Τη βγάζει από το κουτί της, τη φυσά να φύγει λίγο η σκόνη και την τοποθετεί σχεδόν ευλαβικά στη θήκη του VCR, το οποίο τότε ακόμη θεωρούταν η τελευταία λέξη της τεχνολογίας, μια πολυτέλεια για κάθε σπίτι.
Ο Χένρικ πατάει το κουμπί του «play», η θήκη μαζεύει, οι ροδέλες αρχίζουν να γυρίζουν και να τραγουδούν με τον δικό τους χαρακτηριστικό τρόπο. Η οθόνη ζωντανεύει και ανάμεσα στις αναπνοές της εικόνας της ξεπροβάλλει εκείνος. Ξεπροβάλλουν τα κοντά του πόδια που χάνονται στα καρέ με την ταχύτητά τους ή άλλες φορές λικνίζονται πάνω από την μπάλα και στέλνουν τους αντιπάλους τους στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που εν τέλει φεύγουν τα ίδια, καλπάζοντας στον πράσινο ορίζοντα.
Και καμιά φορά η κάμερα κάνει το χατίρι του μικρού και ζουμάρει σε εκείνο το πρόσωπο, στα μάτια και το χαμόγελό του. Στο πρόσωπο που παλεύει με νύχια και με δόντια να κρατήσει ζωντανό στο κεφάλι του. Μια μάχη με τη μνήμη ενός νεαρού αγοριού που έρχεται αντιμέτωπη με τη δύσκολη πρόκληση. να μη θάψει ποτέ στους λαβυρίνθους της αυτό το πρόσωπο, αυτές τις κινήσεις.
Να κρατήσει ζωντανό τον Άμλετ Μικιταριάν, τον πατέρα εκείνου του παιδιού, ο οποίος δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Κάθε ντρίμπλα του μπαμπά του, κάθε γκολ, κάθε ζουμάρισμα στο πρόσωπό του, κάθε μικρή λεπτομέρεια σε αυτά τα βίντεο έχουν τη δική τους ασύλληπτη αξία και την αποστολή να αποτυπωθούν για πάντα στον νου του Χένρικ.
Τα στιγμιότυπα τελειώνουν. Ο Χένρικ βγάζει τη βιντεοκασέτα από το VCR και τοποθετεί την επόμενη. Ξανά και ξανά και ξανά. Αμέτρητες ώρες, αμέτρητα απογεύματα, σαν ατελείωτη λούπα. Οι βιντεοκασέτες του Χένρικ Μικιταριάν, πίσω από τον σκοπό μιας ολόκληρης καριέρας, μιας ολόκληρης ζωής. Για το παιδί που ανέβηκε κάθε ποδοσφαιρικό σκαλοπάτι μόνο και μόνο για να μοιάσει στο σπουδαιότερο είδωλό του. Στον χαμένο του μπαμπά.
Ένα κενό στο σχήμα του μπαμπά
Ήταν μια έννοια που τότε δεν μπορούσε να αντιληφθεί. Πώς θα μπορούσε άλλωστε ένας 7χρονος νους να καταλάβει τι εστί «ποτέ», τι, διάολο, σημαίνει στα αλήθεια αυτή η λέξη; Μα ήταν η λέξη που η μητέρα του χρησιμοποιούσε για τον μπαμπά του και θα αναγκαζόταν να τη χωνέψει με τον πιο σκληρό τρόπο. «Χένρικ, ο μπαμπάς δεν θα είναι ποτέ ξανά μαζί μας». Τη θυμάται χαρακτηριστικά να του το λέει αυτό, αλλά τα υπόλοιπα πράγματα από εκείνη την περίοδο δεν έμειναν ποτέ τόσο καθαρά στο κεφάλι του.
Ίσως, εξαιτίας της προστασίας του ασυνειδήτου, να επέλεξε να κρατήσει μόνο τα καλά. Θυμάται να παρακαλά τον μπαμπά του να τον πάρει μαζί του σε κάθε προπόνηση. Δεν τον ένοιαζε τόσο το ποδόσφαιρο, απλώς ήθελε να τον βλέπει. Ο Άμλετ ήταν ένας καλός παίκτης, βραχύσωμος και εκρηκτικός, μα τη δεκαετία του ’80 δεν ήταν απλό για έναν Αρμένιο να κάνει κορυφαία καριέρα.
Καλά-καλά δεν ήταν απλό το να ζει στην πατρίδα του και το πάντα σε τεταμένο κλίμα Γερεβάν. Κάπως έτσι, πήρε τη γυναίκα του, τον Χένρικ και την κόρη τους και έφυγαν για τη Γαλλία, όπου έπαιξε στη Βαλένς της δεύτερης κατηγορίας. Ήρεμη ζωή, μόνο τα επίμονα παρακάλια του γιου του να τον παίρνει μαζί στο γήπεδο έσπαγαν το πέπλο αυτής της ηρεμίας.
Προς στιγμήν. Μέχρι εκείνη τη μέρα κι εκείνα τα θλιβερά νέα, εκείνο το καταραμένο πράγμα που φούσκωνε μέσα στο κεφάλι του και με κάθε σπιθαμή που κέρδιζε τού ρουφούσε τη ζωή. Χρειάστηκε να φύγουν από τη Γαλλία, να επιστρέψουν στο Γερεβάν. Χρειάστηκε να σταματήσει το ποδόσφαιρο και να κάθεται όλη μέρα στο σπίτι, σπαταλώντας ώρες ολόκληρες στο καμουφλάρισμα της αλήθειας για χάρη των παιδιών του.
Ο Χένρικ δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει, γιατί όλα άλλαξαν τόσο ξαφνικά. «Τα πάντα έγιναν τόσο γρήγορα», έχει πει. Δεν το ήξερε, αλλά ο πατέρας του είχε όγκο στον εγκέφαλο. Το έμαθε. Όταν μέσα σε έναν χρόνο χρειάστηκε να πει «αντίο» στον πιο αγαπημένο του ήρωα.
Ήταν 33 κι αυτός μόλις επτά ετών. Τι να κατανοήσει; Το μόνο που μπορούσε να νιώσει ήταν το κενό που του άφησε αυτή η απώλεια, ένα κενό στο σχήμα του μπαμπά του. Του ανθρώπου που έζησε ελάχιστα αλλά αρκετά για να τον σημαδέψει για πάντα. Από τα επτά μέχρι και την τελευταία του ημέρα σε αυτόν τον κόσμο. Εκείνος έφυγε ξαφνικά, μα οι βιντεοκασέτες με τα παιχνίδια του και τις ενέργειές του στο χορτάρι, εκείνα τα πολύτιμα ζουμαρίσματα έμειναν πίσω του. Για να θυμίζουν στο παιδί του ποιος ήταν.
Από τη «Ginga» στον «Χορό των Σπαθιών»
Και σιγά-σιγά από τις κασέτες ο «Χένο», όπως άρχισαν να τον φωνάζουν, όσο μεγάλωνε, οι φίλοι του, κατέληξε στα γήπεδα και τις προπονήσεις. Όχι για να δει τον μπαμπά του αλλά για να παίξει ο ίδιος. Στην πραγματικότητα, δεν είχε παίξει ποτέ του μπάλα, πριν φύγει ο πατέρας του, την ερωτεύτηκε μετά τον χαμό του. Παθιάστηκε, αφοσιώθηκε. Στο γήπεδο, το PlayStation και το VCR.
Πάντα γούσταρε τους παίκτες που έκαναν τα πράγματα να συμβαίνουν με αριστοτεχνικό τρόπο. Πάντα θαύμαζε τους μαέστρους και τους μάγους. Δεν ήξερε πώς να περιγράψει το παιχνίδι που του άρεσε, μα αργότερα έμαθε την κατάλληλη λέξη.
«Ginga», το αλέγκρο στιλ που βασίζεται στην ευελιξία και τον τρόπο με τον οποίον ο παίκτης εξουσιάζει την μπάλα. Αυτό δεν το έμαθε στην Αρμενία ούτε στη Γαλλία. Αλλά στη Βραζιλία, εκεί όπου η «Ginga» είναι τρόπος ζωής για αμέτρητα ταλαντούχα πιτσιρίκια. Και ανάμεσα σε αυτά βρήκε τον εαυτό του ο Χένρικ, λίγο πριν κλείσει τα 14.
Η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Αρμενίας σε συνεργασία με τη Σάο Πάολο έστειλαν στην άλλη άκρη του κόσμου, στην πατρίδα της μπάλας, μερικούς από τους πιο λαμπρούς μπόμπιρές της και το παιδί που άφηνε τις μεγαλύτερες υποσχέσεις δεν θα μπορούσε να λείψει.
Τότε δεν ήξερε γρι πορτογαλικά, τώρα τα μιλάει άπταιστα. Αρχικά αρκέστηκε στο να παίζει το ομορφότερο παιχνίδι, άφησε την μπάλα σε ρόλο μεταφράστριας και έμαθε δίπλα στους καταλληλότερους πως αυτή είναι η πραγματική κυρία του ποδοσφαίρου, αυτή τα ορίζει όλα. Δούλεψε την τεχνική του, τις επαφές του με το τόπι. Έμαθε να μην το φοβάται και να το ελέγχει, ακόμα κι εκεί που δεν υπήρχε χώρος. Και, όταν επέστρεψε σπίτι, περίπου έναν χρόνο μετά, η διαφορά ήδη ήταν εξόφθαλμη.
Ο Χένρικ δεν ήταν απλώς ένα ταλέντο για την Αρμενία, έδειχνε προορισμένος για την κορυφή. Άλλωστε, από νωρίς απέκτησε μια ξεχωριστή σχέση μαζί της. Από τα 17 έως τα 21 έπαιξε τέσσερα χρόνια στην Πιούνικ, από την οποία ξεκίνησε, και κατέκτησε ισάριθμα Πρωταθλήματα, πρωταγωνιστώντας από την αρχή με γκολ και ασίστ, με την αύρα ενός τύπου που ήταν απλώς ξεχωριστός για τα δεδομένα εκείνου του τόπου.
Η μετακόμιση δεν άργησε να έρθει, όπως και η καταξίωση σε ένα υψηλότερο επίπεδο. Από τη Μέταλουργκ στη Σαχτάρ σε έναν χρόνο, ο Μικιταριάν φρόντισε να αφήσει το σημάδι του στην ομάδα του Ντόνετσκ και να μετατρέψει ένα κομμάτι κλασικής μουσικής σε σχεδόν viral επιτυχία.
Βλέπετε, τότε η Σαχτάρ έπαιζε στα μεγάφωνά της ένα συγκεκριμένο τραγούδι ανάλογα με τον παίκτη που σκόραρε κάθε της γκολ. Ο «Χορός των Σπαθιών» του Αράμ Καχουταριάν έλαχε στον Μικιταριάν λόγω κοινής καταγωγής και ο «Χένο» φρόντισε να τον κάνει Νο 1 επιτυχία ανάμεσα στους φίλους της Σαχτάρ, οι έμαθαν απ’ έξω την παιχνιδιάρικη μελωδία των βιολών του.
Ανάμεσα στους τόσους Βραζιλιάνους της ομάδας, εκείνος έδειχνε πιο εντυπωσιακός, όπως εκείνο το παιδί στο Σάο Πάολο. Με μεστές εμφανίσεις γεμάτες ουσία κατάφερε πρώτον να γεμίσει με ουκρανικά ασημικά το παλμαρέ του και δεύτερον να φτιάξει το όνομά του, να το κάνει γνωστό και πολυπόθητο στα πέρατα της Ευρώπης.
Βραχύσωμος, πανέξυπνος και απόλυτα αποτελεσματικός, τα είχε πλέον καταφέρει. Ίσως και με το παραπάνω. Δεν είχε γίνει απλώς ένας ποδοσφαιριστής, ήταν ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η πατρίδα του και είδε το ιδιαίτερό του όνομα να μπαίνει στις λίστες των πιο ψαγμένων scouts των κορυφαίων συλλόγων στην Ευρώπη.
Γυροφέρνοντας την κορυφή
«Είναι αλήθεια; Ισχύει ή είναι απλώς μια φήμη;», ρωτούσε αγχωμένος τον ατζέντη του. «Όταν είσαι τόσο κοντά στο να εκπληρώσεις τα όνειρά σου, δεν αισθάνεσαι πως συμβαίνει στα αλήθεια», θα έγραφε χρόνια μετά. Κι όμως, τη στιγμή που η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τον καλούσε να φορέσει τη δική της κόκκινη φανέλα, ο Χένρικ ζούσε στην πραγματικότητα το όνειρό του.
Είχε ήδη μια τριετία στο κορυφαίο επίπεδο με την Ντόρτμουντ. Οι Βεστφαλοί τον είχαν κάνει την πιο ακριβή μεταγραφή της ιστορίας τους, αλλά εκείνος έπεσε λίγο μετά την κορυφή τους επί Γιούργκεν Κλοπ. Είχε τις καλές και τις κακές στιγμές του στην Μπορούσια, μα την τελευταία του σεζόν στα κιτρινόμαυρα, με τον Τόμας Τούχελ στο τιμόνι της ομάδας, ο Μικιταριάν έπιασε τη δική του κορυφή. Έδειχνε καλύτερος από ποτέ, έπαιζε σε μια ομάδα που του ταίριαζε όσο καμιά άλλη και διέπρεπε.
Μα η στιγμή για το επόμενο βήμα είχε φτάσει και ο «Χένο» σχεδόν έτρεμε από τον ενθουσιασμό του. Δεν σε φωνάζει κάθε μέρα ένα club όπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ακόμα και στην κατάσταση που αυτή βρισκόταν το 2016.
Δεν γίνεσαι κάθε μέρα ο πρώτος εκπρόσωπος στην ιστορία της πατρίδας σου στο κορυφαίο Πρωτάθλημα του κόσμου.
Η Premier League βέβαια δεν θα δίσταζε να δείξει τα δόντια της στον Μικιταριάν. Κι αυτό, διότι το ονειρικό του τρόπου με τον οποίον βρέθηκε σε αυτή δεν θα κρατούσε για πολύ. Η πορεία του στο Old Trafford αρκέστηκε σε μικρές εντυπωσιακές παρενθέσεις, μικρές κορυφές και μπόλικα σκαμπανεβάσματα.
Ανάμεσα στους τραυματισμούς και τον πάγκο, τους τσακωμούς με τον Μουρίνιο και τα χουνέρια του Ζοσέ, υπήρξαν βέβαια στιγμές αξέχαστες. Εκείνο το «δάγκωμα του σκορπιού» κόντρα στη Σαουθάμπτον, ο πιο τρελός τρόπος να σκοράρεις. Το γκολ στον Τελικό του Europa League κόντρα στην Άγιαξ, το οποίο τον έκανε εκτός από πρωταγωνιστή και τον πρώτο Αρμένιο ποδοσφαιριστή που πανηγυρίζει ευρωπαϊκή κούπα.
Κατά τα άλλα, δύο χρόνια περισσότερο μουντά παρά χαρούμενα, τόσο που οι «Κόκκινοι Διάβολοι» θέλησαν να τον στείλουν στην Άρσεναλ, ανταλλάσσοντάς τον με τον Αλέξις Σάντσες. Ακόμα ένα τεράστιος σύλλογος και ακόμα μια διετία δίχως το αναγκαίο ξέσπασμα.
Ο Μικιταριάν ήταν εκεί, γυρόφερνε την κορυφή, μα δεν μπορούσε να εγκατασταθεί σε αυτή κι έψαχνε τον τόπο στον οποίον θα ένιωθε πραγματικά ο εαυτός του. Τον βρήκε στην Ιταλία.
Αρχικά στη Ρόμα, στην οποία, με τον Μουρίνιο -τι ειρωνεία- για προπονητή, έλαμψε ξανά και κατέκτησε το νεοσύστατο Conference League. Κι έπειτα στην Ίντερ. Πρωταγωνιστικός ρόλος, κρίσιμα γκολ, νέα ορόσημα. Η ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής τριπλέτας τού ξέφυγε μέσα από τα χέρια στην Πόλη απέναντι στη Μάντσεστερ Σίτι, μα ακόμα κι έτσι έγινε ο πρώτος Αρμένιος που αγωνίζεται σε Τελικό Champions League και τήρησε το μοτίβο της καριέρας του.
Δεν γνώρισε ποτέ του όρια και, χωρίς ίχνος εγωισμού, σκαλοπάτι-σκαλοπάτι ανέβηκε προς την κορυφή κι έφτασε εκεί όπου κανένας άλλος συμπατριώτης του δεν κατάφερε να φτάσει. Κι όμως, είναι τρελό, πως τα πάντα άρχισαν ολότελα διαφορετικά.
Το πιο όμορφο κομπλιμέντο και η επιβεβαίωση
Ίσως να μην μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Άλλωστε, ποιος κατάφερε ποτέ να προβλέψει μια γραμμική πορεία για τη ζωή και ποιος έμεινε σταθερός στις ράγες της; Ξεκινάμε για το Α και οι άνεμοι των συνθηκών μας τραβούν στο Β. Πάντα και για πάντα.
Τον Χένρικ λοιπόν οι σκληρότερες των συνθηκών τον φύσηξαν από νωρίς στο ποδόσφαιρο. Όχι από θέληση, ούτε καν από τύχη. Από αγνή ανάγκη. Γιατί για τον ίδιο ήταν ανάγκη να κρατήσει ζωντανό τον πατέρα του μέσα του και κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να το κάνει αλλιώς. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος εκτός από αυτόν της μπάλας.
«Αν ήταν ακόμη ζωντανός, πιθανότατα κι εγώ δεν θα ήμουν ποδοσφαιριστής. Ίσως να είχα γίνει γιατρός ή δικηγόρος», είχε πει πριν κάποια χρόνια ο Μικιταριάν.
Όλα ξεκίνησαν από αυτό. Από αυτή την ανάγκη του «Χένο» να μην ξεχάσει ποτέ τον πρώτο του ήρωα, την ανάγκη του να ακολουθήσει το μοναδικό μονοπάτι που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στην ταύτιση μαζί του.
Κάθε παιδί αυτό ζητά. Κι εκείνο το παιδί σε αυτή την πρόκληση και τη μάχη με τις αναμνήσεις του είχε μονάχα έναν σκοπό. Και τον υπηρέτησε ευλαβικά. Τόσο που έφτασε να διαλύσει τα όρια αυτού. Γιατί αντί για δικηγόρος ή γιατρός δεν έγινε απλώς ποδοσφαιριστής αλλά ο καλύτερος Αρμένιος που κλώτσησε ποτέ την μπάλα, το σημείο αναφοράς στην ποδοσφαιρική ιστορία μιας ολόκληρης χώρας.
Δεν εκτοξεύτηκε, ανέβηκε από τη σκάλα βήμα-βήμα. Μα ακόμα κι έτσι, έφτασε εκεί όπου δεν έφτασε κανένας άλλος ποτέ από την πατρίδα του. Το “πρόσωπο” του παιχνιδιού για όλους τους συμπατριώτες του, για κάθε παιδί από την Αρμενία.
Κι όμως για εκείνον δεν είναι αυτό το πιο σημαντικό. Δεν έπαιξε μπάλα για να γίνει ο καλύτερος Αρμένιος όλων των εποχών, ακόμα κι αν φρόντισε να γίνει ανεξίτηλος, ακόμα κι αν κανείς, για παράδειγμα, δεν σκόραρε ποτέ περισσότερα τέρματα από εκείνον με το εθνόσημο.
Έπαιξε για να “γίνει” ο μπαμπάς του.
Και “έγινε” χάρη σε όλες αυτές τις ατελείωτες ώρες μπροστά την τηλεόραση, πάνω από το VCR. Να βάζει και να βγάζει βιντεοκασέτες, να παρακολουθεί αφοσιωμένος κάθε ενέργεια, κάθε γκολ του πατέρα του, κάθε ζουμάρισμα στο πρόσωπό του και κάθε λεπτομέρεια.
Πλέον βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει. «Αλήθεια, μισώ να βλέπω τα παιχνίδια μου στην τηλεόραση, βλέπω μόνο τα λάθη μου και εκνευρίζομαι», είχε πει. Μα ένα σωρό άλλα μάτια διαφωνούν και δεν βλέπουν σε εκείνον τα λάθη του αλλά τον Άμλετ. «Κάθε φορά που επιστρέφω στο σπίτι μου, στην Αρμενία, όσοι ήξεραν κι αυτόν κι εμένα μού λένε ότι μοιάζω τόσο πολύ με τον μπαμπά μου. “Χένρικ, είστε ίδιοι, τρέχετε με τον ίδιο τρόπο. Μου τον θυμίζεις τόσο πολύ”. Αυτό μου λένε».
Έτσι. Ως μοναδικό κομπλιμέντο και ως πολύτιμη επιβεβαίωση πως εκείνες οι βιντεοκασέτες έπιασαν τόπο. Οι βιντεοκασέτες του Χένρικ Μικιταριάν. Για το παιδί που κατάφερε να μη χάσει ποτέ τον ήρωά του από μέσα του. Κι έπειτα να γράψει ιστορία ως ποδοσφαιριστής.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Αλέξις Σάντσες, στου Διαβόλου το Κιτάπι