Ο Αμαδόρ Μπερναμπέου εκείνον τον καιρό ήταν Αντιπρόεδρος της Μπαρσελόνα.
Το επώνυμο παρασύρει, οι περισσότεροι το έχουμε δικαίως συνδυάσει με τη Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά ο συγκεκριμένος Μπερναμπέου, μέλος της Βασιλικής Ισπανικής Ποδοσφαιρικής Ακαδημίας και καθ’ όλα ευυπόληπτος Καταλανός, είχε αφιερώσει τη ζωή του στη «Μπάρσα».
Είχε περάσει απ’ όλες τις διευθυντικές θέσεις, ήταν ο εντεταλμένος εκπρόσωπος του συλλόγου στις συνόδους κορυφής της Liga και της Uefa, ο αφανής ήρωας της εύρυθμης λειτουργίας ενός οργανισμού που τις επόμενες δεκαετίες επρόκειτο να γιγαντωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε σήμερα να θεωρείται παγκόσμιο μπραντ.
Όταν η κόρη τού Αμαδόρ, η Μονσεράτ, έφερε στη ζωή τον πρώτο του εγγονό, τον Ζεράρ, ο περιχαρής παππούς θεώρησε αναφαίρετο χρέος του να τον εγγράψει στον σύλλογο.
Δεν ήταν πολύ εύκολο εκείνα τα χρόνια να εγγραφείς μέλος της «Μπάρσα», πέρα από τιμή επέφερε και κάτι σαν αόρατο δεσμό ζωής. Το νεογέννητο όμως είχε όλες τις προδιαγραφές.
Ο παππούς ήταν περίοπτο μέλος της διοίκησης του συλλόγου, η οικογένεια ήταν (πολύ) πλούσια, αστική, σχεδόν ευγενών. Ο γιος του δικηγόρου, Ζοάν Πικέ, και της επικεφαλής της μονάδας παθήσεων σπονδυλικής στήλης του Ινστιτούτου Γκούτμαν, Μονσεράτ Μπερναμπέου, ήταν μέλος της «Μπάρσα» σχεδόν από την ημέρα που άνοιξε τα μάτια του και είδε για πρώτη φορά το φως.
Όλα στη ζωή του ήταν τακτοποιημένα, προδιαγεγραμμένα, εύκολα.
Μονάχα μια φορά κινδύνεψε, ήταν 17 μηνών και κυνηγούσε μια μπάλα στην ταράτσα του παππού. Η μπάλα έπεσε, το μωρό την κυνήγησε και κατέληξε σε κώμα στη μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου της Βαρκελώνης. Ξύπνησε μετά από δυο ημέρες, ξανάνοιξε τα μάτια του και η οικογένεια ένιωσε σα να ξαναγεννήθηκε. Ήταν η τελευταία φορά στη ζωή του Ζεράρ Πικέ που ανησύχησαν πραγματικά για εκείνον.
Έκτοτε όλα πήγαν όπως ακριβώς έπρεπε να πάνε, σε ορισμένες περιπτώσεις και ακόμα καλύτερα.
Δεν έχουν όλοι οι μεγάλοι και αναγνωρίσιμοι ποδοσφαιριστές μια δακρύβρεχτη ιστορία να τους συνοδεύει. Δεν είναι όλοι προϊόντα μιας κοινωνικής ή ταξικής εσωτερικής επανάστασης, δεν πάλεψαν όλοι με κάθε τρόπο να φύγουν από τη μιζέρια για να αποκτήσουν χρήματα, φήμη και δόξα.
Ο Ζεράρ Πικέ ήταν ο εγγονός του Αμαδόρ, εντάχθηκε στις ακαδημίες της «Μπάρσα», πριν καν κλείσει τα 10, ήταν ένα ψηλό, γεροδεμένο παιδί που λόγω καταγωγής οι ιθύνοντες το πρόσεχαν λίγο παραπάνω. Δεν είναι κακό. Συμβαίνει, όλοι το έχουμε βιώσει σε κάποια έκφανση της ζωής μας.
Στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο ο μικρός αποδείχτηκε καλός. Πολύ καλός. Ήταν ένα ψηλό, στεγνό και εύστροφο παιδί που αντιλαμβανόταν το παιχνίδι λίγο πιο γρήγορα από τους περισσότερους συνομήλικούς του. Οι προπονητές-παιδαγωγοί τον είχαν τοποθετήσει στο κέντρο, τον προόριζαν για αμυντικό χαφ.
Διέθετε τα φυσικά προσόντα, την ποδοσφαιρική οξύνοια, “καταλάβαινε” ποδόσφαιρο. Σε αυτές τις ηλικίες ίσως είναι το νούμερο ένα ζητούμενο. Είχε τη “στάμπα” του ευνοούμενου, κουβαλούσε τον ψίθυρο «εγγονός του Αμαδόρ», αλλά πιθανότατα χωρίς αυτό το πέπλο αμφισβήτησης να μην προσπαθούσε λίγο παραπάνω.
Η ζωή του έξω από τη Μασία εξακολουθούσε να είναι εύκολη. Επί της ουσίας είχε το νου του μονάχα στο ποδόσφαιρο, πώς θα γίνει καλύτερος, πώς θα πείσει και τους πλέον δύσπιστους ότι μπορεί, ότι έχει το δικαίωμα να ακολουθήσει καριέρα διεθνούς ποδοσφαιριστή.
Η ομάδα Νέων τότε της «Μπάρσα» είχε την ευτυχία να διαθέτει τον αείμνηστο Τίτο Βιλανόβα επικεφαλής στο τεχνικό επιτελείο, υπό τις οδηγίες του οποίου ανδρώθηκαν και έμαθαν το ποδόσφαιρο ο Λέο Μέσι, ο Σεσκ Φάμπρεγας, ο ίδιος ο Πικέ. Ο Τίτο του έδωσε το δικαίωμα να ανεβοκατεβαίνει, τον βοήθησε να αντιληφθεί την επιλογή χρονικών διαστημάτων μέσα στο παιχνίδι, του δίδαξε τη σημασία των κενών χώρων και της χρησιμοποίησης των αδυναμιών τού αντιπάλου ως μέσο ποδοσφαιρικής επιβολής.
Ο Πικέ είχε την αντίληψη, μπορούσε να παρακολουθήσει τους ρυθμούς του Μέσι, δεν ήταν στο επίπεδό του ασφαλώς ούτε διέθετε το ταλέντο του, αλλά αντιλαμβανόταν πλήρως τους ρόλους μέσα στις τέσσερις γραμμές. Συλλήβδην άρχισε να “φαίνεται”, να ανεβαίνει κάποια μέτρα, να σκοράρει. Τον βοηθούσε το ύψος, υπολείπετο στην πάσα και την τεχνική.
Έχοντας τον Σεσκ στο πλάι του, ήταν υποχρεωμένος να παίξει το ρόλο του “σκληρού”, του πιο αθλητικού αμυντικού μέσου, κάτι που λόγω ιδιοσυγκρασίας μάλλον δεν του ταίριαζε. Η “μαγιά” όμως ήταν ήδη μέρος της συνταγής. Η εμπειρία, η εκμάθηση της θέσης τον βοήθησε τα μέγιστα να αποδώσει τα μέγιστα, γυρίζοντας πιο πίσω αργότερα, στα ώριμα χρόνια της καριέρας του.
Εκείνον τον καιρό σκάουτερς από την Αγγλία κατέκλυζαν τις μικρές εξέδρες των πρωταθλημάτων Νέων στην Ισπανία και η αφαίμαξη των ισπανικών ομάδων ήταν παροιμιώδης.
Όταν η καρτέλα του 16χρονου Ζεράρ έφτασε στο γραφείο του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, ο ενδοιασμός έγκειτο μόνο στο γεγονός ότι το παιδί επρόκειτο να αφήσει το ασφαλές κουκούλι τού τόπου του και να μετακομίσει από την όμορφη και πολυπολιτισιμική Βαρκελώνη στο μουντό και μονοδιάστατο Μάντσεστερ.
Η Γιουνάιτεντ πήρε το ελεγχόμενο ρίσκο, χρησιμοποιώντας τη χρυσόσκονη της ομάδας εκείνης της εποχής και την πλειάδα των σταρ στο ρόστερ της.
Το βασικό κίνητρο του Πικέ ωστόσο ήταν η απομάκρυνση από την αμφισβήτηση, από τη σκιά του «εγγονού του Αμαδόρ». Συμφώνησε να κάνει το ταξίδι το καλοκαίρι του 2004. Η οικογένεια είχε συμφωνήσει αρκετά νωρίτερα, ο Αμαδόρ είχε συναινέσει, κλείνοντας το μάτι στον εγγονό και εκστομίζοντας μια ατάκα που αποδείχτηκε προφητική, «Μια μέρα θα γυρίσεις».
O Πικέ δεν έβλεπε όμως την ώρα να γίνει συμπαίκτης του Ρόι Κιν, του Ρουντ Φαν Νιστελρόι, του Κριστιάνο Ρονάλντο, του Πολ Σκόουλς, του Ρίο Φέρντιναντ, του Ράιαν Γκιγκς, του Γουέιν Ρούνεϊ. Πάνω απ’ όλα ανυπομονούσε να γνωρίσει τον Σερ Άλεξ, να βιώσει την εμπειρία τού μέλους της καλύτερης ομάδας στην Ευρώπη, μαζί με τους «Galácticos».
Ανομολόγητα μεν, αληθώς δε, το είδωλό του ήταν ο Φερνάντο Ιέρο, ο εμβληματικός αρχηγός της Ρεάλ Μαδρίτης, της “μισητής” αντιπάλου της «Μπάρσα». Παρότι εθνικιστής Καταλανός ο Πικέ, ποδοσφαιρικά ο Ιέρο ήταν ό,τι πλησιέστερο σε αυτό που είχε στο μυαλό του για τη θέση του στο ποδόσφαιρο. Ένας στόπερ-αμυντικός χαφ, ένας “μπαλάτος” λίμπερο.
Στην Αγγλία βασιζόμενοι στην καρτέλα του, τον τοποθετούσαν στο κέντρο. Δεν τον εμπιστευόταν ο «Φέργκι», άργησε πολύ να του ξαναδώσει την ευκαιρία, μετά το ντεμπούτο του στο Carling Cup τον Οκτώβριο του 2004. Εκείνη η συμμετοχή όμως ήταν ό,τι έπρεπε για να τον “γλυκάνει”.
Το πρώτο του σοβαρό επαγγελματικό συμβόλαιο το υπέγραψε στο Στρέτφορντ, στη Sir Matt Busby Way του Τράφορντ Παρκ, τον Φεβρουάριο του 2005, όταν έγινε 18 ετών και βάσει νόμου μπορούσε να θεωρείται κανονικός επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Δεν ήταν εύκολη η εμπειρία του Μάντσεστερ ούτε η Γιουνάιτεντ είναι εύκολος οργανισμός. Το Πρωτάθλημα των Β’ ομάδων στην Αγγλία δεν είναι όπως το ισπανικό ούτε λαμβάνει τις ίδιες διαστάσεις. Ο Πικέ δυσκολεύτηκε, ήταν αργός, διέθετε τα σωματικά προσόντα, αλλά στο χορτάρι ήταν σοφτ, πολύ πίσω σε σχέση με τους υπολοίπους.
Η Γιουνάιτεντ δοκίμασε να τον δώσει δανεικό στη Σαραγόσα, πόνταρε ότι ο νόστος για την πατρίδα και το οικείο περιβάλλον θα μετριαστεί με έναν χρόνο στην Αραγωνία. Στο θρυλικό Ρομαρέδα επί της ουσίας γύρισε πιο πίσω και βρήκε την θέση του στο γήπεδο. Έπαιξε 18 παιχνίδια βασικός, συνέθεσε ένα απόλυτα επιτυχημένο δίδυμο με τον Γκάμπριελ Μιλίτο και βελτιώθηκε πολύ ως ποδοσφαιριστής εκείνη την αποφασιστική σεζόν.
Το 2007, όταν επέστρεψε στο Μάντσεστερ, ήταν 20 ετών και στο νου του έτοιμος να προσφέρει, να συμμετέχει, να κάνει καριέρα στους «Red Devils».
Τέλη Νοεμβρίου του 2007, σε ένα παιχνίδι με τη Μπόλτον, ένα παιδαριώδες λάθος του είχε ως συνέπεια το γκολ του Νικολά Ανελκά. Ο Φέργκιουσον, ως γνήσιος Σκώτος, διαμορφώνει σχεδόν απόλυτη άποψη από εκείνο το λάθος. Ήταν το δεύτερο, μετά από ένα λιγότερο γνωστό περιστατικό στα αποδυτήρια της ομάδας, όταν ο Ρόι Κιν σχεδόν τον “έφαγε” ζωντανό. Ο «Φέργκι» έδινε οδηγίες, όλη η ομάδα προσηλωμένη και με τα κεφάλια κάτω. Την απόλυτη σιωπή έσπασε ο χτύπος του κινητού τηλεφώνου του Πικέ! Ο Κιν σηκώθηκε, κοίταξε τον Φέργκιουσον και -πρόσωπο με πρόσωπο- έκανε σκουπίδι τον Ισπανό, μπροστά στα μάτια όλης της ομάδας.
Μπορεί πλέον να το θυμάται και να το διακωμωδεί, για τον νεαρό Πικέ εκείνης της εποχής ωστόσο ήταν από τις χειρότερες εμπειρίες που κουβάλησε μαζί του από την Αγγλία και ένα πολύ μεγάλο μάθημα για την ιερότητα και τη σημασία των αποδυτηρίων μεγάλης ομάδας.
Η Μάντσεστερ κυνηγούσε όλους τους στόχους. πέρα από την Premiership, είχε ενώπιόν της την πρόκληση της κατάκτησης του Champions League και ο Πικέ δεν είχε ενσυναίσθηση της σοβαρότητας της κατάστασης. Για πολλούς ο κύκλος έκλεινε, για αρκετούς ήταν η τελευταία ευκαιρία.
Η Γιουνάιτεντ πράγματι τα πήρε όλα. Κατέκτησε το Πρωτάθλημα και πάνω απ’ όλα κέρδισε την Τσέλσι στον Τελικό της Μόσχας. Ο Πικέ δεν ήταν καν στην 18άδα. Μια εβδομάδα ακριβώς μετά από εκείνον τον Tελικό και ενώ οι πανηγυρισμοί δεν είχαν κοπάσει, υπέγραφε το τετραετές συμβόλαιο της επιστροφής του στη Βαρκελώνη.
Η διοίκηση της Μπαρσελόνα κατόπιν εισήγησης του Πεπ Γκουαρντιόλα, ο οποίος με τη σειρά του είχε πειστεί από την υπόδειξη του Τίτο Βιλανόβα, ενεργοποίησε τη ρήτρα επαναγοράς του ποδοσφαιριστή έναντι 5 εκατ. ευρώ.
Όλες οι συνθήκες πλέον συνέτειναν στο αναπόφευκτο: ο Ζεράρ Πικέ θα φορούσε το περιβραχιόνιο με τη σενιέρα (senyera, η σημαία των Καταλανών). Η σχέση με τη «Μπάρσα», με την πόλη, με τις ρίζες του έγινε σχέση ζωής. Μεγάλωνε ποδοσφαιρικά μαζί με την ομάδα, βελτιωνόταν μαζί της, κατακτούσε τρόπαια, απέκτησε τη θέση του λίγο πριν τους κορυφαίους του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Μπορεί συν τω χρόνω να τον αποκάλεσαν «Πικενμπάουερ», για να εκθειάσουν το αρχοντικό του στυλ και την επιρροή του στο παιχνίδι της Μπαρσελόνα, έχω την αίσθηση ωστόσο ότι ο Ζεράρ Πικέ έφτασε στις παρυφές των κορυφαίων, επειδή λειτούργησε στο συγκεκριμένο οικείο περιβάλλον.
Συνέθεσε ένα πολύ δυνατό δίδυμο κυρίως με τον Πουγιόλ, είχε την ευτυχία να πασάρει μπροστά του στον Τσάβι και τον Ινιέστα, εντάχθηκε σε έναν τρόπο παιχνιδιού που επινόησε ο Κρόιφ και τελειοποίησε ο Γκουαρντιόλα, ο οποίος μασκάρεψε τις αδυναμίες του και προέβαλε σε τεράστιο βαθμό τα προτερήματά του.
Ήταν πολύ σημαντικό κομμάτι της ομάδας, βοήθησε τα μέγιστα στην κατάκτηση των στόχων της και ειδικά της μαγικής σεζόν του Τρεμπλ, αλλά στην καθημερινότητα των Καταλανών -και των Ισπανών εν γένει- μπήκε εξ αιτίας των συνεχόμενων επιτυχιών με τη φανέλα της Εθνικής και κυρίως επειδή παντρεύτηκε τη Σακίρα.
Από τη στιγμή του «Waka-Waka» της Αφρικής κι έπειτα, έγινε δυσδιάκριτο εάν ο Ζεράρ Πικέ ενδιαφέρει για την απόδοσή του στο χορτάρι ή λόγω της σχέσης του με την Κολομβιανή ποπ σταρ. Το ζευγάρι απασχόλησε, απασχολεί και θα απασχολεί τα μίντια και τον κόσμο, γιατί από τη γνωριμία, το γάμο και το χωρισμό τους αντλείται “υλικό” για λογής ρεπορτάζ και μιντιακές υπερβάσεις.
Το σπίτι στο λαμπερό και πανάκριβο Esplugues de Llobregat, οι παπαράτσι, τα χρήματα, οι “κίτρινες” φήμες, οι ψίθυροι για τη διαφορά ηλικίας και τις σεξουαλικές προτιμήσεις του Πικέ, η εξωσυζυγική σχέση του με την Κλάρα που μοιάζει με νεότερη έκδοση της Σακίρα, όλα είναι θέματα στην ημερήσια διάταξη.
Η θρυλική πια φωτογραφία με τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς στο πάρκινγκ του προπονητικού κέντρου έκανε τον Πικέ ακόμα πιο διάσημο, για τους λάθος λόγους. Ο Πικέ έχει σχολιάσει ουκ ολίγες φορές το συγκεκριμένο στιγμιότυπο. η πιο ήπια εκδοχή από αυτές ήταν στο αγγλικό περιοδικό «Four-Four-Two» πριν χρόνια:
«Είχα μόλις εκδώσει την αυτοβιογραφία μου και εκείνος είχε έρθει να μου πει συγχαρητήρια. Εγώ είμαι θερμός άνθρωπος και τον ευχαρίστησα, γι’ αυτό κι αυτός που φωτογράφισε μας έπιασε να κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου. Όποιος μας φωτογράφισε δεν ήταν από σκανδαλοθηρικό περιοδικό, γιατί αυτό έγινε στο προπονητικό μας κέντρο. Ήταν αθλητικός φωτορεπόρτερ. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως το θέμα αυτό πήρε τόσο μεγάλη διάσταση, αλλά δεν με εξέπληξε κιόλας. Μπροστά μας τότε ήταν ένα κρίσιμο ματς με τη Ρεάλ και ο Τύπος δεν χάνει ευκαιρίες για να μας προκαλέσει αναστάτωση. Πάντως, ακόμα κι έτσι πήραμε το Πρωτάθλημα».
Από το συγκεκριμένο συμβάν κι έπειτα, η σχέση του Πικέ με τον Τύπο πέρασε στην επόμενη διάσταση. Κάθε έξοδος με την οικογένειά του γινόταν μόνον κατόπιν οργανωμένου σχεδίου της προσωπικής του ασφαλείας, κάθε ερώτηση δημοσιογράφου αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία, κάθε γονιός συμμαθητών των παιδιών τους περνούσε από “ανάκριση”, πριν περάσει το κατώφλι του σπιτιού.
Με τους ανθρώπους τού περιβάλλοντός του, την οικογένειά του, τους φίλους και τους συμπαίκτες του ο Πικέ εξακολουθεί να παραμένει ένας πολύ φιλικός και ευχάριστος τύπος. Όλοι οι υπόλοιποι κάνουν λόγο για έναν άνθρωπο με ιδιοτροπίες, κακόβουλο, πολλές φορές απότομο και άξεστο.
Πιθανότατα τον χτύπησε η νόσος της -κακώς εννοούμενης- διασημότητας, ειδικότερα αν σταχυολογήσει κάποιος πολύ μικρές λεπτομέρειες που καταδεικνύουν τον πολιτικό του βίο. Το περιστατικό με την αεροσυνοδό κατά τη διάρκεια μιας πτήσης είναι χαρακτηριστικό της σύγχυσης στο μυαλό του.
Η βοηθός πτήσης σέρβιρε το γεύμα και τον καφέ, ο ποδοσφαιριστής χρησιμοποίησε τα σωληνάρια και τα φακελάκια και στη συνέχεια τα πέταξε επιδεικτικά κάτω στη μοκέτα. Όταν του έγινε η ευγενική σύσταση να τα σηκώσει, αρνήθηκε λέγοντας ότι «δεν λυγίζει το σώμα του για κανέναν».
Είναι μικρά καθημερινά πράγματα που συνθέτουν την προσωπικότητα και το ίδιον ενός ανδρός, ενός ανθρώπου και δεν μετριούνται αναλόγως την καταγωγή, τους λογαριασμούς τραπέζης και το μέγεθος της διασημότητας. Όλα είναι ζήτημα ευγένειας, ανατροφής, ψυχικής κατάστασης.
Όταν η Σακίρα ξέσπασε σε συνέντευξή της δημοσιοποιώντας λεπτομέρειες από την προσωπική τους ζωή και τη συμβίωσή της με τον Ζεράρ, ήταν πολύ αργά για δάκρυα. Δεν στάθηκε ποτέ στο πλευρό της γυναίκας του, δεν ήταν παρών στην ανατροφή των παιδιών τους, δεν παρείχε ποτέ τη στήριξη και την ασφάλεια που υποσχέθηκε στα πρώτα χρόνια του γάμου τους.
Ο χωρισμός ως αναμένετο μετατράπηκε σε σαπουνόπερα στην Ισπανία, κοινό και δημοσιογράφοι άρχισαν να συνδέουν ακόμα και τραγούδια της Σακίρα με τις εξελίξεις στην προσωπική της ζωή, η εικόνα του Πικέ δεν τσαλακώθηκε απλώς, αλλά συνετρίβη.
Έχει προσπαθήσει πολύ να ανατρέψει αυτήν την πολύ κακή εικόνα και φήμη, η οποία είχε ήδη εκτοξευθεί στα ύψη, όταν, κατά τη διάρκεια των ταραχών στην Καταλονία με το αίτημα ανεξαρτητοποίησης του Πουσδεμόν, ο Πικέ πήρε την αντιδημοφιλή θέση των αιτούντων, την απόσχιση.
Οι λόγοι ήταν κατά βάση οικονομικοί. είχε κληθεί από το Ισπανικό κράτος να αποδώσει τους φόρους, τους οποίους -διά των αμαρτωλών διαδρομών χρήματος σε εξωχώριες εταιρείες- είχε αποκρύψει, έχοντας ένα διόλου ευκαταφρόνητο όφελος, ύψους άνω των 2 εκατ. ευρώ!
Στη χειμαζόμενη από την κρίση Ισπανία, ήταν μια κίνηση που τον στιγμάτισε και πολύ δύσκολα δεν θα τον ακολουθεί ες αεί, κι ας προτάσσεται ο χωρισμός με τη Σακίρα. Έχει προσπαθήσει, τόσο με τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες όσο και με την απόφαση να αποδεχθεί το κούρεμα στο 70% των αποδοχών του στο πρώτο κύμα του κορωνοϊού, να διασκεδάσει τις εντυπώσεις.
Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, πιθανότατα αντιλήφθηκε ότι ο υπόλοιπος κόσμος δεν τα βρήκε όλα στρωμένα όπως εκείνος. Δεν είναι πια ένα κακομαθημένο παιδί, ένας σταρ της μπάλας που έχει το δικαίωμα να κάνει λάθη και του συγχωρούνται τα πάντα.
Δεν έπαψε ποτέ να συμπεριφέρεται σαν ένας κακώς εννοούμενος «μικρός Μπέκαμ», όπως είχε αυτοχαρακτηρισθεί κάποτε, παρόλο που προσπάθησε κατ΄ επανάληψη να εξωτερικεύσει διαφορετικές και πιο “ευγενείς” πτυχές του εαυτού του. Παραμένει ένας φιλάργυρος και “αναιδής” χαρακτήρας που προτάσσει την οικονομική ευρωστία του. Οι εταιρείες του, ειδικά η Kosmos Holding, στην οποία έχει επενδύσει και συμμετέχει με επιτυχία, αποφέρουν κέρδη εκατομμυρίων ευρώ που εξασφαλίζουν το μέλλον του.
Έχει εξαγοράσει την Ανδόρα, τη Μανρέσα, αφήνει την εντύπωση σε όλους μας ότι δεν θα αποχωρήσει από το ποδόσφαιρο ποτέ, γιατί βρήκε την κότα που γεννά τα χρυσά αυγά. Οι περισσότεροι πρώην συμπαίκτες του θα είχαν όνειρο να γίνουν προπονητές, να καθίσουν κάποτε στον πάγκο της «Μπάρσα». Εκείνος, από την άλλη, έχει τέτοια “φτιαξιά”, τέτοια ιδέα για τον εαυτό του ώστε να φιλοδοξεί μια μέρα να γίνει Πρόεδρος του συλλόγου.
Το τραίνο μάλλον χάθηκε, ειδικά από τη στιγμή που δημοσιοποιήθηκε από την πρώην σύζυγό του ότι δεν ασχολήθηκε ποτέ με τους δύο γιους τους, τον Μίλαν και τον Σάσα. Φρόντισε απλώς να τους εγγράψει εκ γενετής μέλη της Μπαρσελόνα και να τους προσφέρει μια άνετη ζωή. Δεν είναι λίγο ούτε αμελητέο.
Αυτό που πιθανόν λησμονεί ή δεν φρόντισε να σκεφτεί είναι ότι στη ζωή μας χρήματα περνούν πολλά, υλικά αγαθά περισσότερα. Εκείνο που μένει όμως στο τέλος είναι η πολιτεία και η αξιοπρέπεια.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο Τσάβι οδήγησε το ποδόσφαιρο στο μέλλον
Κάρλες Πουγιόλ: Més que un Capitan
Σέρχι Μπουσκέτς: Ορίζοντας τον χώρο
Η λάμψη στο σκοτάδι του Ροναλντίνιο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro