«Άσ’ τους να με μισούν. Αρκεί που με φοβούνται».
Ιδρωμένος, λαχανιασμένος, με μπαταρισμένο το κεφάλι και ύβρεις να σκεπάζουν τις δηλώσεις του, ο Μάρκο Ματεράτσι απαντούσε -σχεδόν ατάραχος– στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων, σε ένα από τα πολλά flash interview του Sky Sports Italia. Το μικρόφωνο κρατούσε μια νεαρή δημοσιογράφος, μια κοπέλα που δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιον λόγο το κοινό βρίζει ακατάπαυστα έναν Πρωταθλητή Κόσμου, τον αρχηγό της Πρωταθλήτριας Ίντερ, τον καλύτερο παίκτη εκείνου του ντέρμπι.
Έτσι γινόταν πάντα με τον Ματεράτσι. Δεν είχε συμπαίκτες και αντιπάλους, είχε μονάχα φίλους και εχθρούς. Πολλούς εχθρούς, ορκισμένους, ποτισμένους με μίσος. Φταίει σίγουρα κι εκείνος, ποτέ δεν παραδέχτηκε δημοσίως τι ήταν εκείνο που τον ώθησε να πάρει τον ρόλο του «κακού».
Έπειτα, δεν υπάρχει καλό χωρίς κακό, αγάπη χωρίς μίσος. Η παγκόσμια λαογραφία έχει στηριχθεί σε αυτά τα δίπολα, οι τέχνες, τα γράμματα.
Είναι βέβαιο ότι ποτέ δεν το ανέλυσε τόσο ο Ματεράτσι. Απλώς θεωρούσε εαυτόν διαφορετικό, ξεχωριστό, με μια προσωπική ιστορία μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και το ευρύ κοινό. Ο «κακός» ήταν ρόλος, κοστούμι που του άρεσε να φοράει σε όλες του τις δραστηριότητες, πιο πολύ για να προστατεύσει το μέσα του, τα εσώψυχά του.
Πρωτότοκος γιος του Τζουζέπε και της Άννας, δυο ερωτευμένων νέων που έφυγαν από τα χωριά της Σαρδηνίας, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στο Λέτσε.
Στο διαμάντι του Σαλέντο, γεννήθηκε ο Μάρκο, στη «Φλωρεντία του Νότου», ακριβώς στο «Τακούνι της Μπότας», εκείνο που, άμα σε βρει, το σημάδι μένει ανεξίτηλο.
Τα τελευταία απομεινάρια Γραικών στην Ιταλία, εκεί αναπνέουν. Τώρα πια, είναι κάποια χωριά που μετριούνται στα δάχτυλα. Κάποτε, απ’ άκρη σ’ άκρη της επαρχίας.
Δύσκολοι άνθρωποι οι Σαλεντίνοι. Φιλόξενοι, αλλά σκληροί. Με δικό τους κώδικα τιμής, δικές τους αντιλήψεις, δική τους θεώρηση περί δικαιοσύνης, ελευθερίας, δημοκρατίας. Το ιερό τους είναι η οικογένεια. Αυτόν τον δεσμό προσπαθούν να κρατήσουν σαν φυλαχτό, γιατί η υπόλοιπη Ιταλία μοιάζει να τους έχει ξεχάσει. Σε υποδομές, εκπαίδευση, αστυνόμευση, όλα.
Το μόνο που τους έχει μείνει είναι οι “κώδικες”, οι οποίοι αμφιταλαντεύονται μεταξύ της γραμμής που χωρίζει την αρετή απ’ την κακία. Σε αυτό το περιβάλλον, μεγάλωσε ο Μάρκο. Έτσι, γνώρισαν τα παιδικά του μάτια τη ζωή, αυτό έμαθε ότι ισχύει. Και, όταν στα 15 έχασε τη μάνα του, κατάλαβε ότι στη ζωή είμαστε μόνοι μας. Εμείς και οι καταβολές μας, εμείς και οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις μας, εμείς κι ο λογισμός μας.
Δεν γίνεται να μην σε σημαδέψει ο χαμός της μάνας, ειδικά σε αυτή την ηλικία, όπου είσαι μεγάλος για να καταλάβεις και μικρός για να κατανοήσεις. Η μπάλα ήταν διέξοδος, εκτόνωση, τρόπος να εξωτερικευτούν όσα δεν επέτρεπε ο “κώδικας” του “σκληρού” στο σπίτι. Ήταν ο μεγάλος αδερφός, δεν επιτρεπόταν να λυγίσει, ο μικρός του αδερφός, ο Ματέο, τελείωνε, τότε, το δημοτικό.
Δεν υπάρχει κάποια τρομερή “Λατινοαμερικάνικη” ιστορία πίσω από την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο. Έπαιζε ο πατέρας του, ένας τίμιος μέσος παλαιάς κοπής, δίχως, όμως, πολλές πραγματικές ευκαιρίες στην καριέρα του. Ήταν καλός ο Τζουζέπε, έγινε σχεδόν σημαία της Λέτσε που πάλευε να σταθεί στην Τρίτη Κατηγορία, αλλά, εκείνα τα χρόνια, το ψωμί στο τραπέζι δεν το έφερνε η μπάλα.
Πιο πολύ έκανε όνομα ως προπονητής μετέπειτα, παρά ως ποδοσφαιριστής. Το ’88, ο Τζουζέπε βρέθηκε ενώπιον της μεγαλύτερης πρόκλησης της καριέρας του. Στη Ρώμη, είχαν προσέξει τη δουλειά του στη Μπενεβέντο, την Καζερτάνα και την Πίζα και τον κάλεσαν να αναλάβει τη Λάτσιο. Μικρομεσαία, τότε, ομάδα στο Campionato, με διάθεση να αναδείξει νέα παιδιά από τις ακαδημίες της. Ντι Κάνιο, Μαρίνο, Ντι Μπιάτζο, Ντεζότι και, αιχμή του δόρατος, ο νεοαποκτηθείς -φοβερός και τρομερός- Ρούμπεν Σόζα, ο αγαπημένος «El Principito» της Ουρουγουάης. Ήταν μια τίμια, δυναμική και σκληροτράχηλη ομάδα που τερμάτισε δέκατη.
Τότε, την αγάπησε ο μικρός Ματεράτσι, ο οποίος, εν αντιθέσει με το κοινό αίσθημα και την αργότερα διασύνδεση του ονόματός του με την Ίντερ, τη Λάτσιο υποστήριζε από μικρός και από τη Λάτσιο ξεκίνησε. Στην ομάδα νέων, πρωτόπαιξε οργανωμένα ποδόσφαιρο. Ακριβώς όσο έμεινε ο πατέρας του στον πάγκο. Δεν έμπαινε σε καλούπια ο μικρός, παρά τα σωματικά προσόντα, ήταν υπέρ το δέον “δυναμικός”, σχεδόν αντιαθλητικός.
Στη Ρώμη, ωστόσο, πρόλαβε να γνωρίσει μια διαφορετική πραγματικότητα, κατάλαβε ότι στη ζωή υπάρχουν κανόνες, οι πράξεις δεν μένουν ατιμώρητες, γιατί κάποιος “κώδικας” επιτάσσει άφεση αμαρτιών στο παιδί που «πέρασε δύσκολα». Μακριά από το ειδικό περιβάλλον του Λέτσε, έπρεπε να γίνει άντρας, να εξελίξει την οργή σε θυμό, τον θυμό σε δυναμισμό. Δύσκολα ζητούμενα για ένα παιδί 17 ετών, του οποίου το αίμα βράζει.
Πιο πολύ ανακούφιση ένιωσε, όταν ο πατέρας του άφησε τη Ρώμη και ανέλαβε τη Μεσίνα. Πιο φίλιο το περιβάλλον στο νησί, πίσω στους “κώδικες”. Η Σικελία ήταν το πεπρωμένο του, μετά από ένα υποχρεωτικό πέρασμα από το Τορ Ντι Κουίντο, για να τελειώσει το σχολείο και να μπορεί να παίζει παράλληλα και ποδόσφαιρο, του προσφέρθηκε η πρώτη πραγματική ευκαιρία στο ποδόσφαιρο που μετράει.
Η Μαρσάλα του πρόσφερε το πρώτο του συμβόλαιο, στην «Πόλη που βλέπει τη Λιβύη», στο Λιλύβαιον που δεν κατακτήθηκε ποτέ στην αρχαιότητα, έγινε κανονικός ποδοσφαιριστής. Ψηλόλιγνος αλλά δυνατός, απ’ αυτά τα νεαρά παιδιά με “νεύρο” και άρνηση για όλα. Έμπαινε σε κάθε φάση, με άγνοια κινδύνου. Τάκλιν και με τα δυο πόδια, το πόδι, πολλές φορές, σηκωνόταν πιο πάνω από το επιτρεπτό ύψος, έκανε ζημιές στα πόδια των αντιπάλων. Στη Μαρσάλα, όμως, αναδείχθηκε το χαρακτηριστικό που τον συνόδευσε σε όλη του την καριέρα: ο Μάρκο ήξερε πώς να σκοράρει. Ένστικτο, άγνοια κινδύνου σε συνδυασμό με αγωνιστική «κακία», γκολ.
Τα στόπερ, τότε, ανέβαιναν μόνο στα τελευταία λεπτά, όταν οι ομάδες κυνηγούσαν το σκορ, στην απέλπιδα προσπάθεια για το γκολ της σωτηρίας ή της νίκης. Ο Ματεράτσι σκόραρε τέσσερεις φορές σε ροή αγώνα. Έφτανε πρώτος στη μπάλα, έπεφτε με το κεφάλι ανάμεσα σε πόδια συμπαικτών και αντιπάλων, ριχνόταν στο “μπουλούκι”, με στόχο απλώς να τον βρει η μπάλα και να πάει μέσα.
Μέσα σε μια σεζόν, μεταγραφή στη μεγάλη ομάδα της επαρχίας, στην Τράπανι. Μέσα σε λίγους μήνες, η κλήση από το αμέσως υψηλότερο επίπεδο, την Περούτζια. Στην αρχή, δεν κατάλαβαν. τον έστειλαν στην Κάρπι να “ψηθεί”. Απολογισμός: 7 γκολ σε 18 παιχνίδια. Όλοι αναρωτιόντουσαν αν αγόρασαν στόπερ ή σέντερ φορ. Το 1997, πίσω αμέσως στην Περούτζια. “Εκείνη” την τρελο-Περούτζια του Λουτσιάνο Γκαούτσι. Την ομάδα του Νέγκρι, του Τζούντι, του Τεντέσκο, αργότερα του Λιβεράνι, του Ράπαϊτς, του Ζε Μαρία, του Νακάτα, του Ζήση Βρύζα.
Το ρεκόρ του είναι ακόμα ακατάρριπτο. Με τη φανέλα της Περούτζια, σκόραρε τα περισσότερα γκολ που πέτυχε ποτέ αμυντικός στη Serie A. Δώδεκα γκολ σε μια σεζόν. Από κεντρικό αμυντικό. Από ένα σημείο της σεζόν κι έπειτα, τον έβαλαν να εκτελεί και τα πέναλτι, τόση εμπιστοσύνη είχαν στο κρύο αίμα, την τεχνική και τα πόδια του.
Η εικόνα στο κάδρο έχει θολώσει με τα χρόνια, γιατί οι περισσότεροι θυμούνται τα πόδια του Ματεράτσι μόνο για τους λάθος λόγους. Για τις “σκαριές”, τις πληγές, τα σκισμένα γόνατα. Είναι γεγονός ότι η αγριότητα, με την οποία έπεφτε στη μπάλα, ήταν άνευ προηγουμένου. Ενστικτώδεις, ζωώδεις επεμβάσεις, πολλές φορές, απευθείας στο πόδι του αντιπάλου. Σε φάση επίθεσης, όμως, τα πόδια του μετατρέπονταν στον «καλό», στον ήρωα της ταινίας.
Ο Σέρζε Κόσμι τον διαχειρίστηκε με τέτοιον τρόπο, παίρνοντας μονάχα το καλύτερο από εκείνον. Τον βοήθησε να πάρει τη μεταγραφή, να ζήσει το όνειρο της Premiership, από τα 25 του. Τα -φημισμένα, υποτίθεται, για τη σκληράδα τους- βρετανικά γήπεδα τον άντεξαν μια σεζόν. Ημερολογιακά δεν έκλεισε καν χρόνο. Στο Μέρσεϊσαϊντ έφτασε ανώριμος, παρεξήγησε και παρεξηγήθηκε, δεν ησύχασε ποτέ. Η σύντομη περιπέτεια της Έβερτον έγραψε 27 συμμετοχές και 4 αποβολές.
Άρον-άρον πίσω στο προστατευόμενο περιβάλλον της Περούτζια. Μια διετία, στην οποία πρόλαβε κι έγινε ο ηγέτης και το σημείο αναφοράς μιας ομάδας που έχει μείνει στην ιστορία του Ιταλικού ποδοσφαίρου. Όλα κόλλησαν μαγικά σ’ εκείνη την παρέα. Ιδιοσυγκρασία, κίνητρα, ανάγκη για προσωπικές αποδείξεις και δικαιώσεις. Το περιβραχιόνιο το φόρεσε ο Ματεράτσι. Μόνο εκείνος θα μπορούσε.
Από εκείνη τη μαγική διετία, ήρθε η κλήση στην Εθνική, η μεταγραφή στην Ίντερ, η είσοδος του Ματεράτσι στην ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική σφαίρα. Πιο πριν ήταν “εσωτερική υπόθεση”, ένα γνήσιο “ιταλικό rebus”, η μετεμψύχωση ενός παλιού Ουρουγουανού «guerrillero» σε κορμί και φάτσα Ιταλού.
Στη μεγάλη ομάδα, απέκτησε υπόσταση, φήμη, αναγνώριση από συμπαίκτες και Τύπο, μετατράπηκε στον αγαπημένο Matrix των οπαδών της Ίντερ. Στους «Νerazzurri» δρούσε συνήθως σαν υπερήρωας, σαν ένας ανυποχώρητος πολεμιστής που δεν παραιτείται ποτέ. Σημειωτέον ότι, εκείνη την εποχή, η Ίντερ του Μοράτι πάσχιζε να σπάσει την ηγεμονία της Γιουβέντους, στον αέρα του Μιλάνου (και όχι μόνο), αιωρείτο η αίσθηση (σχεδόν βεβαιότητα) ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά με το Ιταλικό ποδόσφαιρο. Ο Ματεράτσι ανέλαβε, μετά χαράς, τον ρόλο του «κακού», γι’ αυτόν, άλλωστε, ήταν φτιαγμένος και αυτόν επιζητούσε σε όλη του την καριέρα.
Η μετάβαση στη μεγάλη ομάδα δεν τον τρόμαξε, δεν τον “κατάπιε”. Σε μια από τις πρώτες του συνεντεύξεις, ως παίκτης της Ίντερ, τοποθέτησε τα πράγματα στη βάση της δικής του κοσμοθεωρίας και όχι των άλλων:
«Μου αρέσει η πίεση. Να ασκώ πίεση, αλλά και να νιώθω ότι με βουλιάζει η πίεση. Στο λάθος φαίνεται αν αντέχεις την πίεση, εκεί πρέπει να παραμένεις ακλόνητος. Όταν αστόχησα στο πέναλτι (σ.σ. είχε χάσει πέναλτι σε έναν αγώνα εναντίον της Σιένα, το οποίο θα έκρινε τον αγώνα), θυμήθηκα τα λόγια του παλιού μου προπονητή, του Ματσόνε, ο οποίος μου είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν του έκανα ως ποδοσφαιριστής στο χορτάρι. Δεν με χρειαζόταν για την τεχνική, την τακτική, τις τοποθετήσεις μου. Φώναζε από τον πάγκο: «Δεν σου είπα να κάνεις τον ποδοσφαιριστή». Είχε δίκιο. Σε μια ομάδα, πρέπει να υπάρχει εκείνος που αναλαμβάνει την ευθύνη, εκείνος που αναδεικνύει τον χαρακτήρα. Δεν μπορείς να παίξεις στο San Siro ή το Olimpico, αν δεν έχεις προσωπικότητα. Τεχνικές αρετές μπορεί να έχουν όλοι. Ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα είναι που κάνουν τον παίκτη κατάλληλο για τη μεγάλη ομάδα».
Για καιρό, στο Μιλάνο, ο Ματεράτσι είχε γίνει σχεδόν ανέκδοτο. Ήταν κάτι σαν «μπαμπούλας» για τα μικρά παιδιά, «σούπερ ήρωας» για τους οπαδούς της Ίντερ, ο «κακός» για τους οπαδούς της Μίλαν.
Αξέχαστα τα ντέρμπι, στα οποία -με τον υπερβάλλοντα ζήλο του- έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο την καριέρα του Σεβτσένκο ή του Ιντζάγκι. Ο Ματεράτσι δεν περιοριζόταν στις βρισιές, τα “ύπουλα” χτυπήματα στη μέση, τις γονατιές και τον εκνευρισμό του αντιπάλου.
Υπήρχαν περιπτώσεις, όπου κυνηγούσε αστράγαλο, επί τούτου. «Σταμάτα, τι κάνεις; Δεν το καταλαβαίνεις ότι θα σε επικηρύξει όλη η Serie A;», του είπε, κάποτε, η παλιά καραβάνα, ο Μπίλι Κοστακούρτα. «Δεν είμαι άγιος, αλλά δεν θα κάνω και την παρθένα, όπως κάνετε εσείς», απάντησε ο Ματεράτσι.
Πίσω από τη δίψα για νίκη, πίσω από την ανάγκη επιβεβαίωσης της ανωτερότητάς του, ο Μάρκο έκρυβε ποιος ξέρει τι. Ίσως, τελικά, να ήταν έτσι φτιαγμένος, να είχε την πεποίθηση ότι μονάχα μ’ αυτόν τον τρόπο θα επιβιώσει στη ζούγκλα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, σε τόσο υψηλό επίπεδο.
Ακροβατώντας μεταξύ λατρείας και μίσους. Λατρεία για τους οπαδούς της ομάδας του, μίσος για όλους τους υπόλοιπους. Μια, τρόπον τινά, φιλοσοφία «μόνος μου κι όλοι σας».
Στην πραγματικότητα, θεωρούσε ότι ο αγωνιστικός χώρος είναι πεδίο μάχης, ότι το παιχνίδι είναι ένας πόλεμος, στον οποίον όλα επιτρέπονται και ισχύουν μόνο οι άγραφοι νόμοι των τεσσάρων γραμμών. Κι όλα τέλειωναν με το τελευταίο σφύριγμα, όλα επέστρεφαν σε κανονικούς ρυθμούς, με όλους τους εμπλεκομένους να ξεχνούν όσα προηγήθηκαν. Τις εκ των υστέρων διαμαρτυρίες τις θεωρούσε «ανέξοδη γκρίνια» από ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν πόσα διακυβεύονται στο γήπεδο, που δεν έχουν εικόνα συνθηκών και ψυχολογίας ενός αγώνα.
Πιο εμβληματικό απ’ όλα τα επεισόδια στα ιταλικά γήπεδα θεωρώ εκείνο με συμπρωταγωνιστή τον “δικό μας” Μπρούνο Τσιρίλο. Ο Μπρούνο, τότε, αγωνιζόταν στη Σιένα, ο Ματεράτσι ήταν τιμωρημένος, αλλά είχε κατέβει με πολιτικά δίπλα στον πάγκο, εμψύχωνε τους συμπαίκτες του, έβριζε τους αντιπάλους, εκνεύριζε τον βοηθό, διαμαρτυρόταν στον τέταρτο. Σε μια φάση κοντά στη γραμμή, φωνάζει στον συμπαίκτη του, Κίλι Γκονζάλες, «πέρνα τον, τον έχεις, είναι λίγος, είναι πουθενάς». Ο Τσιρίλο το ακούει, το κρατάει, το φυλάει και, με τη λήξη, πάει στα αποδυτήρια να ζητήσει τον λόγο.
Η απάντηση του Ματεράτσι είναι μια γροθιά, ο Τσιρίλο βγαίνει σε ζωντανή μετάδοση, επιδεικνύοντας το πρησμένο ζυγωματικό, το σχισμένο χείλος. «Κοιτάξτε μόνοι σας. Δεν ήρθα για να κλαφτώ, θέλω να δείτε όλοι τι άνθρωπος είναι ο Ματεράτσι. Μόνο αυτό». Η απάντηση του Ματεράτσι ήταν «Αυτά συμβαίνουν, λυπάμαι γι’ αυτό που έγινε, το πράγμα ξέφυγε και δεν έπρεπε να γίνει».
Ο δίμηνος αποκλεισμός από αγωνιστικές δραστηριότητες ήταν το λιγότερο, ξεκίνησε ένα κύμα διαμαρτυριών, ακόμα και από ποδοσφαιριστές που τον είχαν αντιμετωπίσει παλαιότερα. Δεσπόζει η τοποθέτηση του Τζίτζι Λεντίνι, ο οποίος είπε ευθαρσώς ότι πρόκειται για επικίνδυνο άτομο που δεν είναι ποδοσφαιριστής.
Όλα θα έμεναν σαν “εσωτερικοί θρύλοι”, σαν “μυστικά” του calcio, χωρίς το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006. Ο Ματεράτσι ήταν ήδη διεθνής, αλλά στη σκιά του μεγάλου Αλεσάντρο Νέστα. Ο τραυματισμός του κορυφαίου Νέστα, βρίσκει τον Μάρκο αναπάντεχα βασικό (από το τρίτο παιχνίδι, εκείνο εναντίον της Τσεχίας), σε μια «Squadra Azzurra», η οποία αγωνιζόταν στα γερμανικά γήπεδα, υπό τη δαμόκλειο σπάθη του σκανδάλου «calciopolis». Τηλεφωνικές υποκλοπές, στημένα παιχνίδια, παράνομο στοίχημα, διαφθορά σε όλα τα επίπεδα.
Ο Ματεράτσι από εφεδρικός ξαφνικά βασικός, με γκολ στο ντεμπούτο αλλά και μια κόκκινη κάρτα στη φάση των «16», εξαιτίας της οποίας χάνει τα προημιτελικά. Όταν εκτίει την ποινή, ο Λίπι δεν έχει τον παραμικρό ενδοιασμό και τον επαναφέρει στην ενδεκάδα.
Στον Τελικό με τη Γαλλία δεν είναι ώρα ούτε για πειραματισμούς, ούτε για παιχνιδίσματα. Ο Ματεράτσι έχει κάνει κυριολεκτικά τα πάντα στο ματς, είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής σε όλες τις πράξεις του έργου.
Κάνει το πέναλτι στον Μαλουντά, με το οποίο προηγείται η Γαλλία. Ισοφαρίζει με κεφαλιά μετά το κόρνερ του Πίρλο, προκαλεί την κόκκινη κάρτα του κορυφαίου του ματς και απόλυτου πρωταγωνιστή του Παγκοσμίου Κυπέλλου, Ζινεντίν Ζιντάν.
Ακριβώς εδώ, στην τελευταία πράξη, κρύβεται και η κορύφωση του δράματος.
«Προτιμώ να πεθάνω, παρά να ζητήσω συγγνώμη από έναν κακό άνθρωπο. Τα βάζω με τον εαυτό μου για αυτό που έκανα, αλλά, εάν ζητούσα συγγνώμη, θα ήταν σαν να παραδεχόμουν ότι έκανε κάτι φυσιολογικό. Ξέρετε, στο γήπεδο, στο χορτάρι, συμβαίνουν πολλά. Εγώ δεν άντεξα. Δεν είναι δικαιολογία, αλλά, εκείνη τη στιγμή, δεν άντεξα και αντέδρασα. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος, ο Κακά, ένα καλό παιδί, θα του ζητούσα αμέσως συγγνώμη. Σ’ αυτόν όχι. Σ’ αυτόν ποτέ».
Είναι τα λόγια του Ζιντεντίν Ζιντάν, μετά από ένα από τα πλέον εμβληματικά στιγμιότυπα Τελικού Παγκοσμίου Κυπέλλου στην ιστορία. Ένα σκηνικό που διατηρείται ακόμη ζωντανό, μια αποβολή που δεν θα ξεχαστεί ποτέ, γιατί, αν δεν συνέβαινε, θα παραήταν “κινηματογραφική” για να είναι αληθινή.
Ο Γαλλοαλγερινός ήταν ο φυσικός ηγέτης της Γαλλίας στο Μουντιάλ. Την είχε πάρει από το χέρι και την οδηγούσε στον θρίαμβο. Όλος ο πλανήτης υποκλινόταν στο ταλέντο του, όλη η θετική ενέργεια των ουδετέρων ήταν μαζί του, διότι ήταν το τελευταίο του παιχνίδι μετά από μια συγκλονιστική καριέρα, είχε σκοράρει με ένα απίθανο σε εκτέλεση πέναλτι, είχε υποχρεώσει τον Μπουφόν σε μια κορυφαία απόκρουση, σχεδόν ανάλογη εκείνης του Μπανκς, στο Μουντιάλ του ’70, στο Μεξικό.
Ο Ματεράτσι ήταν η ανάσα του, όταν ο Ζιζού κινείτο στο τελευταίο τέταρτο του γηπέδου. Κολλούσε επάνω του, μιλούσε, τραβούσε, χρησιμοποιούσε θεμιτά και αθέμιτα μέσα, για να τον σταματήσει, να τον εκνευρίσει, να τον θέσει εκτός ρυθμού αγώνα. Αυτό έκανε πάντα, αυτό έκανε και με τον Ζιντάν.
Σε μια φάση, κατά την οποία ο Ζιντάν είναι με πλάτη στο τέρμα, ο Ματεράτσι είναι ασφυκτικά κολλημένος επάνω του, τραβάει τη φανέλα, δεν τον αφήνει να κινηθεί. Ο Ζιντάν γυρίζει το πρόσωπο και, με αυτό το ειρωνικό αλλά μειλίχιο ύφος, του λέει: «Άκου, αν θες τόσο πολύ τη φανέλα μου, να στη δώσω, στο τέλος του παιχνιδιού». Η αντίδραση του Ματεράτσι ενστικτώδης, άμεση, βγαλμένη από τα καλντερίμια του Σαλέντο: «Όχι, προτιμώ να μου δώσεις την πουτ@να την αδερφή σου». Αυτό ήταν. Ο Ζιντάν κοντοστέκεται για ένα-δυο δευτερόλεπτα, συνειδητοποιεί τι άκουσε και επιτίθεται ως γνήσιο τέκνο των κακόφημων δρόμων της Μασσαλίας: κουτουλιά στο στήθος. Δυνατή, όχι χάδι. Ο Ματεράτσι στο έδαφος, η εντύπωση είναι ότι επέτεινε και λίγο τον “πόνο”, το εύρος της πτώσης.
Όλοι στο γήπεδο σαστίζουν. Εκατομμύρια τηλεθεατές περιμένουν το replay της τηλεόρασης. «Δεν γίνεται ο Ζιντάν, αποκλείεται ο Ζιντάν». Κι όμως, ήταν ο Ζιντάν. Η εικόνα να περπατά με το κεφάλι σκυφτό, μετά την αναπόφευκτη αποβολή του, περνώντας δίπλα από το Παγκόσμιο Κύπελλο που έλαμπε στην τροπαιοθήκη της FIFA, μένει βαθιά χαραγμένη στο θυμικό. Όλος ο πλανήτης πάγωσε. Για πρώτη φορά, τα αντανακλαστικά έγειραν προς την πλευρά του θύτη και όχι του θύματος. Δεν ήταν ακόμη γνωστό τι του είπε, τι συνέβη, για ποιον λόγο προκλήθηκε η συγκεκριμένη αντίδραση.
On July 9, 2006, 110 minutes into the World Cup final, Zinedine Zidane was red-carded for headbutting Marco Materazzi.
France lost the penalty shootout to Italy. It was Zidane’s final moment as a player.
(🎥: @FIFAWorldCup)pic.twitter.com/DuWJWV5Inn
— B/R Football (@brfootball) July 9, 2021
Η ζωή συνεχίστηκε, το ματς το ίδιο συνεχίστηκε, οδηγήθηκε στα πέναλτι, ο Ματεράτσι σκόραρε και το δικό του πέναλτι, η Ιταλία έζησε το παραμύθι της. Το σκηνικό ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο, έγινε meme (ακόμη είναι), θα μιλούν γι’ αυτό άνθρωποι που είναι ακόμη αγέννητοι.
Πιθανόν είναι το επιμύθιο της καριέρας του ίδιου του Ματεράτσι, το τεράστιο τίμημα μιας καριέρας γεμάτης τίτλους, τους κορυφαίους τίτλους που υπάρχουν στο ποδόσφαιρο. Πρωταθλήματα, Κύπελλα, Champions League, Παγκόσμιο Κύπελλο. Στην ουγιά κάτι απροσδιόριστο, η στάμπα του «κακού», ο ψίθυρος του παρία σε έναν χώρο υποτίθεται καθαρό, μακριά από σκοπιμότητες και “κώδικες δρόμου”.
Μια φορά μονάχα “έσπασε” ο Μάρκο. Όταν συνάντησε στην καριέρα του τον άνθρωπο που τον κατάλαβε περισσότερο κι από τον πατέρα του. Το αποκορύφωμα των σχέσεών του με τους προπονητές δεν ήρθε ούτε με τον «κύριο» Λίπι, ούτε με τρελούς, όπως ο Ματσόνε και ο Κόσμι. Με τον Μουρίνιο η ένωση ήταν αυτόματη, είναι δυο προσωπικότητες φτιαγμένες η μία για την άλλη.
Οι λυγμοί του Ματεράτσι στην αγκαλιά του Ζοσέ, στη Μαδρίτη, μετά την κατάκτηση του Champions League με την Ίντερ, εκεί, παράμερα, πάνω στο πεζοδρόμιο, αναμένοντας το λεωφορείο της επιστροφής. Εκεί, όπου θεωρούσε ότι δεν υπάρχουν κάμερες. Εκεί, όπου επέτρεψε στον εαυτό του να “σπάσει”. Το κλάμα του Μάρκο -έχω την αίσθηση ότι- ήταν πολύ πιο εσωτερικό, πολύ πιο βαθύ σε σχέση με το ίδιο το επίτευγμα της Ίντερ. Ξέσπασε στον μοναδικό ώμο που θεωρούσε ότι τον κατάλαβε στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Ξέσπασε στην αγκαλιά του ανθρώπου που έκανε το αίσθημα της αδικίας επιστήμη.
Κατά τα λοιπά και για όλη του την υπόλοιπη διαδρομή, έμεινε ο ίδιος. Απαράλλακτος, ακίνητος, σταθερός στον ρόλο του «σκληρού», του «κακού». Ακόμα και πρώην συμπαίκτες του αποφεύγουν να μιλήσουν για εκείνον. Ορισμένοι, όπως ο Ιμπραΐμοβιτς και ο Λούσιο, δεν περιορίζονται στο «ουδέν σχόλιο» και κάνουν λόγο για έναν τύπο με απωθημένα, έναν κακό άνθρωπο που είχε στόχο να βλάψει τους αντίπαλους ποδοσφαιριστές και δεν είχε κανένα πρόβλημα να το παραδεχτεί. «Και τώρα που δεν παίζει, εξακολουθεί να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο», σημειώνει ο πρώην αρχηγός της Βραζιλίας.
Ο Ματεράτσι, μετά από δεκαετή καριέρα στην Ίντερ και αφού ολοκλήρωσε την περιπέτειά του στις Ινδίες, κάνοντας, στα γεράματα, τον παίκτη-προπονητή, δείχνει, πλέον, να το έχει φιλοσοφήσει, να έχει αποδεχθεί ανοιχτά και τον ρόλο και τη στάση του καθ’ όλη την πολυετή καριέρα του:
«Έκανα πολλές ανοησίες στη ζωή μου. Έριξα, αλλά και έφαγα πολλές γροθιές. Κανονικές και μη. Δεν παραπονέθηκα ποτέ, όλες μου τις τιμωρίες τις δέχτηκα αδιαμαρτύρητα. Στον κόσμο αρέσει να μιλάει και να κρίνει. Θα σταματήσω να συμπεριφέρομαι κατ’ αυτόν τον τρόπο, όταν σταματήσουν να μιλάνε και να κρίνουν. Μέχρι τότε, όσοι μιλάνε, ας μιλούν. Και, όσοι κρίνουν, κρίνονται».
Δεν είναι ξεκάθαρο εάν τον ρούφηξε η περσόνα του, εάν είναι όντως έτσι φτιαγμένος, εάν “έχτισε” επάνω στον χαρακτήρα του. Με βάση το παρελθόν, τις καταβολές, τον προσωπικό ανήφορο από την εφηβεία του, μάλλον απ’ αυτά τα υλικά είναι πλασμένος, αλλά, στην πορεία, αποφάσισε ότι μόνο διά της επιβολής μπορούσε να επιβιώσει σε έναν χώρο που θα τον “κατάπινε”.
Προτίμησε να ξυπνά μίσος, πιθανόν γιατί φοβόταν να δοκιμάσει τον αντίθετο πόλο. Συναίσθημα είναι και το μίσος, τρόπος έκφρασης. Και, πολλές φορές, κρύβει μέσα του και μια συντετριμμένη αγάπη.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:
Ο Σιωπηλός Σεβασμός Στον Αντρέι Σεβτσένκο