. λιρών σύντομα συντρίβεται, το ενδιαφέρον της Άρσεναλ δεν γίνεται τίποτα παραπάνω. Και κάπως έτσι το καλοκαίρι κυλά και η σεζόν ξεκινά, με τον ίδιο οργισμένο, να αισθάνεται εγκλωβισμένος σε ένα μέρος που η αλήθεια είναι πως δεν θέλει να βρίσκεται.
Παρακολουθεί τις πέντε πρώτες αγωνιστικές από το σπίτι του, ακόμη τιμωρημένος από την FA. Μα όταν έρχεται η ώρα να επιστρέψει στη δράση…
Αυτό ήταν. Έκρηξη. Δεν μπορεί να εξηγηθεί με άλλη λέξη. Γιατί αυτά που έκανε στο χορτάρι εκείνη τη σεζόν δεν μπορούν να εξηγηθούν. Ήταν αστεία καλός, πιο φονικός από ποτέ, πιο αφοσιωμένος, έδειχνε αποφασισμένος να διοχετεύσει όλη την ένταση των εξωαγωνιστικών σε ενέργεια στο χορτάρι κι έκανε τα πάντα ασύλληπτα καλά. Σκόραρε 31 γκολ και είχε 17 ασίστ σε 33 παιχνίδια στην Premier League. Πράγματα που απλώς δεν γίνονται. Έβαζε γκολ με το δεξί, με το αριστερό, με το κεφάλι, από μακριά, από κοντά. Ντίμπλαρε, έτρεχε και πίεζε σαν τρελός. Ήταν -ίσως- ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο.
Παίρνει τη Λίβερπουλ από το χέρι, με έναν σωρό ακραίες γκολάρες και ηγετικές εμφανίσεις, και τη φτάνει ένα βήμα πριν το τέλος. Μα ο Τζέραρντ γλιστράει κόντρα στην Τσέλσι, όπως κι εκείνο το λυτρωτικό Πρωτάθλημα μέσα από τα χέρια των «Reds».
Όταν το τέλος γίνεται και μαθηματικά βέβαιο, ο Σουάρες διαλύεται στο Selhurst Park μετά από αυτό το 3-3. Χώνει τη φάτσα του στη λευκή εμφάνιση, όσο τα δάκρυα τρέχουν ποτάμια από τα μάτια του. Είχε κάνει αλήθεια τα πάντα, σε μια από τις πιο συγκλονιστικές ατομικές σεζόν ενός ποδοσφαιριστή στη σύγχρονη ιστορία. Μα ακόμα κι αυτά δεν ήταν αρκετά για τον τίτλο. Ήταν αρκετά όμως να τον ανεβάσουν μια και καλή στην απόλυτη ποδοσφαιρική ελίτ.
“Χρυσός” στην πόλη του απωθημένου
Δεν μπορεί. Δεν μπορεί παρά να πιστεύει ο Λουίς Σουάρες. Κάποιοι λένε πως το πεπρωμένο είναι απλώς μια δικαιολογία που ψάχνουμε για να πιστέψουμε πως υπάρχει σειρά στο χάος. Μα για τον Λουίς ήταν πολύ περισσότερα από αυτό. Πώς αλλιώς να το εξηγήσει άλλωστε; Τι να πει σε εκείνον τον έφηβο που έβλεπε την αγάπη της ζωής του να φεύγει για μια ολότελα ξένη πόλη; Να πει στην απελπισμένη του κάρδια πως κάποια χρόνια μετά θα γινόταν ήρωας στην ίδια πόλη και θα είχε δίπλα του το ίδιο αγαπημένο του κορίτσι; Ακόμα κι αν του το έλεγε, ίσως να μην το πίστευε.
Όμως συνέβη, ήταν αλήθεια. Θα γινόταν βασιλιάς στη Βαρκελώνη, στην πόλη που του είχε κλέψει την αγάπη.
Μα για ακόμα μια φορά θα χρειαζόταν να κάνει υπομονή, αφού ο “Διάβολος” θα έβγαινε ξανά στην επιφάνεια. Ουρουγουάη-Ιταλία, Μουντιάλ 2014. Παλεύει με τον Κιελίνι, του τραβά τη φανέλα και λίγα δευτερόλεπτα μετά χώνει τα δόντια του το στο δέρμα του. Τρίτο θύμα. Δαγκωνιά τρίτη.
Ξανά το ίδιο. Νέα τιμωρία για το ατίθασο παιδί που δεν μπορούσε να μάθει από τα λάθη του, αυτή τη φορά από τη FIFA και πιο αυστηρή από ποτέ. Τετράμηνος αποκλεισμός από κάθε ποδοσφαιρική δραστηριότητα.
Η Λίβερπουλ δείχνει να έχει κουραστεί μαζί του, η Μπαρτσελόνα δεν διστάζει και με περίπου 80 εκατ. τον κάνει δικό της. Ήξερε πως, όταν επέστρεφε, η τιμωρία δεν θα είχε την παραμικρή σημασία. Και πράγματι έτσι ήταν. Ο Σουάρες φοράει τα «blaugrana», πιάνει το όπλο του και δεν σταματά να πυροβολεί. Γίνεται η αιχμή του δόρατος σε μια από τις πιο τρομοκρατικές τριπλέτες της ιστορίας και, έχοντας τον Μέσι και τον Νεϊμάρ στο πλευρό του, απλώς πετάει.
Τρεμπλ σε μια πρώτη χρονιά γεμάτη γκολ, απόλυτη αναγνώριση. Έχει ανέβει πλέον στην αφρόκρεμα. Του πήρε καιρό, αν μπορούσε να συγκρατήσει την άλλη πλευρά του εαυτού του, ίσως να σκαρφάλωνε στην κορυφή πιο γρήγορα. Αλλά τι σημασία είχε; Ήταν εκεί. “Χρυσός” στην πόλη του απωθημένου, με την αγαπημένη του Σοφία αγκαλιά και τα παιδιά τους. Δεν χωρίστηκαν ποτέ, σαν να ήξεραν πως η δικαίωση θα ερχόταν. Και ήρθε μέσα από μια ασύλληπτη εξαετία σε έναν από τους μεγαλύτερους συλλόγους του πλανήτη.
Τα έζησε όλα. Έζησε τις λαμπερές στιγμές, κάθε πιθανό τίτλο, τις βραδιές, τη Remontada κόντρα στην Παρί Σεν Ζερμέν, την απόλυτη χημεία με τον Μέσι. Κι έζησε και τα άσχημα, τους σοκαριστικούς αποκλεισμούς, την οκτάρα από την Μπάγερν Μονάχου, την καταστροφή της Μπαρτσελόνα.
Είπε αντίο με σκληρό τρόπο, κατατρεγμένος από έναν σύλλογο που πήρε πολλά από αυτόν και τον λάτρεψε. Πήγε στην Ατλέτικο και πήρε το Πρωτάθλημα σχεδόν μόνος του. Απέδειξε πως μόνο τελειωμένος δεν ήταν. Κι έπειτα έκανε το ίδιο στην Ουρουγουάη με την αγαπημένη του Νασιονάλ για δεύτερη φορά. Και ξανά μετά στη Βραζιλία με την Γκρέμιο.
Η αλήθεια όμως είναι πως τίποτα δεν είχε την ίδια γλυκιά γεύση όπως εκείνες οι καλές στιγμές του καιρού του στην Μπαρτσελόνα. Γιατί ανέκαθεν αυτή η πόλη συμβόλιζε κάτι άπιαστο για το παιδί που χρειάστηκε να αποχωριστεί τον έρωτά του. Κάτι άπιαστο που πλέον το είχε γραπώσει από τα μαλλιά, το είχε πιάσει με τον δικό του τρόπο. Τον τρόπο της άρνησης. Του «ό,τι και να γίνει, δεν πρόκειται να χάσω». Όπως έκανε πάντα.
Μια στιγμή, μια αλήθεια
Αν τα πάντα είναι όντως στιγμές, τότε ποια στιγμή είναι ο Λουίς Σουάρες; Είναι κάποια από τις αμέτρητες γκολάρες του ή μήπως κάποια από τις περίφημες δαγκωνιές του; Ένας προκλητικός πανηγυρισμός ή ένας έξαλλος τσακωμός;
Μάλλον τίποτα από αυτά. Μάλλον εκείνο το αγγελικά διαβολικό χέρι. Το χέρι της αλήθειας. Που τον έκανε για άλλους διάβολο και για άλλους άγγελο και μπόρεσε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να περικλείσει ολόκληρη τη διχαστική φύση της φιγούρας του.
Η μπάλα έτοιμη να περάσει τη γραμμή, η Γκάνα ένα εκατοστό μακριά από τα ημιτελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου για πρώτη φορά στην ιστορία. Το τείχος της παλάμης του Σουάρες όμως έχει άλλα σχέδια. Χέρι, πέναλτι, οριζόντιο από τον Γκίαν. Η ιστορία γνωστή και χιλιοειπωμένη μα πάντα πολύτιμη, σαν φως στο τούνελ της κατανόησης όλων όσα υπήρξε ο Λουίς.
Παικταράς, μισητός κι αγαπημένος, παρεξηγημένος και υπερπροστατευμένος. Πάντα διχαστικός και αμφιλεγόμενος και πάντα, μα πάντα εθισμένος στη δίψα για τη νίκη.
Ήταν το ίδιο παιδί εκείνο που έκλεβε στο μέτρημα του «Aventujuegos» κι αυτό που -δίχως να κλέψει όμως- χρειάστηκε να βάλει κυριολεκτικά το χέρι του στη φωτιά για να μειώσει κατά 25% τις πιθανότητες να ηττηθούν αυτός και η ομάδα. Το ίδιο παιδί που δεν το έπαιξε ποτέ καλό και δεν κώλωσε να διαλύσει τα όρια των κανόνων για να κάνει το δικό του. Με γαϊδουρινό, σχεδόν εκνευριστικό, πείσμα. Το ίδιο παιδί με το ίδιο κόλλημα. Σε κάθε τελείωμα, κάθε σπριντ, κάθε σκοτωμένη μπάλα, κάθε δαγκωνιά και κάθε στιγμή στο χορτάρι.
Εθισμένος νικητής, αχώνευτος ηττημένος. Κολλημένος πως τα πάντα στον κόσμο -εντός και εκτός γρασιδιού- ήταν και είναι ένα ζήτημα ζωής και θανάτου. Όπου θάνατος = ήττα και όπου ζωή = νίκη. Γιατί, αν υπάρχει μια αλήθεια στον λαβύρινθο του τύπου του Λουίς Σουάρες, είναι αυτή:
Δεν υπήρξε κανείς ποτέ που να ήθελε να νικήσει πιο πολύ από αυτόν. Και για αυτό νίκησε. Στη ζωή, τον έρωτα και το ποδόσφαιρο. Γιατί για εκείνον όλα ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η αξία της oυτοπίας του Όσκαρ Ουάσινγκτον Ταμπάρες
Ντιέγκο Φορλάν: Ξηλώνοντας το παλτό
Σεμπαστιάν «Loco» Αμπρέου: Η ευφυής λιακάδα ενός “τρελού” μυαλού
Ντιέγκο Γκοντίν, ο Τελευταίος των Βυσσινί