Τα λόγια έβγαιναν πάντα με ευκολία από το στόμα του. Όπως, ωστόσο, και τα δάκρυα από τα μάτια του. Μονάχα που κάθε σκέψη του Φερνάντο Σινιορίνι, είτε ήταν «μαύρη» είτε ήταν μία φευγαλέα στιγμή ελπίδας, δεν μετατρεπόταν σε (εύκολη) κριτική.
Ήταν μάλλον αντιδράσεις ειλικρίνειας. Ήταν, παράλληλα, κινήσεις παρηγοριάς και για τον ίδιο, αλλά και για τον Ντιέγκο Μαραντόνα.
Δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ λέξεις ευγενικές. Κουβέντες που θα ήθελε να ακούσει το κοινό. Για την ακρίβεια, δεν ήταν καθωσπρέπει λέξεις που ήθελε να ακούει και ο «Ντιεγκίτο». Για τούτο, ο θρύλος του αργεντίνικου και του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, ο οποίος «έφυγε» από τη ζωή στις 25 Νοεμβρίου 2020 και σε ηλικία 60 ετών, επέλεξε τον Σινιορίνι ως προσωπικό γυμναστή του στα Μουντιάλ του 1986, του 1990 και του 1994.
Γι’ αυτό τον διάλεξε ως αντίστοιχο συνεργάτη όταν ήταν προπονητής της Εθνικής Αργεντινής τη διετία 2008-2010.
Ο Φερνάντο Σινιορίνι, που όπως και ο πρώτος ατζέντης του Μαραντόνα, ο Χόρχε Σίτερσπιλερ, ήταν από τους λίγους ανθρώπους που εμπιστευόταν. Ο Σινιορίνι ήταν από τους λίγους που έζησε από κοντά την ιστορία των δύο χαμένων ψυχών του ίδιου ανθρώπου.
Και με μία λιτή ατάκα, στην ταινία «Diego Maradona» του Ασίφ Καπάντια, είχε συνοψίσει τη σχέση του με τον Αργεντινό:
«Για τον Ντιέγκο, θα πήγαινα ως το τέλος του κόσμου… Αλλά με τον Μαραντόνα, δεν θα έκανα μαζί ούτε ένα βήμα».
Η αφοπλιστική ειλικρίνεια του Σινιορίνι περικλείει ίσως όσο πιο ακριβέστατα και περιγραφικά τη συχνά χαοτική ζωή του Μαραντόνα.
Βίωσε από κοντά και το όνειρο και τον εφιάλτη. Ήταν πλάι στον Ντιέγκο και στον θρίαμβο, την αποθέωση, και στην κριτική, κατά τη διάρκεια της περιπέτειάς του με την κοκαΐνη, στη Νάπολη. Ήταν δίπλα και στον Ντιέγκο, αλλά και στον άλλο εαυτό του, τον Μαραντόνα.
Ήταν εκείνος που αντίκρισε με τα μάτια του τη μετάλλαξη ενός σεμνού και φοβισμένου αγοριού που γεννήθηκε στο Λανούς και μεγάλωσε στην παραγκούπολη Βίγια Φιορίτο, στα νότια προάστια του Μπουένος Άιρες, σε έναν σταρ που λατρεύτηκε ως θεός και «καταδικάστηκε» ως κοινός θνητός.
Το φιλμ του Καπάντια είναι το ίδιο ειλικρινές. Ο Βρετανός σκηνοθέτης μεταξύ άλλων και των ντοκιμαντέρ για τη ζωή του θρύλου της Formula 1, Άιρτον Σένα και της τραγουδίστριας Έιμι Ουάινχαουζ, εστιάζει στην επταετία του Μαραντόνα με τη φανέλα της Νάπολι και προσφέρει και κριτική και κατανόηση.
Σε εκείνες τις μέρες που τήρησε μεν την υπόσχεσή του να κάνει πρωταθλήτρια την ομάδα του, όμως πολλές φορές, από την αγάπη των υπηκόων του, αισθανόταν παγιδευμένος στο ίδιο του το βασίλειο. Σε εκείνες τις μέρες που άρχισε να χάνει την ικανότητα και το καθαρό μυαλό να διακρίνει το σωστό από το λάθος, το καλό από το κακό.
Ο Καπάντια δεν διστάζει να παρουσιάσει αναφορές που «τσαλάκωναν» την υστεροφημία του «Ντιεγκίτο», αλλά παράλληλα επιβεβαίωναν ότι ενώ ο κόσμος απορούσε αν είναι «θεός» ή «διάβολος», ο ίδιος ήταν απλώς ο εαυτός του.
Υπάρχουν σημεία που, χωρίς καμία διάθεση «υποχρεωτικής» υπεράσπισης του πρωταγωνιστή του, ο Καπάντια σού θέτει το ερώτημα «πώς στο καλό επιβίωσε ο Ντιέγκο σε εκείνα τα επτά χρόνια στην Ιταλία;»…
Δεν χρειάζεται να παρακολουθήσει κάποιος το «Diego Maradona» -με υλικό ακόμη και από προσωπικές στιγμές του Αργεντινού με την οικογένειά του ή και… επισκέψεις στους μαφιόζους της Camorra– για να σκεφτεί ότι, ενδεχομένως, όλη η ζωή και η καριέρα του Ντιέγκο ήταν «περικυκλωμένη» από κάμερες.
Ο ίδιος ο Μαραντόνα έφτασε σε σημείο να πει στον Βρετανό σκηνοθέτη πως «πρέπει να έχεις πολύ μεγάλο θράσος για να στέκεσαι μπροστά μου και να μου κάνεις τέτοιου είδους ερωτήσεις!». Ωστόσο, του έχει ξεκαθαρίσει ότι «θα πρέπει να ξέρεις ότι σε σέβομαι ακόμη περισσότερο για αυτό…».
Ο Μαραντόνα δεν είχε να κρύψει κάτι. Δεν του άρεσαν οι «ίσες αποστάσεις». Τον ενδιέφερε να είναι αυτός καλά με την ισορροπία στο τεντωμένο σχοινί του και να πατά και στη μία και στην άλλη άκρη. Να αναπηδά, θαρρεί κανείς, από το ένα σημείο στο άλλο.
Ο Φερνάντο Σινιορίνι, σε μία συνέντευξή του τον Νοέμβριο του 2020 στην ιστοσελίδα «Escuela Deportes», μίλησε για τον εθισμό του «Ντεγκίτο» και αποκάλυψε ένα μεταξύ τους περιστατικό.
«Τον είδα να κάνει χρήση κοκαΐνης, τον άρπαξα από τον καρπό και του είπα: “Τι στον διάολο κάνεις;”! Αυτό που έκανε ήταν να με καλέσει να του κάνω παρέα… Του απάντησα “για ποιο λόγο να το κάνω αυτό;”. Ο Ντιέγκο αποκρίθηκε πως αυτό το πράγμα τον κάνει να μιλά ελεύθερα και να μπορεί να μιλά για τα πάντα.
»Με ξαναρώτησε γιατί δεν θέλω να σνιφάρω και του είπα ότι όταν είμαι χαρούμενος ή λυπημένος θέλω να ξέρω τον λόγο. Επιπλέον, αυτό το πράγμα κοστίζει και του θύμισα πως “εγώ δεν είμαι ο Μαραντόνα, αλλά ο γυμναστής του Μαραντόνα…”».
Στον Ντιέγκο δεν άρεσαν οι τόσες πολλές εσωτερικές «εξερευνήσεις». «Στο γήπεδο ξεχνάς όλα τα προβλήματα της ζωής σου. Πάνω στο χορτάρι και με τη μπάλα στα πόδια όλα τα άλλα σού φαίνονται ασήμαντα», είχε διαπιστώσει μιλώντας σε ένα ντοκιμαντέρ της Amazon.
Ο Ασίφ Καπάντια γνώριζε, όπως και στην περίπτωση της Ουάινχαουζ, ότι υπάρχει μία τραγική διάσταση στην περσόνα του Μαραντόνα. Μονάχα που δεν ήθελε να ξετυλίξει ακριβώς (ή μόνο) αυτό. Σκέφτηκε κυρίως να αναδείξει το συνέβαινε και στον ίδιο τον μεγάλο σταρ αλλά και στο περιβάλλον του, την εποχή που τη δόξα διαδεχόταν η τρόπον τινά «κατηφόρα».
Διότι για τον Ντιέγκο, δεν υπήρχε «κατηφόρα», αλλά απλή πραγματικότητα. Μπορεί να πίστευε σε μία «θεϊκή» οντότητα της προσωπικότητας και του ταλέντου, όμως αγκάλιαζε και τη «γήινη» πλευρά της. Την πλευρά με τα λάθη, τα πάθη και την απλή επιθυμία «να μην μου δείξετε εσείς πώς θα ζήσω».
Ο Σινιορίνι, όπως έλεγαν οι στενοί συνεργάτες τους, δεν προπονούσε απλώς το κορμί του Μαραντόνα, αλλά «γύμναζε» και το μυαλό του. Έδινε στον Ντιέγκο βιβλία ψυχολογίας ή ποιητικές συλλογές, όμως -δίχως να ήταν αυτός ο σκοπός του- δεν μπορούσε να «κερδίσει» το μυαλό του.
Και έμεινε έκπληκτος, όπως εκμυστηρεύτηκε σε ραδιοφωνική συνέντευξή του, «όταν σε μία “βαθιά” συζήτηση με τον Ντιέγκο, μου είπε ότι θέλει να πεθάνει πριν από τους γονείς του, διότι δεν θα άντεχε τον θάνατό τους…».
Ο Μαραντόνα, όμως, έχασε την αγαπημένη του Ντάλμα «Ντόνα Τότα» στις 19 Νοεμβρίου 2011 και τον Ντον Ντιέγκο στις 25 Ιουνίου 2015…
Όλες οι θριαμβευτικές και οι θλιβερές στιγμές καθόρισαν τον χαρακτήρα του Ντιέγκο, του ανθρώπου που για τους περισσότερους ήταν αστέρας του γηπέδου και για άλλους ένας τύπος χωρίς μέτρο στη ζωή του.
Η υπερβολή, άλλωστε, ήταν ένα ακόμη «προσόν» του.
Ο Φερνάντο Σινιορίνι εκτιμά ότι «ο Ντιέγκο ίσως να μην υπήρχε χωρίς τη Νάπολι. Ήταν πάντα ενθουσιασμένος από την υπερβολή με την οποία του φερόταν ο κόσμος στην πόλη.
»Αν είχε παίξει για παράδειγμα για τη Γιουβέντους και είχε κατακτήσει δύο σκουντέτο, ένα Κύπελλο Ιταλίας και ένα Κύπελλο UEFA, όπως πέτυχε με τη Νάπολι, θα ήταν ένας καλός παίκτης και όχι ένα είδωλο.
»Ευτυχώς ο δρόμος τον έφερε στη Νάπολη και ο κόσμος δεν έχασε την ευκαιρία να αντικρίσει το φαινόμενο του Μαραντόνα, τόσο από ποδοσφαιρική όσο και από κοινωνικοπολιτική πλευρά».
Ο Σινιορίνι, πάντως, έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό με τον «Ντιεγκίτο». Δεν κρύβει τα λόγια του. Δεν απασχολούν οι απόψεις για τη γνώμη του.
Τον Οκτώβριο του 2018 είχε δηλώσει στον ραδιοφωνικό σταθμό «Radio Villa Trinidad» πως «εύχομαι ακόμη να είχε επιλέξει ο Λιονέλ Μέσι την ισπανική υπηκοότητα, ώστε να έχει κατακτήσει ένα Μουντιάλ και να μην δέχεται αυτή την αναίτια κριτική.
»Η σύγχρονη ποδοσφαιρική ατμόσφαιρα δεν αξίζει τον Μέσι».
Στο βιβλίο του με τίτλο «Ποδόσφαιρο, ένα κάλεσμα για επανάσταση», ο Σινιορίνι είχε εξιστορήσει μία προπόνηση της Εθνικής Αργεντινής τον Φεβρουάριο του 2009, στην οποία ο Μαραντόνα έμαθε στον «Λίο» να εκτελεί φάουλ.
Σε ένα άσχημο χτύπημα, ο Μέσι κινήθηκε να φύγει εκνευρισμένος προς τα αποδυτήρια, όταν ο Σινιορίνι τον τράβηξε από τον ώμο και του είπε απλώς πως «ένας παίκτης με τόσο ταλέντο δεν μπορεί να τα παρατάει τόσο εύκολα».
Στο βιβλίο του, ο Φερνάντο Σινιορίνι, είχε αποτυπώσει σε μερικές γραμμές τόσο το «επικό» γκολ του Μαραντόνα με την Αγγλία στον προημιτελικό του Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό -στον οποίο διέσχισε το μισό γήπεδο και ντρίμπλαρε έξι αντιπάλους- όσο και τη μοναδική πορεία του.
«Ήταν 22 Ιουνίου 1986. Χρειάστηκαν 10,6 δευτερόλεπτα, 52 μέτρα, 44 βήματα, 12 αγγίγματα και γίνεσαι θρύλος. Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι στους οποίους δεν φτάνει όλη η ζωή τους για να δικαιολογήσουν ένα λεπτό της…
»Υπάρχουν και αυτοί, οι λίγοι, στους οποίους αρκούν μόλις 10,6 δευτερόλεπτα για να αιτιολογήσουν όλη την ύπαρξή τους! Ο Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν ένας από αυτούς».
Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα έζησε με δεκάδες πληγές στο κορμί του. Μεγάλωσε με άλλες τόσες χαρακιές στο μυαλό και την ψυχή του. Το άγαλμά του πιθανότατα, για πολλούς, θα «πρέπει» εκτός από φανέλα της Νάπολι να φέρει και «λεκέδες», στίγματα.
Αυτό το τελευταίο δεν θα τον ενοχλούσε. Στον Ντιέγκο έχει αποδοθεί μία ατάκα για τη σύγκριση με τον Πελέ.
Σύμφωνα με αυτή, ο Μαραντόνα έχει επισημάνει ότι «η μόνη διαφορά μας με τον Πελέ είναι πως αν ήμασταν και οι δύο σε μία δεξίωση, φορούσαμε λευκά κοστούμια και ερχόταν μία λασπωμένη μπάλα προς το μέρος, εκείνος θα την απέφευγε. Εγώ θα έκανα κοντρόλ με το στήθος, με το γόνατο και θα σούταρα!».
Ο Φερνάντο Σινιορίνι καταλήγει πως «ο Ντιέγκο έζησε μία ζωή σαν όνειρο, αλλά ταυτόχρονα και σαν εφιάλτη».
Θεωρώντας ότι, «το 1991, κανένας δεν αισθάνθηκε έκπληξη από τα ευρήματα του ελέγχου του. Όλοι γνώριζαν τότε για τον εθισμό του…
»Απλώς, η πολιτική και ποδοσφαιρική εξουσία της Ιταλίας βρήκε έναν επίσημο τρόπο να ξεμπερδεύει μία και καλή μαζί του».
Ήταν ένας ακόμη «αγώνας» του Ντιέγκο εναντίον του Μαραντόνα.
Ο Μαραντόνα επιθυμούσε πάντα να νικήσει. Αλλά ήταν τόσο ανταγωνιστικός και με τον εαυτό του, που ήθελε διακαώς να νικήσει και τον εαυτό του…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Η λάβα του Ντιέγκο καίει ακόμα / Ντιέγκο Μαραντόνα: Αντάρτης. Ήρωας. Ατίθασος. Θεός / H982 FKL
Γιώργος Παυλίδης: «Το στίγμα του αντί-ντόπινγκ»
Η αβάσταχτη απλότητα του (περίπλοκου) εαυτού του Ντένις Ρόντμαν
Ο Άλεν Άιβερσον έγινε σύμβολο μίας κουλτούρας που δεν του στέρησε τη μπασκετική «αθανασία»
Ο Λανς Άρμστρονγκ δείχνει οργισμένος, αλλά όχι μετανιωμένος…