Το όριο μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας μπορείς ενίοτε να το ορίσεις κι εσύ ο ίδιος.
Να ονειρευτείς πέρα από όσο θα μπορούσες ποτέ να σκεφτείς.
Να αλλάξεις το «ταβάνι» σου.
Να αλλάξεις τη ζωή σου.
Με κάτι που, δίχως να το δεις αλαζονικά, μπορεί να αλλάξει και τις ζωές πολλών άλλων.
Με κάτι που θα μείνει στην ιστορία και θ’ αποτελεί παράδειγμα για πολλά χρόνια.
Κάτι τέτοιο ήταν και για εμάς τους παίκτες ο τελικός του Ευρωμπάσκετ του 1987.
Κόντρα στο μεγαθήριο, κόντρα στη λογική, κόντρα στην παράδοση.
Ίσως και κόντρα στους ίδιους μας τους εαυτούς.
Χωρίς, πάντως, να χάσουμε τους εαυτούς μας…
Το 2005, ως προσκεκλημένος στο All Star Game του ΕΣΑΚΕ στην Πάτρα, ο άλλοτε σταρ της Εθνικής Σοβιετικής, Σαρούνας Μαρτσιουλιόνις, θυμήθηκε την ήττα από την Ελλάδα στον τελικό του Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στις 14 Ιουνίου 1987.
Λέγοντας αφοπλιστικά πως «λυπηθήκαμε που χάσαμε, όμως όταν φύγαμε από το γήπεδο και είδαμε έξω τον κόσμο να παραληρεί, είπα σε έναν συμπαίκτη μου… “Χαλάλι τους”!
»Ίσως άξιζε τον κόπο εκείνη η ήττα, γιατί ήταν σαν να παρακολούθησα σε μαιευτήριο την γέννηση του ελληνικού μπάσκετ! Και χαίρομαι που ήμουν αυτόπτης μάρτυρας της γέννησης».
Προφανώς και ήταν σωστό αυτό που είπε.
Δεν λογίζεται ως υποτιμητικό για την προσπάθεια των περασμένων ετών, για τους αγώνες και τους ανθρώπους που είχαν υπάρξει πριν από εμάς.
Διότι το 1987 ήρθε το πρώτο μεγάλο αποτέλεσμα.
Εγώ, εκείνη την αποχή, αν και από τους πιο παλιούς στην Εθνική και με επτά χρόνια καριέρας στον Παναθηναϊκό, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έρθει μία μεγάλη επιτυχία σαν αυτή του Ευρωμπάσκετ.
Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι το «ταβάνι» είναι ως εκεί.
Ήμουν μέλος μίας μεγάλης ομάδας, έπαιζα στην Εθνική με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη και πίστευα κάτι σαν «ως εδώ». Δεν θεωρούσα πως μπορώ να πάω παραπάνω.
Όμως… ήρθαν τα πάνω-κάτω και αποδείχθηκε ότι υπήρχε δυναμική σε όλη αυτή την προσπάθεια που κορυφώθηκε στο Σ.Ε.Φ., αλλά είχε και συνέχεια.
Το χρυσό μετάλλιο ήταν ένας «σταθμός» για το ελληνικό μπάσκετ, όμως η συνέχεια ήταν εξίσου εντυπωσιακή.
Όχι μόνο με το ασημένιο μετάλλιο του 1989 στο Ζάγκρεμπ, νικώντας μάλιστα στον ημιτελικό τη χρυσή Ολυμπιονίκη της Σεούλ το 1988, Σοβιετική Ένωση.
Αλλά και με την εξέλιξη και την παρουσία σε Ολυμπιακούς Αγώνες και Παγκόσμια πρωταθλήματα.
Το 1987 ήταν, όμως, ο «σπινθήρας».
Ήταν το εφαλτήριο για τον Έλληνα, όχι μόνο στον αθλητισμό, να καταλάβει ότι μπορεί.
Να πει δυνατά ότι «θα τα καταφέρουμε».
Υπήρξαν εύλογα συνειρμοί ότι «αφού μπορούμε να κερδίσουμε στο μπάσκετ υπερδυνάμεις όπως η Γιουγκοσλαβία και η Σοβιετική Ένωση, έχουμε την ικανότητα να πετύχουμε παντού».
Το υλικό, το μυαλό, οι άνθρωποι υπάρχουν.
Ίσως λόγω συνθηκών ή απειρίας δεν είχαμε κατορθώσει να πετύχουμε νωρίτερα…
Η αλήθεια, για το Ευρωμπάσκετ του 1987, ήταν ότι δεν υπολογίζαμε ότι θα μπορέσουμε να φτάσουμε τόσο μακριά.
Αυτό που λένε «παιχνίδι-παιχνίδι» είναι κλισέ, όμως είναι και πραγματικότητα.
Παίζαμε με τη Ρουμανία στην πρεμιέρα και δεν είχαμε στο μυαλό μας ότι σε δύο-τρεις μέρες θα μπούμε στο γήπεδο να νικήσουμε τους Σοβιετικούς.
Διαπιστώσαμε ότι ματς-ματς, νίκη-νίκη, είχαμε ικανότητα να διαχειριστούμε όλη την κατάσταση, η οποία δεν ήταν οικεία στους περισσότερους από εμάς.
Είχαμε φάει «σφαλιάρες» νωρίτερα, τόσο σε παλαιότερα τουρνουά όσο και στα φιλικά πριν από το Ευρωμπάσκετ.
Και βήμα-βήμα, ως έτοιμη πλέον ομάδα, αισθανόμασταν ότι όλα γίνονται.
Χαιρόμασταν κάθε νίκη και μάθαμε από τις δύο ήττες από Ισπανία και Σοβιετική Ένωση, στην πρώτη φάση.
Άγχος και πίεση δεν υπήρχε και δεν μπορώ να κρύψω ότι έπειτα από μεγάλες νίκες, όπως με τη Γαλλία στο φινάλε του ομίλου ή και τον προημιτελικό με την Ιταλία, σκεφτόμασταν ότι «ίσως είναι μέχρι εδώ».
Λέγαμε ότι «φτάσαμε ως την τετράδα» και ξέραμε μέσα μας ότι ήμασταν ήδη πετυχημένοι.
Αυτό, στα νοκ-άουτ παιχνίδια, έδινε περισσότερη ανάσα σε όλους μας.
Ο κόσμος πίεζε μεν, ειδικά όσο γινόταν ολοένα και περισσότερος στο γήπεδο, ωστόσο εμείς δεν το αισθανόμασταν αυτό.
Νιώθαμε ήδη δικαιωμένοι, πετυχημένοι.
Είχαμε μπει στα ημιτελικά και ό,τι κι αν συνέβαινε από εκεί κι έπειτα, μόνο επιπλέον κέρδος θα ήταν.
Βεβαίως, έχοντας νικήσει τους Γιουγκοσλάβους στην πρώτη φάση, είχαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι μπορούμε να το ξανακάνουμε στον ημιτελικό.
Μας ικανοποιούσε ότι, εκτός από το ματς με την Ισπανία που χάσαμε εύκολα και στον γρήγορο ρυθμό τους, είχαμε πετύχει νίκες με διαφορετικούς τρόπους.
Με τη Γαλλία,καταφέραμε να παίξουμε γρήγορα.
Με την Ιταλία, την οποία νικήσαμε για πρώτη φορά στην ιστορία μας σε επίσημο παιχνίδι, «ματσάραμε» για πρώτη φορά τη δύναμή τους, η οποία πάντα μας δυσκόλευε.
Εκεί καταλάβαμε πως οι δυνατότητες μεγαλώνουν.
Τίποτα πια δεν ήταν ακατόρθωτο…
Σιγά-σιγά, άρχισε να μπαίνει στο παιχνίδι, υπέρ μας και χωρίς να μας αγχώνει, ο κόσμος.
Οι περισσότεροι από τους οποίους έχω συναντήσει από τότε, μου έχουν πει ότι στις 14 Ιουνίου 1987 ήταν μέσα στο γήπεδο!
Με τόσες «παρουσίες», υποθέτω ότι κανονικά έπρεπε να είχε 100.000 κόσμο στον τελικό!
Αισθανόμασταν και λίγο σαν παιδιά…
Από ένα σημείο και μετά, με όλη αυτή την κατάσταση, χάθηκε η πραγματικότητα.
Μπήκαμε κι εμείς και το κοινό σε κάτι φανταστικό.
Σε κάτι μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.
Την παραμονή του τελικού, ήμασταν ήδη στην περίοδο της φαντασίας.
Είχαμε πετύχει τον στόχο μας και ό,τι κι αν γινόταν στον αγώνα δεν θα άλλαζε το επίπεδο της επιτυχίας, αλλά τη… λογοτεχνική υφή του.
Είχαμε ξεφύγει από το επίπεδο της «κανονικότητας».
Από την κανονική ροή όσων κάναμε σαν ρουτίνα.
Είχαμε ξεφύγει ελαφρώς από το πρόγραμμα και το είδος του φαγητού, από τα ωράρια του ύπνου.
Ήταν σαν να είχαν ήδη τελειώσει όλα, αλλά να είχαμε ακόμη μία ημέρα για κάτι σπουδαιότερο από το μεγάλο που είχαμε ήδη καταφέρει.
Αυτή η φαντασία, αυτό το εξωπραγματικό, επιβεβαιώθηκε και στο γήπεδο.
Από τότε, έχουν περάσει πολλά χρόνια.
Είναι λογικό ότι ακόμη και για κάτι τόσο χαρακτηριστικό, πολλά πράγματα έχουν αλλοιωθεί στη μνήμη όλων μας.
Όμως ήταν ένα τουρνουά έντονο, γεμάτο συναισθήματα που έστω και χωρίς πολλές λεπτομέρειες, δεν ξεχνάς.
Από το νοκ-άουτ ματς κι έπειτα έγινε και πιο έντονο.
Από τους πυροβολισμούς στον αέρα έξω από το Σ.Ε.Φ. μέχρι τον κόσμο πάνω στα μηχανάκια που έφτανε κορνάροντας στο ξενοδοχείο στη Γλυφάδα, ακόμη και αργά το βράδυ.
Κάτι άλλο που έχει ξεφύγει από τη λογική είναι πως ενώ όσοι με συναντούν και μου αναφέρουν τις βολές μου στα 36΄΄ της κανονικής διάρκειας του τελικού, που έστειλαν το ματς στην παράταση, εγώ δεν θυμάμαι πολλά από αυτό…
Σαφώς και οι βολές του Αργύρη Καμπούρη στα 4΄΄ της παράτασης ήταν σημαντικότερες, γιατί διαμόρφωσαν το τελικό σκορ και μας χάρισαν το τρόπαιο.
Ωστόσο, πολλοί μου λένε πόσο καθοριστικές ήταν και οι δικές μου.
Είχα ήδη μπει στο παιχνίδι. Είχα ροή, είχα ρυθμό.
Είχα πετύχει ήδη δύο-τρία σουτ και δεν ήμουν πιεσμένος ούτε «κρύος».
Στο μπάσκετ παίζει μεγάλο ρόλο και η ψυχολογία.
Εκείνη τη στιγμή ήμουν 100% έτοιμος.
Ήταν σαν να μην έβλεπα και να μην άκουγα τον κόσμο, κι ας μην παίζαμε συχνά μπροστά σε 18.000 θεατές.
Το κοινό και η ανυπομονησία του, πάντως, ποτέ δεν μας συνόδευσε ως πίεση. Ίσα-ίσα…
Στην ομάδα δεν ήμασταν όλοι ίδιοι.
Ήμασταν 12 παίκτες, ο καθένας με τον χαρακτήρα, την προσωπικότητά του, τη νοοτροπία και το μπασκετικό υπόβαθρό του.
Άλλα πράγματα είχαμε ως background και άλλα πετύχαμε και στη συνέχεια.
Όμως ήμασταν ΟΜΑΔΑ. Όχι μόνο αγωνιστικά, πρακτικά πάνω στο παρκέ.
Υπήρχε αλληλοϋποστήριξη.
Στο παρελθόν υπήρξαν σπουδαίοι Έλληνες παίκτες.
Όμως χρειαζόταν και κάτι άλλο για να έρθει μία τέτοια επιτυχία.
Χρειαζόταν να βρεθούμε όλοι στον ίδιο «δρόμο».
Ακόμη και ο Γκάλης και ο Γιαννάκης έθεσαν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία του συστήματος.
Ο Νικ είναι πολύ καλός συμπαίκτης, παρά τα όσα λέγονταν και γράφονταν.
Ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος στην προπόνηση!
Όταν βλέπεις ότι οι σπουδαίοι Γκάλης και Γιαννάκης κάνουν κάτι τέτοιο, δεν μπορείς παρά να το λάβεις σαν επιπλέον κίνητρο.
Δεν μπορείς παρά να κάνεις το ίδιο.
Οι δύο σταρ ήταν αυτοί που κυρίως βοηθούσαν κι εμείς ακολουθούσαμε το παράδειγμά τους.
Έλεγαν πως οι σχέσεις τους δεν ήταν καλές.
Το προσωπικό κομμάτι είναι θέμα χαρακτήρα.
Στο αγωνιστικό, αποδείχθηκε και στον Άρη και στην Εθνική ότι δεν είχαν πραγματικά θέματα μεταξύ τους.
Για να συνυπάρξουν και στις δύο ομάδες, χρειάστηκε ο καθένας να θυσιάσει κάτι.
Κυρίως ο Γιαννάκης, αλλά και ο Νικ προσαρμόστηκε σε καταστάσεις για το καλό του συνόλου και αμφότεροι άλλαξαν το μπάσκετ.
Σαν προσωπικότητες δεν ήταν αναγκαίο να κάνουν παρέα εκτός γηπέδου, όμως τον προπονητή και την ομάδα τους απασχολεί να λειτουργούν όλα σωστά και να έρχεται το αποτέλεσμα.
Το συνολικό αποτέλεσμα δικαίωσε και τους δύο.
Ο Νίκος ήταν ο πιο ήρεμος παίκτης στα αποδυτήρια και το ξενοδοχείο.
Ο Παναγιώτης ήταν και είναι ο πιο ταπεινός. Με αυτά τα χαρακτηριστικά πορεύτηκε και πέτυχε.
Μαζί τους καταφέραμε να δείξουμε ότι οι Έλληνες δεν είμαστε ούτε ανόητοι, ούτε ατάλαντοι ούτε ανίκανοι.
Το χρυσό μετάλλιο του 1987 δεν ήταν «φωτοβολίδα», γιατί έδειξε αφενός το υπόβαθρο που υπήρχε και αφετέρου η δυναμική του επιβεβαιώθηκε με τις επιτυχίες που ακολούθησαν.
Η ζωή μας άλλαξε μετά το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ.
Εμένα με επηρέασε και θετικά και αρνητικά.
Είναι θέμα χαρακτήρα, γιατί η δημοσιότητα δεν είναι εύκολη στη διαχείριση κι εμένα δεν μου αρέσει ιδιαιτέρως.
Είναι όμορφο συναίσθημα να δέχεσαι την αγάπη του κόσμου, όμως ειδικά τους πρώτους μήνες μετά την κατάκτηση του τροπαίου δεν μπορούσαμε να βγούμε ήσυχα να φάμε με την οικογένειά μου.
Βεβαίως, με βοήθησε σε γνωριμίες, στις επαγγελματικές σχέσεις μου, στην πορεία και τους στόχους όλων μας στο μπάσκετ.
Όσο κι αν σε ξεβολεύει μία κατάσταση, στην οποία δεν βρίσκεις συχνά ηρεμία, ο αντίκτυπος του Ευρωμπάσκετ με βοήθησε και σαν άνθρωπο.
Μου έδειξε πού μπορώ να φτάσω, ενώ δεν το είχα φανταστεί.
Αυτό λέω και στα παιδιά μου, ή σε παιδιά που αρχίζουν το μπάσκετ.
Πλέον, το άθλημα και οι συνθήκες του έχουν αλλάξει.
Το μπάσκετ απαιτεί ολοκληρωτισμό, τόσο πρακτικά όσο και στην προετοιμασία.
Εμείς το κάναμε σαν χόμπι που έγινε στην πορεία επάγγελμα, χάρη και στο ευρωπαϊκό τρόπαιο του 1987.
Δύσκολα στις μέρες μας ένα παιδί που στοχεύει να παίξει σε υψηλό επίπεδο μπορεί να ασχοληθεί, για παράδειγμα, παράλληλα με σπουδές ιατρικής.
Στην εποχή μου, πολλοί παίκτες, ακόμη και στην Α1, είχαν άλλη πρωινή εργασία.
Τώρα το άθλημα είναι δουλειά full time και μάλιστα σκληρή δουλειά.
Ο καθαρός επαγγελματισμός, πάντως, δεν είναι κάτι ιδανικό, κατά τη γνώμη μου.
Εγώ και η γενιά μου φτάσαμε σε κάτι τέτοιο βήμα-βήμα, όμως η κατάσταση μας έδινε χώρο να μεγαλώσουμε και να ωριμάσουμε αρμονικά.
Σήμερα, ένα παιδί 14 ή 15 ετών «πρέπει» να έχει ατομικό γυμναστή, ατζέντη, διατροφολόγο…
Πολλές ομάδες «πρέπει» να ασχολούνται με ακαδημίες, ενώ η δουλειά που γίνεται δεν είναι σωστή.
Οι γονείς ασχολούνται από νωρίς με τη δημοσιότητα των παιδιών τους και θέτουν εκείνοι στόχους που δεν πρέπει ή είναι πρόωροι.
Το ίδιο το παιδί θα σου δείξει ποιοι είναι οι στόχοι του, με το ταλέντο και τη δουλειά του.
Ο χώρος δεν έχει μαραζώσει ακριβώς, όμως οι καταστάσεις δεν είναι και οι κατάλληλες.
Μακάρι εκείνο το 12ημερο στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, αλλά και μελλοντικές επιτυχίες, να καταφέρουν να δώσουν ώθηση για ένα νέο «άλμα», όπως αυτό του 1987.
Ο Λιβέρης Ανδρίτσος είναι παλαίμαχος διεθνής καλαθοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος