«Η τύχη οδηγεί τα βήματά μας. Βλέπεις εκεί, φίλε μου, Σάντσο Πάντσα, τριάντα, ίσως και λιγότερους, τεράστιους γίγαντες που ενάντιά τους θα πολεμήσω»;
«Μα ποιους γίγαντες;», ρώτησε απορημένα ο Σάντσο.
«Εκείνους εκεί κάτω, δεν βλέπεις; Μερικοί μάλιστα έχουν χέρια μακριά ίσαμε δυο λεύγες», απάντησε ο αφέντης του, ο Δον Κιχώτης.
Όταν ο Φερνάντο Μοριέντες άφησε την επαρχία του Κάθερες και το Σιγέρος, το χωριό όπου μεγάλωσε, για να φοιτήσει στην Escuela de Fútbol Base Diana και κατόπιν να ενταχθεί στις ακαδημίες της Αλμπαθέτε στη Σονσέκα, δεν είχε ιδέα για τη Λα Μάντσα, το Τολέδο, τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο, τον Θερβάντες, τον Δον Κιχώτη.
Πέρασε τα τείχη του Τολέδο και έκανε ένα ταξίδι στο χρόνο, τέθηκε ενώπιον αυτού που είχε πει ο Καζαντζάκης για τον El Grèco στο «Ταξιδεύοντας στην Ισπανία»: «μιάν αληθινή πατρίδα». Ένας λαβύρινθος αφηρημάδας πίσω από μεσαιωνικά τείχη που ο χρόνος άφησε αναλλοίωτα. Απ’ έξω απέραντες εκτάσεις, θερισμένα στάχυα, ερημιά, μονοτονία που σπάει μονάχα από τους κίτρινους λόφους που ξεθωριάζουν εκεί όπου ενώνονται με το γαλάζιο του ορίζοντα. Εκεί έξω περιπλανιόταν ο Δον Κιχώτης, αυτά απαθανάτισε ο Θερβάντες εκείνη την εποχή, σε έναν ονειρικό κλαυσίγελο φαντασιακού υπερρεαλισμού.
Άτυπη μάχη εναντίον ανεμόμυλων, κυνήγι μιας νίκης που δεν γίνεται να έρθει ποτέ. Ο Φερνάντο Μοριέντες πέρασε τα τείχη, προσπάθησε να “χαθεί” στα στενά δρομάκια των «Galacticos», να γίνει ένα με το τοπίο και την ανθρωπογεωγραφία εκείνης της Ρεάλ Μαδρίτης, εν τέλει όμως κυνηγούσε απλώς ανεμόμυλους.
Τυχερός παραδέχεται ότι είναι, δεν κακίζει κανέναν. Ένα παιδί που στα 16 βρέθηκε από τη Σονσέκα στην Αλμπαθέτε το βοήθησαν οι συγκυρίες και στην αρχή της καριέρας του έκοψε δρόμο. Πολύ γρήγορα ντεμπούτο, ακόμα πιο γρήγορα “όνομα”, στα 19 μεταγραφή στη Σαραγόσα, στα 21 στη «Βασίλισσα».
Όλα γρήγορα, όλα αμέσως, όλα πριν προλάβει καν να τα διαχειριστεί.
Είναι απορίας άξιο πώς άντεξε, πώς κατόρθωσε να επιβιώσει και να πραγματοποιήσει μια καριέρα που όμοιά της πολύ δύσκολα αξιώνει Ισπανός ποδοσφαιριστής του σήμερα. Το ισπανικό ποδόσφαιρο τότε ήταν “αλλιώς”, η Εθνική του Κλεμέντε και του Αραγονιές δεν είχε περάσει ποτέ από τα προημιτελικά, το στυλ ήταν ακόμα ιβηρικό, υπό μια περίεργη έννοια και η ίδια η Ισπανία κυνηγούσε ακόμα ποδοσφαιρικούς ανεμόμυλους.
Η γενιά που κατέκτησε τους δυο Ευρωπαϊκούς τίτλους και το Μουντιάλ δεν είναι ανεπανάληπτη, ο καθένας ξεχωριστά δεν ήταν καλύτερους από τους σπουδαίους του παρελθόντος. Ταίριαζαν όμως άψογα μεταξύ τους, είχαν την ίδια φιλοσοφία, την ίδια παιδεία, την ίδια δίψα.
Τα πάντα είναι ζήτημα χρονισμού, συνδυασμών, συμπτώσεων και τυχαιότητας.
Ψηλός, δυνατός, όμορφος. «El Moro» τον φώναζαν. Κουβαλούσε την αύρα του αρχέτυπου των παλιών επιθετικών που έπρεπε να είναι και λίγο αρχοντικοί και λίγο αλήτες και λίγο απ’ όλα.
Όταν τον πρόσεξε η Ρεάλ, δεν είχε γίνει ακόμη ο οργανισμός που λογίζουμε σήμερα. Ήταν πάντα μια τεράστια ομάδα αλλά δίχως χρυσόσκονη στο κάθε τι που την περιέβαλλε. Μια χρονιά πριν είχε μείνει εκτός Ευρώπης, είχε τερματίσει στη χειρότερη θέση της ιστορίας της μετά από 19 χρόνια και χρειάστηκε ο Δον Φάμπιο Καπέλο και δομικές αλλαγές στο ρόστερ για να ορθοποδήσει.
Σούκερ, Ζέεντορφ, Ρομπέρτο Κάρλος, Μιγιάτοβιτς, Πανούτσι, Σεκρετάριο. Αυτοί άλλαξαν τη Ρεάλ υπό τις οδηγίες του Καπέλο και άνοιξαν την όρεξη των «Merengues» για μια πολυπόθητη ευρωπαϊκή καταξίωση. Ο Καπέλο αποχώρησε, ο Σανθ έφερε τον Χάινκες και ο Γερμανός ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πίστεψε στον Μοριέντες.
Πρώτος σκόρερ στη σεζόν της Ρεάλ, ξεπερνώντας “τέρατα”όπως ο Σούκερ, ο Μιγιάτοβιτς, ο Ραούλ. Η μνήμη παραμένει στο γκολ του Πέτζα που χάρισε το ευρωπαϊκό τρόπαιο στο Άμστερνταμ εναντίον της Γιούβε του Λίπι, το “κουπί” όμως σε όλη τη σεζόν το τράβηξε ο «El Moro».
Μπορεί να είναι τυχαίο, αλλά από τη χρονιά που φόρεσε ο Μοριέντες τη λευκή φανέλα ξεκίνησε η τεράστια αλλαγή και η καταιγίδα των τίτλων. Εγχώρια Πρωταθλήματα και Κύπελλα, τρία Champions League (1998, 2000, 2002), δύο Διηπειρωτικά. Η Ρεάλ ξαναέγινε Ρεάλ.
Το δίδυμό του με τον Ραούλ έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα ισχυρότερα στην ιστορία των «blancos», παραμένει ένα από τα ισχυρότερα ισπανικά tandem όλων των εποχών, μπαίνει δίπλα σε μυθικά δίδυμα όπως του Μπουτραγένιο και του Σαντιγιάνα. Ανέκαθεν τα φώτα έπεφταν στους επιθετικούς, πάντα το γκολ εξιτάρει, γεννά οπαδούς, δημιουργεί μύθους.
Ο Μοριέντες θα εθεωρείτο τέτοιος, γιατί είχε όλα τα εχέγγυα. Μπορεί το ’98 να ήταν απών λόγω Σούκερ-Μιγιάτοβιτς, το 2000 όμως στο Παρίσι, στον πρώτο “εμφύλιο” Τελικό στην ιστορία του Champions League, σκόραρε και τ’ όνομά του χαράκτηκε φαρδιά πλατιά στη «μεγάλη κούπα με τ’ αυτιά».
Το ταξίδι ήταν υπέροχο, σκόραρε κατά ριπάς, διέθετε το στυλ, το “class”, τη γοητεία. Κι όμως δεν έφτασαν ποτέ για να γίνει «Galactico».
Η ψυχή της “ισπανικής” Ρεάλ του Ραούλ και του Μοριέντες βγήκε σε εκείνο το γκολ-ποίημα του Ζινεντίν Ζιντάν στη Γλασκώβη το 2002. Το ίδιο καλοκαίρι ήρθε ο Ρονάλντο, έγινε πλέον πασιφανές ότι δεν είχε σημασία η ομάδα, η χημεία, το ποδοσφαιρικό πλάνο αλλά ο αυτοσκοπός των «Galacticos».
Μια ομάδα που προσπαθούσε να χωρέσει στην ίδια ενδεκάδα όσο περισσότερους επιθετικογενείς ποδοσφαιριστές γίνεται, που μετέτρεψε ακόμα και τον Μπέκαμ σε αμυντικό χαφ “για να χωρέσουν όλοι”.
Πόσοι παίκτες χάθηκαν για να χωρέσουν όλοι…
Όταν η Ρεάλ αγόρασε το Ρονάλντο από την Ίντερ, είχε πέσει στο τραπέζι και μια τρελή τριγωνική συναλλαγή. Η Μπαρτσελόνα κατέθεσε πρόταση 20 εκατ. για τον Μοριέντες. Με πολύ πρόσφατη τη δύσκολη περιπέτεια του (συμπαίκτη του) Λουίς Φίγκο, ο «Moro» απλώς πέταξε ένα παλαβό νούμερο για τις αποδοχές του. Εάν η Μπαρτσελόνα ενέδιδε, θα ήταν παράλογη. Οι Καταλανοί έκαναν πίσω, ο Μοριέντες έμεινε στη Ρεάλ, έχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι παύει να είναι βασικός και θα παίζει λιγότερο έως ελάχιστα.
Ο άλλοτε bomber βυθίστηκε στα μίζερα πέντε γκολ σε ολόκληρη σεζόν με 19 συμμετοχές, στην πλειοψηφία τους ως αλλαγή στο garbage time. Η κόντρα με τον νέο Πρόεδρο της Ρεάλ, Φλορεντίνο Πέρεθ, ανομολόγητη αλλά δριμεία. Δεν ταίριαξαν, δεν συμπαθήθηκαν, δεν μόνιασαν ποτέ. 26 χρόνων και ο Μοριέντες δεν έβρισκε χώρο, δεν του άφηναν οξυγόνο πουθενά.
Η πρόταση δανεισμού από τη Μονακό ήταν βάλσαμο στο τέλμα του. Δέχτηκε αμέσως και όχι μόνο μεγαλούργησε αλλά τρόπον τινά πήρε τις δικές του ρεβάνς.
Την ίδια ώρα που ολόκληρη Ρεάλ συμπεριφερόταν ως περιοδεύων θίασος και υπέγραφε αυτόγραφα, ο Μοριέντες ανεδεικνύετο πρώτος σκόρερ του Champions League και οδηγούσε τη Μονακό στο απίθανο, τον Τελικό της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης.
“Θεία Δίκη” για τον Πέρεθ θεώρησε ότι βρήκε τη Ρεάλ στο διάβα του. Σκόραρε και στη Μαδρίτη και στο Πριγκιπάτο, πήρε τη δική του ρεβάνς. Ο κόσμος τον αγκάλιασε, δεν του κάκιωσε, δεν τον θεώρησε υπεύθυνο. Απεναντίας, εξανάγκασε τον Πέρεθ να τον φέρει πίσω, να του δώσει την ευκαιρία για έναν τελευταίο χορό, ένα τελευταίο κυνήγι ανεμόμυλων.
Κάποια ματς στην αρχή της σεζόν για να ικανοποιηθούν οι οπαδοί και μετά πάλι μαύρο σκοτάδι. Ένας επιθετικός του status του, με 100 γκολ σε 272 αγώνες στη Ρεάλ, “περίσσευε”. Τον πήρε τηλέφωνο ο Μπενίτεθ, του μίλησε για το ενδεχόμενο της Λίβερπουλ, του μήνυσε πόσο τον χρειάζεται, πόση ανάγκη τον έχει στο Anfield. Δέχτηκε. Με λιγότερα χρήματα από τη Ρεάλ. Κάτι περισσότερο από 9 εκατ. ευρώ κόστισε η μετακόμισή του στο Merseyside. Λίγους μήνες πριν, ο Μάικλ Όουεν, όντας «Galactico», είχε κάνει την αντίθετη διαδρομή για δέκα φορές περισσότερα.
Είναι καταπληκτικό, αλλά και στη Λίβερπουλ πάλι έγινε μέλος της ομάδας που έφτασε στον Τελικό και εν τέλει κατέκτησε το Champions League. Το όνομά του απουσιάζει από τη λίστα των νικητών, γιατί δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής στη διοργάνωση, επειδή είχε παίξει με τη Ρεάλ στη φάση των ομίλων.
Ελάχιστοι το θυμούνται, κανείς δεν τον λογίζει μέλος της Λίβερπουλ του “έπους της Πόλης”. Κι όμως ήταν.
Ο Μπενίτεθ έκανε το παν για να τον επαναφέρει ως ποδοσφαιριστή, αλλά ο Μοριέντες είχε “σπάσει”. Δεν πέρασε απαρατήρητος από την Premiership, έκανε αξιοσημείωτα παιχνίδια και στο Πρωτάθλημα και στο Champions League, αλλά πλέον σκόραρε λίγο. Σημειωτέον, για Μοριέντες “λίγο”, μιας και τα 12 γκολ σε καμία των περιπτώσεων δεν είναι αμελητέα ποσότητα.
Στα 30 τον γύρεψε η Βαλένθια. ΟΙ «Νυχτερίδες» εκείνη την εποχή ήταν ό,τι εγγύτερο στο Moneyball. Μοριέντες με 3 εκατ. ευρώ, ευκαιρία που δεν αφήνεις επ’ ουδενί να πάει χαμένη. Βρήκε το χαμόγελό του, έκανε και εκείνο το τελευταίο χατ τρικ στο Champions League στο παιχνίδι με τον Ολυμπιακό και άρχισε σιγά-σιγά να φιλιώνει με το τέλος.
Τρεις τίμιες σεζόν, η πρώτη πιο “Μοριέντες” απ’ όλες. Είχε κίνητρο, ήθελε να φωνάξει σε όλο τον κόσμο ότι δεν είναι τελειωμένος, ότι θα μπορούσε να έχει κάνει πολύ μεγαλύτερη καριέρα απ’ όση εν τέλει ολοκλήρωσε. Το γκολ στον Τελικό του Copa del Rey το 2008 που έφερε και τον τίτλο είναι μάλλον το κλείσιμο που θα κρατούσε για τον εαυτό του.
Το Πρωτάθλημα και το Κύπελλο με τη Μαρσέιγ του φίλου του (και γνώριμου από την κοινή παρουσία στο “θαύμα” της Μονακό), Ντιντιέ Ντεσάν, δεν είναι “δικά του”. Αν θέλετε, είναι πολύ λιγότερο δικά του σε σχέση ακόμα και με το έπος της Λίβερπουλ του 2005.
Στις 31 Αυγούστου του 2010 ανακοίνωσε ότι δεν θέλει να συνεχίσει. Ήταν μόλις 34, με αρκετή δύναμη ακόμη στα πόδια αλλά λειψά την ψυχή και το μυαλό του.
Προτάσεις είχε. Με πάρα πολλά χρήματα από Κατάρ και Ντουμπάι, με σεβασμό από το Μεξικό, με κίνητρο από τη Σπόρτινγκ Λισαβόνας. Είχε όμως αδειάσει.
Πάτησε το κουμπί της αποσυμπίεσης, όντας βέβαιος ότι δεν έκανε όσα μπορούσε να κάνει. Κουβαλούσε το αγκάθι για καιρό, τόσο που το 2015, στα 39, ξαναφόρεσε φανέλα και κοντό παντελονάκι και μπήκε να παίξει στην πρώτη κατηγορία του ερασιτεχνικού με τη γειτονιά της Ντεπορτίβο Σάντα Άννα. Το ευχαριστήθηκε, το καταχάρηκε με τη ψυχή του, ένιωσε ότι έτσι έπρεπε να τελειώσει, έτσι έπρεπε να έχει ταξιδέψει από την αρχή μέχρι το τέλος.
Είχε ωριμάσει πια και ως άνθρωπος. Είχε κατανοήσει βασικές έννοιες και τρόπους ερμηνείας του ποδοσφαίρου, του παιχνιδιού, της ζωής της ίδιας. Η απουσία κουβαλά μαζί της πολλά. Πάνω απ’ όλα αλλάζουν οι συνήθειες, το κλίμα, το περιβάλλον τριγύρω μας. Ο Μοριέντες το παρομοιάζει με τους σταθμούς της καριέρας του. Θυμάται το Λίβερπουλ, τον καιρό, το φαγητό, τα προγράμματα, τους ανθρώπους.
Πλέον έχει γίνει προπονητής. Ίδια κοψιά, λίγες ρυτίδες παραπάνω και μερικά καλά κρυμμένα παραπανίσια κιλά. Πρώτα στις ακαδημίες της Ουέσκα, μετά στην Καστίλια, επειδή τη Ρεάλ την έχει στο αίμα, μετά στη Φουενλαμπράδα πρώτος, από το καλοκαίρι του 2022 στις ακαδημίες της Ρασίνγκ στο Κάπρι και αύριο όπου τον βγάλει ο δρόμος.
Κάθεται στο Salto del Caballo και εξιστορεί στα μικρά παιδιά τα 12 χρόνια στην Εθνική, απαντά με χαμόγελο στις ερωτήσεις για τον Ρονάλντο, τον Ζιντάν, τον Φίγκο, τον Μπέκαμ, τον Όουεν, όλους τους «Galacticos». Χαϊδεύει το κεφάλι ενός μικρού, ίδια ηλικία μ’ εκείνον όταν έφτασε στο Τολέδο:
«Το ποδόσφαιρο, φίλε, είναι ομαδικό άθλημα. Πολλοί άνθρωποι διαφορετικοί μεταξύ τους, χαρακτήρες με εγωισμό και δική τους λογική. Κάθε νίκη πρέπει να την κάνεις δική σου, αλλά να αποδέχεσαι ότι ανήκει στο σύνολο. Αυτό είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα. Ειδάλλως κυνηγάς ανεμόμυλους».
Μετά υψώνει το βλέμμα και κοιτάζει τα τείχη που κρύβουν ιστορία κι αφηρημάδα μέσα τους. Ο Καζαντζάκης περιγράφει εκστατικά τις επιμηκυσμένες μορφές που στρέφουν το βλέμμα τους στον ουρανό. Το φως χυμάει επάνω τους. Μοιάζει σαν να είναι σε κίνηση. Βίαιη. Δεν πηγάζει απ’ τον ήλιο, είναι σαν να βγαίνει από φεγγάρι τραγικό, ξεσπά κατακόρυφα απειλητικά πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Τα πρόσωπα έχουν την κερωμένη όψη που έχουν τα φαντάσματα, τον τρόμο και την έκπληξη μιας μεγάλης γαλάζιας αστραπής.
Αν δεν ασωματώσεις τα σώματα, τίποτε δεν κατόρθωσες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η Χελώνα του Σαντιάγκο Κανιθάρες
Η ανολοκλήρωτη ιστορία του Ίκερ Κασίγιας
Κάρλες Πουγιόλ: Més que un Capitá
Ο εύκολος δρόμος του Ζεράρ Πικέ
Τσάμπι Αλόνσο, η επιτομή του cool
Ο Τσάβι οδήγησε το ποδόσφαιρο στο μέλλον
Φερνάντο Τόρες, το τελευταίο σύμβολο
Ο Σέρχιο Ράμος αμφισβήτησε την κλασική έννοια και του αμυντικού και της περσόνας
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro