Ήμουν ένα παιδί της Ε’ τάξης του Δημοτικού σχολείου, το οποίο μεγάλωνε σε μια γειτονιά στο κέντρο της Αθήνας, τα Κάτω Πατήσια, όταν για πρώτη φορά πέρασα το κατώφλι του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου στην Κυψέλη.
Ήμουν ένα ψηλό παιδί που μέχρι τότε έπαιζε ποδόσφαιρο, τερματοφύλακας σε μια τοπική ομάδα, τον Αττικό.
Παρότι όλοι έλεγαν πως έχω ταλέντο στο ποδόσφαιρο, οι γονείς μου, επειδή είχα ψηλώσει αρκετά για την ηλικία μου, με έσπρωξαν στο μπάσκετ, για να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου.
Προπονητής τότε στις ακαδημίες μπάσκετ του Πανελληνίου ήταν ο Θέμης Χολέβας, μια μεγάλη μορφή του ελληνικού μπάσκετ, κι εγώ ένα παιδί 10 ετών που αισθανόταν δέος μπροστά του.
Μια πολύ έντονη στιγμή εκείνη η πρώτη επαφή με την πορτοκαλί μπάλα στο ανοικτό γήπεδο, την οποία θυμάμαι σαν να ήταν χθες και δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Η καταλυτική γνωριμία με τον Νίκο Μαρίνο
Σε εκείνες τις πρώτες προπονήσεις ήμουν μαζί με τον Γιώργο Λημνιάτη, με τον οποίον είμαστε συνομήλικοι και ξεκινήσαμε σχεδόν μαζί, αλλά κάποια στιγμή, επειδή ήμασταν πάρα πολλά παιδιά, πάνω από πενήντα σε κάθε προπόνηση, ο Χολέβας αναγκάστηκε να κόψει αρκετά. Ανάμεσά τους κι εμένα!
Εκείνη την εποχή όμως έπρεπε να μετακομίσουμε με την οικογένειά μου από το κέντρο της Αθήνας στην Αργυρούπολη, επειδή ο πατέρας μου εργαζόταν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, σε μια ξένη αεροπορική εταιρεία, και ήθελε να είναι πιο κοντά στη δουλειά του.
Εγώ τα απογεύματα τα περνούσα σε ένα ανοικτό γήπεδο στην λεωφόρο Κύπρου, παίζοντας μπάσκετ. Ένα μεγαλύτερο παιδί που παίζαμε μαζί μού πρότεινε να πάω στη Δάφνη για να δοκιμαστώ. Ήμουν τότε μαθητής στην Α’ Γυμνασίου. Οι προπονήσεις των μικρών της Δάφνης τότε γίνονταν στον χώρο της Γυμναστικής Ακαδημίας. Προπονητής εκεί ήταν ο Νίκος Μαρίνος. Αυτός ήταν και ο πρώτος άνθρωπος που πίστεψε σε μένα. Αυτός που με ανέδειξε.

Ο Χρήστος Μυριούνης με τη φανέλα της Εθνικής Εφήβων / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Στην αρχή όμως δεν μπορούσα να βγάλω δελτίο και να παίξω σε αγώνες, γιατί μου είχε βγάλει νωρίτερα ο Πανελλήνιος και οι διαδικασίες αλλαγής ήταν χρονοβόρες. Έτσι, μέχρι να μπορέσουμε να εκδώσουμε το δικό μου δελτίο, έπαιζα με άλλο όνομα, Γριμάνης Γιάννης του Βασιλείου! «Όταν ακούς “Γιάννης”, θα γυρίζεις».
Ένας χρόνος κύλησε μ’ αυτόν τον τρόπο στη Δάφνη και την επόμενη σεζόν, επειδή ο Μαρίνος πήγε στον Κρόνο Αγίου Δημητρίου, μου ζήτησε να πάω κι εγώ. Φυσικά, τον ακολούθησα. Δεν ήταν απλώς ένας άνθρωπος που είχε δει από την πρώτη στιγμή το ταλέντο μου αλλά και κάποιος με τον οποίον όλον αυτόν τον χρόνο είχαμε δεθεί πάρα πολύ.
Μαθητής Γυμνασίου στο Αντρικό
Έτσι, από τη Β’ Γυμνασίου άρχισε η πορεία μου στον Κρόνο και κατ’ επέκταση στο ελληνικό μπάσκετ. Δουλέψαμε πάρα πολύ με τον Μαρίνο σε ατομικό επίπεδο αλλά και με την ομάδα.
Θυμάμαι τον εαυτό μου να κάνουμε προπόνηση στο ανοικτό γήπεδο, εκεί που τώρα έχει χτιστεί το κλειστό.
Με κρύο και με βροχή, με οποιαδήποτε δυσκολία, δεν σταματούσαμε ποτέ. Εγώ φορούσα αδιάβροχο και κουκούλα και κάναμε ατομική προπόνηση οι δύο μας.
Την επόμενη χρονιά, είμαι πια στη Γ’ Γυμνασίου, έχω ύψος σχεδόν 2μ. και ο προπονητής του Αντρικού, ο Αχιλλέας Μέντζος, με παίρνει στην αντρική ομάδα του συλλόγου, η οποία τότε έπαιζε στην Α’ κατηγορία του Τοπικού.
Ανεβήκαμε στη Γ’ Εθνική και κάναμε μια απίστευτη πορεία τα επόμενα χρόνια ως την Α2. Ήμουν ένας παίκτης που, παρότι δεν ήμουν ακόμη ούτε 18 ετών, έκανα πολύ καλές εμφανίσεις και έπαιζα όλες τις θέσεις, από το “1” ως το “5”.

Απρίλιος 1991: Ο Χρήστος Μυριούνης με τη φανέλα της Εθνικής Εφήβων μαζί με τους Άρη Χωλόπουλο, Γιώργο Σιγάλα, Μάκη Γραικό και Νίκο Οικονόμου / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Παίζαμε τους εντός έδρας αγώνες μας με τον Κρόνο στο κλειστό γήπεδο της Αρτάκης στη Νέα Σμύρνη και θυμάμαι ότι γέμιζε από κόσμο που ερχόταν να δει και την ομάδα αλλά και εμένα, έναν έφηβο που έκανε απίστευτα πράγματα στο παρκέ, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν βίντεο, έξυπνα κινητά και social media.
Ο ρόλος του Χρήστου Ιορδανίδη
Βασικός λοιπόν στον Κρόνο από τα 15 μου χρόνια ως τα 19 μου, οπότε παίρνω μεταγραφή για τον Παναθηναϊκό, η ανοδική μου πορεία σε ατομικό επίπεδο συνδυάστηκε και με εκείνη της ομάδας, από τα Τοπικά μέχρι τη Β’ κατηγορία.
Ταυτόχρονα, είμαι διεθνής με τις μικρές Εθνικές ομάδες και στην Εφήβων έχω προπονητή τον Χρήστο Ιορδανίδη. Μαζί του κάνω τρομερές εμφανίσεις στο διεθνές τουρνουά του Μανχάιμ στη Γερμανία, με συμπαίκτες τότε τον Λιμνιάτη, τον Μπουντούρη, τον Αβδάλα, τον Μωραΐτη, τον Χωλόπουλο και άλλους.
Ο Ιορδανίδης μού δίνει χώρο και ευκαιρίες να αναδείξω το ταλέντο μου, με χρησιμοποιεί ακόμα και για να κατεβάζω την μπάλα. Σ’ αυτό το τουρνουά κερδίζω το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη της διοργάνωσης!
Ο Ιορδανίδης από το 1989 είναι προπονητής στον Παναθηναϊκό και εισηγείται την απόκτησή μου στους αδελφούς Γιαννακόπουλους. Εγώ φυσικά θέλω να δουλέψω μαζί του και σε σύλλογο πέρα από την Εθνική ομάδα, γιατί πιστεύω ότι μαζί του μπορώ να παίξω ακόμα καλύτερο μπάσκετ.
Ο Παύλος Γιαννακόπουλος λοιπόν μίλησε με τη διοίκηση του Κρόνου και συμφώνησαν για τη μεταγραφή μου, με ποσό ρεκόρ για τα δεδομένα της εποχής. Ο Κρόνος ζήτησε να μείνω έναν ακόμα χρόνο στην ομάδα με υποσχετική και να ενταχθώ την επόμενη σεζόν στους «Πρασίνους», όπως και έγινε.
Ωστόσο, την επόμενη χρονιά που εντάσσομαι πια στην ομάδα, το 1991, ο Ιορδανίδης έχει μόλις αποχωρήσει και στη θέση του έχει έρθει ο Ζέλικο Παβλίσεβιτς. Η συνεργασία που περιμένω λοιπόν πώς και πώς δεν πραγματοποιείται ποτέ.
Στον Παναθηναϊκό πηγαίνουμε μαζί με τον Νίκο Οικονόμου. Είμαστε τα δύο καλύτερα “4άρια” στην ηλικία μας στην Ελλάδα, εγώ γεννημένος το 1971, ο Νίκος το 1973.

Σεπτέμβριος 1993: Ο Χρήστος Μυριούνης στο πλευρό του Παύλου Γιαννακόπουλου / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Ο Γκάλης και τα ματς που δεν θα ξεχάσω
Την πρώτη μου χρονιά στον Παναθηναϊκό υπήρχε πολύ μεγάλη πίεση και άγχος. Οι Παύλος Γιαννακόπουλος είχε επενδύσει πολλά χρήματα, σε μεταγραφές και καινούργιο προπονητή. Το επόμενο καλοκαίρι έρχεται στην ομάδα ο Νίκος Γκάλης. Σοκ και δέος για όλους εμάς τους “μικρούς” της ομάδας.
Θυμάμαι ακόμη την πρώτη προπόνηση και την γνωριμία μας. Εγώ, ο Οικονόμου, ο Αλβέρτης και ο Γεωργικόπουλος ήμασταν οι πιο μικροί ηλικιακά. Ο Γκάλης ήταν πολύ απλός και φιλικός απέναντι σε όλους, ακόμα και σε εμάς τους μικρούς. Ποτέ δεν μας έκανε “μπούλινγκ”, σε αντίθεση με άλλους μεγάλους σε ηλικία.
Ωστόσο, αυτό το δέος που ένιωθα απέναντί του δεν έφυγε ποτέ αυτά τα περίπου δυόμισι χρόνια που παίξαμε μαζί και πραγματικά αισθάνομαι πολύ τυχερός και ευλογημένος που ήμασταν συμπαίκτες.
Από αυτές τις πέντε σεζόν μου στον Παναθηναϊκό είναι δύο παιχνίδια που με έχουν σημαδέψει και δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Το πρώτο είναι ο εντός έδρας τελευταίος προημιτελικός με τη Λιμόζ, στην Γλυφάδα. Το παιχνίδι πριν από το Final 4 του Τελ Αβίβ. Ο Βράνκοβιτς είναι τραυματίας, όμως εγώ μαζί με τον Βολκόφ έχουμε καλύψει επάξια το κενό του. Έχω 19 πόντους σε εκείνο το ματς, ο Γκάλης 30, είναι ασταμάτητος, η ατμόσφαιρα είναι μοναδική στο γήπεδο.
Κερδίζουμε τους Γάλλους με 87-73 και παίρνουμε για πρώτη φορά την πρόκριση για τον ημιτελικό! Είναι ένα παιχνίδι που ακόμη βλέπω στο «YouTube» και νιώθω την ίδια συγκίνηση, σαν να το ζω για πρώτη φορά!
Νομίζω πως αυτό το ματς αλλά και ο Τελικός του Final 4 στο Παρίσι λίγα χρόνια μετά, η πρώτη κατάκτηση ευρωπαϊκού τροπαίου από ελληνική ομάδα, το 1996, ήταν τα δύο παιχνίδια με τον Παναθηναϊκό που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Στο Παρίσι βέβαια, από τη μια νιώθω ευλογημένος που ήμουν μέλος αυτής της ιστορικής επιτυχίας, από την άλλη έχω μια πίκρα, γιατί ο Μάλκοβιτς με είχε παραγκωνίσει τελείως και πολλές φορές εκείνη τη σεζόν με άφηνε εκτός ομάδας. Στον Τελικό δεν με χρησιμοποίησε καθόλου κι έτσι δεν μπόρεσα κι εγώ να συμβάλω στην κατάκτηση του κυπέλλου.

Απρίλιος 1996: Ο Χρήστος Μυριούνης άναμεσα στους Βράνκοβιτς και Οικονόμου (κάτω οι: Γιαννάκης, Αλβέρτης, Σταυρακόπουλος) πριν την έναρξη του ημιτελικού της Ευρωλίγκας ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και την ΤΣΣΚΑ Μόσχας / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Εγώ απέναντι στον Μάλκοβιτς
Το καλοκαίρι ο συγκεκριμένος προπονητής δεν με έχει στα πλάνα του για την επόμενη χρονιά στον Παναθηναϊκό κι έτσι συμφώνησα να πάω στον Απόλλωνα Πατρών, με προπονητή τον Βαγγέλη Αλεξανδρή.
Ιδανικά θα ήθελα να μείνω στον Παναθηναϊκό φυσικά, θα ήθελα να κλείσω την καριέρα μου σ’ αυτή την ομάδα, αλλά αυτό, με τις δεδομένες συνθήκες και τον Μάλκοβιτς να παραμένει, ήταν αδύνατο.
Ο Αλεξανδρής είναι ένας προπονητής στον οποίον επίσης χρωστάω πολλά. Με βοήθησε πολύ, με “ξεκλείδωσε” μπασκετικά, έβγαλε τον καλό εαυτό μου, το καλό μου πρόσωπο. Έκανα ίσως την καλύτερη χρονιά της καριέρας μου υπό τις οδηγίες του. Νομίζω ότι είναι ο καλύτερος προπονητής που είχα, όσα χρόνια έπαιξα στην Α1 κατηγορία. Είναι πολύ υποτιμημένος και σίγουρα θα μπορούσε να έχει κάνει ακόμα μεγαλύτερη πορεία στον χώρο από αυτή που έκανε.
Η πρώτη χρονιά στον Απόλλωνα είναι εκπληκτική. Φτάνουμε μέχρι τον ημιτελικό του Κυπέλλου, όπου αντιμετωπίζουμε τον Παναθηναϊκό. Βάζω 21 πόντους σε εκείνο το παιχνίδι και κερδίζουμε 92-79.
Είναι η βραδιά που ο Γιαννακόπουλος απολύει τον Μάλκοβιτς. Είναι ένα παιχνίδι που εγώ μπαίνω όχι για να παίξω εναντίον του Παναθηναϊκού αλλά εναντίον του Μάλκοβιτς. Τα έχω πολύ ξεκάθαρα στο μυαλό μου όλα αυτά.
Και γι’ αυτό ανατρίχιασα στο τέλος του αγώνα, όταν η πλευρά του κόσμου του Παναθηναϊκού με χειροκρότησε, γιατί το κατάλαβε. Είχα παίξει πέντε χρόνια στην ομάδα, είχα κάνει δύο χειρουργεία, είχα “θυσιάσει” την υγεία μου για την ομάδα.
Ήταν λοιπόν αυτό το standing ovation από τους φιλάθλους του Παναθηναϊκού μια αναγνώριση, η οποία με έκανε να ξεσπάσω και να βάλω τα κλάματα στα αποδυτήρια.
Στο τέλος εκείνης της σεζόν ο Παναθηναϊκός έχει νέο προπονητή πλέον, τον Σούμποτιτς, και συζητήθηκε το ενδεχόμενο να επιστρέψω στην ομάδα. Είμαι στην προετοιμασία της Εθνικής, με προπονητή τον Παναγιώτη Γιαννάκη, όταν ο Παύλος Γιαννακόπουλος με παίρνει τηλέφωνο και μου κάνει μια απίστευτη πρόταση για να γυρίσω.
Εγώ όμως ακολούθησα τη συμβουλή τού τότε ατζέντη μου να πάω στο Περιστέρι. Πήρα μια λανθασμένη απόφαση, την οποία σίγουρα έχω μετανιώσει.

Ο Χρήστος Μυριούνης με τις φανέλες του Παναθηναϊκού και του Απόλλωνα Πάτρας / Photos by: Eurokinissi (Action Images).
Περιστέρι, Ηράκλειο, Άρης και οι πόνοι που γίνονται αφόρητοι
Μετά το Περιστέρι, συνεχίζω στο Ηράκλειο, επειδή έχει πάει εκεί ως προπονητής ο Αλεξανδρής, τον οποίον εμπιστεύομαι, μετά τη συνεργασία μας στον Απόλλωνα. Τον ακολουθώ λοιπόν με κλειστά μάτια και πάντα, όπου σταθώ και όπου βρεθώ, τον ευχαριστώ για όσα έκανε για μένα.
Πράγματι, η χρονιά είναι εξαιρετική. Έχω την τύχη να γνωρίσω τον Μανώλη Παπακαλιάτη, τον άνθρωπο που τρέχει τότε την ομάδα διοικητικά. Μετά τον Παύλο Γιαννακόπουλο, είναι ο καλύτερος παράγοντας που συνεργάστηκα όλα αυτά τα χρόνια και πραγματικά έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από τη συνεργασία μας.
Η επόμενη χρονιά με βρίσκει στον Άρη. Δέχομαι ένα τηλεφώνημα από τον Γιάννη Σαουρίδη, ο οποίος εκπροσωπεί την «Super 3». Είναι η χρονιά που οι φίλαθλοι του Άρη έχουν αναλάβει να τρέξουν το τμήμα μπάσκετ, με επικεφαλής τον Σαουρίδη και τον Γιάννη Δαμιανίδη. «Θέλουμε να είσαι η πρώτη μεταγραφή της νέας διοίκησης», μου λέει στο τηλέφωνο.
Το θεώρησα πολύ τιμητικό, γιατί εκπροσωπούσαν τον λαό του Άρη, ο οποίος τόσα χρόνια έδινε παλμό και ενέργεια στις κερκίδες του Αλεξάνδρειου. Ως παιδιά, μεγαλώσαμε βλέποντας τον Άρη στην Ευρώπη τις Πέμπτες σε ένα γεμάτο γήπεδο! Όχι μόνο εγώ, όλη η Ελλάδα.
Έτσι, υπέγραψα με κλειστά μάτια. Εκπλήρωσα μ΄ αυτόν τον τρόπο ένα παιδικό μου όνειρο, να φορέσω τη φανέλα του Άρη και να παίξω στον Αλεξάνδρειο.
Η σεζόν βέβαια ήταν περίεργη, με αλλαγή διοίκησης μετά από λίγους μήνες και κλυδωνισμούς, αλλά είχαμε μια δεμένη ομάδα και καλό κλίμα μεταξύ μας, καθώς το ελληνικό στοιχείο ήταν πολύ δυνατό, με Σιγάλα, Χρυσανθόπουλο, Φλώρο και τα υπόλοιπα παιδιά.
Στο μισά της χρονιάς μάλιστα είχε έρθει στην ομάδα και ο Τζο Αρλάουκας και κάναμε έναν εκπληκτικό δεύτερο γύρο με μεγάλες νίκες και σπουδαία αποτελέσματα. Και, παρόλο που έπαιξα στον Άρη μόνο έναν χρόνο, οι φίλαθλοι της ομάδας με θυμούνται ακόμη και μου στέλνουν μηνύματα αγάπης.

Μάρτιος 2000: Ο Χρήστος Μυριούνης με τη φανέλα του Άρη / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Στο τέλος εκείνης της σεζόν ανέλαβε ο Ντράγκαν Σάκοτα. Δεν ήμουν στα πλάνα του κι έτσι, όταν δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από τον Μανώλη Παπακαλιάτη να επιστρέψω στο Ηράκλειο, δεν το σκέφτηκα καθόλου, καθώς τον εκτιμούσα βαθιά.
Εκεί, στο Ηράκλειο, ουσιαστικά έκλεισα την καριέρα μου τα Χριστούγεννα, πριν καν κλείσω τα 30 μου χρόνια. Έφυγα από τον πάγκο στη διάρκεια ενός αγώνα, γιατί πίστευα ότι ο προπονητής, ο Νίκος Παύλου, με αδικούσε. Ήταν μια περίοδος που είχα πια τεράστιο πρόβλημα με τη μέση μου.
Γύριζα στο σπίτι μετά από τις προπονήσεις, έπεφτα στον καναπέ και έκλαιγα από τους πόνους. Ήταν πλέον αφόρητοι. Ζούσα ένα μαρτύριο. Ίσως λοιπόν να έψαχνα και μια αφορμή για να λυτρωθώ, την οποία βρήκα στο συγκεκριμένο ματς.
Ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει ότι από το ξεκίνημα εκείνης της χρονιάς στην Κρήτη κάθε Πέμπτη πήγαινα στο ιατρείο του ορθοπαιδικού Γιώργου Στεφανουδάκη, μου έκανε ένεση ξυλοκαΐνης ανάμεσα στους σπονδύλους, την Παρασκευή δεν έκανα προπόνηση και έπαιζα το Σάββατο.
Όλη αυτή η ταλαιπωρία σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι ο Παύλου δεν με χρησιμοποιούσε πολύ με έκαναν να τα παρατήσω. Να πάρω την οικογένειά μου και να γυρίσω στην Αθήνα.
Μέχρι τα 27 μου χρόνια είχα ήδη κάνει τρία χειρουργεία στη σπονδυλική στήλη για κήλη μεσοσπονδύλιου δίσκου.
Πονάω από τότε που ήμουν 19 χρόνων. Χειρουργήθηκα για πρώτη φορά στα 21 μου και έκανα δεύτερο χειρουργείο σχεδόν στο καπάκι, μετά από ενάμιση χρόνο.
Στο πρώτο χειρουργείο μπήκα χωρίς καν να μου έχουν κάνει αξονική. Ο γιατρός με χτύπησε με τα δάχτυλα στη μέση και με έβαλε μέσα. Νιώθω ότι εκεί με… έσφαξαν!

Αύγουστος 1998: Ο Χρήστος Μυριούνης -στην πρώτη του θητεία- με τη φανέλα του Ηρακλείου / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Με όλα αυτά τα προβλήματα, άντεξα και έπαιξα 10 χρόνια στο υψηλότερο επίπεδο. Σε όλες τις ομάδες που αγωνίστηκα, έδωσα ό,τι περισσότερο είχα και θεωρώ ότι δεν έχει κανείς να πει κάτι για μένα.
Έκανα μια πορεία αν μη τι άλλο τίμια, γιατί πάντα πονούσα. Όλα αυτά τα χρόνια πονούσα συνεχώς. Κάποιες φορές έπιανα τον εαυτό μου να “κλέβει” στις προπονήσεις, επειδή δεν άντεχα τον πόνο. Νομίζω ότι άλλος στη θέση μου, μετά το τρίτο χειρουργείο, 27 ετών, θα το είχε κόψει. Θα τα είχε παρατήσει.
Το πρόβλημα είχε γίνει τόσο μεγάλο πια που, έναν μήνα αφότου έκοψα το μπάσκετ, έκανα ραντεβού με τον νευροχειρουργό που μου είχε κάνει το τρίτο χειρουργείο. Ήθελα να δει τη μαγνητική τομογραφία που είχα κάνει.
Πράγματι, ο γιατρός την βλέπει και μου λέει «Χρήστο, αυτό που έχω να σου πω είναι ότι πρέπει να κόψεις το μπάσκετ… χθες, γιατί θα έχεις πολύ μεγάλο πρόβλημα από δω και πέρα». Του απάντησα «γιατρέ, το έχω ήδη κόψει εδώ και έναν μήνα». Σε τέτοια άθλια κατάσταση ήταν η σπονδυλική μου στήλη.
Τι θα μπορούσα να είχα κάνει, αν…
Αυτό είναι κάτι που το σκέφτομαι πάντα. Ότι, με το ταλέντο που είχα και αυτά που είχα πετύχει από μικρός, αν δεν είχα αυτά τα τεράστια προβλήματα υγείας, σίγουρα θα είχα κάνει πολύ μεγαλύτερη καριέρα.
Καμία συγκυρία δεν με ευνόησε. Αν είχε παραμείνει τότε στον Παναθηναϊκό ο κύριος Ιορδανίδης για έναν χρόνο ακόμα, η αγωνιστική μου πορεία θα ήταν διαφορετική. Και σε αυτό ήμουν άτυχος. Και μετά ήρθαν οι τραυματισμοί. Ο Βασίλης Σκουντής έχει γράψει, χαριτολογώντας, σε ένα άρθρο του για μένα ότι «ο Μυριούνης μόνο έγκυος δεν έχει μείνει!». Όλα τα άλλα τα είχα πάθει! Τόση ατυχία…
Είχε τύχει να πάθω μηνίσκο, κατεβαίνοντας από το λεωφορείο σε μια αποστολή του Άρη. Ήταν τόσο σοβαρό που πήγα για αρθροσκόπηση! Πολλές ατυχίες, οι οποίες ουσιαστικά φρέναραν την εξέλιξη και την καριέρα μου.

Ιούνιος 1999: Ο Χρήστος Μυριούνης σε ηλικία 28 ετών / Photo by: INTIME.
Η προπονητική ως προοπτική
Μετά από έναν χρόνο, σχεδόν αμέσως δηλαδή, στράφηκα στην προπονητική. Τα τελευταία δύο χρόνια πριν σταματήσω, σκεφτόμουν ήδη ότι μου άρεσε η ιδέα να γίνω προπονητής.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τα περίμενα διαφορετικά τα πράγματα και ήθελα να το κάνω σε υψηλότερες κατηγορίες. Όμως δεν είμαι άνθρωπος που έχω τις καλύτερες διασυνδέσεις και δημόσιες σχέσεις στον χώρο. Δεν είμαι μέρος του… συστήματος, είμαι λίγο μοναχικός τύπος, το παλεύω όσο μπορώ μόνος μου.
Εξάλλου, ήθελα να αρχίσω από χαμηλά, όπως έκανα και ως παίκτης. Ήθελα να ακολουθήσω την ίδια πορεία, να ανέβω σκαλί-σκαλί.
Τη λατρεύω την προπονητική. Αν με ρωτούσε κάποιος τι θα ήθελα να είμαι στον Παναθηναϊκό, παίκτης ή προπονητής, θα απαρνιόμουν την καριέρα μου ως παίκτης και θα απαντούσα προπονητής.
Αυτό που με συναρπάζει στην προπονητική είναι όλη η διαδικασία. Η προετοιμασία ενός αγώνα, το πλάνο, το να να βγάλεις παίκτες και να βοηθήσεις την εξέλιξή τους, να βελτιώσεις άλλους, να κάνεις στο τέλος κάθε αγώνα την ανάλυση και την αυτοκριτική σου.
Άλλωστε, όταν ασχολήθηκα με την προπονητική, τότε μόνο κατάλαβα τι λάθη έκανα ως παίκτης. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι, με τις εμπειρίες που έχω, μπορώ να βοηθήσω νέους παίκτες να γίνουν καλύτεροι, όχι μόνο αγωνιστικά αλλά και στο κομμάτι της ψυχολογίας. Να τους κατευθύνω στο πώς να διαχειρίζονται σωστά δύσκολες καταστάσεις.
Πρώτη μου ομάδα ήταν αυτή της Νικόπολης Πρέβεζας, η οποία αποτελεί τον τόπο καταγωγής μου. Από το Τοπικό ανεβάσαμε την ομάδα στη Γ’ Εθνική κατηγορία και τη βάλαμε στον μπασκετικό χάρτη. Ήταν ένα πολύ καλό ξεκίνημα για μένα και έμεινα μέχρι τα μέσα της επόμενης χρονιάς.

Θέμης Χολέβας, Νίκος Μαρίνος (πάνω), Χρήστος Ιορδανίδης και Βαγγέλης Αλεξανδρής, τέσσερεις προπονητές που σημάδεψαν την πορεία του Χρήστου Μυριούνη / Photos by: INTIME – Eurokinissi (Action Images).
Στη Νικόπολη επέστρεψα κάποια στιγμή, όταν η ομάδα κινδύνευε με υποβιβασμό και τελικά όχι μόνο δεν πέσαμε αλλά τερματίσαμε στην τέταρτη θέση. Και αυτό ήταν πολύ σημαντικό.
Έχω κάνει δύο-τρία περάσματα από τον Δίωνα στην Κυπαρισσία. Την πρώτη φορά κρατήσαμε την ομάδα στη Γ’ Εθνική και ήταν σημαντικό, γιατί ήταν μια δύσκολη χρονιά με πολλές αντιξοότητες.
Η καλύτερη εμπειρία μου όμως ήταν στο Αγρίνιο. Ανέλαβα την ομάδα, όταν ανέβηκε στη Β’ Εθνική και κάναμε μια τρομερή χρονιά. Φτάσαμε στην έβδομη θέση, σε μια σεζόν με γεμάτο γήπεδο και πολύ ωραία ατμόσφαιρα.
Τη δεύτερη χρονιά ανεβήκαμε στην τέταρτη θέση και μάλιστα ήμασταν η πρώτη επιλαχούσα ομάδα για να πάμε και στην Α2, αλλά τελικά αυτό δεν έγινε.
Αυτές οι δύο χρονιές είναι ίσως οι πλέον αξέχαστες στη μέχρι τώρα προπονητική μου καριέρα. Στην τρίτη σεζόν κάποιες λανθασμένες μεταγραφικές κινήσεις κόστισαν και στην 7η αγωνιστική αποχώρησα. Ωστόσο, γνώρισα ανθρώπους κι έκανα φίλους στο Αγρίνιο, κάτι που φυσικά με κάνει πολύ χαρούμενο.
Όλα αυτά τα χρόνια λοιπόν, αν και πέρασα από πολλές ομάδες, οι περισσότερες αποδείχθηκαν κακές επιλογές. Το αναγνωρίζω αυτό το λάθος μου. Από τη λαχτάρα μου να δουλέψω, δεν κοίταζα αν ο εκάστοτε σύλλογος πληρούσε τις προϋποθέσεις για να μπορέσεις να εργαστείς απρόσκοπτα και να παρουσιάσεις κάποιο έργο.
Αυτό πληρώνω ακόμη και σήμερα και αυτό πιστεύω ότι με έχει φρενάρει και δεν έχω κάνει το βήμα παραπάνω. Θεωρώ όμως ότι η προπονητική είναι κάτι που το έχω και δεν θα το παρατήσω. Όσο αντέχω, θα το παλέψω, γιατί πιστεύω ότι έχω πράγματα να προσφέρω αλλά και ότι μπορώ να φτάσω ακόμα ψηλότερα, μέχρι και την Α2 κατηγορία.
Ο Χρήστος Μυριούνης είναι παλαίμαχος διεθνής μπασκετμπολίστας, νυν προπονητής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τζανής Σταυρακόπουλος: Θα έχουμε πάντα το Παρίσι

