Υπάρχει μια ιστορία που δεν έχω πει…
Το 1971 είμαι από τους καλύτερους παίκτες στον Ατρόμητο, είναι μια χρονιά όπου ο Ατρόμητος έχει πολλούς καλούς παίκτες, ήταν ίσως, κατά την γνώμη μου, η καλύτερη ενδεκάδα της ομάδας.
Αυτό φάνηκε κι από το γεγονός ότι, παρότι δεν καταφέραμε να ανέβουμε, τέσσερεις από εμάς πήραμε μεταγραφή σε ομάδες Α’ Εθνικής, τον Ολυμπιακό, τον Απόλλωνα, την ΑΕΚ.
Την χρονιά αυτή λοιπόν, επί Δικτατορίας, είχε βγει ένας νόμος από την Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και τον Ασλανίδη, ο οποίος απαγόρευε την μεταγραφή ποδοσφαιριστών διαφορετικής Ποδοσφαιρικής Ένωσης. Ο Ολυμπιακός, η ΑΕΚ, η Λάρισα, ο ΠΑΟΚ δηλαδή δεν μπορούσαν να πάρουν παίκτη από διαφορετική περιοχή της χώρας. Συνεπώς, εγώ μπορούσα να πάω μόνο σε Απόλλωνα, Παναθηναϊκό, ΑΕΚ, Ολυμπιακό, καθώς ήταν θέμα νομού, ώστε να μην γίνεται αποκέντρωση.
Για αυτό πήγε κι ο Βασιλόπουλος από τον Ατρόμητο στον Ολυμπιακό, για αυτό και ο Παναθηναϊκός πήρε τον Κουβά από τα Μέγαρα και είχε “κλείσει” εμένα.
Η σχέση μου με τον Παναθηναϊκό ήταν ότι ένας Γιαννόπουλος, αν θυμάμαι σωστά το όνομά του, ο οποίος ήταν μικροβιολόγος και συνεργαζόταν με την κλινική του πατέρα μου στο Περιστέρι, ήταν μέλος του ΔΣ του Παναθηναϊκού.
Ήταν η χρονιά που ο Παναθηναϊκός είχε πάει στο Γουέμπλεϊ.
Το καλοκαίρι μετά τον Τελικό αλλά και τη δική μου συμμετοχή με την Εθνική Νέων στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Τσεχοσλοβακίας, πήγα για ένα δοκιμαστικό-προπονητικό “διπλό” κεκλεισμένων στην «Λεωφόρο». Μαζί μου κι ένας καλός επιθετικός, Κορίνθιος.
Προπονητής στον Παναθηναϊκό ήταν ο Πούσκας και μέσα σε ένα ημίχρονο βλέπει όσα ήθελε να δει.
Έχω κάνει ένα “μαγικό παιχνίδι”, ό,τι έκανα “έβγαινε”, μου ερχόταν -για παράδειγμα- μια κακή μπαλιά και την σταματούσα σαν να είμαι ο Πελέ. Ήταν ένα παιχνίδι από εκείνα που λες «ήταν να γίνει», έβαλα γκολ και στον Οικονομόπουλο, γιατί έπαιζα με την δεύτερη ομάδα, και μάλιστα κερδίσαμε.
Και δεν με βάζουν καν στο επόμενο ημίχρονο, μου λέει ο Πούσκας «Ντύσου και φύγε».
Με έδιωξαν και έφυγα. Ίσως για να μην με δουν, ίσως για να μην μάθουν για μένα.
Ακολουθεί, έτσι, επίσημη πρόταση του Παναθηναϊκού στον Ατρόμητο για να πάω.
Ο πατέρας μου, έχοντας σχέση με τον μικροβιολόγο, ήταν πολύ θετικός, το ίδιο και ο Πρόεδρος του Ατρομήτου, ο οποίος μάλιστα πήρε μια μικρή προκαταβολή, νομίζω 50.000 δραχμές.
Ο Παναθηναϊκός έπαιξε τότε ένα παιχνίδι ιδιαίτερο.
Ενώ είχαν πει να μοιραστούν οι παίκτες που ήταν διαθέσιμοι, πηγαίνει και παίρνει και τον Σάκη Κουβά από τον Βύζαντα Μεγάρων, έναν πολύ καλό επιθετικό, ο οποίος έπαιξε στον Παναθηναϊκό.
Έτσι λοιπόν ήδη έχει κάνει αυτήν τη μεταγραφή, η δική μου εκκρεμούσε κι έρχεται και διαμαρτύρεται η ΑΕΚ ότι δεν πήρε κανέναν παίκτη και δηλώνει ότι θέλει τον Νικολάου.
Ο Νικολάου προέκυψε στην ΑΕΚ από ένα παιχνίδι στο Περιστέρι, στο οποίο είχαν έρθει ο Στάνκοβιτς με τον Παπασταματίου, τον τότε Γενικό Αρχηγό της ΑΕΚ, για να δουν τον Βασιλόπουλο, έναν συμπαίκτη μου, ο οποίος πήγε στον Ολυμπιακό τελικά.
Ο Στάνκοβιτς είπε «δεν θέλω τον Βασιλόπουλο, αυτό το στυλ παιχνιδιού το έχω στην ΑΕΚ, θέλω εκείνον τον ψηλό που παίζει εξτρέμ», εγώ τότε έπαιζα εξτρέμ, δεξιά ή αριστερά, ήμουν γρήγορος, με καλά άλματα.
Κι έτσι, η επιλογή του Στάνκοβιτς με έφερε στην ΑΕΚ.
Ο Στέφανος Ζουγανέλης και ο Πρόεδρος της ΑΕΚ, Μάκης Χατζηχαραλάμπους, έκαναν παράσταση στην Δέσποινα Παπαδοπούλου, η οποία επενέβη και απαίτησε εγώ να πάω στην ΑΕΚ.
Μέσα μου χάρηκα, γιατί ήμουν ΑΕΚτζής, ενώ είχα πάρει ήδη τον δρόμο για τον Παναθηναϊκό και δεν θα με δυσαρεστούσε να πάω εκεί, ως αποτέλεσμα ποδοσφαιρικής ανόδου.
Εδώ πρέπει να αποκαλύψω κάτι ακόμα.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου δεν με πίστευε ότι ήμουν ΑΕΚτζής, μέχρι που ήρθε στο σπίτι μου, στο δωμάτιό μου, και είδε τον εαυτό του σε μία αφίσα από χαρτόνι που την είχα κολλήσει με αλευρόκολλα και είχε γίνει ένα με τον τοίχο και δεν ξεκολλούσε με τίποτα.
Την είχα αγοράσει, όταν είχε γυρίσει από την τραγουδιστική του καριέρα και είχαμε κερδίσει τον Παναθηναϊκό στην «Λεωφόρο» και πουλούσαν τέτοιες αφίσες μεγάλες εκείνη την εποχή.
Και μάλιστα και μια ωραία φάση που είχε με την Ακαντέμικα, την οποία κερδίσαμε στη Νέα Φιλαδέλφεια: έβρεχε, είχε γλιστρήσει ο αμυντικός και αυτός με την μπάλα κολλημένη στο πόδι του τον περνούσε από πάνω, την είχα κόψει από τις «Εικόνες» τότε, ήταν μικρή φωτογραφία.
Τότε με πίστεψε ο Μίμης.
Γιατί, παίζοντας στον Ατρόμητο τέσσερα-πέντε χρόνια, χάνεις λίγο την φίλαθλό σου ιδιότητα και γίνεσαι Ατρόμητος, όπως είναι λογικό, σε ενδιαφέρει μόνο η ομάδα σου, δένεσαι με αυτήν και με την οποία δεν έχω λυθεί ποτέ. Δεν έχω δυσαρεστήσει ούτε θέλω να το κάνω, αλλά δεν μπορεί η ομάδα της γειτονιάς σου, το σήμα, να φύγει ποτέ από μέσα σου, έστω κι αν έχουν αλλοτριωθεί πολλά πράγματα.
Έτσι λοιπόν πήγα στην ΑΕΚ, ύστερα από απαίτηση της Δέσποινας Παπαδοπούλου, η οποία ήταν ΑΕΚτζού και αδερφή του παλιού διεθνή δεξιού μπακ της ΑΕΚ, του Γάσπαρη.
«Γιατί είμαι ΑΕΚ»;
Ο πατέρας μου ήταν ποδοσφαιρικός παράγοντας και στον Ατρόμητο πολλά χρόνια αλλά και στο αθηναϊκό ποδόσφαιρο.
Ήταν Παναθηναϊκός και έπαιρνε πιτσιρίκο τον αδερφό μου, ο οποίος είναι δύο χρόνια μεγαλύτερός μου, και τον πήγαινε στο γήπεδο. Εμένα δεν με έπαιρνε, γιατί ήμουν μικρός, δηλαδή στα έξι-επτά μου δεν με έπαιρνε.
Είχα λοιπόν έναν πρώτο ξάδερφο από την Αμφιλοχία, ο οποίος σπούδαζε ιατρική, και μου έλεγε «κάτσε να φύγουν αυτοί και θα πάμε μαζί γήπεδο» και πηγαίναμε με τα πόδια μέσω Αγίων Αναργύρων στη Νέα Φιλαδέλφεια και τρέχαμε να προλάβουμε, μέχρι να γυρίσουν οι άλλοι.
Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι είχα έναν θείο, τον Χρήστο Νικολάου, αδερφό του πατέρα μου, ο οποίος ήταν φανατικός ΑΕΚτζής και ήταν τσαγκάρης με τσαγκαράδικο στις Παράγκες, κοντά μας, κι εγώ ξημεροβραδιαζόμουν εκεί, γιατί μας αγαπούσε πολύ ο θείος και το είχαμε σαν στέκι. Μάλιστα ερχόταν κι ο Σεραφείδης εκεί.
Κι έγινε “προσηλυτισμός”… έτσι. Και ίσως και από αντίδραση. Μετά, το περιβάλλον ήταν περισσότερο ΑΕΚτζήδικο εκεί όπου έμενα. Οπότε έτσι κόλλησα κι επικρατούσε και η λογική ότι «γυναίκα αλλάζεις, ομάδα δεν αλλάζεις».
Κούμπωσε μετά και με Κωνσταντινουπολίτισσα γυναίκα, κούμπωσε και το ότι υπήρξε μια εποχή που είχαμε ινδάλματα τον Νεστορίδη, τον Παπαϊωάννου, ήταν άτομα που σε έκαναν να είσαι ΑΕΚ -όχι ότι ο Παναθηναϊκός στερείτο ινδαλμάτων.
Μ’ άρεσε κι ο Δικέφαλος, μ’ άρεσε και η Βυζαντινή Ιστορία, παίζαμε με κάτι τσίγκινες ασπίδες και κόλλαγαν κάτι πράγματα επάνω, αετούς και διάφορα άλλα. Κόλλησα έτσι κι έγινα ΑΕΚ.
Τελικά τους έκανα και τον αδερφό μου και τον πατέρα μου ΑΕΚτζήδες.
Αυτοί άλλαξαν. Δεν γινόταν να μην αλλάξουν.
Επιμέλεια κειμένου: Λουκάς Μαστροδήμος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Παντελής Νικολάου: Οι Χήρες των Σ.Κ. / «Θα έρχεσαι για μένα στο γήπεδο»
1971: Ο Παναθηναϊκός στο Γουέμπλεϊ
Κώστας Γιαννακίδης: Γιώργος Κούδας, ο πρώτος σούπερ ήρωας
Θ. Χειμωνάς – Zastro – Α. Καρπετόπουλος: Η σημασία του να είσαι ο Νίκος Αναστόπουλος
Βάσω Ε. Μώραλη: Οι «ηρωικές» εποχές των μεταδόσεων ποδοσφαίρου