«Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω»…
Στο υπέροχο θεατρικό έργο του, «Περιμένοντας τον Γκοντό», ο Σάμουελ Μπέκετ έχει τοποθετήσει αυτές τις προτάσεις στο φινάλε ενός εκ των ηρώων του. Είναι η στιγμή που για τον Ακατονόμαστο η απογοήτευση, η ειρωνεία και η ελπίδα συνδυάζονται με τον πιο συνοπτικό τρόπο.
Αφορά αρχικά στην απογοήτευση που προκαλεί η αδυναμία. Η αδυναμία να εκτελεστεί μία διαταγή, ένα πρέπει. Και ταυτόχρονα στην απελευθέρωση από αυτή την υποταγή σε μία ελπιδοφόρα απόφαση για συνέχεια.
Με αυτόν τον τρόπο ο Μπέκετ αφενός αποδεικνύει την απαισιοδοξία που εκπέμπουν οι χαρακτήρες του, αλλά ταυτόχρονα δείχνει τη δύναμη και την αισιοδοξία του δικού του χαρακτήρα. Του χαρακτήρα κάθε ενός από εμάς.
Με το τέλος του έργου του δίνει “ραντεβού” με τους αναγνώστες στην κοινή προσπάθεια να αλλάξουν τις καταστάσεις που δημιουργούν την υποταγή και τη δυστυχία.
Όπως ακριβώς δηλαδή κατανόησε μέσα του και έπραξε μόλις στα εννέα χρόνια του ο Μαρσέλο Γκαγιάρδο. Σε ένα πείσμα που άλλαξε για πάντα την ιστορία του. Σε μία επιμονή που τον οδήγησε να γίνει ένας ζωντανός θρύλος.
Αυτοσχέδιοι χαρταετοί
Όσοι στις αρχές των 80s περνούσαν από τη γειτονιά του Μερλό στο ευρύτερο Μπουένος Άιρες διέκριναν ολημερίς ένα κοντό, αναιμικό παιδάκι να παίζει μονάχο του. Η μητέρα έβγαινε κάθε τόσο και τον αποκαλούσε στοργικά «κουκλάκι», εξαιτίας του μικρού δέματος, μα κυρίως του περίεργου -σχεδόν καρτουνίστικου- προσώπου. Ήταν κάτι που τον έκανε να κοκκινίζει. Δεν ήξερε ότι θα του έμενε για πάντα.
Σε αντίθεση με όλα τα μικρά της Αργεντινής, εκείνος βαριόταν τρομερά κάθε τι που είχε να κάνει με το ποδόσφαιρο.
Ακόμα και ο πατέρας του, Μαξίμ, ένας τοπικός ήρωας της μπάλας και μόνιμα Πρωταθλητής στα τοπικά τουρνουά, τον οποίον οι συμπατριώτες του ονομάζουν «Ρελάμπαγος», δεν μπορούσε με τίποτα να κατανοήσει εκείνη την απαξίωση του γιόκα του.
«Ο Μαρσέλο ήταν πάντα ένα ήσυχο αγόρι. Από έξι χρόνων με συνόδευε τις Κυριακές στα τουρνουά που παίζονταν για χρηματικά έπαθλα σε διάφορα μέρη των προαστίων. Φεύγαμε νωρίς το πρωί και επιστρέφαμε αργά. Ο Μαρσέλο έμενε με το ποδήλατο στο πλάι, κοιτάζοντας. Του άρεσε να μας βλέπει να παίζουμε, αλλά δεν έπαιζε με τους φίλους του, προτιμούσε να πετάει κάτι παράξενες αυτοσχέδιες κατασκευές. Μάζευε καλάμια και έφτιαχνε χαρταετούς, τους οποίους ονόμαζε “διαστημόπλοια”».
Το όνειρο εκείνου του αγοριού ήταν να γίνει πιλότος σε αεροπλάνα ή σε διαστημόπλοια.
«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να χαθώ στον ουρανό. Κοιτούσα με τις ώρες τα αστέρια και ονειρευόμουν ότι θα τα αγγίξω. Σε ηλικία εννέα ετών ήταν η πρώτη φορά που προσπάθησα και φάνηκε ότι ήμουν πάρα πολύ καλός. Κανείς δεν το περίμενε αυτό. Αμέσως ένας μεγαλύτερος ξάδερφός μου με πήρε από το χέρι και με πήγε για δοκιμαστικό στην αγαπημένη μου ομάδα. Ο πατέρας μου ήταν οπαδός της Σαν Λορένσο, αλλά εμένα με επηρέασε παππούς από το σόι της μάνας μου, ο οποίος ήταν με τη Ρίβερ Πλέιτ. Έτσι κι εγώ έδωσα τότε υπόσχεση στον παππού ότι σε όλη μου τη ζωή θα ήμουν με τη Ρίβερ. Και την τήρησα»…
Απόρριψη και επιμονή
Όταν τον πήγε ο ξάδερφος στα δοκιμαστικά, δεν πήγε καθόλου καλά. Ανάμεσα σε περίπου 800 παιδάκια δεν κατάφερε να ξεχωρίσει. Δεν πρόλαβε καν.
«Δεν ακούμπησα καν την μπάλα, δεν μου έδωσαν ούτε μία πάσα. Και έπειτα δέχτηκα δύο χτυπήματα στο κεφάλι και την κοιλιά και δεν μπόρεσα να συνεχίσω. Ήμουν ο πιο μικροκαμωμένος στην ηλικία μου. Ο προπονητής με έβγαλε εκτός παιχνιδιού. Θύμωσα πολύ και του είπα με ύφος: “Θα επιστρέψω και θα παίξω στη Ρίβερ. Το έχω υποσχεθεί στον παππού μου”».
Η θέληση του πιτσιρικά δεν κάμφθηκε. Από τότε κατανοούσε ότι, για να κερδίσεις μία μάχη, ίσως χρειαστεί να τη δώσεις παραπάνω από μία φορές. Μόνο που εκείνος θα πήγαινε κόντρα και στην ευρεία πεποίθηση ότι η επιμονή είναι ένα τέλειο υποκατάστατο για το ταλέντο. Ο Μαρσέλο θα αποδείκνυε πως τα διέθετε και τα δύο και μάλιστα στο έπακρο. Δεν θα ήταν όμως εύκολο το ξεκίνημα.
«Ήμουν 12 ετών, όταν αποφασίσαμε να ξαναδοκιμάσω. Πήγαμε πρωί και είχε φτάσει βράδυ και ακόμη δεν με είχαν βάλει στο γήπεδο. Ο πατέρας μου, απογοητευμένος, μου είπε δύο φορές να φύγουμε και του απάντησα να περιμένει. Πως όλα θα πήγαιναν καλά».
Ο Γκάμπριελ Ροδρίγκες, ο προπονητής που του έδωσε την εντολή να δοκιμαστεί, θυμάται το περιστατικό, μιας και ο μικρός επέδειξε μία αξιοπρόσεκτη αυτοπεποίθηση: «Οταν του είπα ότι ήταν η σειρά του και τον έβαλα να παίξει με τους βασικούς, εκείνος αρνήθηκε. Μου ζήτησε να τον βάλω στους πιο αδύναμους, επειδή οι βασικοί δεν θα του έδιναν την μπάλα. Του είχε ξανασυμβεί. Έκανα το χατίρι του και διαπίστωσα ότι είχε δίκιο. Έπαιρνε την μπάλα και τα έκανε όλα τέλεια. Έδειξε αμέσως ότι ήταν ένας γεννημένος ηγέτης. Από εκείνη την πρώτη στιγμή τον λάτρεψα και δουλέψαμε φανταστικά μαζί».
Τρένο ή πίτσα;
Τα επόμενα πέντε χρόνια δεν θα ήταν καθόλου εύκολα για τον Μαρσέλο. Για να πηγαίνει καθημερινά στην προπόνηση, χρειαζόταν να παίρνει λεωφορείο, τρένο και πάλι λεωφορείο. Και είχε και το σχολείο που το αγαπούσε πολύ. Μεθοδικός από τα νιάτα του, είχε φτιάξει ένα πρόγραμμα που τηρούσε στοχοπροσηλωμένα. Μία προσήλωση που θα τον ακολουθούσε για πάντα.
«Μετά το σχολείο έκανα όλη αυτή την τεράστια διαδρομή. Είχα πάντα στην τσέπη μου δύο κέρματα και μονίμως το ίδιο δίλημμα. Τρελαινόμουν για τις πίτσες. Οπότε, στην επιστροφή έριχνα κέρμα για το εάν θα άφηνα το ένα λεωφορείο και θα πήγαινα με τα πόδια, ώστε να πάρω μία πίτσα. Και μετά στο σπίτι ξενυχτούσα διαβάζοντας».
Αυτή η ιστορία κράτησε μέχρι τα 17 του. Τότε που, εντυπωσιασμένος από τις επιδόσεις του με τη Β’ ομάδα, ο θρυλικός Ντανιέλ Πασαρέλα τού έδωσε τον Απρίλιο του 1993 την εντολή να ντεμπουτάρει με τους μεγάλους. Ήταν εξαιρετικός. Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα το μοναδικό τρένο που θα έπρεπε να ξαναπάρει ήταν εκείνο της περιπέτειας, της δόξας και του θρύλου που ξανοιγόταν μπροστά του.
Έπρεπε όμως πρώτα να πάρει μία μεγάλη απόφαση. Και αυτή ήταν να εγκαταλείψει τα όνειρά του για σπουδές και να αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου στο παιχνίδι.
Ρίβερ Πλέιτ, δάκρυα και πρόταση γάμου
Πάμπλο Αϊμάρ, Αριέλ Ορτέγα, Χουάν Ρομάν Ρικέλμε και κάμποσα άλλα ονόματα.
Σε μία Αργεντινή που διψούσε για τον διάδοχο του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ο νεαρός Γκαγιάρδο με το «10» στην πλάτη μπήκε στη λίστα των υποψηφίων για την ποδοσφαιρική μετενσάρκωση του «Θεού». Διέθετε όλα τα προσόντα για το χρίσμα.
Κοντούλης, με χαμηλό κέντρο βάρους, ωραία ντρίμπλα, υπέροχο vision, άρτια τεχνική, εκτελέσεις στημένων, δυναμικός στο ένας εναντίον ενός και πάνω από όλα με μία ευδιάκριτη κλάση σε κάθε του κίνηση.
Ίσως το πρόβλημά του να ήταν πως υπήρξε αρκετά εκλεπτυσμένος αρτίστας σε σχέση με την ποδοσφαιρική αλητεία που ανέκαθεν διέπει τη χώρα του τάνγκο. Μέχρι τα 20 του είχε φανεί ότι δεν γίνεται να είναι ο νέος «Ντιεγκίτο». Ωστόσο, ήταν ξεκάθαρο ότι θα άφηνε εποχή στους «Millonarios».
Η πρώτη τριετία συνοδεύτηκε από τρία Πρωταθλήματα και το επιστέγασμα του Copa Libertadores το 1996. Σε μία εκπληκτική ομάδα, με ηγέτη τον θρυλικό Έντσο Φραντσέσκολι και απύθμενο ταλέντο που προσέδιδαν οι Ερνάν Κρέσπο, Αριέλ Ορτέγα, Σέλσο Αγιάλα, ο Γκαγιάρδο δεν μπορούσε εύκολα να παίξει ως κλασικό “10άρι” και ενίοτε βρισκόταν στα πλάγια. Πίσω του είχε τους γνωστούς πλέον στην Ελλάδα (λόγω ΑΕΚ και Άρη), Ματίας Αλμέιδα και Χερμάν Μπούργος, αλλά και τους Ερνάν Ντίας, Πάμπλο Σορίν. Ηταν ένα φοβερό σύνολο που κατέκτησε για δεύτερη φορά τη μεγάλη κούπα της Νοτίου Αμερικής, αλλά ηττήθηκε από τη Γιουβέντους στο Διηπειρωτικό.
Εκείνο το καλοκαίρι θα ταξιδέψει με την Εθνική στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα. Η Αργεντινή είναι πνιγμένη στο ταλέντο κι εκείνος είναι αναπληρωματικός. Ρομπέρτο Αγιάλα, Χαβιέρ Ζανέτι, Ματίας Αλμέιδα, Κρέσπο, Ορτέγα, και Κλαούδιο Λόπες θα την πάνε στον Τελικό. Εκεί όμως η τρομερή Νιγηρία των Νουάνκο Κανού, Τζέι Τζέι Οκότσα, Ταρίμπο Γουέστ, Σελεστίν Μπαμπαγιάρο, Βίκτορ Ικπέμπα, Τιγιάνι Μπαμπανγκίντα και Ντανιέλ Αμοκάτσι θα της κλέψει το Χρυσό με ανατροπή (3-2). Στο φινάλε ο Γκαγιάρδο θα πλαντάξει στο κλάμα. Θα είναι η μία και μοναδική φορά που θα τον πάρουν τα δάκρυα στο παιχνίδι.
Η επόμενη χρονιά θα ξεκινήσει με το Super Cup της Νοτίου Αμερικής και θα ολοκληρωθεί με το τρίτο Πρωτάθλημα. Αντί όμως να πανηγυρίζει μαζί με τους συμπαίκτες του τον τίτλο, τον κάλεσαν για έλεγχο ντόπινγκ. Εκεί καθυστερούσαν και υπήρχε ένα τεράστιο πρόβλημα. Αφού το εξήγησε στον οδηγό του ασθενοφόρου που βρισκόταν παρκαρισμένο παραδίπλα, εκείνος τον έβαλε μέσα και με τρελή ταχύτητα τον πήγε σπίτι του.
Ο Μαρσέλο έπρεπε γρήγορα να βάλει τα καλά του, να μπει σε μία νοικιασμένη κάντιλακ ρετρό και να τρέξει στο κορίτσι του που πήγαινε να τον βρει στο γήπεδο. Την πρόλαβε στον δρόμο, βγήκε και της έκανε μία θεοπάλαβη πρόταση γάμου. Οι δυο τους ήταν μόλις 21 ετών, είχαν σχέση από το Γυμνάσιο και παραμένουν ακόμη μαζί, έχοντας τρία παιδιά.
Πρίγκιπας
Το καλοκαίρι του 1999 και αφού είχε αφήσει καλές εντυπώσεις στη Γαλλία έναν χρόνο νωρίτερα με την Εθνική στο Μουντιάλ, όπου έβαλε και το δικό του πέναλτι στην περιπετειώδη πρόκριση κόντρα στους Άγγλους, είχε φτάσει ο καιρός για το μεγάλο ταξίδι. Έπειτα από επτά χρόνια στους άνδρες και μισή ζωή στο club συνολικά, έπρεπε να αφήσει τη Ρίβερ.
Η Μονακό του Κλοντ Πιέλ ήταν έτοιμη να τον υποδεχτεί. Κι εκείνος όχι απλώς πήγε αλλά, κάνοντας με το “καλημέρα” την κορυφαία χρονιά της καριέρας του, την οδήγησε στην κατάκτηση του Championnat, ώστε να ψηφιστεί και MVP του Πρωταθλήματος του 1999-2000.
Ήταν ο μαέστρος, ο ηγέτης, η προσωπικότητα, το κάτι διαφορετικό. Ξεχώρισε μέσα από φανταστικούς συμπαίκτες, όπως οι Νταβίντ Τρεζεγκέ, Μάρκο Σιμεόνε, Λουντοβίκ Ζιουλί, Σαμπρί Λαμουσί, Ράφα Μάρκες, Γιον Άρνε Ρίισε, Νάντο Πρσο, Βίλι Σανιόλ και Φαμπιάν Μπαρτέζ. Μία πραγματικά ξεχωριστή ομάδα, την οποία εκείνος κατεύθυνε στο Super Cup εκείνης της χρονιάς και σε ένα ακόμα Κύπελλο τρία χρόνια αργότερα.
Με τους Μονεγάσκους μέσω του Champions League τον έμαθε για τα καλά και η Ευρώπη. Ωστόσο, το 2003 θα καθίσει στον πάγκο τους ο Ντιντιέ Ντεσάν. Δεν θα του φερθεί με σεβασμό, θα μαλώσουν και θα ζητήσει μεταγραφή. «Ο Ντεσάν είναι θρύλος του ποδοσφαίρου, αλλά ως άνθρωπος και ως άντρας ντρόμπρος δεν μετράει καθόλου», θα πει θυμωμένος και θα πάρει το αεροπλάνο που οδηγεί πίσω στην πατρίδα.
Η σκοτεινή στιγμή και η υπόσχεση στην Μπόκα
Η Ρίβερ θα τον υποδεχτεί. Θα χριστεί αμέσως αρχηγός και θα την οδηγήσει στον τίτλο το 2004. Θα είναι ο τελευταίος μεγάλος της καριέρας του με τα εξάταπα.
Μόνο που εκείνη η χρονιά θα τον στιγματίσει και με την χειρότερη στιγμή του. Στα ημιτελικά του Copa Libertadores θα διασταυρωθούν με την Μπόκα Τζούνιορς. Χαμός, αίμα και άμμος. Superclasico εκτός συνόρων. Η μεγαλύτερη μάχη της ζωής όλων. Στο πρώτο ματς θα κονταροχτυπηθεί με τον Αλφρέδο Κασκίνι και θα αποβληθούν ταυτόχρονα. Μόνο που κανείς δεν θα πάρει τον δρόμο για τα αποδυτήρια. Στον καβγά τους θα μπουν μέσα όλοι. Μεταξύ αυτών και ο αντίπαλος πορτιέρο. Ο θρυλικός Πάτο Αμποταντσιέρι θα δει τον Γκαγιάρδο να του σπάει τη μύτη.
Η ρεβάνς θα δώσει την πρόκριση στην Μπόκα και θα αφήσει τον αρχηγό της Ρίβερ με μία δημόσια υπόσχεση-προφητεία: «Αυτό δεν τελειώνει εδώ. Η επόμενη φορά θα είναι δική μας»!
Το 2007 θα φύγει για δύο χρόνια στο Παρίσι. Με την Παρί θα πάρει ένα League Cup και δεν μπορέσει στη συνέχεια να αρνηθεί τα δολάρια του MLS. Η DC United θα τον πείσει να πάει ως δεύτερο καλοπληρωμένο του Πρωταθλήματος, πίσω μόνο από τον Ντέιβιντ Μπέκαμ. Δεν θα αντέξει πάνω από μισό χρόνο. Δεν του αρέσει, δεν το ευχαριστιέται.
Η Ρίβερ τον θέλει και πάλι κοντά της και δεν μπορεί να πει όχι στην αγαπημένη του. Το τρίτο πέρασμα (2008-2010) θα τον φέρει και πάλι αντιμέτωπο με την Μπόκα. Θα προσπαθήσει, θα της βάλει γκολ εντός κι εκτός, αλλά δεν θα μπορέσει να επαναφέρει τους δικούς του στην κορυφή.
Έχει μεγαλώσει πλέον. Είναι 34 ετών και κουρασμένος, αρκετά πιο βαρύς. Έχει αποφασίσει να το λήξει. Θα του ζητήσουν όμως από τη γειτονική Νασιονάλ Μοντεβιδέο να τους βοηθήσει για μισό χρόνο. Θα είναι η τέλεια επιλογή. Το ιδανικό φινάλε. Στο ύστατο ματς του θα κατακτήσει το Πρωτάθλημα Ουρουγουάης.
Το τέλος θα τον βρει με 102 γκολ, αμέτρητες ασίστ σε 494 παιχνίδια και με αντίστοιχα 13 γκολ σε 44 με την Αργεντινή, με την οποία θα συμμετάσχει σε δύο Μουντιάλ (1998, 2002) και δύο Copa America (1995, 1997).
Ένας σολομός κόντρα στο ρεύμα
«Από μωρό ήταν ξεχωριστός. Είχε προσωπικότητα και ήξερε πάντοτε τι ήθελε. Έπαιρνε σοφές αποφάσεις μόνος του και ήταν ένα βήμα μπροστά. Σχεδίαζε κάθε κίνηση προσεκτικά και υλοποιούσε με επιμονή και πείσμα κάθε πλάνο».
Ο πατέρας του, Μαξίμ, μιλώντας στην αυτοβιογραφία του γιου του, εξηγούσε ότι δεν του έκανε εντύπωση, το ότι, με το που σταμάτησε την μπάλα, την αμέσως επόμενη κιόλας ημέρα, είχε συμφωνήσει να καθίσει στον πάγκο της Νασιονάλ. Άλλωστε, ο Μαρσέλο τους προηγούμενους μήνες είχε φροντίσει να βγάλει τη σχολή προπονητικής. Όλα πλέον είχαν πάρει τον δρόμο τους κι αυτός θα ήταν στρωμένος μόνο με ρεκόρ και θριάμβους…
Ήταν εκπληκτικό. Στην πρώτη χρονιά στους πάγκους (2012) πήρε Πρωτάθλημα. Για προσωπικούς λόγους όμως επέλεξε να μην παραμείνει στην Ουρουγουάη. Είπε ότι έπρεπε να βρίσκεται για λίγο στο σπίτι, δίχως να εξηγήσει περισσότερα. Και το έκανε πραγματικά. Η επόμενη διετία τον βρήκε εκτός δουλειάς. Από επιλογή. Είχε προτάσεις από Μεξικό και Κολομβία, αλλά αρνήθηκε. Ήθελε να μείνει στο Μπουένος Άιρες.
Είχε άλλωστε και μία κρυφή ελπίδα. Το 2014 συμφώνησε με τη Νιούελς Ολντ Μπόις. Ήταν έτοιμος και πάλι να εργαστεί. Καθώς όμως ταξίδευε οδικώς για το Ροζάριο, του τηλεφώνησε ο παλιός συμπαίκτης και ίνδαλμά του, Φραντσέσκολι. Ηταν Τεχνικός Διευθυντής της Ρίβερ και του ζήτησε να την αναλάβει. Ο εξαιρετικός Ραμόν Ντίας μόλις είχε αφήσει άδειο τον πάγκο της. Δεν θα το σκεφτόταν στιγμή.
«Συνέβη ενστικτωδώς. Δεν ήταν μία λογική σκέψη αλλά μία παρόρμηση αγάπης. Απλώς έκανα αναστροφή και οδήγησα για το όνειρό μου. Ζητάω συγγνώμη από τη Νιούελς και ελπίζω να με καταλάβουν», θα είναι τα πρώτα λόγια του ως προπονητή στο Monumental.
Στη δευτερολογία του θα αρχίσει να μοιράζει υποσχέσεις. Η αλήθεια είναι ότι δεν τον πιστεύει κανείς. Η Ρίβερ έχει μόλις μία τριετία από τον ατιμωτικό υποβιβασμό και ακόμη δεν έχει επουλώσει το τραύμα. Σίγουρα δεν είναι έτοιμη για όσα εκείνος πιστεύει. Βασικά δυσκολεύονται ακόμα και να κατανοήσουν τα όσα λέει.
Ο Γκαγιάρδο είναι λάτρης της heavy metal και hard rock σκηνής. Led Zeppelin, Metallica, Iron Maidan, Deep Purple βρίσκονται πάντα στην playlist του. Ωστόσο, ο αγαπημένος του ρόκερ είναι Αργεντινός. Ο Αντρές Καλαμάρo έχει έναν στίχο που ο νέος κόουτς αισθάνεται στο πετσί του. Το τραγούδι μιλάει για τους σολομούς που κολυμπούν κόντρα στο ρεύμα. Που έχουν τη δύναμη να παλεύουν με την αντίθετη ορμή. Όταν λοιπόν αρχίζει και λέει για τους σολομούς, κανείς δεν μπορεί καν να φανταστεί όσα θα ακολουθήσουν…
Το ξεκίνημα του μύθου
Το φινάλε της πρώτης χρονιάς ίσως να μην το είχε καν διανοηθεί ούτε ο ίδιος. Από εκείνο του Super Cup Νοτίου Αμερικής του 1997, όπου συμμετείχε κι εκείνος, είχαν περάσει 17 χρόνια χωρίς διεθνή τίτλο για τη Ρίβερ.
Το Copa Conmebol αποτελούσε το τέλειο ξεκίνημα του παραμυθιού. Θα το πιάσει στα χέρια του και θα το αφιερώσει στη λατρεμένη του Άνα Μαρία. Η μητέρα του έχει φύγει για το μεγάλο ταξίδι μόλις δύο ημέρες νωρίτερα.
Εκείνος θα παραμείνει ψύχραιμος. Αντιλαμβάνεται, το νιώθει πως τα καλύτερα είναι έτοιμα να συμβούν. Το 2015 έχει φτάσει η στιγμή του Copa Libertadores. Η ομάδα του είναι ισοπεδωτική. 0-0 στο Μεξικό με την Τίγκρες και 3-0 στο Μπουένος Άιρες.
Η «Κούκλα» έχει ήδη μπει άμεσα στο κλαμπ των σούπερ ηρώων του συλλόγου, καθώς γίνεται εκείνη την στιγμή ο μοναδικός στην ιστορία της που το έχει σηκώσει ως παίκτης και ως προπονητής.
Θα ακολουθήσουν τρία Recopa Sudamericana (2015, 2016, 2019), αλλά την πιο χρυσή σελίδα του μύθου θα την υπογράψει ο ίδιος το 2018. Εχει φτάσει η ώρα να εκπληρώσει την υπόσχεση που είχε δώσει το 2004.
Από το θαύμα στο πεπρωμένο
Στα ημιτελικά η Γκρέμιο έχει περάσει με 0-1 από το Μπουένος Άιρες. Στη συνέντευξη τύπου πριν τη ρεβάνς, ο Γκαγιάρδο θα μιλήσει ξανά με παραβολές. Για την ακρίβεια, θα εκφραστεί μέσω του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι: «Στην πραγματικότητα, δεν πηγάζει η πίστη από το θαύμα, αλλά το θαύμα από την πίστη». Το πιστεύει, το διαισθάνεται. Ωστόσο, δεν φαίνεται να υπάρχει τρόπος να συμβεί. Η Γκρέμιο είναι και πάλι στο 1-0 και το ματς στο 81’. Η ισοφάριση του Μπορέ δεν αρκεί. Χρειάζεται ακόμα ένα. Και θα το βρει με το πέναλτι του Πίτι Μαρτίνες στο 90’+4’. Είναι μία θεότρελη πρόκριση, η οποία την στέλνει σε κάτι ακόμα πιο ιστορικό. Τον διπλό Τελικό Libertadores με την Μπόκα. Δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ.
Στο πρώτο ντέρμπι στο Bombonera η Μπόκα θα προηγηθεί δύο φορές και η Ρίβερ θα επανέλθει και τις δύο. Το 2-2 της δίνει μικρό προβάδισμα για τον επαναληπτικό. Αυτός όμως δεν θα αρχίσει ποτέ. Οι οπαδοί της θα επιτεθούν άγρια στο λεωφορείο των «Xeneizes» και ο αγώνας δεν θα ξεκινήσει. Η λύση θα φτάσει μέσω Μαδρίτης.
Το Santiago Bernabéu περιμένει τη διευθέτηση της αιώνιας αντιπαλότητας. Ο χαμένος θα δέχεται καζούρα για μία ζωή. Η Μπόκα θα προηγηθεί ξανά με τον ήρωά της, Μπενεντέτο, αλλά ο Πράτο θα το πάει στην παράταση. Εκεί οι Κιντέρο, Μαρτίνες θα υπογράψουν το 3-1 και θα τοποθετήσουν τους εαυτούς τους, την ομάδα και τον κόουτς στο βάθρο της αιωνιότητας.
Του απομένει ένα μόνο πράγμα που παραδόξως δεν έχει καταφέρει. Θα πάρει και το Πρωτάθλημα Αργεντινής το 2021 και εκεί θα αποφασίσει ότι έκλεισε αυτός ο κύκλος αγάπης και θριάμβου. Την στιγμή που ανακοινώνει ότι δεν θα ανανεώσει, θα έχει μετρήσει 22 τίτλους με τη Ρίβερ ως παίκτης και ως προπονητής, όσους κανείς άλλος δηλαδή.
Πριν από εκείνον, η ομάδα θα έχει ένα Libertadores. Εκείνος θα της προσθέσει ακόμα τρία. Παράλληλα θα έχει φροντίσει και τα ταμειακά αποθέματά της. Βγάζοντας επιμελώς παίκτες από την ακαδημία, στα οκτώ χρόνια του στον πάγκο, η Ρίβερ θα εισπράξει πάνω από 200 εκατ. δολάρια από πωλήσεις παικτών.
Ταξίδι στο άπειρο…
Φυσικά, δεν γινόταν να μην κλείσει με ακόμα μία παράσταση σοφίας, αισιοδοξίας, πίστης και αγάπης. Θα αφιερώσει σχεδόν όλη την αποχαιρετιστήρια συνέντευξη τύπου με συμβουλές προς τους παίκτες του: «Να είστε ειλικρινείς και να αντιμετωπίζετε τους φόβους σας. Σε έναν κόσμο όπως το ποδόσφαιρο, όπου όλοι είναι σούπερ σταρ, εσείς να έχετε τα πόδια σας στη γη. Να έχετε αξίες και να εκτιμάτε αυτό το χάρισμα που σας δόθηκε. Να είστε πεπεισμένοι για την ικανότητα και την γνώση, Τη δική σας και όσων έχετε δίπλα σας. Και, όπως είδαμε μαζί αυτά τα χρόνια, τα θαύματα μπορούν να συμβούν».
Για τον Μαρσέλο Γκαγιάρδο το παιχνίδι, από κάθε μετερίζι, μοιάζει μονίμως με μία πρόκληση. Πρώτα με μία μάχη με τον εαυτό του και μετά με όλους τους άλλους. Για εκείνον ανέκαθεν το μυστικό έδειχνε να είναι το να επιτίθεσαι. Και έτσι υπηρέτησε με κάθε τρόπο το αξίωμα που προτρέπει να παλέψεις. Πως τότε ο κόσμος πάντα θα υποκύπτει. Και που, αν καμιά φορά σε νικήσει, οφείλεις να το τολμήσεις ξανά και ξανά. Και στο τέλος θα πετύχεις.
Η «Κούκλα» είναι φτιαγμένη από εκείνα τα υλικά που έχουν όσοι κυνήγησαν κάθε επιθυμία. Αυτοί οι μετρημένοι στα δάχτυλα που επαναπροσδιορίστηκαν, το έψαξαν με λύσσα και το κατάφεραν. Που έφτιαξαν τα διαστημόπλοιά τους και πέταξαν σε κάθε γαλαξία που σχημάτισαν στα ξυπνητά όνειρά τους…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: