Ο κρότος του πυροβολισμού ηχεί ακόμη στ’ αυτιά του.
Έστω κι αν δεν τον άκουσε ποτέ.
Ένας ήχος που διαμόρφωσε τη ζωή του, με δύο τρόπους.
Αρχικά με απάθεια και στην πορεία με έμπνευση, με κίνητρο.
Είναι «εκρηκτικός» και «ομιλητικός» στο παρκέ και εκφραστικός στη συμπεριφορά του.
Ο Μάρκους Σλότερ, ωστόσο, δεν ήταν πάντα τόσο ανοικτός στον κόσμο.
Απείχε πολύ από το να χαρακτηρίζεται «ανοικτό βιβλίο».
Μία οικογενειακή τραγωδία τον έκλεισε στον εαυτό του.
Η εσωστρέφεια λίγο έλειψε να του καταστρέψει τα όνειρα, τις φιλοδοξίες, την καριέρα.
Θαρρεί κανείς ότι το βιβλίο της δικής του ζωής γέμισε με το αίμα του αδερφού του…
Την ίδια στιγμή που εκείνος δεν έδειχνε αρχικά καμία επιθυμία να γράψει τα δικά του κεφάλαια στις σελίδες του.
Ο σέντερ της ομάδας μπάσκετμπολ της ΑΕΚ δεν «κουβαλά» μόνο την εμπειρία των 34 ετών της ηλικίας του ή των παραστάσεών του από την Ευρωλίγκα.
Έχει πίσω του μία μελαγχολική ιστορία που τον καθόρισε σαν άνθρωπο.
Μία απώλεια που τον πλήγωσε από τότε που ήταν μόλις 11 ετών.
Αλλά και μία τραγωδία που, τελικά, του πρόσφερε νέο κίνητρο για ζωή και για μπάσκετμπολ.
Μία ιστορία που δεν ξεχνά ποτέ.
Μία «σκοτεινή» ανάμνηση που δεν έχει χαραγμένη απλώς στην καρδιά του, αλλά και «σημαδεμένη» στις φανέλες και τα παπούτσια του.
Ο Αμερικανός σέντερ δεν παίζει μόνο για τον εαυτό του. Δεν τιμά απλώς κάθε νέο συμβόλαιό του.
Δεν παλεύει για κάθε μπάλα στο γήπεδο, μόνο για τη νίκη ή τους τίτλους.
Αλλά αγωνίζεται και για τη μνήμη του αδερφού του, Τζεμάλ…
Ο Μάρκους Σλότερ δεν επηρεάστηκε ποτέ από κανέναν θόρυβο σε κανένα «εχθρικό» γήπεδο αντιπάλου.
Δεν φοβήθηκε ό,τι και αν είδε ή άκουσε.
Καμία φασαρία δεν μπορεί να του απομακρύνει έναν άλλον, μακάβριο θόρυβο που δεν φεύγει από το κεφάλι του.
Στα αυτιά του ακόμη ηχεί ένας πυροβολισμός, που πάντως δεν άκουσε ποτέ.
Ήταν ο ήχος του όπλου που σκότωσε στις 30 Μαΐου 1996 τον 19χρονο αδερφό του, Τζεμάλ.
Ήταν η σφαίρα στο στήθος του καλύτερου φίλου του, του ινδάλματός του, του ανθρώπου που τον γέμιζε με ζωή και όνειρα.
Ο Τζεμάλ Σλότερ ήταν ένας εξαιρετικός σκόρερ και σταρ του γυμνασίου Φοντάνα, στην Καλιφόρνια.
Οι ειδικοί έλεγαν πως έχει μπροστά του μία πολλά υποσχόμενη καριέρα.
Το πανεπιστήμιο Αριζόνα Στέιτ τού πρόσφερε υποτροφία, όμως ο νεαρός απέτυχε στα ακαδημαϊκά τεστ…
«Δεν είχε ποτέ το μυαλό σου στα μαθήματα και στο NCAA οι κανόνες είναι ιδιαιτέρως αυστηροί», θυμάται ο τότε κόουτς του Αριζόνα Στέιτ, Μπιλ Φρίντερ.
Ο Τζεμάλ πέρασε μερικές στιγμές κατάθλιψης λόγω της αδυναμίας να εξασφαλίσει πλήρη υποτροφία από άλλο κολέγιο της Division I και αγωνίστηκε σαν πρωτοετής στο Λονγκ Μπιτς Σίτι Κόλετζ και σαν δευτεροετής στο άσημο κολέγιο Τσάφεϊ.
Ο Τζεμάλ Σλότερ, πάντως, είχε βρει το χαμόγελό του κι εκτός παρκέ, έχοντας γνωρίσει μία 15χρονη κοπέλα, με την οποία έβγαινε.
Μία σχέση, όμως, που ο πατριός της, Τσαρλς Γκίλμπερτσον, δεν ενέκρινε ποτέ.
Ο Γκίλμπερτσον, πρώην ντετέκτιβ της αστυνομίας του Λος Άντζελες, απείλησε πολλές φορές τον Τζεμάλ να μην πλησιάζει την κόρη της συζύγου του.
Όσοι γνώριζαν την κατάσταση έκαναν λόγο για φυλετική διαφωνία του λευκού πατριού, ο οποίος δεν ήθελε να βλέπει την 15χρονη να βγαίνει με μαύρο.
Οι λέξεις, ωστόσο, έγιναν το βράδυ της 30ης Μαΐου 1996 σφαίρες…
Ο Γκίλμπερτσον έφτασε έξω από το διαμέρισμα του Τζεμάλ, στην περιοχή Τσουκαμόνγκα.
Όταν αντίκρισε τον Σλότερ, το παραλήρημά του μετέτρεψε τα λόγια σε μία κίνηση που ο Τζεμάλ δεν περίμενε.
Ο Γκίλμπερτσον τράβηξε το όπλο του και πυροβόλησε στο στήθος τον 19χρονο… Ο Τζεμάλ ξεψύχησε μερικές ώρες αργότερα σε κοντινό νοσοκομείο.
Ο δράστης καταδικάστηκε σε φυλάκιση 16 ετών, καθώς κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία εκ προμελέτης.
Όμως η οικογένεια Σλότερ δεν θεώρησε ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη.
Η μητέρα του κατέθεσε αγωγή στην επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ισχυριζόμενη ότι ο Τσαρλς Γκίλμπερτσον σκότωσε τον γιο της επειδή ήταν μαύρος.
Η φαμίλια του Μάρκους Σλότερ, όμως, δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο το θρήνο για τον 19χρονο γιο της…
Ο Μάρκους ήταν μόλις 11 ετών και χάνοντας τον μεγάλο αδερφό του, έχασε κάθε διάθεση για ζωή.
Το 2004 μίλησε για πρώτη φορά δημοσίως για την οικογενειακή τραγωδία του, ως παίκτης του πανεπιστημίου Σαν Ντιέγκο Στέιτ.
«Ήταν πολύ δύσκολο να μεγαλώσω δίχως τον Τζεμάλ», δήλωσε στην εφημερίδα «San Diego Union Tribune».
«Υπήρχε πολλή πίεση για μένα και είχα να αντιμετωπίσω όλα αυτά τα προσωπικά και οικογενειακά ζητήματα. Δεν ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω αυτές τις προκλήσεις», πρόσθεσε.
«Πλέον, παίζω για τον αδερφό μου. Ξέρω ότι ο Τζεμάλ είναι κάπου ψηλά και με παρακολουθεί από εκεί.
»Ξέρω, τελικά, ότι αυτό ήθελε να κάνω, και για εκείνον.
»Παίζω όσο πιο σκληρά μπορώ και για τον αδερφό μου.
»Το μπάσκετμπολ δεν ήταν ποτέ αυτό που ήθελα για τη ζωή μου. Όμως, πια, είναι πολύ ωραίο να αγωνίζομαι για τον Τζεμάλ.
»Πάντα ήθελα να φτάσω στο επίπεδο στο οποίο επιθυμούσε και μπορούσε να παίξει εκείνος».
Ο πατέρας του, Ντουάιτ Σλότερ, εξήγησε στο ίδιο δημοσίευμα πως «η τραγωδία ήταν μεγαλύτερη για τον 11χρονο Μάρκους.
»Τον “σημάδεψε” και ξέρω ότι ακόμη τον πληγώνει. Ο Μάρκους έπρεπε να βρει παρηγοριά και ειρήνη με τον εαυτό του, καθώς τα πρώτα χρόνια μετά την απώλεια του Τζεμάλ, ήταν πολύ ήσυχος».
Ο Μάρκους Σλότερ κλείστηκε στον εαυτό του.
«Κατάθλιψη», έλεγαν οι γιατροί…
Θεώρησε αρχικά πως το να παίξει μπάσκετμπολ ήταν κάτι σαν ασέβεια προς το αντίστοιχο όνειρο του αδερφού του.
Η μητέρα του δεν τον πίεσε ποτέ να κάνει κάτι που δεν θέλει.
Τα δύο άλλα αδέρφια του και ο πατέρας του, όμως, επέμεναν πως ο μικρός πρέπει να πατήσει στο παρκέ.
Ο Μάρκους ψήλωνε και ο πατέρας του τον ρώτησε: «Γιατί δεν παίζεις μπάσκετμπολ;».
Ο ίδιος απλώς αρνούνταν, ακόμη και όταν ο Ντουάιτ Σλότερ τού έλεγε συνεχώς πως «έχεις μέλλον στο μπάσκετμπολ».
Όταν αποφάσισε να πιάσει την πορτοκαλί μπάλα στα χέρια του, για χάρη του αδερφού του, τα κολέγια άρχισαν να κάνουν σειρά για να του μιλήσουν.
Στο γυμνάσιο Βάλεϊ Βιου κατέγραψε μ.ό. 21 πόντους και 14,3 ριμπάουντς.
Σαν τελειόφοιτος γυμνασίου, στο Νορθ Χάι του Ρίβερσαϊντ, μέτρησε 21,1 πόντους και 14,5 ριμπάουντς.Το Σαν Ντιέγκο Στέιτ τού πρόσφερε υποτροφία και σαν πρωτοετής είχε μ.ό. 7,9π.-6,8ριμπ. σε 25,2΄ συμμετοχής.
Τη δεύτερη σεζόν κατέγραψε 17,8π. σε 34,1΄ και την τρίτη 16,5π.-11ριμπ., δηλώνοντας συμμετοχή στο ντραφτ του ΝΒΑ, το 2006.
Το όνομά του δεν ακούστηκε ποτέ στη διαδικασία επιλογής και μετά την πρώτη επαγγελματική απόπειρά του στην τουρκική Καρσίγιακα, υπέγραψε το 2007 διετές συμβόλαιο με τους Μαϊάμι Χιτ.
Το όνειρο του ΝΒΑ, ωστόσο, είχε διάρκεια μερικών εβδομάδων, αφού τον Οκτώβριο του 2007 αποδεσμεύθηκε.
Για την επόμενη 12ετία βρέθηκε στην Ευρώπη, παίζοντας σε Ισραήλ (Χάποελ Ιερουσαλήμ), Γαλλία (Γκραβελίν, Χάβρη, Νανσί), Ισπανία (Βαγιαδολίδ, Ρεάλ Μ.), Γερμανία (Μπρέμερχαβεν, Μπάμπεργκ), Τουρκία (Νταρουσάφακα Μπαχτσεσεχίρ), και Ιταλία (Βίρτους Μπολόνια).
Κατέκτησε το νταμπλ στη Γερμανία με τη Μπάμπεργκ το 2012 και θεωρεί «σπουδαιότερη νίκη της καριέρας μου» την επικράτηση επί του Παναθηναϊκού για την Ευρωλίγκα, το 2011.
Στην τριετία 2012-2015, με τη Ρεάλ Μαδρίτης, πανηγύρισε την κατάκτηση της Ευρωλίγκας το 2015, εναντίον του Ολυμπιακού, καθώς και δύο πρωταθλήματα και Κύπελλα Ισπανίας.
Το «τελετουργικό» του Μάρκους Σλότερ πριν από τους αγώνες ήταν πάντα ευλαβικό.
«Δεν είμαι καθόλου προληπτικός. Πριν από τα ματς πηγαίνω στα αποδυτήρια ακούγοντας μουσική.
»Απομονώνομαι για λίγο στο μπάνιο, διαβάζοντας εδάφια από τη Βίβλο. Λέω μία προσευχή και βγαίνω στο γήπεδο».
Στη θητεία του στη Ρεάλ, πάντως, καθιέρωσε και μία άλλη κίνηση πριν από την έναρξη των αγώνων.
Ήταν ένα άλμα που, όπως εξήγησε στην επίσημη ιστοσελίδα της ομάδας της Μαδρίτης, «το έκανα για πρώτη φορά σε ένα ματς Κυπέλλου στη Γερμανία».
Ο Σλότερ επισήμανε πως «θυμάμαι ότι απλώς έτρεχα στην προθέρμανση και ξαφνικά πήδηξα στον αέρα.
»Απλώς αισθάνθηκα καλά και έτοιμος να παίξω και το επανέλαβα και μερικές φορές ακόμη.
»Είναι ένα άλμα στο οποίο πηδώ ψηλά, τεντώνω τα πόδια προς τα πλάγια και επιχειρώ να πιάσω τις άκρες».
Το περίφημο «Jump» έγινε σήμα κατατεθέν του, όμως δεν άλλαξε και τις συνήθειές του.
Βίβλος, μία προσευχή και σκέψη στον αδερφό του.
Αφενός γιατί το Νο44 που επιλέγει ήταν εκείνο που φορούσε ο Τζεμάλ.
Αφετέρου, διότι αν προσέξει κάποιος τα παπούτσια του, θα δει στο ένα να αναγράφει πάντα «J–Paul #44».
Το παρωνύμιο και το αγαπημένο νούμερο του αδερφού του, για τον οποίο ο Μάρκους Σλότερ επιμένει ότι τον κοιτάζει από ψηλά,