«Exercício da pedrinha». Είχε και συγκεκριμένη ονομασία η άσκηση στην οποία υποχρεωνόταν ξανά και ξανά ο 14χρονος, ατσούμπαλος, ασυντόνιστος, Οσκάρ Σμιντ.
Η άσκηση με τις μικρές πέτρες, με τα βότσαλα. Για να βελτιώσει την ντρίμπλα, διότι η μπάλα αναπηδούσε μέχρι το στήθος του. Σκύβοντας να μαζέψει τις πετρούλες από το πλαστικό δάπεδο, ήταν υποχρεωμένος να συνεχίσει να ντριμπλάρει. Και αμέσως μετά να σουτάρει. Αυτός, για τον οποίον θαρρείς ότι επινοήθηκε η παρομοίωση «σουτάρει σαν να πετάει βότσαλα στη θάλασσα».
Αν δεν αντιστοιχεί στον πρώτο σκόρερ όλων των εποχών παγκοσμίως σε απόλυτα νούμερα, τότε σε ποιον αντιστοιχεί; Βρισκόμαστε στο 1972 και ο γυμνασιόπαις Οσκάρ έχει μετακομίσει στην Μπραζίλια. Ο θείος του τον παραδίδει στον κόουτς Ζεζάο της τοπικής Ουνιντάντε Βιζινιάνσα κι εκείνος με τη σειρά του στον 20χρονο Λαουρίντο Μιούρα. Έναν γκαρντ 167 εκατοστών της ανδρικής ομάδας, δίχως προοπτικές. Που βγάζει χαρτζιλίκι προπονώντας παιδάκια.
Με αυτόν, τον γιο Ιαπώνων μεταναστών, μαθαίνει μπάσκετ ο άνθρωπος που σύντομα θα γίνει συνώνυμος του σκοραρίσματος. Κυκλοφορεί και στο κέντρο του αγωνιστικού χώρου με δεμένα τα μάτια, προκειμένου να αντιληφθεί από πού του έρχονται μπάλες και να οξυνθεί η αντίληψή του στον χώρο. Πρωτίστως θα σταματάει να σουτάρει ευθύβολα, από το ύψος του μετώπου.
Η μπάλα θα φεύγει στο εξής από πιο ψηλά. Θα εξακολουθήσει να την φέρνει αρχικά μπροστά στο κεφάλι του, αλλά τα χέρια θα σηκώνονται πάνω από αυτό και, έτσι όπως από 1.85μ. γίνεται γρήγορα 2.06μ., θα την στέλνουν μονίμως στο καλάθι. Πάνω και από τους αντιπάλους του, θέτοντας ένα πρόβλημα που έμεινε άλυτο στα 29 χρόνια (!) της επαγγελματικής του καριέρας.
Ο μακροβιότερος σχετικά μπασκετμπολίστας θα πληγώσει τους Αμερικανούς μέσα στο “σπίτι” τους, θα κοντράρει τον Ντράζεν σε Τελικό, θα γίνει είδωλο του Κόμπι Μπράιαντ, θα κερδίσει κάθε τίτλο πρώτου σκόρερ σε διασυλλογικό και κυρίως εθνικό επίπεδο, θα γίνει θρύλος των Βραζιλιάνων, ήρωας Ιταλών, Hall of Famer.
Β’ γυναικείου ρόλου: Κριστίνα στις ασίστ
Γεννιέται και μεγαλώνει στο Νατάλ. Όχι τα Χριστούγεννα, όπως σημαίνει στα πορτογαλικά η πόλη που βρίσκεται στο απώτατο ανατολικό άκρο της Βραζιλίας, δηλαδή εγγύτερα από κάθε άλλη στην Αφρική και την Ευρώπη, μα στις 16 Φεβρουαρίου του 1958. Το ίδιο έτος η Εθνική ποδοσφαίρου θα στεφθεί πρώτη φορά Παγκόσμια Πρωταθλήτρια, με τα γκολ του Βαβά και του Πελέ. Έτσι, με ένα όνομα θα γίνει ευρύτερα γνωστός και ο Οσκάρ Ντανιέλ Μπεζέρα Σμιντ.
Οσκάρ. Ή «Mão Santa». «Ιερό χέρι». Το παρατσούκλι του, όταν παρατάει κι αυτός το όνειρο να γίνει ποδοσφαιριστής. Δεν βοηθάει το μπόι που παίρνει. Αποφασιστικός από τα… γεννοφάσκια του, έχοντας σταθεί στα πόδια του και περπατήσει επτά μηνών βρέφος, αφοσιώνεται στο μπάσκετ και προπονείται διπλάσιες ώρες απ’ όσες του συστήνουν.
«Δεν υπάρχουν ούτε θαύματα ούτε άγια χέρια. Μόνο η σκληρή δουλειά, η καλλιέργεια του όποιου ταλέντου».
Επισκεπτόμενος, μεγάλος άνθρωπος πια, τα φυτώρια της Παλμέιρας για τις ανάγκες ενός τηλεοπτικού αφιερώματος, λέει στους πιτσιρικάδες που έχει απέναντί του τα αυτονόητα. Αυτονόητη βέβαια δεν είναι η ευκολία και η συχνότητα με την οποία ευστοχεί. Στον σύλλογο του Σάο Πάουλο ξεκινάει να παίζει σε ανδρικό επίπεδο στα 16 του και αμέσως κατακτά τον ομώνυμο πολιτειακό τίτλο.
Η ατυχία παραμονεύει. Ρήξη συνδέσμων στον αστράγαλο, χειρουργείο, πολύμηνη απραξία. Όταν ξαναπατάει παρκέ, το χειρότερό του είναι η μοναξιά. Κυρίως σε πρακτικό επίπεδο. Πού πολυτέλειες να βρει άνθρωπο να τον συνοδεύει στο γήπεδο και να του δίνει την μπάλα μετά από κάθε σουτάκι;
«Βρε συ Κριστίνα, δεν έρχεσαι να με δεις να προπονούμαι;», τσαμπουνάει ένα βράδυ στη φιλενάδα του. «Και να με βοηθήσεις λίγο, πασάροντάς μου την μπάλα;», προσθέτει κουτοπόνηρα. Εκείνη τον ακολουθεί και κάνει αυτό ακριβώς. Η μία μέρα γίνεται μία βδομάδα, ένας μήνας. Πάντα μαζί του, πιστή βοηθός.
«Εγώ αυτήν τη γυναίκα θα την παντρευτώ», λέει. Και το πράττει. Αν ο πρώτος θηλυκός ρόλος στην καριέρα του ανήκει δικαιωματικά στην… μπάλα, το Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου πηγαίνει στη σύντροφο της ζωής του και μητέρα των δύο παιδιών του.
Της σεφ Στεφανία και του σκηνοθέτη βίντεο κλιπ, Φελίπε. Α, και μπασκετμπολίστα για ένα μικρό, πολύ λεπτό, φεγγάρι. Ίσα να μπει για λίγο σε ένα ματσάκι της Φλαμένγκο με τη Μότζι, ώστε να πετύχει δύο τρίποντα και κυρίως να συνυπάρξει με τον σχεδόν 45χρονο πατέρα του!
Πρωτότυπου σεναρίου: Το έπος της Ιντιανάπολις
Πίσω στα νεανικά του χρόνια, με μπούκλες στο μαλλί, στέφεται και Πρωταθλητής της Βραζιλίας το 1977. Είναι ένας σμολ φόργουορντ, ψηλότερος από κάθε αντίπαλό του και με σπάνια επαφή με το καλάθι. Εκτελεί γρήγορα εν στάσει μα και μετά από ντρίμπλα. Δεν αστοχεί από πουθενά. Από την κορυφή, τις 45 μοίρες, τις γωνίες. Από μέση και μακρινή απόσταση. Ακόμα και από τα 8μ., κι ας μην έχει χαραχτεί ακόμη η γραμμή του τριπόντου.
Πιστώνει την καθιέρωσή του στο τοπ επίπεδο στον απαιτητικό προπονητή της Παλμέιρας (και αργότερα της «Seleção») Κλάουντιο Μορτάρι. Το 1978 φεύγει πάντως για τη συμπολίτισσα Σίριο. Και δεν το μετανιώνει. Ξανά Πρωταθλητής μα και πρώτος σκόρερ της λίγκας. Κατακτά και το Πρωτάθλημα Νότιας Αμερικής, σα να λέμε το μπασκετικό “Libertadores”.
Δίνει συνεπαγωγικά το “παρών” στο Διηπειρωτικό της FIBA, το οποίο διεξάγεται με πέντε ομάδες το 1979. Βάζει 42 πόντους στην Πρωταθλήτρια Ευρώπης, Μπόσνα Σαράγεβο, το σηκώνει και αυτό. Το δε όνομά του σημειώνεται στο μπλοκάκι του προπονητή των Γιουγκοσλάβων, Μπόγκνταν Τάνιεβιτς.
Κατά τη γνώμη του, αυτή είναι η δεύτερη μεγαλύτερη νίκη της καριέρας του.
Η σημαντικότερη έρχεται το 1987. Στην Ιντιανάπολις, όπου διεξάγονται οι Παναμερικανικοί. Οι οικοδέσποινες ΗΠΑ είναι το ακλόνητο φαβορί φυσικά. Ο Οσκάρ κάνει… αφύσικα πράγματα και δίνει τον τίτλο στη Βραζιλία, σκοράροντας 46 πόντους στον Τελικό και σοκάροντας τους Αμερικανούς.
Τι κι αν οι τελευταίοι παρατάσσονται με τον τοπικό ήρωα -Ιντιάνα γαρ- ως Πρωταθλητή (και πολυτιμότερο παίκτη του Final 4) του NCAA, Κιθ Σμαρτ, τους Ντάνι Μάνινγκ, Ρεξ Τσάπμαν και Πέρβις Έλισον της κατοπινής πολυετούς καριέρας στο ΝΒΑ, τον «Ναύαρχο» Ντέιβιντ Ρόμπινσον; Γιος Ανθυποπλοιάρχου, ο Οσκάρ Σμιντ τούς… βυθίζει στη λίμνη Μίσιγκαν, εκεί λίγο βορειότερα.
Τι κι αν οι Εθνικές των ΗΠΑ, ακόμα και προτού στελεχωθούν με NBAers, δεν έχουν χάσει ποτέ επί πατρίων εδαφών, δεν έχουν δεχτεί 100άρα; Τι κι αν στο ημίχρονο κέρδιζαν με 14 πόντους και λίγο μετά με 20; Ο ηγέτης της«Seleção» παίρνει φωτιά, βάζει 35 από τους 46 πόντους του μετά την ανάπαυλα και υπογράφει το 120-115 της παρέας του, στη ματσάρα που διαιτητεύει ο Κώστας Ρήγας.
Μετάλλιο, Χάλκινο, έχει φορέσει και 20 ετών μειράκιο, σε ολόκληρο Μουντομπάσκετ. Στη Μανίλα, όπου τερματίζει στην πρώτη πεντάδα των σκόρερ και ψηφίζεται στην καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης! Είναι απλώς οι συστάσεις του τύπου που θα ανεβεί άλλες έξι φορές στο βάθρο Παναμερικανικών Αγώνων, Πρωταθλημάτων Νότιας Αμερικής και AmeriCup, που θα πρωταγωνιστεί έκτοτε σε κάθε Παγκόσμιο και Ολυμπιακούς.
Στο κορυφαίο ραντεβού με τους “πέντε κύκλους” εμφανίζεται ισάριθμες φορές και φτάνει στους Αγώνες της Σεούλ να έχει μέσο όρο 42.2 πόντων! Αγγίζει και το νταμπλ-νταμπλ με τα 7.8 ριμπάουντ, παίζοντας αρκετά και στο “4”. Ειρωνεία ότι εκεί έχει και την πιο πικρή στιγμή του με το εθνόσημο. Στον προημιτελικό με τη Σοβιετική Ένωση ρίχνει 46άρα, μα αστοχεί δευτερόλεπτα πριν το τέλος στο πιο κρίσιμο σουτ και αποχωρεί ηττημένος με 110-105. Η ΕΣΣΔ των τρομερών Λιθουανών (Σαμπόνις, Μαρτσουλιόνις, Κουρτινάιτις) στέφεται Πρωταθλήτρια Κόσμου τέσσερεις ημέρες αργότερα…
Διεθνούς (ξενόγλωσσης) ταινίας: Ο θεός της Καζέρτα
Πιο κοντά στα μέρη μας, λατρεύεται επί μια οκταετία σαν θεός στην Καζέρτα. Μια “άγραφη” ιταλική ομάδα, η οποία μαζί του φτάνει να διεκδικεί ευρωπαϊκούς τίτλους. Ακόμα και το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Το colpo grosso της εκεί έλευσής του το πιστώνεται ο «Μπόσα» Τάνιεβιτς. Που φυσικά δεν πτοείται από τις έξι ήττες στα εννιά πρώτα ματς, του δίνει πίστωση χρόνου και ανταμείβεται.
Ο Μαυροβούνιος έχει τρελαθεί με όσα τον βλέπει να κάνει εις βάρος της δικής του Μπόσνα σε εκείνο το Διηπειρωτικό του 1979 και, αναλαμβάνοντας τρία χρόνια αργότερα την Καζέρτα στην Α2 (!), σπάει τον κουμπαρά της για χάρη του. Το Ιταλικό Πρωτάθλημα είναι το καλύτερο της Ευρώπης, παρόλ’ αυτά ο Οσκάρ, ο οποίος την ανεβάζει αμέσως, την καθιστά εξίσου γρήγορα πρωταγωνίστρια.
Σημειωτέον ότι ο Τάνιεβιτς πιστώνεται και το ότι το πουλέν του γίνεται υπερόπλο στο λόου ποστ. Όταν δεν σουτάρει από μακριά, το τέκνο του Νατάλ υποδέχεται την μπάλα χαμηλά, με πλάτη στον αντίπαλο. Και προβαίνει στην «κίνηση Σίκμα» («Sikma move»), με πιβοτάρισμα και εκτέλεση κατόπιν step back. Φαν του Τζακ Σίκμα, πατέρα του Λουκ του Ολυμπιακού, ο «Μπόσα» δίνει κι άλλη διάσταση στο ρεπερτόριο του Νοτιοαμερικανού.
Τελικός Korać λοιπόν το 1986, Τελικοί Serie A το ίδιο έτος και το 1987, με τρελές προκρίσεις παρά τα ντεζαβαντάζ έδρας στα πλέι οφ… και με κακό δαίμονα σε εκείνους την Ολίμπια Μιλάνο, η οποία σαρώνει βέβαια και στο Πρωταθλητριών. Επιτέλους κούπα το 1988! Έστω του Κυπέλλου, με την τρελοπαρέα των ατίθασων νιάτων, Νάντο Τζεντίλε και Έντσο Εσπόζιτο, στην περιφέρεια, του επίσης νεαρού Τζο Αρλάουκας, του λίγο μεγαλύτερου Σάντρο Ντελ’ Ανιέλο.
Εξάκις πρώτος σκόρερ της ιταλικής λίγκας στο ίδιο διάστημα, ο Όσκαρ (ο τόνος στην παραλήγουσα από τους Ιταλούς, παρακαλώ) γράφει ραψωδία ακόμα και στις ήττες του… όπως στον Τελικό του Κυπελλούχων του 1989. Παρόντος πάλι του Ρήγα, η Ρεάλ επικρατεί της Σναϊντέρο Καζέρτα στο ΣΕΦ με το χορταστικό 117-113 και ο Πέτροβιτς του… Σμιντ με 62-44.
«Rey» αποκαλούν τον τελευταίο στην Καμπανία. Είναι ο «βασιλιάς» τους. Ένας ήρωας για τους επαρχιώτες του Νότου και στο μπάσκετ.
Την ίδια εποχή μεσουρανεί στη γειτονική Νάπολι ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ο οποίος δηλώνει μάλιστα φαν του Βραζιλιάνου.
Μικρού μήκους: Οι Νιου Τζέρσεϊ Νετς κι ο Άρης
Παρά τις αντιδράσεις του κόσμου, το συμβόλαιο του Όσκαρ δεν ανανεώνεται το 1990. Έχοντας πια εδραιωθεί στην κορυφογραμμή και πετυχαίνοντας διάνα στους νέους ξένους της, η Καζέρτα των Τέλις Φρανκ και Τσαρλς Σάκλφορντ φτάνει στην πρώτη και τελευταία της κατάκτηση Πρωταθλήματος!
Ο Σάκλφορντ είναι βέβαια ο ίδιος ψηλός που θα έρθει λίγα χρόνια αργότερα στον Άρη, συνεχίζοντας και στον ΠΑΟΚ. Στο μεσοδιάστημα, λίγο έλειψε να γίνει παίκτης του «Αυτοκράτορα» και ο ίδιος ο Οσκάρ (ξανακατεβαίνει ο τόνος…). Όχι λίγο, ελάχιστα έλειψε!
Το 1993 κατηφορίζει στην Αθήνα και ο Παναγιώτης Γιαννάκης, μετά τον Νίκο Γκάλη. Ο Θεόφιλος Μητρούδης ψάχνει όνομα-κράχτη και συμφωνεί με τον Βραζιλιάνο σούπερ σκόρερ. Είναι πια 35 ετών μεν, έρχεται από τριετία στην ιταλική Παβία με απίστευτα νούμερα δε.
Πάλι έχει πάει σε σύλλογο της Serie B, πάλι τον ανεβάζει με τη μία, πάλι τερματίζει πρώτος σκόρερ στην πρώτη κατηγορία. Βάζοντας και 66 πόντους στην Τορίνο! Με 28 50άρες (και βάλε) στη γείτονα, μόνο παλαίμαχο δεν τον χαρακτηρίζεις.
Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Μητρούδη, «Η αυτοκρατορία», ο Φάνης Ταρνατώρος φεύγει από τη Θεσσαλονίκη και περνάει την Αδριατική ώστε να τον υπογράψει. Η είδηση όμως διαρρέει από τη μία μεγάλη εφημερίδα της πόλης, η άλλη καταφέρεται εναντίον της επικείμενης μεταγραφής, οι οργανωμένοι διχάζονται, ο Πρόεδρος κάνει πίσω και διατάζει τον Έφορο να γυρίσει πίσω.
Για την ιστορία, ο Βραζιλιάνος έχει αγωνιστεί στη συμπρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1990, σε όμιλο του Korać. Σημειώνει 29 πόντους κόντρα στον Ηρακλή του Ντέιβιντ Ίνγκραμ (28 π.) και κερδίζει 82-74, αποθεώνοντας στο τέλος τον κόσμο που έχει κατακλύσει το Ιβανώφειο.
Αλήθεια, πώς θα είχε γραφτεί γενικότερα η ιστορία, αν είχε πάει στο ΝΒΑ; Βασικά… πήγε, αλλά δεν έμεινε.
Το 1984 επιλέγεται στον έκτο γύρο (…) του ντραφτ από τους Νετς. Φτάνει στο Νιου Τζέρσεϊ, επιβεβαιώνει στους ανθρώπους του οργανισμού την καλή εικόνα που έχουν σχηματίσει για πάρτη του και από τους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες, οι οποίοι έχουν μόλις ολοκληρωθεί, με τον άνθρωπό μας να βάζει 24.1 πόντους.
Χρησιμοποιείται σε πέντε φιλικά, ρίχνει 25άρες, μα του προσφέρεται συμβόλαιο μονάχα 100.000 δολαρίων. Ψίχουλα, μπροστά στις ιταλικές λιρέτες. Αν και ο βασικός λόγος που κλείνει την πόρτα είναι ότι σε περίπτωση καταφατικής απάντησης ξεχνάει τη συμμετοχή στην αγαπημένη του Εθνική. Όταν το σχετικό ασυμβίβαστο θα πάψει να ισχύει στα ’90s, έχει νέες προτάσεις από το ΝΒΑ. Ο ίδιος όμως είναι πια… γέρος. «Και δεν είχα καμία όρεξη να μου συμπεριφέρονται ως ρούκι (χούκι, για την ακρίβεια, με τη βραζιλιάνικη προφορά!) στα 30τόσα μου», όπως θα πει.
Α’ ανδρικού ρόλου: Πρώτος σκόρερ παντού
Φεύγοντας από την Ιταλία και… μην ερχόμενος στα μέρη μας, υπογράφει εν τέλει στη Βαγιαδολίδ το 1993. Με την πρώην ομάδα του Σαμπόνις αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ και του Ισπανικού Πρωταθλήματος, με μέσο όρο 33.3 πόντων και εμφάνιση με 11 τρίποντα απέναντι στη Μούρθια!
Το 1995, στα 37 του, γυρίζει στη Βραζιλία και φορτώνει με πόντους τα καλάθια για μία ακόμα οκταετία. Έως τα 45 του! Το εθνόσημο το έχει φορέσει για τελευταία φορά στους Ολυμπιακούς του ’96. Στις… αναπόφευκτες ΗΠΑ, όπου θα μπορούσε να είχε πάει από το 1977 παρεμπιπτόντως. Τότε που είχε κατέβει για φιλικά στη Βραζιλία το Μίσιγκαν Στέιτ του φρέσμαν Μάτζικ Τζόνσον. Ακόμα κι αυτός είχε πάθει την πλάκα του με τον Οσκάρ, εντούτοις το ψηστήρι δεν απέδωσε. Ήδη έβγαζε καλά λεφτά στη γενέτειρά του ο τελευταίος…
Γεροντάρα το λοιπόν στην Ατλάντα, πρωτεύει ξανά στους σκόρερ του Ολυμπιακού τουρνουά με 27.2 πόντους. Βάζει 32 στην Ελλάδα στον όμιλο, μα ηττάται 89-87 εξαιτίας της 36άρας του Νίκου Οικονόμου. Βάζει 21 πάλι στην Εθνική μας στον αγώνα κατάταξης για την πέμπτη θέση, χάνει πάλι. Με 91-72, στην 35άρα του Γιώργου Σιγάλα.
Και στα δύο αποδυτήρια, μετά το τέλος, βλέπεις μόνο κλαμένα πρόσωπα. Στη μία αίθουσα έχουν πέσει όλοι πάνω στον Οσκάρ, ο οποίος έχει ιδρώσει για τελευταία φορά την κιτρινοπράσινη φανέλα. Στην άλλη έχουν πέσει πάνω στον Παναγιώτη Γιαννάκη, ο οποίος επίσης αποσύρεται. Γενικότερα από την ενεργό δράση.
Αν και σούπερ σκόρερ σαν τον Νίκο Γκάλη, του οποίου την πλάτη άλλωστε είδε στο Μουντομπάσκετ του 1986 (28.1 π. έναντι 33.7 του «Γκάνγκστερ»), ο Βραζιλιάνος είναι συνδεδεμένος στις μνήμες μας περισσότερο με τον «Δράκο». Στο επόμενο Παγκόσμιο, του ’90, με τον Γκάλη απόντα, ο Γιαννάκης ξεσαλώνει εκτελεστικά και είναι ο τρίτος σκόρερ της διοργάνωσης.
Πρώτος; Μα φυσικά ο κύριος Σμιντ των 34.6 πόντων. Στο 103-88 της Ελλάδας στη (δεύτερη) φάση των ομίλων η μονομαχία έρχεται… «Δράκος»-Οσκάρ 38-35 και στο βραζιλιάνικο 97-94 του αγώνα κατάταξης έχουμε Οσκάρ-«Δράκος» 44-30.
Κάπως έτσι ο τύπος με το «14» στην πλάτη (στην Εθνική και στους συλλόγους του στη Βραζιλία, διότι η Καζέρτα έχει αποσύρει το δικό του Νο.18 και η Παβία το Νο.11) παραμένει σήμερα ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία των Ολυμπιακών τουρνουά και των Μουντομπάσκετ, με τεράστιες διαφορές από τον δεύτερο. Έτσι έφτασε στους 49.737 πόντους στην καριέρα του και το σχετικό Νο.1 παγκοσμίως, ξεπερνώντας τον Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ (και με τον δεύτερο πλέον ΛεΜπρον Τζέιμς να κοντοζυγώνει).
Ένας άλλος, κατοπινός τεράστιος, το έχει θέσει διαφορετικά. Στον Κόμπι ο λόγος, ο οποίος μεγάλωνε στην Ιταλία ως γιος του Τζο «Τζέλιμπιν» Μπράιαντ, ξένου της Ριέτι, της Ρέτζο Καλάμπρια, της Πιστόια, της Ρετζιάνα.
«Για μένα ο Οσκάρ ήταν… Λάρι Μπερντ, προτού δω με τα μάτια μου και αντιληφθώ το μεγαλείο του Μπερντ».
Όσο για τον ίδιο τον Λάρι, φαν ακόμα κι αυτός του Βραζιλιάνου, ήταν εκείνος που συνόδευσε τον Οσκάρ στο πόντιουμ του Hall of Fame του Σπρίνγκφιλντ. Στον μακροσκελή λόγο του, ο οποίος καθήλωσε τους πάντες, θυμήθηκε όλες τις μεγάλες στιγμές του.
Και εκείνες τις μικρές πέτρες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Λάρι Μπερντ, ο Άνθρωπος του Βιτρούβιου