Ο δέκα ετών Μπρούνο είχε συνηθίσει πια την παρουσία του πατέρα του στο σπίτι. Ο Ζοσέ Φερνάντες ήταν πέντε χρόνια άνεργος και είχε απελπιστεί…
Αναζητούσε τρόπους να πάψει να είναι μία στατιστική στην Πορτογαλία της οικονομικής κρίσης και, το 2004, ήθελε απεγνωσμένα να βγάλει το όνομά του από τη λίστα όσων δεν είχαν δουλειά.
Μία μέρα, επιστρέφοντας από το σχολείο, ο μικρός Μπρούνο αντίκρισε στο σαλόνι όλη την οικογένεια. Κατάλαβε ότι κάτι είχε συμβεί. Ήταν βέβαιος ότι όσα είχε να ακούσει ήταν βαρυσήμαντα.
Ο μπαμπάς του είχε κατορθώσει να βάλει το όνομά του σε έναν άλλον κατάλογο. Μία λίστα γεμάτη όνειρα, αλλά και μελαγχολία, καθώς περίπου δύο εκατομμύρια συμπατριώτες του είχαν αναζητήσει εργασία και ελπίδα στο εξωτερικό. Ο κ. Φερνάντες ανακοίνωσε στη σύζυγο και τα τρία παιδιά του πως είχε αποφασίσει να φύγει για την Ελβετία, όπου μία νέα θέση έμοιαζε ευκολότερη υπόθεση.
Το σχέδιό του ήταν η σύντροφος και τα παιδιά τους να τον συνοδεύσουν στην ξενιτιά, στη σκιά των Άλπεων.
Ο Μπρούνο ήταν ξεκάθαρος. Αν και μόλις δέκα ετών, αρνούνταν πεισματικά να αφήσει την πατρίδα του και, κυρίως, το ποδοσφαιρικό όνειρό του. Μάλιστα, απείλησε να φύγει από το σπίτι αν ο πατέρας του επέμενε…
Περίπου 16 χρόνια αργότερα, οι βαλίτσες και τα αεροδρόμια είναι ρουτίνα για τον Μπρούνο Φερνάντες. Μονάχα που εκείνος (πάλι) επιλέγει τον κάθε προορισμό του.
Ο τελευταίος προορισμός του Μπρούνο Φερνάντες ήταν και το πρώτο παιδικό όνειρό του.
Ο 26χρονος μέσος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν χρειάστηκε να πουλήσει «οπαδιλίκι» όταν τον Ιανουάριο του 2020 μετακόμισε από τη Σπόρτινγκ Λισαβόνας στους «κόκκινους διαβόλους».
Από τα χείλη του δεν ξεστομίστηκε απλώς ένα κλισέ ή μία ατάκα-«μουσική στ’ αυτιά» των οπαδών της αγγλικής ομάδας.
Ο Πορτογάλος χαφ ήταν από μικρός φαν της Γιουνάιτεντ, καθώς το ίνδαλμά του, Κριστιάνο Ρονάλντο, μεγαλούργησε με τη φανέλα της. Όταν ο «CR7» έκανε το ίδιο δρομολόγιο, το 2003, ο Μπρούνο ήταν μόλις εννέα ετών. Το μυαλό του «έπαιζε» το ίδιο «έργο», στη «σκηνή» του «Ολντ Τράφορντ».
Όταν η διοίκηση της Σπόρτινγκ τού ανακοίνωσε ότι θα τον παραχωρήσει στην ομάδα του Μάντσεστερ, ο Φερνάντες παραδέχθηκε ότι ξέσπασε σε κλάματα.
Όταν ο προπονητής του, Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ, αποφάσισε να τον χρίσει αρχηγό για την πρεμιέρα των ομίλων του Τσάμπιονς Λιγκ 2020-2021, στον θρίαμβο στη Γαλλία επί της Παρί Σ.Ζ. (στον οποίο πέτυχε το πρώτο γκολ, πριν το νικητήριο τέρμα του Μάρκους Ράσφορντ), η αυθόρμητη και αφοπλιστική αντίδρασή του έκρυβε μέσα της μία παιδική αφέλεια.
Μία επιστροφή στην αθωότητα των σπορ, παρότι ο νεαρός μέσος είχε επιδείξει ωριμότητα και χαρακτήρα από την εφηβική ηλικία του.
Ο Μπρούνο Μιγκέλ Μπόρχες Φερνάντες γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1994 στη Μάια, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 11χλμ. και βόρεια του Πόρτο.
Όπως αποκάλυψε ο ίδιος σε κείμενό του στην ιστοσελίδα The Players Tribune, από μικρός ήταν φαν του Ρονάλντο, ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός του «ανήκε» στην «Team Messi».
Όταν ο τελευταίος έφτασε τα 15 του, το κοινό δωμάτιό τους δεν χωρούσε τους φίλους του. Σε κάθε επίσκεψη, ο μεγάλος αδερφός «διέταζε» τον Μπρούνο να «βγεις έξω και να παίξεις!».
Ο μικρός δεν αισθάνθηκε μοναξιά. Είχε συντροφιά τη μπάλα και «συμπαίκτη» την παιδική αφέλεια, η οποία «έστηνε» τέρματα από ξύλα σε γήπεδα όπου η επιφάνεια της άμμου αντικαθιστούσε το χορτάρι. Εκεί ο Φερνάντες έκανε τα πρώτα όνειρά του, τα οποία ήταν τόσο φιλόδοξα που δεν μπορούσαν να «γκρεμιστούν» από τον ρεαλισμό και τις αποτρεπτικές συμβουλές των δασκάλων του…
«Μπρούνο, το ποδόσφαιρο δεν είναι ρεαλιστικό όνειρο», του έλεγαν στο σχολείο. «Πρέπει να μελετάς περισσότερο».
Η απόκριση του μικρού, ο οποίος παρά το ποδοσφαιρικό «συννεφάκι» στο οποίο πετούσε είχε τα μυαλά του μέσα στο κεφάλι του, ήταν ένα «ευχαριστώ, αλλά απλώς θα προπονηθώ πιο σκληρά στο γήπεδο».
Στη σκέψη του υπήρχε μόνο ένα πράγμα. Η επόμενη προπόνηση, μετά το επόμενο ματς και, στην άκρη του μυαλού του η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Μπορεί να αρνήθηκε να ετοιμάσει βαλίτσες για να μεταναστεύσει σε μικρή ηλικία με τον πατέρα του, όμως ο Μπρούνο και τα αδέρφια του τον επισκέπτονταν συχνά στην Ελβετία.
Όπως εξιστόρησε ο ίδιος, «κάποια Χριστούγεννα, πήγαμε με τον αδερφό μου να περάσουμε μαζί του τις γιορτές. Ήταν η εποχή που οι αγορές στο διαδίκτυο δεν ήταν εύκολες και στην Πορτογαλία δεν βρίσκαμε φανέλες -τουλάχιστον φθηνές- ομάδων της Πρέμιερ Λιγκ.
»Ο πατέρας μάς πήγε σε ένα κατάστημα και μας είπε ότι μπορούμε να διαλέξουμε από ένα αθλητικό μπουφάν. Ο αδερφός μου, ως θαυμαστής του Μέσι, επέλεξε ένα κίτρινο της Μπαρτσελόνα… Εγώ ήμουν ακόμη και τότε πιο εκλεπτυσμένος και, φυσικά, πήρα ένας της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, λόγω του Κριστιάνο. Ακόμη το θυμάμαι. Ήταν μπλε με μία λευκή ρίγα και λίγο κόκκινο χρώμα».
Το κόστος δεν είχε σημασία. Ο Ζοσέ Φερνάντες ήταν χαρούμενος που οι γιοι του χαμογελούσαν. Όταν έκλεινε και πάλι η πόρτα και έμενε μόνος σε μία ξένη χώρα, χαμογελούσε κι εκείνος.
Είχε καταλάβει πως η μοναξιά δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με τη δική του καλή ψυχολογία, παρέχοντας τα απαραίτητα στη φαμίλια του ούτε με τη δικαίωση του κανακάρη του να τον ακολουθήσει, λόγω του ποδοσφαίρου.
Τις μέρες που ο πατέρας του αποφάσισε να φύγει για το εξωτερικό, ο Μπρούνο αγωνιζόταν στις ακαδημίες της Μποαβίστα και φώναζε ότι «στην Ελβετία δεν ξέρουν να παίζουν ποδόσφαιρο!».
Ήταν επιθυμία του να μην αφήσει την τοπική ομάδα και η μητέρα του, Βιρτζίνια Μπόρχες, έμεινε πίσω. Κάθε μέρα έκανε μία διαδρομή 15 λεπτών για να πάει και να γυρίσει τον γιο της από την προπόνηση.
Η δύσκολη απόφαση που είχαν λάβει, ωστόσο, σύντομα απέδωσε καρπούς.
Ένας Ιταλός σκάουτερ εντόπισε τον Μπρούνο σε αγώνα Κ-19 και τον πρότεινε στη Νοβάρα, ομάδα της Serie B.
Η προοπτική δεν έμοιαζε τόσο ελκυστική. Όμως, αφενός η Μποαβίστα θα λάμβανε 40.000 ευρώ για ένα παιδί που δεν είχε κλείσει τα 18 του και δεν είχε παίξει επαγγελματικά και αφετέρου ο ίδιος ο παίκτης θα είχε χώρο να εξελίξει το παιχνίδι του, δίχως τις πιο άμεσες και υψηλότερες προσδοκίες του Καμπιονάτο.
Η αρχή ήταν δύσκολη. Εκείνο το πιτσιρίκι που είχε αρνηθεί να αφήσει τη πατρίδα του μαζί με την οικογένειά του, βρέθηκε το 2012 μόνο του σε μία ξένη χώρα πριν καν ενηλικιωθεί.
Αν και ζούσε σε μία περιοχή που απείχε λιγότερο από 40χλμ. από το Μιλάνο και περίπου 100χλμ. από το Τορίνο -και είναι εμπορικό σταυροδρόμι μεταξύ των δύο πόλων και της Ελβετίας, ο Φερνάντες πεθύμησε άμεσα το σπίτι και τη φαμίλια του…
«Πολέμησε» τη νοσταλγία για σπιτικό του μαθαίνοντας ιταλικά, αυτοδίδακτος αλλά και φιλομαθής. Πέτυχε τέσσερα γκολ σε 23 ματς, βοήθησε τη Νοβάρα να φτάσει ως την πέμπτη θέση και το καλοκαίρι του 2013 η Ουντινέζε τον απέκτησε με τη μορφή της πολυ-ιδιοκτησίας.
Έπαιζε σε νέα θέση, σε νέα χώρα, όμως η Ιταλία τού ταίριαζε. Με την ομάδα του Ούντινε σκόραρε 11 φορές σε 95 συμμετοχές, όμως επιβεβαίωσε τη δημιουργική πλευρά του παιχνιδιού του.
Το 2016, λίγο μετά τη συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο με την Κ-23 της Πορτογαλίας (με την οποία έφτασε ως τον προημιτελικό), η Σαμπντόρια τον απέκτησε ως δανεικό.
Μάλιστα, φόρεσε και τη φανέλα με το Νο10 με την οποία ο παλαίμαχος σταρ της, Ρομπέρτο Μαντσίνι, είχε οδηγήσει τη «Σαμπ» στο μοναδικό σκουντέτο της, το 1991, αλλά και στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1992 και την ήττα από τη Μπαρτσελόνα στο «Ουέμπλεϊ».
Η ηγετική φυσιογνωμία του αποτυπωνόταν πια ξεκάθαρα στο χορτάρι και του χάρισε και το περιβραχιόνιο του αρχηγού της Εθνικής Πορτογαλίας, στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα Κ-21 του 2017 στην Πολωνία.
Δεν ήταν πλέον ένας έφηβος που ενδεχομένως να παραπλανούσε κοινό και ειδικούς με τον ενθουσιασμό του. Το παιχνίδι του ήταν ώριμο, όπως και οι συνθήκες για να επιστρέψει στην Πορτογαλία.
Η Σπόρτινγκ δαπάνησε 8,5 εκατομμύρια ευρώ για να τον αποκτήσει και η ομάδα στην οποία έδειξε τα πρώτα δείγματα ταλέντου ο Κριστιάνο Ρονάλντο έμοιαζε για τον Μπρούνο με κάτι σαν πεπρωμένο.
Με το πρώτο βήμα για να ολοκληρώσει το ονειρικό «μονοπάτι» που είχε ακολουθήσει το είδωλό του…
Στη Λισαβόνα, πέτυχε τέσσερα γκολ στα πρώτα ματς της σεζόν και ολοκλήρωσε τη χρονιά με 16 γκολ και 20 ασίστ!
Η Σπόρτινγκ συμμετείχε και στο Τσάμπιονς Λιγκ του 2017-2018 και ο Μπρούνο, στο ντεμπούτο του στη διοργάνωση, σκόραρε το 3-0 στη νίκη 3-2 της πρεμιέρας επί του Ολυμπιακού στο Φάληρο.
Στη συνέχεια, η ομάδα του κατέκτησε Λιγκ Καπ και ο ίδιος αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης της πορτογαλικής λίγκας!
Επιτεύγματα, πάντως, που δεν αρκούσαν στο κοινό της ομάδας του. Η τρίτη θέση στο πρωτάθλημα και η αποτυχία εκ νέου εξόδου στο Τσάμπιονς Λιγκ εξαγρίωσε τους οπαδούς και ο Φερνάντες ήταν μεταξύ των παικτών και προπονητών που τραυματίστηκαν από επίθεση 50 χούλιγκαν στο προπονητικό κέντρο…
Ο Πορτογάλος μέσος αποφάσισε αρχικά να φύγει λόγω της τεταμένης κατάστασης αλλά και της αποχώρησης του προέδρου Μπρούνο Καρβάλιο, ωστόσο υπέγραψε νέο πενταετές συμβόλαιο με ρήτρα παραχώρησης που ορίστηκε στα 100 εκατομμύρια.
Προσέλαβε προσωπικό σωματοφύλακα, όμως «απάντησε» στους οπαδούς με 32 γκολ και 17 ασίστ την επόμενη σεζόν.
Ο Φερνάντες πατούσε πλέον καλά στα πόδια του και γεμάτος αυτοπεποίθηση, κατέγραψε 63 γκολ και 48 ασίστ σε μία τριετία στη Σπόρτινγκ.
Ο τοπικός Τύπος θυμήθηκε το επιδραστικό παιχνίδι του Βούλγαρου Κράσιμιρ Μπαλάκοφ στους «πράσινους» και τόνιζε πως η καριέρα του στο σύλλογο ήταν καλύτερη και από την πορεία των Κριστιάνο και Λουίς Φίγκο στην ομάδα της Λισαβόνας!
Ο κόουτς Φερνάντο Σάντος τον κάλεσε για πρώτη φορά στην Εθνική Πορτογαλίας τον Αύγουστο του 2017 και τον συμπεριέλαβε στην αποστολή των πρωταθλητών Ευρώπης για το Μουντιάλ του 2018, στη Ρωσία. Ενώ κατέκτησε το Nations League του 2019.
Λίγο πριν από το ντεμπούτο του με το εθνόσημο, όπως εξιστόρησε στο The Players Tribune, αισθάνθηκε νευρικότητα…
«Ήταν 28 Αυγούστου 2017. Ακόμη θυμάμαι την ημερομηνία. Κλήθηκα για τον αγώνα με τα Νησιά Φερόε, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Το να εκπροσωπείς τη χώρα σου είναι μεγάλη τιμή.
»Όμως, φανταστείτε το… Περίπου 13 χρόνια πριν μπω σε αυτά τα αποδυτήρια, ήμουν ένα παιδί εννέα ετών που είχε βάψει το πρόσωπό του και κρατούσε σημαία της Πορτογαλίας για να πάω να παρακολουθήσω το ματς με την Ελλάδα για το Euro 2004, σε μία μεγάλη οθόνη στην πλατεία της Μάια.
»Ήταν η χρονιά της “έκρηξης” του Κριστιάνο. Όταν είσαι εννέα ετών όλα σου φαίνονται μεγάλα. Και 13 χρόνια μετά μπαίνω στα αποδυτήρια της Εθνικής για να παίξω.
»Καθώς έφτασε εκεί ο Ρονάλντο, ήμουν νευρικός, σχεδόν ντροπαλός! Εύχομαι να εμπνεύσω την επόμενη γενιά των εννιάχρονων παιδιών με τα βαμμένα πρόσωπα…
»Και αν σκέφτονται πως “δεν μπορώ ποτέ να γίνω σαν τον Μπρούνο”, να τους πω την ιστορία μου και πως “κάνετε λάθος. Είμαι το ίδιο με εσάς και κάποτε παρακολουθούσα τον Κριστιάνο και ονειρευόμουν όπως κι εσείς”».
Ο μικρός Μπρούνο είχε ονειρευτεί τον εαυτό του και στη θέση του Ρονάλντο στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Οι «κόκκινοι διάβολοι» τον απέκτησαν από τη Σπόρτινγκ αντί ποσού 55 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο με τα μπόνους των 25 εκατομμυρίων και το ποσοστό 10% σε περίπτωση μεταπώλησης, έφτασε κοντά στα 80 εκατομμύρια.
«Όταν υπέγραψα, αισθάνθηκα πως ήταν το αποκορύφωμα των ονείρων μου», εξήγησε ο Φερνάντες.
«Όταν έμαθα από τον ατζέντη μου ότι θα γίνει, η σκέψη μου πήγε σε εκείνη τη μέρα στην Ελβετία και το μπουφάν της Γιουνάιτεντ που μου αγόρασε ο πατέρας μου… Τη στιγμή που επισημοποιήθηκε η συμφωνία, το ανακοίνωσα στη σύζυγο και την κόρη μου (σ.σ.: από χειρονομία της οποίας έχει «ξεκλέψει» τον πανηγυρισμό με τα χέρια στα αυτιά του) και άρχισα να κλαίω.
»Δάκρυα χαράς, δάκρυα ευτυχίας. Δάκρυα αναμνήσεων».
Ενώ επιμένει πως «η νοοτροπία και κάθε πράγμα στην ιστορία μου προέρχεται από την οικογένειά μου. Μεγαλώνοντας, ο πατέρας μου δεν ενδιαφερόταν για τα γκολ που πέτυχα ή για τις πάσες που μοίρασα, αλλά μόνο για τα λάθη στα οποία είχα υποπέσει και πώς μπορώ να γίνομαι πιο αποτελεσματικός».
Σε εφηβική ηλικία, πριν παραχωρηθεί ως δανεικός από τη Μποαβίστα στην Παστελέιρα, έπαιζε ως κεντρικός αμυντικός. Η ιδέα του στόπερ δεν τον ενθουσίασε ποτέ, ωστόσο τώρα παραδέχεται πως τον έκανε αγωνιστικά σοφότερο.
Ο Μπρούνο Φερνάντες δεν κρύβει πως οφείλει πολλά στον πρώτο προπονητή του, Σέρχιο Μαρκές, τον οποίο συνάντησε στην FC Infesta, όταν ήταν μόλις επτά ετών. Του έστειλε ένα προσωπικό μήνυμα τη μέρα που υπέγραψε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και ο ίδιος ο Μαρκές, μιλώντας στο περιοδικό FourFourTwo, τόνισε πως «ο Μπρούνο ήταν χαρισματικός, όμως χρειαζόταν ώθηση».
Οι δυο τους έκαναν ατομικές προπονήσεις, πριν ο μικρός επιλέξει τη Μποαβίστα από την Πόρτο, επειδή η πρώτη προσέφερε λεωφορείο για τη μεταφορά στο προπονητικό κέντρο.
Μέχρι τα 15 του, αγωνιζόταν κυρίως ως στόπερ, μέχρι που μία μέρα πλησίασε τον προπονητή του στην Παστελέιρα, Αντόνιο Πέρες, και του ζήτησε να καλύψει το κενό στη θέση του κεντρικού μέσου. Το θάρρος του επιβραβεύτηκε με τη φανέλα με το Νο10 και σκόραρε σχεδόν σε κάθε αγώνα!
Δεν είχε φοβηθεί να πει τη γνώμη του και η επιλογή τον δικαίωσε, με την μετέπειτα θριαμβευτική πορεία του και του χρίσμα του ηγέτη στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Το 2012, το καλοκαίρι που ο Μπρούνο Φερνάντες άφηνε την Πορτογαλία για την ιταλική Νοβάρα, στο αεροδρόμιο δεν υπήρχαν ρεπόρτερ, κάμερες ή οπαδοί. Σχεδόν οκτώ χρόνια αργότερα, λίγο πριν από την πτήση του από τη Λισαβόνα για το Μάντσεστερ, τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Τον περίμεναν μικρόφωνα, καθώς δεν ήταν ένας άσημος έφηβος, αλλά ένας από τους πλέον περιζήτητους ποδοσφαιριστές στην Ευρώπη.
Στο «Ολντ Τράφορντ» δεν τόλμησε να ζητήσει το Νο7 του Κριστιάνο. Φόρεσε το Νο18, όμως γρήγορα γοήτευσε την απαιτητική εξέδρα.
Το «μονοπάτι» του έδειχνε ασυνήθιστο και σε καμία περίπτωση τόσο «βιαστικό» όσο άλλων Πορτογάλων, όπως ο Ρονάλντο και ο Νάνι, που βρέθηκαν στη Γιουνάιτεντ σε πολύ νεαρή ηλικία και με εντυπωσιακό, αλλά μικρό δείγμα στη Σπόρτινγκ.
Ο προπονητής του, Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ, τον έχει περιγράψει ως «μία μίξη του Πολ Σκόουλς με τον Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν». Τον θεωρεί «καθοριστικό παράγοντα της ομάδας μας» και καταλήγει ότι «το μυαλό του είναι προφανώς ταχύτερο από εκείνο πολλών άλλων παικτών».
Οι οπαδοί της Γιουνάιτεντ τον αποκαλούν «Portuguese magnifico», όπως ακριβώς φώναζαν και προ 17 ετών για έναν αλαζόνα 18χρονο από τη Μαδέιρα…
Ο Μπρούνο Φερνάντες είναι πιο σεμνός, πιο «μαζεμένος». Μονάχα που έχει συχνά «βροντοφωνάξει» τη δύναμη της δικής του γνώμης. Υψώνοντας ανάστημα και διαφωνώντας με επιλογές του πατέρα του, κάποιων προπονητών αλλά και διαλέγοντας εκείνος πότε και προς τα πού θα μεταναστεύσει ποδοσφαιρικά.
Θα συνεχίσει να κλείνει τα αυτιά του όταν σκοράρει, σαν έναν κώδικα επικοινωνίας με τη κόρη του και σαν απαίτηση σιωπής στις κακοπροαίρετες κριτικές.
Αλλά, επίσης, θα επιμένει να κάνει «θόρυβο» με την άποψή του και, κυρίως, με το παιχνίδι του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Αλέξανδρος Μανιάτογλου: «Πιο… Πορτογάλος από ποτέ!»
Κριστιάνο Ρονάλντο, η έννοια του ασύλληπτου
Ο «καλύτερος κόσμος» του Μάρκους Ράσφορντ ήταν πάντα ένας δύσκολος δρόμος