Σκαφτή σέντρα. Με το εξωτερικό.
Το βλέμμα του Ριτσάρλισον παρακολουθεί τη βαρύτητα να κάνει το καθήκον της.
Κοντρόλ με το μυτάκι, η μπάλα πέφτει στο ύψος του ώμου. Ο πολιορκητικός κριός του Τίτε δεν βλέπει τέρμα, αλλά έχει την αίσθηση του χώρου και το χρονισμό για να περιστρέψει 90 μοίρες το κορμί του, να αλλάξει πόδι και να τη βρει “γεμάτα” με το κουντεπιέ.
Η μπάλα χαϊδεύει τα μαλλιά του Σέρβου στόπερ, περνά δίπλα από το τεντωμένο χέρι του Βάνια Μιλίνκοβιτς-Σάβιτς και τινάζει τα δίχτυα.
Δεν είναι το πιο σημαντικό, αλλά το πιο όμορφο, το πιο εντυπωσιακό, το πιο “μουντιάλ” γκολ αυτού του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Εμπεριέχει όλα τα κλισέ. Το σκόραρε Βραζιλιάνος επιθετικός στο ντεμπούτο της πιο αναμενόμενης ομάδας απ’ όλες, της πιο crowd-pleaser, εκείνης που πάντοτε προκαλεί την περισσότερη συζήτηση με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Η απόφαση του Τίτε να προτιμά τον φορ της Τότεναμ από τον Γκάμπριελ Χέσους έχει κριθεί πολλάκις εξεζητημένη, η κριτική στο Βραζιλιάνο εκλέκτορα σκληρή, στο όριο της εμπάθειας. Ο Ριτσάρλισον δεν είναι πολυδιαφημισμένος, δεν αγωνίζεται στη φανταχτερή Σίτι, δεν έχει προπονητή τον Γκουαρντιόλα. Είναι ένα απλό παιδί από τη Νόβα Βενέσια του Εσπίριτο Σάντο που δεν είχε ποτέ τη στάμπα του predestinated ραμμένη επάνω του.
Κατ’ επανάληψη “κομμένος” απ’ όλες τις ακαδημίες ποδοσφαίρου στη νιότη του. Δεν ήταν ποτέ αρκετός, δεν “έκανε”, κοβόταν σε όλες τις δοκιμές. Είχε όμως ένα όνειρο και το κυνηγούσε λυσσασμένα. Ναι, τόσο κλισέ. Πουλούσε ζαχαρωτά και παγωτά στη γειτονιά, δούλευε στα χωράφια, πήγε να μείνει στο σπίτι του θείου του για να είναι πιο κοντά στο γήπεδο και να μην χρειάζεται να πληρώνει λεωφορεία για να μετακινηθεί.
Ατέλειωτη υπομονή, ιώβεια μέχρι να του βγάλει δελτίο στα 16 η Ρεάλ Νοροέστε, μια ημι-επαγγελματική ομάδα με peak ότι κάποτε πέρασε έναν γύρο στο Κύπελλο. “Μεγάλος” για να τον προσέξουν, “ανώνυμος” για να βρίσκεται σε μπλοκάκια των scouts. Ηλικία απαγορευτική για επαγγελματική καριέρα, πενιχρή τεχνική, κανένα χτυπητό ταλέντο. Μια χαμένη υπόθεση.
Ότι θα γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής το πίστευε μόνο ο ίδιος και κανένας άλλος. Μερικές φορές αρκεί.
Γυρνούσε στο σπίτι του θείου και έβλεπε με τις ώρες βιντεάκια του Ρονάλντο, θαμπωνόταν από τις κινήσεις και το ρεπερτόριο ενός από τους κορυφαίους όλων των εποχών.
Ήθελε να του μοιάσει έστω στο ελάχιστο, να κλέψει λίγη από τη λάμψη του, να ζήσει έστω μια στιγμή απ’ τη ζωή του. Στο εναρκτήριο παιχνίδι της Βραζιλίας εναντίον της Σερβίας την κέρδισε αυτή τη στιγμή. Μπορεί πλέον να μην είναι το παιδί που απέρριπταν οι ειδικοί, ο παρίας όλων των δοκιμαστικών, και να έχει μια σεβαστή καριέρα (κυρίως) στην Έβερτον, αλλά δεν είναι ούτε θα γίνει Νεϊμάρ. Ούτε καν Βινίσιους Ζούνιορ.
Ο Ριτσάρλισον είναι η προσωποποίηση της συνέπειας, της τυχαιότητας, της μιας και μοναδικής ευκαιρίας που πιάνεται απ’ τα μαλλιά. Τον είδε ο σπουδαίος Ζιβανίλντο σε ένα ματς της Νοροέστε με την Αμέρικα Μορεϊρένσε και τον κάλεσε στο Μπέλο Οριζόντε για μια και μόνο δοκιμή. Εξακόσια χιλιόμετρα απόσταση, όσα χώριζαν τον Ριτσάρλισον από την εκπλήρωση του πρώτου μέρους του ονείρου του.
Μπήκε στο Independência ψαρωμένος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, και έκανε το ματς της ζωής του. Ήταν 17 στα 18. Κέρδισε το πρώτο του συμβόλαιο, έστω και σε μια ομάδα δεύτερης κατηγορίας. Ως δια μαγείας τα πάντα άρχισαν να λειτουργούν. Το κορμί έδεσε, οι μύες έσφιξαν, το ύψος στάθηκε πάνω από τα 184 εκατοστά.
Μοντέρνος επιθετικός, λίγο “ταυρί”, λίγο εκτελεστής, λίγο απ’ όλα. Ό,τι ακριβώς επιτάσσει το ποδόσφαιρο του καιρού μας. Γι’ αυτό τον αγόρασε η Φλουμινένσε, γι’ αυτό επένδυσε επάνω του η αδιάκοπη βιομηχανία παραγωγής ποδοσφαιριστών της Βραζιλιάνικης Ομοσπονδίας. Ταυτόχρονα με τη «Flu», η κλήση στα μικρά εθνικά κλιμάκια, οι πρώτες συμμετοχές, οι πρώτοι ατζέντηδες. Ζούσε στα 20 όσα οι άλλοι ζουν πέντε χρόνια νωρίτερα.
Με τη διαφορά ότι εκείνος ξαφνικά άρχισε να σκοράρει. Και σκόραρε πολύ. Άφνου οι “ειδικοί” ανακάλυψαν τον Ριτσάρλισον, το ίδιο παιδί που νουθετούσαν να επιστρέψει στα χωράφια και την οικογένειά του. Δεκαεπτά γκολ σε μια σεζόν, Γουότφορντ, Έβερτον, το καλοκαίρι του ’22 Τότεναμ.
Σε πέντε χρόνια τρεις καριέρες, θαρρείς και η ζωή τού τα επέστρεψε όλα μαζεμένα.
Στη “μεγάλη” Εθνική κλήθηκε αμέσως μετά τη μετακόμιση στο κρύο της Αγγλίας. Τον είχαν φοβίσει ότι θα δυσκολευτεί πολύ από το κλίμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχε επηρεαστεί και ο ίδιος από την αυτοβιογραφία του Ρονάλντο που δεν άντεχε το ψύχος του Αϊντχόφεν, αλλά τέτοιου είδους εμπόδια είναι ευτελή για τη δική του ορμή και δίψα να πετύχει.
Στο παιχνίδι με τη Σερβία έραψε τα πρώτα γαλόνια στη verdeoro. Ξεκλείδωσε το παιχνίδι με το tap in στην κενή εστία και χάρισε το πρώτο αληθινό highlight αυτού του περίεργου τουρνουά στο Κατάρ. Έχουμε ζήσει πολλά στα Μουντιάλ, δεκάδες διάττοντες αστέρες, διάφορα τεχνάσματα.
Κάποτε ο Τοτό Σκιλάτσι έκανε το τουρνουά της ζωής του και εκπαραθύρωσε ολόκληρο Βιάλι από την ενδεκάδα της Ιταλίας, ακόμα πιο παλιά οι Βραζιλιάνοι έκρυβαν τα μπουκάλια με το ουίσκι και κλείδωναν τις πόρτες στο ξενοδοχείο για να μην “εξοκείλει” ο Γκαρίντσα.
Είναι άπειρες αυτές οι ιστορίες και οι μύθοι στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Ο κανόνας όμως είναι και θα παραμείνει ένας.
«Ordem y Progresso», «Τάξη και Πρόοδος».
Με οξυζενέ στο μαλλί και το «9» στην πλάτη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: MUNDIAL 2022 | Faces: Ενέρ Βαλέντσια (Εκουαδόρ) / Κόντι Χάκπο (Ολλανδία) / Ολιβιέ Ζιρού (Γαλλία) / Τακούμα Ασάνο (Ιαπωνία)