Ήμουν 20 ετών τότε. Θυμάμαι, για να μας αποφορτίσει ο συγχωρεμένος ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, αντί για προπόνηση την παραμονή, μας είχε πάει στην παραλία να πετάξουμε βοτσαλάκια και να χαλαρώσουμε.
Κάναμε «βατραχάκια» στο νερό, είχαμε περάσει ένα ωραίο χαλαρό πρωινό.
Χαλαρό όσο γίνεται βέβαια. Το μυαλό δεν γίνεται να φύγει απ’ αυτό που θα ακολουθούσε, αλλά για αποφόρτιση αυτή ήταν η τακτική του. Και απέδωσε.
Τόσο ο Ίβκοβιτς όσο και ο Ομπράντοβιτς ήταν σκληροί και πολύ απαιτητικοί προπονητές, αλλά σε ό,τι αφορούσε στη σεζόν. Όταν έφταναν σε Final 4 και τελικούς, προσπαθούσαν να ηρεμήσουν και να χαλαρώσουν εμάς τους παίκτες.
Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς είχε μεγάλη εμπειρία και ικανότητα και συνέβαλε τα μέγιστα για την κατάκτηση της Ευρωλίγκας.
Εγώ είχα άγχος, όλοι μας είχαμε άγχος και αυτό το αίσθημα της προσμονής που υπάρχει σε όλα τα παιχνίδια, πόσο μάλλον σε ένα τέτοιο παιχνίδι, σε έναν Ευρωπαϊκό Τελικό, το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό παιχνίδι, όπου εκεί το κίνητρο είναι και ιδιαίτερο.
Υπήρχε καλό κλίμα στην ομάδα και, επειδή εκείνη τη χρονιά είχαμε “πάρει φόρα” ουσιαστικά μετά τα Χριστούγεννα, υπήρχε και μια ορμή και μια ανυπομονησία.
Είχαν προηγηθεί κάποιες αποτυχίες στο παρελθόν, όταν ο Ολυμπιακός είχε φτάσει κοντά στην πηγή, αλλά δεν είχε πιει νερό, αλλά, όταν έχεις καλή και ανταγωνιστική ομάδα στην Ευρώπη, αυξάνεις και τις πιθανότητες κατάκτησης κυπέλλων.
Βέβαια, στην Ευρώπη είναι σπουδαίες όλες οι ομάδες, δεν είναι ποτέ δεδομένο ότι θα πας στο Final 4.
Ο Ολυμπιακός είχε καλή ομάδα και, παρά το γεγονός ότι τότε είχε αλλάξει ο προπονητής, δεν είχε αλλάξει ο κορμός, δηλαδή υπήρχε δομή, ήταν μια ομάδα που είχε χτίσει ο Ιωαννίδης και είχε ήδη μια καλή μαγιά. Και ο Ίβκοβιτς έβαλε το “κερασάκι” στη διαχείριση και την ψυχολογία, ώστε φάνηκε και η δική του μεγάλη σφραγίδα.
Φυσικά, υπήρχε και η εμπειρία από προηγούμενα Final 4, από τους παλιότερους παίκτες που ήξεραν πλέον τι έπρεπε να κάνουν καλύτερο εκείνη τη χρονιά.
Η Μπαρτσελόνα ήταν μια σπουδαία ομάδα απέναντι, αλλά τότε… ήμασταν καλύτεροι!
Ο Ολυμπιακός, από την στιγμή που φτάνει σε Final 4 είναι ικανός για όλα, ακόμα και να μην είναι το φαβορί.
Πριν βγούμε στον Τελικό, στα αποδυτήρια ο καθένας προσπαθούσε να εμψυχώσει τον άλλον.
Ο Ίβκοβιτς και ο Ομπράντοβιτς με το πινακάκι τους προσπαθούσαν να τονίσουν στους παίκτες συγκεκριμένα πράγματα, οδηγίες και συστήματα τελευταίας στιγμής, πώς θα ξεκινήσεις κλπ.
Σε εκείνον τον Τελικό είχα παίξει με το ένστικτο, την ορμή, τον ενθουσιασμό, το συναίσθημα και τα σωματικά μου προσόντα, τα οποία θεωρούνταν καλά. Όσο μεγαλώνουμε βέβαια, προσπαθούμε να χρησιμοποιούμε περισσότερο το μυαλό.
Εγώ τότε στο δωμάτιο κοιμόμουν με τον Σιγάλα, αν θυμάμαι καλά, αλλά είχα με όλους εξαιρετικές σχέσεις. Και ήταν και ένα από τα μυστικά του Ολυμπιακού, χωρίς να αποτελεί κλισέ, το ότι είχαμε θερμές σχέσεις.
Κάναμε μεταξύ μας παρέα και εκτός γηπέδου, πηγαίναμε για μπάνιο, δεν περιοριζόταν η σχέση μας στις τέσσερεις γραμμές του γηπέδου και τα αποδυτήρια, οπότε υπήρχε καλή χημεία και εντός και εκτός γηπέδου.
Ο κόσμος του Ολυμπιακού, οι 7.000 φίλαθλοι που είχαν έρθει, ήταν κάτι το φοβερό. Είναι σημαντικό να νιώθεις λες και παίζεις στην έδρα σου και αυτό είχε γίνει στην Ρώμη. Θυμάμαι σαν τώρα αυτήν την αγάπη του κόσμου που την βλέπαμε και στους δρόμους, όχι μόνο στο γήπεδο.
Ήταν παντού οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού, είχαν έρθει με καράβια, με αεροπλάνα, με όλα τα μέσα και από την Ελλάδα και από άλλες χώρες. Είχαν κάνει “κατάληψη” στη Ρώμη.
Και το μπάσκετ τότε, στη δεκαετία του ’90, ήταν στην κορυφή, ο κόσμος είχε λιγότερα προβλήματα στην καθημερινότητά του, το “πρόβλημά” και η χαρά του ήμασταν εμείς.
Οι Σέρβοι προπονητές έφεραν μια τεχνογνωσία στην Ελλάδα που δεν υπήρχε παλιότερα. Φάνηκε μια ηρεμία και μια συγκέντρωση στον στόχο. Το κίνητρο ήταν δεδομένο.
Στο ημίχρονο του Τελικού, ο Ίβκοβιτς μάς έδωσε τεχνικές οδηγίες βελτίωσης για όσα έπρεπε να κάνουμε.
Ήταν και ο Ρίβερς, ο ηγέτης μας τότε, σε εκείνο το Final 4 και “έλυσε τα χέρια” και στους υπόλοιπους.
Είχα παίξει καλή άμυνα πάνω σε έναν παίκτης της Ολίμπια στον ημιτελικό, παρά το γεγονός ότι είχα βάλει λιγότερους πόντους από τον Τελικό, και αυτό μου είχε δώσει έξτρα αυτοπεποίθηση για τον Τελικό.
Ο θρίαμβος, η κατάκτηση του τροπαίου, μου προσέφερε μεγάλα συναισθήματα. Και μια τέτοια διάκριση, είτε προέρχεται από τον Ολυμπιακό, είτε από τον Παναθηναϊκό, είτε από άλλη ομάδα, κατεβάζει τον κόσμο στον δρόμο για καλό λόγο. Ήταν μοναδικά τα συναισθήματα, με τη λήξη, με την απονομή, οι στιγμές στο αεροπλάνο, η υποδοχή στην επιστροφή. Όταν έπιασα στα χέρια μου το Κύπελλο ήταν φοβερό!
Βέβαια, έχω σηκώσει αρκετά κύπελλα στην καριέρα μου και εκείνο που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν το 1995, όταν κατακτήσαμε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα με Εθνική ομάδα Εφήβων. Μετά από εκείνο το συναίσθημα, όλα τα άλλα ναι μεν ήταν σπουδαία, αλλά δεν έφτασαν σε ένταση αυτό με την Εθνική.
Πάντως, το Κύπελλο με τον Ολυμπιακό ήταν η δικαίωση για τους κόπους μιας χρονιάς, την αγωνία, τις απαιτήσεις.
Όταν έρχεται το αποτέλεσμα, λύνονται όλα τα συναισθήματα! Και θα μου μείνουν χαραγμένες στο μυαλό όλες οι στιγμές εκείνης της Μεγάλης Πέμπτης του 1997!
Εκείνη την βραδιά ήταν η πρώτη μου συλλογική κατάκτηση, η απαρχή των μελλοντικών! Και το “πρώτο” για τον καθένα είναι σημαντικό, μένει χαραγμένο, κάτι σαν απωθημένο!
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο Σέρβος δάσκαλος που λάτρευαν οι Κροάτες
Τζορτζ Παπαδάκος: Νίκη με κάθε κόστος
Δημήτρης Παπαδόπουλος: Ο Ζέλικο, όπως τον έζησα
Τζανής Σταυρακόπουλος: Θα έχουμε πάντα το Παρίσι