Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009. Είναι η μέρα της γιορτής μου. Το τηλέφωνο χτυπά συνεχώς για τα «χρόνια πολλά».
Σε ένα από αυτά τα τηλεφωνήματα, στην άλλη άκρη της γραμμής, είναι ο Κώστας Αντωνίου, Τεχνικός Διευθυντής τότε στον Παναθηναϊκό. «Θα ανέβεις στην Αθήνα; Σε θέλω να μιλήσουμε», μου λέει.
Την άλλη μέρα πήρα το αεροπλάνο και βρεθήκαμε από κοντά. Μου εξήγησε ότι έχει σκοπό να με προτείνει στους μετόχους του Παναθηναϊκού και στον τότε Πρόεδρο, Νικόλα Πατέρα, για τη θέση του προπονητή, καθώς η ομάδα θα έλυνε τη συνεργασία με τον Τεν Κάτε. Ήθελε τη γνώμη μου για τον Παναθηναϊκό και τις δυνατότητες που είχε αλλά και τη συγκατάθεσή μου για να προχωρήσει.
Κυριακή λοιπόν ήμουν στο Ηράκλειο στο σπίτι μου, Δευτέρα στο ραντεβού και την Τρίτη ήρθαν οι ανακοινώσεις. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, καθώς το Σάββατο υπήρχε το επόμενο παιχνίδι Πρωταθλήματος, με τον Ηρακλή εκτός έδρας.
Ο Παναθηναϊκός προερχόταν μεν από νίκη επί του Ατρομήτου, ωστόσο η ήττα από τον Ολυμπιακό λίγες μέρες πριν τον είχε αφήσει τέσσερεις βαθμούς πίσω από τους «Ερυθρολεύκους».
Όχι, δεν είχα κάποιον φόβο ή ενδοιασμό για να αναλάβω αυτή τη δύσκολη αποστολή.
Παρακολουθούσα στενά το Πρωτάθλημα, όπως κάνω πάντα άλλωστε, πόσο μάλλον σε μια εποχή που ήμουν Ομοσπονδιακός προπονητής στην Ελπίδων. Ήξερα λοιπόν ότι ο Παναθηναϊκός έχει φανταστικό ρόστερ με μεγάλο βάθος, εξαιρετικό υλικό και κάποιους παίκτες που γνώριζα από τη θητεία μου στις Εθνικές ομάδες Νέων και Ελπίδων.
Ένα κράμα έμπειρων παικτών αλλά και ταλαντούχων νέων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος εκείνης της σεζόν, το καλοκαίρι του 2010 στο Μουντιάλ της Νότιας Αφρικής, ο Παναθηναϊκός είχε 10-12 διεθνείς ποδοσφαιριστές Έλληνες και ξένους.
Την πρώτη φορά που μπήκα στα αποδυτήρια, δεν χρειάστηκε να πω πολλά. Οι περισσότεροι με ήξεραν και τους ήξερα. Ήξεραν ότι έχω περάσει κι εγώ από αυτά τα αποδυτήρια, έχω βρεθεί στη θέση τους. Είναι πολύ σημαντικό αυτό. Και πράγματι, δεν χρειάστηκε ποτέ να πω πολλά. Απευθυνόμουν σε παίκτες που έλεγες ένα πράγμα και έπιαναν δέκα. Καταλάβαιναν τα πάντα.
Ένα πράγμα τους έλειπε. Η αυτοπεποίθηση. Συνεπώς, το πρώτο παιχνίδι, στο Καυτανζόγλειο, θα ήταν πολύ σημαντικό. Ήταν ένα ματς δύσκολο, γιατί ο Ηρακλής είχε τότε μια πολύ καλή ομάδα. Δεν υπήρχε άγχος όμως από την πλευρά μου, παρά μόνο επίγνωση της δυσκολίας.
Προσπάθησα να μεταφέρω στους παίκτες τη δική μου εμπειρία, το τι σημαίνει να φοράς τη φανέλα του Παναθηναϊκού. Είχαμε και τον κόσμο στο πλευρό μας, καθώς επιτρεπόταν τότε η μετακίνηση οπαδών. Και εν τέλει νικήσαμε. 1-0.
Ακολούθησε μια ακόμα νίκη τέσσερεις μέρες μετά, για το Europa League επί της Διναμό Βουκουρεστίου, και το τελευταίο παιχνίδι πριν από τη διακοπή των Χριστουγέννων ήταν μια ακόμα εύκολη επικράτηση, εντός έδρας επί του ΠΑΣ Γιάννινα.
Αυτό ήταν. Το κλίμα είχε αλλάξει. Σίγουρα πίεση υπάρχει πάντα σε μια μεγάλη ομάδα για το αποτέλεσμα, αλλά αυτή την πίεση είχαμε καταφέρει να την χρησιμοποιήσουμε δημιουργικά, προς όφελός μας.
Μέσα στη χρονιά θα υπάρξουν και καλά και κακά αποτελέσματα, θα κάνεις “στραβές”. Είχαμε κι εμείς μια τέτοια, την εντός έδρας ήττα από την Καβάλα. Το ζήτημα όμως είναι τα άσχημα να μην σε επηρεάσουν, γιατί στο τέλος αυτό που μετράει είναι πού θα είσαι τον Μάιο, την εποχή που κρίνονται τα πάντα.
Στην αλλαγή του κλίματος βοήθησε πολύ και το γεγονός ότι στα αποδυτήρια είχαμε παίκτες που ήταν εκτός από σπουδαίοι ποδοσφαιριστές και μεγάλες προσωπικότητες.
Ήταν πολύ σημαντικό αυτό για την ηρεμία της ομάδας. Παίκτες που ήταν αρχηγοί, είτε φορούσαν το περιβραχιόνιο είτε όχι. Το είχαν στη νοοτροπία τους. Έβγαιναν μπροστά στα δύσκολα.
Ο Ζιλμπέρτο Σίλβα μπορεί να μην ήταν ο πιο γρήγορος παίκτης του κόσμου, αλλά έπαιζε με μια απλότητα και μια σιγουριά που δεν τη βλέπεις εύκολα. Ήταν επιβλητικός μέσα στο γήπεδο. Τι μπορεί να πει κανείς για τον αρχηγό της Εθνικής Βραζιλίας με τόσα χρόνια στην Αγγλία υπό τις οδηγίες του Βενγκέρ;
Ο Γιώργος Καραγκούνης αγαπούσε τη φανέλα με έναν ξεχωριστό τρόπο, είχε μόλις γυρίσει από το εξωτερικό και ήθελε να πετύχει.
Ο Κώστας Κατσουράνης ήταν μια μεταγραφή που είχε συζητηθεί πολύ, είχε κι αυτός τεράστιο κίνητρο.
Ο Σεμπάστιαν Λέτο έψαχνε να βρει τον δρόμο του μετά τη θητεία του στον Ολυμπιακό. Σπάνιο ταλέντο, παίκτης «αλάνας», όπως λέγαμε παλιά.
Και φυσικά ο Τζιμπρίλ Σισέ, υπόδειγμα συμπεριφοράς ως προσωπικότητα, απόλυτα συγκεντρωμένος στο πώς θα προετοιμάσει τον εαυτό του πριν από κάθε παιχνίδι.
Οι παίκτες που πάνε ψηλά δεν έχουν μόνο ταλέντο. Έχουν και άλλα χαρακτηριστικά. Νοοτροπία και σκέψη νικητή.
Άλλωστε, όλοι αυτοί που μόλις ανέφερα δεν ήρθαν στο Παναθηναϊκό ως “προβληματικοί” αλλά ως παίκτες που δεν είχαν να αποδείξουν τίποτα. Δεν ήρθαν “τσαλακωμένοι” από αποτυχίες, ήρθαν με ωραία και καθαρά βιογραφικά και backround.
Σε τακτικό επίπεδο, οι αλλαγές ήταν λίγες αλλά ουσιαστικές. Μετακίνησα τον Λουκά Βύντρα σε θέση δεξιού μπακ και έβαλε στο κέντρο της άμυνας τον Σεντρίκ Καντέ, αξιοποίησα περισσότερο τον Σωτήρη Νίνη, τον ήξερα από την Ελπίδων, και επέλεξα αυτό το 4-3-3, το οποίο είχα δουλέψει πολύ στην Ελπίδων, μου είχε βγει και πίστευα ότι ταιριάζει και στον Παναθηναϊκό.
Η προσαρμογή της ομάδας στις νέες συνθήκες ήταν εύκολη, καθώς υπήρχαν πολλά παιχνίδια, Πρωτάθλημα, Κύπελλο, Ευρώπη. Συνεπώς, βρήκαμε τα πατήματά μας γρήγορα, κάνοντας παράλληλα και ροτέισιον, αξιοποιώντας όλο το έμψυχο δυναμικό.
Οι προπονήσεις ήταν φανταστικές και όλοι οι παίκτες χαρούμενοι που έπαιζαν.
Ανάμεσα στα παιχνίδια του Πρωταθλήματος, στα τέλη Φεβρουαρίου υπήρξε και αυτή η αξέχαστη, ιστορική διπλή αναμέτρηση με τη Ρόμα. Φοβερή εμπειρία. Με τον κόσμο στο πλευρό μας, ειδικά μέσα στο Olimpico, πετύχαμε δύο νίκες με το ίδιο σκορ, 3-2, απέναντι σε μια ομάδα που ως τότε ήταν για πολλούς μήνες αήττητη.
Βλέποντας πια τα πράγματα με τον χρόνο να έχει περάσει, πιο αποστασιοποιημένα δηλαδή, ίσως κάναμε λάθος στη συνέχεια που δεν κυνηγήσαμε και το ευρωπαϊκό όνειρο.
Ανάμεσα στα δύο επόμενα ευρωπαϊκά παιχνίδια όμως με τη Σταντάρ Λιέγης, υπήρχε ένα κομβικό και δύσκολο ματς Πρωταθλήματος, με τον Αστέρα στην Τρίπολη.
Ο Παναθηναϊκός είχε κακή προϊστορία με τον Αστέρα και, καθώς ο Ολυμπιακός είχε χάσει βαθμούς εκείνο το χρονικό διάστημα, είδαμε ξεκάθαρα όλοι την ευκαιρία να κατακτήσουμε το Πρωτάθλημα.
Έπρεπε λοιπόν να ρίξουμε εκεί το βάρος. Κι εγώ και οι παίκτες, η διοίκηση, όλη η ομάδα ήθελε το Πρωτάθλημα. Δεν υπήρχε περιθώριο για απώλεια βαθμών.
Έτσι, δεν δώσαμε τη σημασία που έπρεπε στους Βέλγους και το πληρώσαμε. Αν το είχαμε δει διαφορετικά, ίσως να είχαμε προκριθεί, αλλά από την άλλη πλευρά ας μην υποτιμούμε ότι η Σταντάρ ήταν μια ομάδα με εξελίξιμους παίκτες, οι οποίοι στη συνέχεια έκαναν σπουδαία καριέρα.
Μπαίνοντας όμως στο τελευταίο κρίσιμο δίμηνο της σεζόν, με συνεχόμενα ματς σε τρεις διοργανώσεις, τραυματισμούς παικτών και την κούραση να είναι πλέον ορατή δια γυμνού οφθαλμού, υποχρεώνεσαι να βάλεις προτεραιότητες.
Το σύστημα διεξαγωγής ήταν διαφορετικό απ’ ό,τι σήμερα. Ο πρώτος στη βαθμολογία ήταν Πρωταθλητής, οι υπόλοιποι έπαιζαν στα πλέι οφ.
Κάναμε την αντεπίθεσή μας λοιπόν και, από τη στιγμή που περάσαμε στην κορυφή, δεν κοιτάξαμε πίσω ξανά.
Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ο Τελικός Κυπέλλου. Η ευκαιρία για να κάνουμε το Νταμπλ. Το θέλαμε πολύ και αυτό. Θέλαμε να επιβεβαιώσουμε ότι είμαστε η καλύτερη ομάδα και δίκαια Πρωταθλητές. Η κατάκτηση του τίτλου σίγουρα είχε βγάλει το μεγάλο βάρος από τους ώμους μας. Ο Τελικός κυπέλλου ήταν στο Ολυμπιακό Στάδιο, ο Άρης είχε κατέβει στην Αθήνα με φιλοδοξίες και πολύ κόσμο στο πλευρό του. Το γκολ του Λέτο μάς χάρισε και το δεύτερο τρόπαιο της σεζόν.
Πρωτάθλημα και Κύπελλο. Όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν!
Ο Νίκος Νιόπλιας είναι προπονητής ποδοσφαίρου και πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
CHECK IT OUT: Νίκος Νιόπλιας: Με μια μπάλα στα πόδια
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σωτήρης Νίνης: Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 1ο / Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 2ο
Αλέξανδρος Τζορβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Aπ’ το Τέρμα
Κώστας Κατσουράνης: Τρεις μήνες στην Ινδία