Γεννήθηκα στην Ιερισσό, ένα μικρό χωριό της Χαλκιδικής.
Ο πατέρας μου, ο οποίος έπαιζε παλιά ποδόσφαιρο, διατηρούσε ένα καφενείο στο χωριό και, όταν ήμουν μικρός, πήγαινα τα Σαββατοκύριακα και παρακολουθούσα μαζί με τους μεγάλους τους αγώνες στην τηλεόραση.
Μαγεύτηκα και είπα στους γονείς μου ότι αυτό είναι που θέλω να κάνω.
Ξεκίνησα από τα Παιδικά στην ομάδα του χωριού μου και στα 14 ανέβηκα στην πρώτη ομάδα.
Αυτά τα 2-3 χρόνια που κάθισα εκεί ήταν φοβερά, έμαθα το αγνό ποδόσφαιρο, δεν υπήρχαν ούτε συμφέροντα ούτε λεφτά και πήγαινε όποιος γούσταρε να παίξει ποδόσφαιρο.
Εγώ ήμουν 14-15 και με έπαιρναν οι 30άρηδες για καφέ μαζί τους. Μου άρεσε πολύ αυτό το οικογενειακό κλίμα.
Κάποια στιγμή με καλεί ο ΠΑΟΚ για δοκιμαστικό με προπονητή τον Κυριάκο Αλεξανδρίδη.
Σχεδόν ταυτόχρονα με κάλεσε και ο Κώστας Οικονομίδης να δοκιμαστώ στον Ηρακλή σε ένα φιλικό στη Σουρωτή.
Έπαιξα σέντερ φορ, τους άρεσα, έδειξαν έντονο ενδιαφέρον, ήρθαν στο χωριό για να μιλήσουν με τον Πρόεδρο και συμφώνησα να πάω στον Ηρακλή, τον οποίον εν τέλει επέλεξα, γιατί έδειξε πιο έντονο ενδιαφέρον, με πίστεψε πιο πολύ.
Έτσι στα 16 μου βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη, γράφτηκα στο αθλητικό σχολείο και ξεκίνησα να αγωνίζομαι στη δεύτερη ομάδα του Ηρακλή.
Αυτό που δεν ξέρουν πολλοί είναι ότι μικρός αγωνιζόμουν μόνο στην επίθεση, μπροστά και εξτρέμ, ούτε που ήθελα να ακούω για άμυνα.
Ο Σέρχιο Μαρκαριάν ήταν αυτός που τη δεύτερη χρονιά μου στον Ηρακλή άρχιζε να με φωνάζει σε κάποιες προπονήσεις με τους μεγάλους.
Ήμουν και λίγο τυχερός, γιατί στα ματς που ήρθε να με δει ο Σάββας Κωφίδης, ο βοηθός του, έβαλα μερικά εντυπωσιακά γκολ.
Όταν έφυγε ο Μαρκαριάν και ανέλαβε ο Κωφίδης, την χρονιά που βγήκαμε τέταρτοι, έκανα προπονήσεις με την πρώτη ομάδα και ήμουν ο “μικρός” για όλες τις θέσεις, μου έλεγε «τραυματίστηκε ο Κατσαμπής, παίξε στόπερ, χτύπησε ο Σνάουτσνερ, παίξε δεξί μπακ,» κι έτσι άρχισα να πηγαίνω πιο πίσω.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, σε ενάμιση χρόνο έγινα επαγγελματίας και άρχισα να παίρνω τις πρώτες μου συμμετοχές.
Ο Κωφίδης ήταν αυτός που μου έδωσε την ευκαιρία, αν και μεσολάβησε κάτι περίεργο.
Όταν γυρίσαμε από την προετοιμασία στην Ολλανδία, μου ζήτησε να πάω δανεικός στο Πολύκαστρο.
Αρνήθηκα, γιατί πίστευα στον εαυτό μου.
Συζητώντας το και με τον Γιώργο Γεωργιάδη, ο οποίος τότε αγωνιζόταν στον Ηρακλή και μάλιστα, όταν έφυγε στον ΠΑΟΚ, μου έδωσε και τον αριθμό του, το «17», που από τότε φορούσα στον Ηρακλή, μου συνέστησε κι αυτός να καθίσω και να περιμένω την ευκαιρία μου.
Ο Κωφίδης, παρότι μου είχε πει να πάω δανεικός, ήταν αυτός που μου έδωσε την πρώτη μου συμμετοχή, στο 0-1 με τη Βίσλα στην Κρακοβία με το γκολ του Σάκη Πρίττα, σε μια μεγάλη νίκη του Ηρακλή σε ευρωπαϊκό παιχνίδι.
Ήταν αυτός που με “γύρισε” στο κέντρο, γιατί του θύμιζα λίγο τον Κατσουράνη.
Έτσι άρχισα να παίζω, αλλά δυστυχώς την επόμενη χρονιά άρχισαν και οι τραυματισμοί. Έκανα το πρώτο μου χειρουργείο στους κοιλιακούς την ίδια πάνω κάτω περίοδο που κλήθηκα και στην Εθνική Ελπίδων.
Έχασα στην ουσία τη μισή χρονιά, ταλαιπωρήθηκα αρκετά, αναγκάστηκα να πάω Γερμανία, όπου έκανα δεύτερη επέμβαση στους κοιλιακούς για να απαλλαγώ από το πρόβλημα.
Όταν επέστρεψα, ήμουν άλλος άνθρωπος και έκανα καλές χρονιές με τον Ηρακλή.
Αυτός που με πίστεψε περισσότερο ήταν ο Άνχελ Πεντράθα, ο οποίος μάλιστα κάποια στιγμή μού είχε εκμυστηρευτεί ότι, αν έφευγε στην Ισπανία, θα με έπαιρνε μαζί του.
Είχαμε τότε βέβαια και μια πολύ καλή φουρνιά νέων παικτών, εμένα, τον Γιάντση, τον Ιωαννίδη, τον Γιαννούλη, τον Μάρκες, και κάναμε μια καλή χρονιά.
Μετά άλλαξαν πολλοί προπονητές, ήρθε ο Προτάσοφ, ο Κατσαβάκης, ο Μπουμπένκο.
Εγώ είχα ήδη γίνει αρχηγός στα 22 μου, είχα βάλει μερικά εντυπωσιακά γκολ, όπως εκείνο το ψαλιδάκι στην -αναγκαία- νίκη μας (0-1) στην Κρήτη με τον Εργοτέλη, το οποίο είχε ψηφιστεί και γκολ της σεζόν.
Η τελευταία μου χρονιά στον Ηρακλή ήταν πάλι γεμάτη, αλλά δυστυχώς έπεσε η ομάδα λόγω των όσων έγιναν με την πλαστή φορολογική ενημερότητα.
Εγώ είχα ξεκαθαρίσει από πριν ότι ήθελα να φύγω, γιατί πίστευα ότι είχε κλείσει ο κύκλος μου.
Προς το τέλος υπήρχε και κόντρα με τον κόσμο, δυσανασχετούσε μαζί μου, επειδή δεν ανανέωνα.
Σε ένα ματς μάλιστα με την ΑΕΚ στο Καυταντζόγλειο, αφού έβαλα το ένα από τα δυο γκολ, έβγαλα τη φανέλα μου, την πέταξα και έκλεισα τα αφτιά μου, κάνοντας ότι δεν τους ακούω. Έτσι έφυγα από τον Ηρακλή.
Υπήρξε πάλι ενδιαφέρον από τον ΠΑΟΚ, μίλησα με τον Βρύζα, ήταν να πάει ο Βιτόλο στον Παναθηναϊκό και με ήθελαν για αντικαταστάτη.
Ταυτόχρονα έδειξε ενδιαφέρον και ο Άρης , ο οποίος τελικά ήταν αυτός που με κέρδισε. Πήγα με μεγάλη όρεξη και υψηλές βλέψεις.
Ήμουν προσωπική επιλογή του Τσιώλη, ο οποίος στα πρώτα ματς με έβαλε δεξί μπακ αντί του Νέτο.
Όταν ήρθε ο Μιχαλίτσος, με έβαλε στη φυσική μου θέση, αλλά μόλις στο δεύτερο ματς, στο Περιστέρι με τον Ατρόμητο, παθαίνω μηνίσκο.
Ενώ επρόκειτο για ένα χειρουργείο ρουτίνας απ’ το οποίο μετά από ενάμιση μήνα επιστρέφεις, έχασα εν τέλει το υπόλοιπο της χρονιάς από καθαρά δικό μου λάθος.
Βιαζόμουν να επιστρέψω, δεν έκανα καλή αποθεραπεία, το πόδι μου πρηζόταν συνέχεια και εξελίχθηκε σε μια καταστροφική χρονιά για μένα.
Πριν τη δεύτερη σεζόν στον Άρη, με δικά μου έξοδα πήγα σε ένα ειδικό κέντρο αποκατάστασης στην Αθήνα, ώστε να γυρίσω έτοιμος, ήξερα ότι ο κόσμος είχε απαιτήσεις από μένα.
Μια δύσκολη χρονιά, με οικονομικά προβλήματα, με απαγόρευση μεταγραφών. Πέντε έμπειροι Έλληνες και τρεις ξένοι, Αγκάνθο, Πουλίδο, Κοέλιο.
Αγωνιστικά για μένα ήταν μια καλή χρονιά μετά από τον σοβαρό τραυματισμό, με ένα γκολ και έξι ασίστ, αλλά οικονομικά ίσως η χειρότερή μου στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
Μου έκανε μια πρόταση ο Ηλιάδης, ο οποίος είχε αναλάβει, να ανανεώσω, παίρνοντας τα χρωστούμενα σε βάθος πέντε χρόνων, δεν το δέχτηκα, έκανα προσφυγή και έφυγα.
Ο κόσμος θυμάται μόνο την προσφυγή, αλλά εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα με την ομάδα, με ανάγκασαν την ουσία να φύγω.
Με είχε επηρεάσει τόσο πολύ όλο αυτό, ώστε είπα στον μάνατζέρ μου, παρόλο που είχαμε προτάσεις από Ελλάδα, ότι θέλω να πάω μια χρονιά στο εξωτερικό να ηρεμήσω.
Έτσι αναγκάστηκα να πάω στην Κονκόρντια, μια μικρή ομάδα στη Ρουμανία. Όταν πήγαινα είχα αρκετές αμφιβολίες, αλλά, με το που έφτασα εκεί, δεν το μετάνιωσα καθόλου.
Ήταν μια μικρομεσαία ομάδα στο Βουκουρέστι, με έξι προπονητικά γήπεδα, με μεγάλο κλειστό για προπόνηση σε περίπτωση χιονιού, με πισίνες, με δικό της ξενοδοχείο.
Εγώ, επειδή άργησα να πάω, είχα δυο τραυματισμούς και στην ουσία έκανα μόλις 16 συμμετοχές, ήταν όμως όλες πολύ καλές, είχα πετύχει και γκολ κόντρα στη Στεάουα και το καλοκαίρι μου έκαναν πρόταση να ανανεώσω.
Είχα μια κρούση από τη Ραπίντ Βουκουρεστίου, αλλά εγώ είχα ήδη συμφωνήσει απ’ τον Φεβρουάριο με την Ξάνθη, μια καλά οργανωμένη ομάδα που μου έδινε ένα καλό διετές συμβόλαιο.
Όταν πήγα, συνάντησα προπονητή και πάλι τον Τσιώλη, ο οποίος ήρθε αμέσως μετά από μένα.
Την πρώτη χρονιά είχαμε κάνει καλή ομάδα, με Κλέιτον, Γούτα, Καπετάνο, Λισγάρα, Καρυπίδη.
Γύρω στον Σεπτέμβριο ήρθε ο Λουτσέσκου, κάναμε τρομερή χρονιά, κερδίσαμε με μεγάλα σκορ ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκό, φτάσαμε για πρώτη φορά στον Τελικό, ενώ και για μένα προσωπικά ήταν μια καταπληκτική χρονιά με 36 συμμετοχές.
Τον Λουτσέσκου τον θεωρώ έναν από τους καλύτερους προπονητές στην Ελλάδα και τον καλύτερο που έχω συνεργαστεί εγώ σε θέματα προπόνησης και νοοτροπίας, στεναχωριέμαι που δεν τον γνώρισα στα πρώτα χρόνια της καριέρας μου για να μου δείξει πώς να σκέφτομαι, δεν είναι τυχαίο ότι όποιος φεύγει από τον ΠΑΟΚ έχει να πει τα καλύτερα, ότι είναι απόλυτα δίκαιος, ότι ξέρει πότε πρέπει να κάνει χαβαλέ και πότε να είναι σοβαρός.
Τη δεύτερη χρονιά με τον Λουτσέσκου ξεκινήσαμε με μεγάλες προσδοκίες, αλλά δεν ήταν τόσο καλή.
Ξεκίνησα φουριόζος, αλλά κάπου στη 10η αγωνιστική παθαίνω μια θλάση.
Η φιλοσοφία του Λουτσέσκου ήταν να σε βάζει, μόνο όταν ήσουν 100% έτοιμος. Εγώ δεν το καταλάβαινα και ερχόμουν σε κόντρα μαζί του.
Κάποια στιγμή με βάζει αλλαγή σε ένα παιχνίδι με τον Πανθρακικό. Ήταν 0-0, βάζω γκολ στο 90′ και στον πανηγυρισμό μου του είπα κάτι… γαλλικά.
Με φώναξε την επόμενη μέρα στο γραφείο και με ρώτησε αν τον έβρισα. Το παραδέχτηκα, ζήτησα συγγνώμη, παραδέχτηκα ότι ήταν λάθος μου.
Αυτός συνέχιζε να με βάζει, όποτε με χρειαζόταν, αλλά στο τέλος της χρονιάς, ενώ εγώ νόμιζα ότι θα ανανεώσω, μου ανακοίνωσε ο Παπαδημητρίου ότι δεν ήμουν στα πλάνα του Λουτσέσκου.
Μετά μου το είπε και ο ίδιος ότι αυτός ήταν ο λόγος.
Ήταν πολύ απότομο όλο αυτό.
Ήθελα να γυρίσω στους δικούς μου και αναγκάστηκα να πάω στη Βέροια. Πηγαινοερχόμουν το πρώτο εξάμηνο. Δεν ήταν καλή επιλογή, γιατί δεν ήθελα στην ουσία να πάω.
Ζήτησα τον Γενάρη να φύγω και γυρίζω πάλι στην Ξάνθη και στον Λουτσέσκου, ήταν δεύτερη τότε πίσω από τον Ολυμπιακό. Ήξερα ότι δεν θα είχα τις ίδιες ευκαιρίες, γιατί η ομάδα ήταν στρωμένη, αλλά επίσης ήξερα ότι ο Ραζβάν είναι ένας δίκαιος προπονητής που θα με έβαζε, αν του έδειχνα αυτά που ήθελε.
Μετά από λίγες μέρες όμως κάνω το δεύτερο χειρουργείο στο γόνατο, χτυπάω στον χόνδρο και χάνω στην ουσία όλη τη σεζόν.
Το μόνο που ζήτησα από τον Λουτσέσκου ήταν να με βάλει στο τελευταίο παιχνίδι της χρονιάς με τη Βέροια, ώστε να δείξω σε όλους ότι γύρισα υγιής και να μπορέσω να βρω πιο εύκολα ομάδα.
Το δέχτηκε, με έβαλε αλλά, όταν έφυγα, δυσκολεύτηκα πολύ να βρω ομάδα, είχαν αμφιβολίες για το γόνατό μου.
Από την Κύπρο μού ζητούσαν να πάω να δοκιμαστώ.
Τα προβλήματα στο γόνατο ξεκίνησαν ουσιαστικά από το πρώτο χειρουργείο στον Άρη. Επειδή δεν έκανα καλή αποθεραπεία, το γόνατό μου δεν λύγιζε σωστά. Δεν ήταν λειτουργικό και μου έβγαινε και στον αγώνα. Υπήρχαν περιπτώσεις που έπαιζα 90λεπτο και μετά δεν μπορούσα να περπατήσω για δυο μέρες.
Δεν με ικανοποιούσαν οι προτάσεις από Super League και τότε προκύπτει το ενδιαφέρον του ΟΦΗ που ήταν Β’ Εθνική, αν και ενδοιασμούς για το πόδι μου είχε και ο Νίκος Παπαδόπουλος.
Πήγα με την προϋπόθεση ότι οι εντάσεις θα είναι μικρότερες, το πόδι μου θα πάρει κάποιες προσαρμογές κι έτσι θα βοηθήσω να βγούμε κατηγορία. Αναγκαζόμουν μάλιστα να παίρνω χάπια για να κάνω προπόνηση και να παίζω.
Παρά τα οικονομικά προβλήματα και το γεγονός ότι είχαμε μείνει λίγοι παίκτες, πήραμε την άνοδο και εγώ προσωπικά πέρασα εκπληκτικά στην Κρήτη.
Ανανεώνω για έναν ακόμα χρόνο, με τον ΟΦΗ πλέον στη Super League, ο Παπαδόπουλος με κάνει αρχηγό στην ομάδα και ξεκινάμε με ενθουσιασμό.
Η ομάδα δεν πάει τόσο καλά, ο προπονητής φεύγει, εγώ παθαίνω μια θλάση στη γάμπα και συμβαίνει το εξής εκπληκτικό.
Από την επιθυμία μου να επιστρέψω νωρίτερα, παθαίνω συνολικά πέντε υποτροπές και στην ουσία δεν μπόρεσα να βοηθήσω ως το τέλος της χρονιάς.
Δεν έχω κανένα παράπονο από τον ΟΦΗ, τόσο ο κύριος Μπούσης όσο και ο Πουρσανίδης με τον Σαμαρά με στήριξαν.
Θυμάμαι ότι, όταν το καλοκαίρι ολοκληρώθηκε το συμβόλαιό μου και με φώναξε ο Γιάννης Σαμαράς να μιλήσουμε, με ρώτησε «Είσαι 250 μέρες τραυματίας, πώς βλέπεις το μέλλον σου στον ΟΦΗ;» και εγώ με ειλικρίνεια του απάντησα «Αν ήμουν Πρόεδρος, θα με έδιωχνα».
Έτσι έφυγα από τον ΟΦΗ, καθόλου πεπεισμένος ότι μπορώ πλέον να παίξω σε υψηλό επίπεδο.
Είχα κάποιες προτάσεις από Β’ Εθνική που δεν μου έδιναν όμως κάποια σοβαρή προοπτική, οπότε επέλεξα για έξι μήνες να μείνω δίχως ομάδα.
Κάποια στιγμή τον Δεκέμβριο με πήρε τηλέφωνο ο Νίκος Καραμπετάκης, βοηθός του Παπαδόπουλου στον ΟΦΗ, για να πάω στην Τρίγλια.
Έμαθα τα καλύτερα για τον ιδιοκτήτη, κύριο Ευγενίου, και επέλεξα να επιστρέψω στη Χαλκιδική, από όπου κατάγομαι.
Σε πολλούς φάνηκε παράξενο το γεγονός ότι από Super League πήγα κατευθείαν Γ’ Εθνική, αλλά μετά από τόσα χειρουργεία έκρινα ότι ήταν η καλύτερη επιλογή.
Ήταν η δύσκολη χρονιά λόγω Covid.
Η ομάδα για Γ’ Εθνική ήταν πολύ καλά οργανωμένη, με εγκαταστάσεις καλές, κοντά στη Θεσσαλονίκη, οπότε επέλεξα να μείνω και την επόμενη σεζόν.
Όταν έγινε η συγχώνευση με τον Ηρακλή, ήμουν ένας από τους τρεις άνω των 25 ετών που έμειναν και μετά από 11 χρόνια έγινα ξανά αρχηγός της ομάδας, σε μια δύσκολη χρονιά με απαγόρευση μεταγραφών.
Σε ένα παιχνίδι με τη Νίκη Βόλου χτυπάω ξανά στο γόνατο και σπάει ο χόνδρος.
Μπήκα αμέσως για το έκτο χειρουργείο και το πιο δύσκολο, γιατί μιλάμε για μεταμόσχευση (χόνδρου).
Όλοι μού έλεγαν ότι δεν θα ξαναπαίξω μπάλα, αφού το γόνατό μου ήταν κατεστραμμένο και μη γνωρίζοντας αν θα πιάσει το μόσχευμα.
Εν τέλει η ομάδα μού ανανεώνει το συμβόλαιο, χωρίς να ξέρει καν αν θα είμαι σε θέση να ξαναπαίξω.
Εγώ είχα πει στον προπονητή, τον Κώστα Γεωργιάδη, ότι τον Αύγουστο θα έμπαινα στις προπονήσεις, όπως και έγινε.
Από τις πιο δύσκολες προετοιμασίες, γιατί αναγκαζόμουν να κάνω ενέσεις καθημερινά.
Νομίζω ότι ο προπονητής δεν μου φέρθηκε σωστά, παρόλο που ο ίδιος εισηγήθηκε την ανανέωση του συμβολαίου μου, προφανώς η στήριξή του ήταν μόνο στα λόγια.
Εγώ του είχα πει ότι έχει προσφέρει πολλά στον Ηρακλή, αγωνιστικά και εξωαγωνιστικά, αλλά πρέπει να φτιάξει τις σχέσεις του με τους παίκτες, να φέρεται αντρίκια, γιατί τη δεύτερη χρονιά ήταν ένας διαφορετικός Γεωργιάδης.
Εγώ καλοπροαίρετα του τα είπα και εκείνος θεώρησε ότι ήταν δική μου γνώμη, το πήρε στραβά και με άφησε εκτός ομάδας, δίχως να μου πει τίποτα.
Επί ενάμιση μήνα έτρεχα μόνος μου, ήταν σαν καψώνι, πήγαινα στον προπονητή και μου έλεγε αποφασίζει η διοίκηση, πήγαινα στη διοίκηση κι έριχνε την ευθύνη της απόφασης στον προπονητή.
Όλο αυτό με οδήγησε στο να ζητήσω να φύγω, παρόλο που αρκετοί μέσα στη διοίκηση μού έλεγαν να κάνω υπομονή.
Εγώ τους εξήγησα ότι μεγάλωσα στον Ηρακλή, παίζει ο αδερφός μου εκεί και δεν μπορώ να παρακαλώ να χάσει για να γυρίσω εγώ πίσω. Είναι η ομάδα που μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω αυτό που μικρός έβλεπα στο καφενείο του πατέρα μου.
Έγιναν πολλά λάθη στην ομάδα, και όταν ήμουν εγώ αλλά και όταν έφυγε εκείνη η καλή φουρνιά, υπήρξαν παράγοντες που δεν ήταν σοβαροί, κοιτούσαν το δικό τους συμφέρον, την κατέστρεψαν, την χρέωσαν, με αποτέλεσμα να αλλάζει συνέχεια ΑΦΜ.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Ηρακλή για μένα είναι η ιστορία του, ότι δηλαδή συγκρίνουμε πάντα την κάθε ομάδα του με τη μεγάλη του Χατζηπαναγή, αυτό το βάρος κουβαλάει.
Αν βρεθεί ένας άνθρωπος που θα έχει την οικονομική δυνατότητα να στηρίξει το όραμα του κόσμου, ο οποίος έχει ξενερώσει, έχει τα εχέγγυα να επανέλθει εκεί όπου του αξίζει να είναι.
Κι έτσι λοιπόν επέλεξα να φύγω, χωρίς να έχω κάτι στο μυαλό μου.
Είχα να παίξω σχεδόν έναν χρόνο, ώσπου ήρθε μια πρόταση από τον Θερμαϊκό Θέρμης στη Γ’ Εθνική.
Επειδή οι εντάσεις είναι διαφορετικές, βλέπω ότι αντέχω να παίξω.
Ό,τι μου πει το σώμα, γιατί έχω ταλαιπωρηθεί αρκετά. Αν βάλω τα χειρουργεία που έκανα και το διάστημα που ξόδεψα σε αποθεραπείες, μπορεί να έχασα και 2-3 χρόνια από την καριέρα μου.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, το πρόβλημα στο γόνατο μεγάλωνε, ακόμη και σήμερα ούτε τεντώνει ούτε λυγίζει.
Κοιτάζοντας πίσω, αυτό που θα άλλαζα είναι η διαχείριση των τραυματισμών μου, θα ήθελα δηλαδή πριν από χρόνια να σκεφτόμουν όπως σκέφτομαι σήμερα.
Ταξιδεύοντας συνέχεια από τα 16 μου επίσης, χρειάζομαι πλέον κάτι σταθερό, οπότε δεν έχω σκεφτεί αν θα μείνω στον χώρο του ποδοσφαίρου, ίσως ασχοληθώ με ακαδημίες, δεν θέλω όμως να εμπλακώ με την προπονητική.
Ο Μανώλης Παπαστεριανός είναι ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πέτρος Κανακούδης: Εδώ (δεν) είναι Βαλκάνια!
Στέλιος Ηλιάδης: Γιατί σταμάτησα στα 28 μου
Γιάννης Γιαννιώτας: Με την καρδιά μου