Der Rabe, το κοράκι. Όχι τόσο λόγω εμφάνισης, ούτε για να γίνει τεχνητή αναφορά στο αφηγηματικό ποίημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
Κοράκι, επειδή στη λαογραφία και την παράδοση αντιπροσωπεύει το έξυπνο και ακάθαρτο πτηνό που ταυτόχρονα είναι αδηφάγο και διέπεται από άκρατο οπορτουνισμό.
Περίπου όπως και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, ο Μεζούτ Οζίλ.
Γιος Τούρκων εμιγκρέδων δεύτερης γενιάς, από τον καιρό που 2.5 εκατ. Τούρκοι μετανάστευσαν στη Γερμανία προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στο βόρειο τμήμα της κοιλάδας του Ρουρ, στο Γκελζενκίρχεν των χαλυβουργείων και των φτηνών (τότε) εργατικών χεριών.
Ντροπαλός, εσωστρεφής, στερνοπούλι του Μουσταφά και της Γκιουλιζάρ, το τυπικό παιδί μιας φτωχής οικογένειας Μουσουλμάνων σε ξένο τόπο.
Αθόρυβος και απαρατήρητος και στο σχολείο, μεταμορφωνόταν μονάχα, όταν τα μεγάλα μάτια του αντίκριζαν μια μπάλα ποδοσφαίρου.
«Έπασχε από ποδοσφαιρικό αυτισμό ο Μεζούτ. Δεν είχα ξαναδεί στα μέρη μας τέτοιο παιδί. Είχε εμμονή με το ποδόσφαιρο, κοιμόταν με τη μπάλα στο κρεβάτι του και δεν είναι σχήμα λόγου», θυμάται ο Γυμνασιάρχης, Γιόχεν Χέρμαν.
Δεν ήταν ιδιαίτερα επιμελής στο σχολείο, έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για τα Μαθηματικά, είχε μια γρήγορη σκέψη, αλλά μέχρι εκεί.
Στις ελεύθερες ώρες προτιμούσε την απομόνωση, την ηρεμία. Έπαιζε σκάκι, τον είχε συναρπάσει η στρατηγική του παιχνιδιού, το γεγονός ότι έμενε μόνος με τις σκέψεις και τα όνειρά του για να φύγει από τη φτώχεια.
Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Μουτλού, τον πήρε για πρώτη φορά μαζί του στο «κλουβί», ο Μεζούτ αποφάσισε ότι το ποδόσφαιρο ήταν η μοναδική του διέξοδος.
Το «Affenkäfig» στη Bolzplatz ήταν το μοναδικό γηπεδάκι στη γειτονιά του Bismarck, ένα «κλουβί» κοντά στη Veltins Arena που έκανε τα παιδιά να ονειρεύονται με τα μάτια ανοικτά.
Εκεί τον πρωτοείδε ο μέντοράς του, Κρίστιαν Κράμπε. Στο Gesamtschule Berger Feld, το φημισμένο αθλητικό σχολείο της περιοχής που έχει βγάλει ποδοσφαιριστές του διαμετρήματος του Νόιερ, του Ματίπ, του Χέβεντες, του Ντράξλερ.
Μικρό παιδί ήταν ακόμη και ο Κράμπε δεν πίστευε ότι διέθετε τέτοια διαύγεια. Πάσαρε στον κενό χώρο, ήλεγχε τη μπάλα σαν να έχει διδαχθεί σωστά τα βασικά, έβλεπε όλα εκείνα που δεν μπορούσαν να δουν τα υπόλοιπα παιδιά.
Συμπεριφερόταν ήδη σαν προσωπικότητα.
Westfalia, Teutonia, DJK Falke. Ο Οζίλ ανέβηκε σταδιακά κάθε σκαλί στις τοπικές ομάδες Παίδων. Ήταν μικρόσωμος, ήσυχος, εσωστρεφής, αλλά στο γήπεδο μεταμορφωνόταν σε σούπερ σταρ.
Ήταν πάντα ο πιο καλός, ο πιο τεχνίτης, ο πιο γρήγορος, ακόμα κι όταν τα αντίπαλα παιδιά ήταν μεγαλύτερα σε ηλικία και (πολύ) πιο μεγαλόσωμα.
Ήταν καταπληκτική η αλλαγή συμπεριφοράς μέσα και έξω από το γήπεδο. Αγοραφοβικός, λιγομίλητος, αδύναμος, ντροπαλός μέχρι παρεξηγήσεως εκτός. Αυθάδης, επιθετικός και εξωστρεφής στο χορτάρι, με μια δύναμη που κανείς δεν καταλάβαινε από που προερχόταν.
«Έβλεπες αυτό το καχεκτικό παιδί με τα έντονα μάτια και προχωρούσες αμέσως παρακάτω. Μέχρι που έπαιρνε τη μπάλα και σούταρε από τα 25 μέτρα με ανοίκεια δύναμη για παιδί της ηλικίας του. Αυτό που τον έκανε πραγματικά ξεχωριστό ωστόσο ήταν η έμφυτη αντίληψη για το παιχνίδι. Καταλάβαινε τι και πότε έπρεπε να το κάνει, πριν το διδαχθεί», διηγήθηκε ο προπονητής του στη σχολική ομάδα, Ραλφ Μαράουν. Και είχε απόλυτο δίκιο.
Αυτό θεωρείται ακόμη και σήμερα το μεγαλύτερο προσόν του σούπερ σταρ Μεζούτ Οζίλ: η αντίληψη του παιχνιδιού σε συνδυασμό με την τεχνική υψηλότατου επιπέδου, η οποία του επιτρέπει να αποτυπώνει στο χορτάρι αυτά που σκέπτεται.
Έχοντας μεγαλώσει σε αμιγώς τουρκογερμανική γειτονιά και κατά συνέπεια έχοντας λάβει σκληρή μουσουλμανική παιδεία, πρώτον απ’ όλους έπρεπε να πείσει τον πατέρα του για το γεγονός ότι μπορούσε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Δεν χρειάστηκε να το κάνει.
Ο Μουσταφά έκανε πίσω, όταν πήγε σε ένα παιχνίδι και είδε τον γιο να σκοράρει τα 10 από τα 12 γκολ της ομάδας του. Κερασάκι στην τούρτα ήταν η ατάκα του αντίπαλου προπονητή στον κόουτς των νικητών: «Την επόμενη φορά τον πιτσιρικά, τον μετανάστη, αφήστε τον στο σπίτι, αλλιώς δεν ξαναπαίζουμε μαζί σας».
Όταν εντάχθηκε στους «Ερυθρολεύκους» (Rot-Weiss) του Essen, οι προπονήσεις έγιναν πιο σοβαρές, πιο συχνές, πιο δυνατές. Ίδρωνε κάθε φορά και περισσότερο, γιατί ήξερε ότι το ποδόσφαιρο ήταν ο μόνος τρόπος για να αποφύγει μια δυνητικά πολύ δύσκολη και περίπλοκη ζωή σε ένα περιβάλλον που δεν ήταν ούτε φιλικό ούτε ασφαλές.
Όταν έγινε το κρίσιμο οικογενειακό συμβούλιο για τη μεταγραφή στη μεγάλη ομάδα της πόλης, τη Σάλκε, στο σπίτι της Bornstrasse στο Bismarck, ο Μεζούτ εγγυήθηκε (!) στους γονείς, τον αδελφό του και τις δυο αδελφές του ότι μια μέρα ο Μουσταφά θα πάψει να ξυπνάει από τα χαράματα για να πάει στο συνοικιακό τουρκικό φαγάδικο και θα μετακομίσουν σε μεγαλύτερο σπίτι.
Ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκε μεγαλόφωνα, η πρώτη που εξωτερίκευσε έναν πολύ καλά κρυμμένο και εχέμυθο εαυτό, η πρώτη που εμφάνισε έναν πιο εγωκεντρικό, πιο αυθάδη χαρακτήρα, σαν εκείνον που έβγαζε και στο γήπεδο.
Στη Σάλκε δεν εντυπωσίασε αμέσως, ήταν ένα αγρίμι χωρίς τακτική παιδεία που βάσιζε τα πάντα στο ταλέντο. Εμφανίστηκε με βαμμένες τούφες στα μαλλιά, μια συμπεριφορά άκρως αντίθετη με τα σχόλια που τον συνόδευαν μέχρι τότε.
Οι προπονητές τού τα συγχωρούσαν όλα, με το που τον έβλεπαν στο χορτάρι. Ήταν απίστευτο, αλλά αυτός ο αλλοπρόσαλλος “κάγκουρας” μέσα στο γήπεδο ήταν αδιανόητα κομψός, με ένα βασιλικό άγγιγμα στη μπάλα και τρομερή ακρίβεια στις πάσες.
Από το 2008 κι έπειτα που μετακόμισε στη Βέρντερ Βρέμης, έγινε «το επόμενο καλύτερο “10άρι” της Γερμανίας». Βγήκε αμέσως πρώτος στις ασίστ, έπαιξε ποδόσφαιρο σε επίπεδο Champions League, αναμετρήθηκε με τους καλύτερους και διαπίστωσε ότι μπορεί.
Μετά τις εκπληκτικές εμφανίσεις του στο Μουντιάλ του 2010 με εκείνη τη μοντέρνα νεανική ομάδα του Γιοακίμ Λεβ, ο Οζίλ έγινε ο ποδοσφαιριστής της επόμενης δεκαετίας. Τον πίστεψε τόσο πολύ ο κόσμος του ποδοσφαίρου που η ακριβοθώρητη Ρεάλ Μαδρίτης του Ζοσέ Μουρίνιο αποφάσισε να τον πάρει στο Bernabéu και να τον κάνει «Galáctico».
Στη Ρεάλ αντιλήφθηκε τι σημαίνει να βρίσκεσαι πραγματικά σε μια ομάδα με αληθινά μεγάλες προσωπικότητες. Η Ρεάλ είναι ένας σύλλογος που σε συνθλίβει, το βάρος της φανέλας της είναι ασήκωτο και οι απαιτήσεις αγγίζουν το παράλογο.
Δεν απέτυχε, απεναντίας χάρισε πολλές στιγμές σπάνιας ποδοσφαιρικής ευφυΐας, πλην όμως σε μια ομάδα με Κριστιάνο, Ίκερ, Μαρσέλο, Μπενζεμά, Ντι Μαρία, Σέρχιο Ράμος, Τσάμπι Αλόνσο κ.ά. είναι περίπου κωμικό να αναμένει ο οιοσδήποτε να κάνει τη διαφορά ο Μεζούτ Οζίλ.
Στον δεύτερο χρόνο στη Ρεάλ εμφανίστηκε και η παράμετρος “Μουσταφά”. Ο Μεζούτ, ενθυμούμενος την υπόσχεσή του, έχρισε εν μια νυκτί μάνατζερ τον πατέρα του, τον εξουσιοδότησε να διαχειριστεί τα δικαιώματα της εικόνας του, το συμβόλαιό του, τα ιλιγγιώδη ποσά που χόρευαν γύρω του.
Είναι μια σημαντική παράμετρος στην ιστορία, ένα γεγονός που αργότερα αποδείχτηκε καθοριστικό για την κουκίδα του Οζίλ στον ιστορικό χάρτη του ποδοσφαίρου. Κυρίως βοήθησε να καταλάβουμε πολλά περισσότερα γι’ αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε απροσδιόριστα «περιβάλλον» των ποδοσφαιριστών.
Τα 53 εκατ. που δαπάνησε η Άρσεναλ αρχές Σεπτεμβρίου του 2013 για να τον εντάξει στο δυναμικό της ήταν η ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία των «Gunners».
Ήταν ένα μεταγραφικό σίριαλ με κύριο πρωταγωνιστή τον Μουσταφά Οζίλ, ο οποίος έφτασε σε σημείο να απειλεί (!) δημόσια τον Πρόεδρο της Ρεάλ, Φλορεντίνο Πέρεθ.
Ο Μεζούτ δεν πήρε μέρος στην αντιδικία, πιο πολύ απασχολούσε τα tabloids με τη θυελλώδη σχέση με τη μετέπειτα γυναίκα του, Μάντι Καπρίστο. Κάπου εκεί το ποδόσφαιρο πέρασε σε δεύτερη μοίρα και προέκυψαν διαφορετικού ύφους ζητήματα στην επιφάνεια.
Η φιλία και ο θαυμασμός του Οζίλ στον Τούρκο Πρόεδρο Ερντογάν, οι κατά καιρούς πολιτικές τοποθετήσεις του και η δήλωσή του -ενόσω Πρωταθλητής κόσμου με την Εθνική ομάδα της Γερμανίας στα γήπεδα της Βραζιλίας- ότι είναι Τούρκος, Μουσουλμάνος και υπέρ της πολιτικής Ερντογάν σχετικά με τους ομοεθνείς του στη Γερμανία ξέφυγαν πάρα πολύ από την κοινωνικοπολιτική παρεμβατικότητα ενός ποδοσφαιριστή.
Ενώ στην Άρσεναλ εξακολουθούσε να είναι σκιά του εαυτού του και εν ποδοσφαιρική υπνώσει, ο Οζίλ ταξίδευε συχνά στην Κωνσταντινούπολη, συνέτρωγε με τον Τούρκο Πρόεδρο και νυμφεύθηκε την Καπρίστο με κουμπάρο τον ίδιο τον Σουλτάνο.
Ουδέν κακό, αν την ίδια στιγμή δεν “έκαιγε” το κουρδικό ζήτημα και εάν δεν υπήρχε η διεθνής κατακραυγή για το “πραξικόπημα” του 2016 που έφερε στο φως τις τουλάχιστον αντιδημοκρατικές μεθόδους του “Σουλτάνου”.
Η συνεχής κλιμάκωση των γεγονότων σε διεθνές επίπεδο και η δημοσιοποίηση φρικαλεοτήτων σε συνδυασμό με τις διαρκείς κινήσεις στήριξης του Οζίλ στον Ερντογάν οδήγησαν τα πράγματα μέχρι και το κατώφλι της Bundestag.
Η Γερμανική Ομοσπονδία, η DFB, και η ίδια η Καγκελάριος Μέρκελ υποχρεώθηκαν να λάβουν μέτρα και να τηρήσουν αποστάσεις, προκειμένου να μην διαταράξουν περαιτέρω τις ήδη πολύ λεπτές ισορροπίες.
Ο παίκτης έμεινε έκθετος και έγινε βορά στον γερμανικό Τύπο, καταλήγοντας να απευθύνει επιστολή 2.000 λέξεων στον ίδιο τον Ράινχαρντ Γκρίντελ, Πρόεδρο της DFB, ξεκαθαρίζοντας ότι αποχωρεί από την Εθνική ομάδα της Γερμανίας για μια σειρά από λόγους.
Στην αψύτατη επιστολή μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «το 2004, όταν ήσασταν μέλος του Γερμανικού Κοινοβουλίου, είχατε πει επί λέξει ότι η πολυπολιτισμικότητα είναι στην πραγματικότητα ένας μύθος και ένα όμορφο ψέμα. Καταψηφίσατε το νομοσχέδιο για τη δυνατότητα διπλής υπηκοότητας, κρυπτόμενος πίσω από αοριστίες για διαφθορά, και είπατε ότι η ισλαμική κουλτούρα είναι βαθιά ριζωμένη σε πολλές γερμανικές πόλεις. Αυτό είναι ασυγχώρητο, ανεπίτρεπτο και δεν μπορεί να ξεχαστεί».
Είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει ο οποιοσδήποτε τα κίνητρα αυτής της βαθύτατα πολιτικής επιστολής του Οζίλ, αν και στη Γερμανία κυκλοφορούν πολλές αιτιάσεις. Δεν χρειάζεται να εμβαθύνουμε περισσότερο, η μεγάλη εικόνα είναι σαφής και τα συμπεράσματα εύγλωττα.
Είναι γενικότερα μη επεξηγήσιμη η “στροφή” του Οζίλ, όχι μόνο σε ποδοσφαιρικό επίπεδο αλλά κυρίως η απόφασή του να τοποθετείται ολοένα και συχνότερα πολιτικά –και όχι μόνο για θέματα της Τουρκίας.
Τον Δεκέμβριο του 2019 θίγει δημόσια το ζήτημα της δίωξης των Ουιγούρων, της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Κίνας, με την Κινεζική Κυβέρνηση να αναστέλλει την περιοδεία της Άρσεναλ στην Κίνα και κατόπιν να “εξαφανίζει” τον ποδοσφαιριστή ακόμα και από την έκδοση του βιντεοπαιχνιδιού «PES 2020».
Ο Οζίλ φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση την Premier League, τους σπόνσορες και τους χορηγούς του, οι οποίοι έχουν ήδη κάνει ιώβεια υπομονή με τον καινούργιο του μάνατζερ (τον αδελφό του) και έχουν κάνει τα πάντα για να περάσει αβρόχοις ποσίν η δικαστική διαμάχη του Μεζούτ με τον πατέρα του Μουσταφά, με αλληλοκατηγορίες για διαφυγόντα κέρδη και εκατέρωθεν διεκδικούμενες αποζημιώσεις.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, από την ημέρα που ο Μουσταφά Οζίλ κατέθεσε αγωγή κατά του γιου του, ο Μεζούτ δεν του έχει ξαναμιλήσει ούτε έχει προσπαθήσει να συμβιβάσει τα πράγματα.
Απαντά με ανταγωγές, μηνύσεις και με προκλητική υπεροψία και αδιαφορία.
Από την παιδική και εφηβική συστολή σε εξαιρετικά έντονες συμπεριφορές και από την οικογενειακή ευλάβεια στις πολύ σκληρές θέσεις και αποστάσεις. Είναι οι δυο όψεις του νομίσματος “Μεζούτ Οζίλ”, του πολιτικά ενεργού και με άτεγκτες στάσεις άλλοτε Γερμανού διεθνούς.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα να κατανοηθεί η συμπεριφορά και το εύρος της αντιφατικότητας αυτού του αθλητή και ανθρώπου.
Γεγονός είναι ότι πολυεθνικές όπως η Mercedes και η Adidas απέσυραν τη στήριξη στο πρόσωπό του και αποφάσισαν να τον εγκαταλείψουν, κυρίως διότι κουράστηκαν από τις απανωτές διαμάχες στις δικαστικές αίθουσες.
Τρόπον τινά, υπάρχει ένα είδος αλληλουχίας με τα πεπραγμένα στους αγωνιστικούς χώρους, με την αλλόκοτη ικανότητά του να θεωρείται θεμελιώδης για την ομάδα του, την ίδια στιγμή που κάνει ό,τι μπορεί για να μην είναι καθοριστικός.
Δεν είναι άσχημα τα στατιστικά του στην Άρσεναλ, αλλά, ως γνωστόν, τα νούμερα πολύ εύκολα μπορούν να πουν ψέματα. Ειδικότερα όταν προσμετράται στην ανάγνωση η επιδραστικότητα και οι προσδοκίες από μια κορυφαία ποδοσφαιρική φυσιογνωμία όπως ο Οζίλ.
Είχε πει κάτι πολύ σωστό ο Βενγκέρ σε μια αποστροφή του λόγου του, σχολιάζοντας την αγαπημένη του Άρσεναλ: «ο Οζίλ έχει έναν χαρακτήρα που επηρεάζει την έκφραση του καθαρού ταλέντου του».
Είναι ο ίδιος χαρακτήρας που εκτός γηπέδου τον έχει κάνει πλήρως αμφιλεγόμενο και “ασύμμετρο”, “ασυνεχή”. Ο παραλογισμός με τις διαρκείς διακυμάνσεις στην απόδοσή του εκτιμώ ότι οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον πολιτικό βίο του. Με την έννοια του πολίτη και όχι του εν δυνάμει αιρετού.
Σε καμία περίπτωση ο κόσμος μας δεν έχει ανάγκη από πολιτικά ορθούς αθλητές και ποδοσφαιριστές-μαριονέτες του συστήματος. Σε κανέναν δεν αρέσουν οι προκατασκευασμένες συνεντεύξεις, οι κλισέ και ασφαλείς απαντήσεις, τα απαλά και ανέξοδα σχόλια.
Σαφέστατα είναι πολιτικά όντα οι αθλητές, έχουν αξίες, ιδανικά, ορισμένοι και βαρύ υπόβαθρο. Και έχουμε ανάγκη την οπτική και την επιρροή τους.
Εν προκειμένω ωστόσο, έχουμε να κάνουμε με μια εντελώς επιφανειακή προσέγγιση και μια επίγευση που αφήνει η συμπεριφορά του Οζίλ, σαν να μην έχει πλήρη επίγνωση των λόγων και των έργων του.
Είναι μια τεράστια και κεφαλαιώδης αντίφαση να στηλιτεύει τη σκληρή μουσουλμανική καταστολή ανά την υφήλιο και να κλείνει τα μάτια στην καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων που λαμβάνει χώρα στην Τουρκία.
Δεν αφήνει περιθώρια συνέπειας η συγκεκριμένη συμπεριφορά.
Ο Οζίλ είναι η επιτομή του νομίσματος με τις δυο όψεις: από τη μία ο αγωνιστικός οίστρος και το κρυστάλλινο, ανόθευτο ταλέντο και από την άλλη ο επιλεκτικός ιδεαλισμός και ο πολιτικός οπορτουνισμός.
Η αλήθεια του Μεζούτ Οζίλ αμφιταλαντεύεται μέσα στην ίδια του την αντίφαση.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ενές Καντέρ: Η φωνή των άλλων