Η απόφασή μου το 2009 να αποχωρήσω ήταν οριστική. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω πίσω. Το κεφάλαιο του πρωταθλητισμού είχε κλείσει! Tουλάχιστον, έτσι νόμιζα…
Αφιέρωσα όλον τον χρόνο στα παιδιά μου. Παζλ, παιχνίδια, παραμύθια, ιστορίες, βόλτες! Ήμασταν παντού και πάντα μαζί!
Σύντομα, όμως, ανακάλυψα πως κάτι μου έλειπε.
Οι μεγάλες συγκινήσεις. Η ευεξία που νιώθεις μετά από την προπόνηση, ακόμη κι όταν αυτή είναι πολύ σκληρή. Η αγωνία για το αποτέλεσμα. Η ένταση του αγώνα.
Για να νιώσω, όμως, ξανά αυτή την ευεξία θα ‘πρεπε ξανά να φτάσω στα όριά μου. Τα ψυχικά και τα σωματικά. Κι αυτό ήταν κάτι που σίγουρα δεν ήθελα! Δεν μπορούσα πια να νιώθω εξουθενωμένη!
Θυμάμαι πως η κούραση απ’ τους αγώνες ήταν τόσο έντονη, με αποτέλεσμα να φτάνω στο σημείο της… απάθειας!
Επέστρεφα -για παράδειγμα- με το αεροπλάνο από την προετοιμασία;
Ε, σκεφτόμουν πως αν συνέβαινε κάτι στο αεροπλάνο, θα απαλλασσόμουν τουλάχιστον απ’ τον σωματικό πόνο! Τόσο κουρασμένη ένιωθα! Και τόσο… απαθής.
Το περίεργο ήταν πως, την ίδια στιγμή, όσο έντονη ήταν η σωματική κόπωση, άλλο τόσο έντονα ήταν τα συναισθήματα της χαράς και της ικανοποίησης.
Σκεφτόμουν τους χρόνους που έκανα στις προπονήσεις κι έλεγα, «Αθανασία, αφού σήμερα έκανες πανελλήνιο ρεκόρ, φαντάσου τι μπορείς να κάνεις στον αγώνα»! Υπήρχε η αναμονή και η προσδοκία.
Όταν αποχώρησα, δεν ένιωθα τίποτα απ’ όλα αυτά! Ούτε αναμονή υπήρχε, ούτε προσδοκία.
Δε λέω…
Καλά ήταν τα παζλ, τα παραμύθια και το «ένα φράγκο η Βιολέτα» με τα παιδιά. Όμως, για πόσο ακόμη θα διαρκούσαν τα παιχνίδια; Άρχισα, λοιπόν, να αναζητώ αυτό το «κάτι» που έλειπε απ’ τη ζωή μου.
Το βρήκα σχετικά σύντομα μέσα από την εκγύμναση ανθρώπων που δεν γυμνάζονταν. Εκείνων που υποσυνείδητα ήθελα να βελτιώσω τη ζωή τους. Των ατόμων που είχαν προβλήματα υγείας, των υπέρβαρων αλλά κι εκείνων που ζούσαν καθημερινά με το άγχος και την πίεση.
Ειδικά με την κατηγορία των υπέρβαρων, είμαι αρκετά ευαίσθητη.
Βλέπετε, ο πατέρας μου ήταν υπέρβαρος κι αυτό είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα στην υγεία του.
Η σκέψη μου να γίνω γυμνάστρια άρχισε να υλοποιείται, όταν ο τότε σύζυγος και προπονητής μου, μετά την αποχώρησή μου από τον επαγγελματικό αθλητισμό, επέστρεψε στο επάγγελμα που έκανε.
Ήταν εργοφυσιολόγος. Είχε με άλλους δύο συνεργάτες ένα εργομετρικό κέντρο, αλλά εγώ, «ζιζάνιο» καθώς ήμουν, τον παρότρυνα να κάνουμε το δικό μας. Κι όταν τελικά το φτιάξαμε, δημιουργήσαμε μέσα απ’ αυτό μια ομάδα ανθρώπων, ηλικίας 23-60 χρόνων, με τους οποίους κάναμε μαζί προπόνηση.
Εγώ στο βάδην, κι εκείνοι στο… τροχάδην.
Στην αρχή, ήμασταν λίγα άτομα. Σταδιακά, γίναμε πολλοί. Μια μεγάλη παρέα, η οποία με τον καιρό ανέπτυξε μια ωραία, αληθινή σχέση! Μια παρέα που βρίσκεται μαζί μέχρι και σήμερα, παρά το διαζύγιο και την αποχώρησή μου στη συνέχεια από την εταιρεία.
Αυτή την ομάδα δεν θα την άφηνα για κανέναν λόγο! Όχι γιατί πρέπει να δουλέψω για τα «προς το ζην», αλλά γιατί χαίρομαι να βρίσκομαι μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Να μιλάμε. Να μοιραζόμαστε τις αγωνίες και τους προβληματισμούς μας. Να επικοινωνούμε.
Αυτό κάνουμε, άλλωστε, από την πρώτη μέρα που βρεθήκαμε μαζί. Στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο. Λύνουμε, όσο μπορούμε, ο ένας τα προβλήματα τού άλλου και μέσα απ’ το τρέξιμο κάνουμε τη ψυχοθεραπεία μας.
Λέμε ακόμη κι αυτά που, για να πεις, πρώτα πρέπει να πιεις μερικά… ουζάκια.
Διαπίστωσα ότι μέρα με τη μέρα η ψυχολογία όλων αυτών των ανθρώπων βελτιωνόταν και χαιρόμουν!
Γυρνούσαν στο σπίτι τους χαρούμενοι, ήταν περισσότερο ευδιάθετοι στην προπόνηση και έδειχναν ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τις προκλήσεις της ζωής με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Ακόμα κι εκείνοι που χρειάστηκε κάποια στιγμή να αλλάξουν δουλειά, το αντιμετώπισαν με περισσότερη ψυχραιμία. Είχαν αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Ένιωθαν πιο ικανοί.
Μέσα από αυτούς και την εξέλιξη που είχαν στους αγώνες, στους οποίους συμμετείχαμε, πήρα την ικανοποίηση που ήθελα. Κάποιοι, ενώ στις αρχές δυσκολεύονταν να τρέξουν 2 και 3 χιλιόμετρα, σιγά-σιγά έφτασαν στο επίπεδο να συμμετέχουν, όχι μόνο σε αγώνες δρόμου, αλλά και σε μαραθωνίους, διανύοντας και τα 42 χιλιόμετρα της διαδρομής.
Όταν τους έβλεπα στην γραμμή του τερματισμού να «πνίγονται» από τις αγκαλιές των οικογενειών τους και να επιβραβεύονται για το επίτευγμά τους, ένιωθα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Χαιρόμουν -και χαίρομαι- μέσα από τη χαρά τους.
Αρκετό καιρό αργότερα, μπήκαν στη ζωή μου άλλες δύο δραστηριότητες που με βοήθησαν ακόμη περισσότερο να ανακτήσω την εξωστρέφεια που ‘χα χάσει την περίοδο του πρωταθλητισμού.
Η πρώτη ήταν η αεροβική γυμναστική. Κάτι που δεν ήταν στους στόχους μου, αλλά θεώρησα απαραίτητο να κάνω. Η δεύτερη ήταν η υποκριτική.
Το αερόμπικ προέκυψε μέσα από την επιθυμία μου να τολμήσω να κάνω μπροστά σε κόσμο κάτι, για το οποίο ντρεπόμουν: Να χορέψω!
Δυσκολευόμουν να ακολουθήσω τον ρυθμό και φοβόμουν, μήπως εκτεθώ. Κι επειδή ο μόνος τρόπος για να νικήσεις το φόβο σου είναι να τον αντιμετωπίσεις, αποφάσισα να τον αντιμετωπίσω!
Πήγα σε σχολή αερόμπικ (του Γιώργου Ξηρού) και στην πορεία άρχισα να συνεργάζομαι με γυμναστήρια. Χόρευα και ταυτόχρονα μιλούσα, χωρίς να ντρέπομαι πια!
Λίγο μετά, αποφάσισα να ασχοληθώ και με την υποκριτική. Αυτή βέβαια ήταν μία… τρελή επιθυμία που είχα από παιδί.
Μικρή έγραφα σύντομους διαλόγους και μετά μάζευα τους δικούς μου στο σπίτι μας στην Πρέβεζα και τα παρουσίαζα σαν θεατρικό.
Ήθελα να γίνω ηθοποιός.
Πού να τολμήσεις, όμως, εκείνη την εποχή να το πεις; Ήταν λίγο κακό…
«Είναι δυνατόν το παιδί του Βασίλη να είναι ηθοποιός; Να φιλιέται η εγγόνα της “Τσουμελέκενας” στην τηλεόραση; Ντροπή»!
Κάπως έτσι σκέφτονταν στα χωριά. Κι έτσι, έμεινα με την επιθυμία.
Το μόνο που έκανα, κι αυτό με το «ζόρι», ήταν η συμμετοχή μου σ’ ένα-δύο θεατρικά του σχολείου.
Μετά ασχολήθηκα με τον αθλητισμό και τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.
Μέχρι που πριν από μερικά χρόνια γνώρισα, σ’ ένα φιλικό σπίτι, την ηθοποιό Έλντα Πανοπούλου. Της μίλησα για το ενδιαφέρον που είχα από μικρή για την υποκριτική και πως κάποια στιγμή θα ήθελα να παρακολουθήσω μαθήματα. Τότε, μού είπε για την σχολή της.
Πέρασε πολύς καιρός, μέχρι να πάρω την απόφαση και να πω «αυτό θα το κάνω»!
Όταν, μάλιστα, έκλεισα το ραντεβού στην Δραματική Σχολή να με δει, χρησιμοποίησα το επίθετο του συζύγου κι όχι το δικό μου. Ντρεπόμουν να το πω και θεώρησα πως, από την στιγμή που είχε περάσει σχεδόν μια δεκαετία από τότε που ‘χαμε κάνει εκείνη τη συζήτηση, δε θα με αναγνώριζε.
Η Έλντα, όμως, με θυμόταν…
Είναι ένας πανέξυπνος, πολύ «ψαγμένος» και εσωτερικός άνθρωπος! Μπορεί ο κόσμος να την έχει συνδέσει με τους κωμικούς ρόλους που έχει υποδυθεί, αλλά δεν είναι μόνον αυτό.
Μ’ έβαλε στη διαδικασία να ψάξω «βαθιά» μέσα στον εαυτό μου.
Και κάπου, μέσα σ’ αυτή την αναζήτηση, διαπίστωσα -μεταξύ των άλλων- πως έπρεπε να βελτιώσω τον τρόπο ομιλίας μου.
Θυμήθηκα πως από τη Β’ Λυκείου και μετά δεν είχα διαβάσει ούτε ένα εξωσχολικό βιβλίο. Δεν είχα πιάσει στα χέρια μου ούτε ένα μυθιστόρημα!
Δεν είναι δικαιολογία αυτό που θα πω, αλλά ήμουν τόσο κουρασμένη μετά τις προπονήσεις, σε σημείο που δεν είχα καν το κουράγιο να καθίσω να διαβάσω ένα βιβλίο.
Μετά τον πρωταθλητισμό, όταν άρχισα να έρχομαι σε επαφή με τους ανθρώπους που προπονώ και να συζητώ μαζί τους, παρατήρησα πόσο πλούσιο ήταν το λεξιλόγιό τους.
Δεν θα κρυφτώ…
Αισθανόμουν λίγο άβολα ακούγοντάς τους να μιλούν τόσο όμορφα. Θαύμαζα πολύ τον τρόπο ομιλίας τους κι αποφάσισα να εμπλουτίσω κι εγώ το δικό μου λεξιλόγιο.
Κάθε φορά που άκουγα ή διάβαζα μία καινούργια λέξη, την έγραφα στο σημειωματάριο του κινητού μου και μετά αναζητούσα στα λεξικά και το ίντερνετ τη σημασία της. Ντρεπόμουν να ρωτήσω τους άλλους…
Ταυτόχρονα, άρχισα να διαβάζω. Πρώτα εφημερίδες και μετά κείμενα.
Αριστοτέλη, θεατρικά έργα, βιβλία…
Οτιδήποτε μπορούσε να με βοηθήσει. Κάποιες φορές, μάλιστα, μάθαινα απ’ έξω ολόκληρα θεατρικά κείμενα, για να έχω στη μνήμη μου τις καινούργιες φράσεις και λέξεις.
Σύντομα, ένιωσα πιο άνετα. Και μετά, ήρθε ο πρώτος μου ρόλος σε παράσταση της Σχολής.
Παίξαμε την «Χαρτοπαίχτρα», του Δημήτρη Ψαθά. Έπαιξα τον ρόλο της Λιλής. Μία κυρία της ανώτερης τάξης, η οποία μιλούσε και κινούταν ανάλογα.
Ήταν ένας «κόντρα» ρόλος για μένα, γιατί μέχρι τότε ήμουν η αθλήτρια που κυκλοφορούσε με τις αθλητικές φόρμες και τα αθλητικά παπούτσια. Έπρεπε να υποδυθώ κάτι που ήταν εντελώς διαφορετικό.
Γι’ αυτό, πριν την παράσταση είχα άγχος! Πολύ άγχος! Τόσο που θυμήθηκα την εποχή των αγώνων. Τότε που βρισκόμουν στη γραμμή της εκκίνησης κι έλεγα «Αθανασία, πρέπει να έχεις καλή επίδοση»!
Έπαθα ταχυκαρδία. «Να το»!, αναφώνησα, «Ήρθαν ξανά η ένταση και η αγωνία»!
Κακά τα ψέματα… Μπορεί στην σκέψη των απαιτήσεων που έχει ο πρωταθλητισμός να κουραζόμουν, αλλά υπήρχαν στιγμές που ήταν αρκετά έντονη η απουσία αυτού του κομματιού.
Ίσως, γι’ αυτόν το λόγο προσπάθησα στην πορεία να μπω ξανά σ’ αυτόν.
Ίσως πάλι, γιατί ήθελα να κερδίσω την σχέση με τον σύζυγό μου, με τον οποίο είχαμε αρχίσει να απομακρυνόμαστε.
Μόνο που τότε διαπίστωσα πως μεταξύ μας συνέβαινε αυτό, το οποίο είχα μέσα στο μυαλό μου πολύ καιρό. Δεν μπορούσαμε να ζούμε ως ζευγάρι χωρίς τον πρωταθλητισμό!
Το 2015, έκανα μια τελευταία προσπάθεια να πιάσω το όριο για τη συμμετοχή μου στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Ρίο ντε Τζανέιρο, αλλά δεν μου «έβγαινε» με τίποτα.
Κι εκεί, έπεσαν οι τίτλοι του τέλους!
Συνέχισα να κάνω όλα, όσα είχα ξεκινήσει από το 2009, μέχρι που πριν από λίγο καιρό προέκυψε η συμμετοχή μου στη σειρά «Έτερος Εγώ». Η παρουσία μου σ’ αυτήν δεν είχε καμία σχέση με το γεγονός ότι είμαι η Αθανασία Τσουμελέκα, η πρώην αθλήτρια, πρωταθλήτρια και Ολυμπιονίκης στο βάδην.
Για την παραγωγή και τους συντελεστές της σειράς, ήμουν απλώς η Αθανασία. Η φοιτήτρια της Δραματικής Σχολής που πήγε για κομπάρσος μ’ έναν πολύ μικρό ρόλο.
Την πρώτη μέρα του γυρίσματος, είχα ένα κοντινό πλάνο με την ατάκα μου. Εκείνη την στιγμή, ο σκηνοθέτης (Σωτήρης Τσαφούλιας) διαπίστωσε ότι κάπου είχε δει ξανά το πρόσωπό μου.
Στο διάλειμμα με πλησίασε, με ρώτησε και, αφού πρώτα μου έδωσε συγχαρητήρια για τις επιτυχίες μου στον αθλητισμό, είπε: «Γιατί δεν πέρασες από κάστινγκ να πάρεις έναν μεγαλύτερο ρόλο, αφού τα “λες” και “γράφει” το πρόσωπό σου στην κάμερα»;
«Δεν το ήξερα», απάντησα με κατεβασμένο το κεφάλι και χαμογέλασα.
Μπορεί on camera να τα… λέω χωρίς να ντρέπομαι, αλλά off camera, ήμουν και παραμένω συνεσταλμένη.
Πριν το «Έτερος Εγώ», είχα κάνει κάποιες εμφανίσεις, ξανά ως βοηθητική ηθοποιός (μου ακούγεται πιο ωραίο από το κομπάρσος), από εκείνες που κάνουν όλοι οι ηθοποιοί στο ξεκίνημά τους.
Στο φιλμ «Φαντασία» του Αλέξη Καρδαρά, σε μία ιταλική ταινία με τίτλο «Born to be murdered» , της οποίας ένα από τα γυρίσματα έγινε στην Αθήνα, σε μία ταινία μικρού μήκους, η οποία θα χρησιμοποιηθεί ως πιλότος για τη δημιουργία ενός φιλμ, και στο «Μετρώντας τα αστέρια», ταινία του σκηνοθέτη Χρήστου Δήμα, καθηγητή μου στην Δραματική Σχολή στο μάθημα του κινηματογράφου, η οποία αφηγείται την πορεία της ομάδας μπάσκετ του Παναθηναϊκού.
Τώρα, θα αρχίσω να το «ψάχνω» περισσότερο με την υποκριτική.
Μ’ αρέσει, άλλωστε, αυτό το κομμάτι της ζωής μου. Βέβαια, δεν μπορώ να φτάσω στο επίπεδο των επαγγελματιών ηθοποιών, αλλά, από την στιγμή που έχω αποφασίσει να ασχοληθώ, θέλω να το κάνω σωστά και καλά. Όπως όλα, όσα έχω κάνει μέχρι σήμερα στη ζωή μου.
Οι περισσότεροι, βλέποντάς με στο «Έτερος Εγώ», ενδεχομένως να μην με αναγνωρίσουν. Η σημερινή εικόνα μου είναι διαφορετική από εκείνη που είχα στο παρελθόν. Όσοι βέβαια με γνωρίζουν και με αναγνώρισαν, μου έκαναν την σχετική πλάκα, λέγοντάς μου «τι άλλο θα κάνεις πια».
To καλύτερο απ’ όλα, όμως, είχε συμβεί με τη μητέρα μου όταν τής έβαλα να παρακολουθήσει, αρχικά τον πρώτο κύκλο και μετά τον δεύτερο.
Κάποια στιγμή, η γυναίκα δεν άντεξε και την πήρε ο ύπνος, με αποτέλεσμα να χάσει τα πρώτα επεισόδια στα οποία εμφανιζόμουν.
Ξύπνησε όταν έπαιζε μία σκηνή στην οποία, ο καθηγητής Λαΐνης (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης) ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι με την Τόνια (Μελισσάνθη Μάχουτ). Συζητούσαν και κάποια στιγμή, εκείνη έσκυψε και τον φίλησε.
Η μαμά μου, έπαθε… σοκ! «Αυτή είναι η Αθανασία;», είπε έκπληκτη και πετάχτηκε μη έχοντας καταλάβει μέσα στον ύπνο της ποια ήταν η κοπέλα που έβλεπε.
Τα γέλια που κάναμε με τα αδέρφια μου, δεν περιγράφονται!
Υποθέτω πως αν στην πραγματικότητα ήμουν εγώ στη θέση της «Τόνιας», θα της ερχόταν… κόλπος! «Κόλπος θα μου ‘ρθει, παιδί μου, με σένα! Κόλπος!», όπως συνήθιζε να λέει όταν έκανα κάτι που θεωρούσε «τραβηγμένο».
Αντίθετα, ο πατέρας μου ήταν λίγο πιο προοδευτικός άνθρωπος για την εποχή του.
Σίγουρα θα ήθελε να βρίσκεται εδώ μαζί μας και να παρακολουθεί το νέο κεφάλαιο που έχει ανοίξει στη ζωή μου.
Κι εγώ θα ήθελα να είναι…
Είχαμε μια πολύ όμορφη και ιδιαίτερη σχέση με τα «πάνω» και τα «κάτω» της, όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις γονέων και παιδιών. Μια αληθινή σχέση, την οποία έχω κι εγώ σήμερα, κι ελπίζω να συνεχίσω να έχω, με τα δικά μου παιδιά.
Ήμουν, έλεγε, ο άνθρωπος που τον καταλάβαινε.
Τον Ιανουάριο του 2004, την περίοδο που βρισκόμουν στη Νότια Αφρική για προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, είχε κάνει επέμβαση στην καρδιά. Δυστυχώς, δεν μπορούσα να είμαι κοντά του εκείνη την στιγμή.
«Εσύ θα κάνεις αυτό που πρέπει και, όταν γυρίσεις, εγώ θα είμαι καλά», μου ‘χε πει τότε.
Τον είδα την ημέρα που αγωνιζόμουν στη διοργάνωση. Στα τελευταία μέτρα της διαδρομής με ακολουθούσε. Μέχρι την στιγμή που μπήκα στο Ολυμπιακό Στάδιο και τον «έχασα» από τα μάτια μου. Μετά τον τερματισμό, άρχισα να τον αναζητώ.
Δεν τον έβλεπα πουθενά και είχα αρχίσει να ανησυχώ. Λόγω του προβλήματος υγείας που είχε, το μυαλό μου πήγε στο κακό.
Πήγα για τις δηλώσεις και, απευθυνόμενη στους δημοσιογράφους, τους είπα. «Σας παρακαλώ, βρείτε πρώτα τους γονείς μου και μετά θα μιλήσουμε». Κάποιος μου έδωσε ένα τηλέφωνο. Επικοινώνησα με τους δικούς μου και μού είπαν ότι ο μπαμπάς είχε μείνει πίσω στο Μοναστηράκι. «Μου ‘χε φύγει η ψυχή», μέχρι να μάθω ότι ήταν καλά.
Μετά την επέμβαση, οι γιατροί τού είχαν συστήσει προσοχή και πιο υγιεινό τρόπο ζωής.
Εκείνος, όμως, είχε τη δική του φιλοσοφία. «Θα ζήσω, όπως ζούσα και πριν, κι όσο με πάει!», έλεγε.
Όταν «έφυγε» από κοντά μας, πέρασαν δύο χρόνια, μέχρι να το συνειδητοποιήσω.
Είμαι, όμως, σίγουρη πως εξακολουθεί να είναι περήφανος για μένα…
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
Η ιστοσελίδα της Αθανασίας Τσουμελέκα: tsoumeleka.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αθανασία Τσουμελέκα: Περπατώντας Στην Άγρια Πλευρά
Αντίγονη Ντρισμπιώτη: Σταθερό Βήμα
Γιώργος Πομάσκι: Στη ζωή μου έμαθα τρία πράγματα / Άγγελος Παυλακάκης: Ο πιο γρήγορος Έλληνας
Μιρέλα Μανιάνι: Καινούργια Εγώ
Πηγή Δεβετζή: Δέκα Χρόνια Μετά
Κωνσταντίνος Μπανιώτης: Στο τέλος του δρόμου
Κατερίνα Στεφανίδη: Βαθιά Ανάσα
Νικόλ Κυριακοπούλου: Το Άγγιγμα του Θεού