Ήταν αληθινή αγάπη να παίρνω την μπάλα, να βρίσκομαι με τους φίλους μου και να παίζω ατελείωτες ώρες.
Στην αλάνα μπροστά από το σπίτι, οι περίφημες… μάχες άνω με κάτω μαχαλά, τα αυτοσχέδια δοκάρια…
Όμορφες εποχές, τόσο στο χωριό Άσπρο του Δήμου Σκύδρας μέχρι τη Δ’ Δημοτικού όσο και στα Γιαννιτσά, όταν πήραν απόσπαση ο πατέρας μου ως δάσκαλος και η μητέρα μου ως μαία.
Στη Β’ Γυμνασίου, ένας πραγματικός οραματιστής, ο Φίλιππος Σαμψωνίδης, αποφασίζει να φτιάξει μια ομάδα, τον ΣΑΜΨΩΝ Γιαννιτσών, αποτελούμενη από μια παρέα παιδιών.
Μαζευόμασταν, ανεβαίναμε στο αγροτικό και γυρνούσαμε τα γήπεδα στα χωριά της περιοχής για να βρούμε χώρο να κάνουμε προπόνηση.
Αυτά που έκανε ο άνθρωπος αυτός για την εποχή εκείνη ήταν απίστευτα. μας κατέβαζε στη Θεσσαλονίκη για να παίζουμε στα τουρνουά της ΕΠΣΜ, πλήρωνε όλες τις μετακινήσεις, τα ρούχα, τους προπονητές, μας πήγε προετοιμασία στη Βουλγαρία και την επόμενη χρονιά, το 1988, συμμετέχουμε στην ΕΠΣ Πέλλας.
Εγώ ήμουν κάτω των 14 και δεν είχα δικαίωμα συμμετοχής για κάποιους μήνες.
Ξεκινήσαμε από το Γ’ τοπικό και ανεβήκαμε τρεις κατηγορίες.
Εδεσσαϊκός: Τα πρώτα (επαγγελματικά) βήματα
Εκείνη την περίοδο ένας σύμβουλος της ΕΠΣ Πέλλας με στέλνει στη Θεσσαλονίκη για δοκιμαστικά της Εθνικής ομάδας, με προπονητές Παπαφωτίου και Καλογιάννη, και επιλέγομαι να κατέβω Αθήνα, απ’ όπου τελικά κλήθηκα στην Κ15.
Πάμε για ένα τουρνουά στο Ισραήλ δυο ηλικιακές ομάδες, μία με τους γεννηθέντες το 1973-1974 (η δική μου δηλαδή) και μια με εκείνους το 1971-1972.
Βγαίνουμε και οι δυο ομάδες τελευταίες και μετά το τουρνουά συγκροτείται μια ενιαία ομάδα, στην οποία συμμετέχω και εγώ.
Το ότι ήμουν μέλος των μικρών Εθνικών ήταν κάτι που με βοήθησε πολύ στις μεταγραφές που πήρα μετέπειτα σε Εδεσσαϊκό αλλά και Ολυμπιακό.
Θεωρούσα δεδομένο ότι, μόλις τελειώσω το σχολείο, θα γίνω επαγγελματίας.
Ήθελα να πάω στην Αναγέννηση Γιαννιτσών, αλλά αυτοί με ήθελαν μόνο ως ερασιτέχνη, με ήθελαν οι Πόντιοι Βέροιας που, με προπονητή τον Γαϊτάνο, είχαν ήδη πάρει Νταμπίζα και Νινιάδη, αλλά τελικά επέλεξα να πάω στον Εδεσσαϊκό τη σεζόν 1991-1992.
Μια επιλογή που δεν μετάνιωσα ποτέ, η συμπεριφορά τους απέναντί μου, τόσο ως προς την προσέγγιση όσο και κατά τη διάρκεια της παρουσίας μου εκεί, ήταν εξαιρετική.
Συνάντησα ένα όμορφο κλίμα, με παίκτες που βοηθούσαν τους νεαρούς και την ευνοϊκή συγκυρία να ανέβει η ομάδα για πρώτη φορά στην Α’ Εθνική, με προπονητή τον Κατσαβάκη.
Αγωνίστηκα σε 28 παιχνίδια, απίστευτη χαρά, μας υποδέχτηκαν, θυμάμαι, άνθρωποι στο αεροδρόμιο και μας πήγαν… κομβόι ως την Έδεσσα, στην είσοδο της πόλης μάς περίμενε κόσμος και καταλήξαμε στο γήπεδο για γλέντι μέχρι πρωίας.
Αισθάνομαι πολύ τυχερός που το έζησα και ήμουν κομμάτι του.
Συνεχίζω να παίζω βασικός και την επόμενη χρονιά στην Α’ Εθνική, αλλά μέσα στη σεζόν είχα ένα τραυματισμό σε ένα παιχνίδι στην Ξάνθη.
Παθαίνω μηνίσκο από χτύπημα συμπαίκτη μου, του Γιώργου Λαδιά, ο οποίος τυγχάνει να είναι και από τους λίγους φίλους που έκανα από τον χώρο του ποδοσφαίρου.
Έμεινα δυόμισι μήνες έξω και επέστρεψα για κάποια τελευταία παιχνίδια στη σεζόν.
Την επόμενη χρονιά, πάλι Α’ Εθνική, με προπονητή τον Μπατάκη, πάλι ξεκινάω βασικός, αλλά σε ένα παιχνίδι με την ΑΕΚ στη Φιλαδέλφεια παθαίνω κάταγμα περόνης σε μια σύγκρουση με τον Βάιο Καραγιάννη.
Το είχα πάρει πολύ στραβά, ήταν ένα διάστημα που μπορούσα κάλλιστα να τα παρατήσω, έχοντας μέσα σε δυο χρόνια αφενός δυο τόσο σοβαρούς τραυματισμούς και στα δυο πόδια και αφετέρου αποθεραπείες πιο αργές σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα.
Επανέρχομαι με πολύ κόπο, προσωπική προσπάθεια αλλά και ψυχολογική δουλειά με τον εαυτό μου. για μένα, και μόνο που επέστρεψα είναι ένα παράσημο.
Τότε γνώρισα και τη γυναίκα μου και αυτό με είχε απελευθερώσει, δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο από το πώς θα κάνω την προπόνησή μου και μετά θα βρεθώ μαζί της.
Αυτό είχε θετικό αντίκτυπο και στην αγωνιστική μου συμπεριφορά, είχα γίνει αρχηγός στην ομάδα μου στην τέταρτη σεζόν στην Α’ Εθνική και αρχηγός στην Ελπίδων.
Θυμάμαι, παίζουμε ένα παιχνίδι με τον Σαν Μαρίνο στο Καραϊσκάκης, κερδίζουμε 4-0 και εγώ κάνω πολύ καλή εμφάνιση.
Ολυμπιακός: Η μεγάλη αλλαγή
Προπονητής τότε του Ολυμπιακού ήταν ο Λίμπρεχτς, ο οποίος με ήξερε από τον Εδεσσαϊκό, γιατί προηγουμένως ήταν στον Ηρακλή.
Ο Ολυμπιακός έκανε μια στροφή τότε στους νεαρούς Έλληνες παίκτες, είχε πάρει Νταμπίζα, Γκώνια, Τρούπκο και αποφασίζει να κινηθεί για την απόκτησή μου, με την παρότρυνση του Λίμπρεχτς και του αείμνηστου Σπύρου Σιούγγαρη.
Είναι αυτά τα γυρίσματα που σου κάνει η ζωή. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1993 είχα σπάσει το πόδι μου και στις 30 Νοεμβρίου της επόμενης χρονιάς παίρνω μεταγραφή στον Ολυμπιακό.
Η ομάδα που βρήκα τότε δεν είχε καμία σχέση με αυτό που έζησα μετά και φυσικά με τον Ολυμπιακό του σήμερα.
Ήταν από τις πρώτες χρονιές του Κόκκαλη, τα αποδυτήρια ήταν σε ένα κοντέινερ, τα γήπεδα βούρκος και η ομάδα είχε πολλά χρόνια να πάρει Πρωτάθλημα, έζησα δηλαδή και τα “πέτρινα” χρόνια.
Νεαρός εγώ ακόμη, με έπαρση, νόμιζα ότι τα ξέρω όλα.
Καταφέρνουμε να βγούμε στην Ευρώπη, παίζω βασικός και στην έναρξη της νέας σεζόν έρχεται ο Διαμαντόπουλος.
Μια χρονιά που βγήκαμε πάλι στην Ευρώπη, αλλά χωρίς κάτι το ιδιαίτερο, αν εξαιρέσουμε τη νίκη επί του Παναθηναϊκού στο ΟΑΚΑ, όταν είχε αποκλειστεί από τον Άγιαξ στα ημιτελικά του Champions League.
Εκεί έρχεται και η μεγάλη αλλαγή τόσο για μένα όσο και για τον Ολυμπιακό.
Αναλαμβάνει ο Μπάγεβιτς, η έλευση του οποίου άλλαξε πολλά πράγματα, τα γήπεδα, τα αποδυτήρια, τα ντους, τους χώρους αναψυχής.
Το κυριότερο όμως ήταν ότι καθιέρωσε ένα διαφορετικό επίπεδο δουλειάς, με γυμναστή τον Δημήτρη Μπουρουτζήκα, με βοηθό τον Τάκη Περσία, ο οποίος ήξερε τι εστί Ολυμπιακός, έφερε επίσης διαιτολόγο κτλ.
Είχα φτάσει 22 ετών για να κάνω πρώτη φορά λιπομέτρηση και σπιρομέτρηση για να δουν τις ανάσες μου, είχα λίπος 13, απαγορευτικό για έναν επαγγελματία, έφριξε ο άνθρωπος, όταν είδε τα αποτελέσματα.
Σιγά-σιγά μπήκαμε σε έναν ρυθμό.
Παίζουμε ένα παιχνίδι με την Φερεντσβάρος, αποκλειόμαστε και εγώ ευθυνόμουν για το ένα από τα γκολ που δεχθήκαμε.
Τότε θεωρούσα ότι μετά τον Σαμπανάτζοβιτς, για μένα ένα από τα καλύτερα αμυντικά χαφ που πέρασαν από την Ελλάδα, ήμουν η επόμενη επιλογή του Μπάγεβιτς για τον άξονα.
Ακολουθεί ματς με τον Απόλλωνα και δεν με ξεκινάει, Επιλέγει τον Καρασσαβίδη, πάει καλά και στη συνέχεια επί τρεις μήνες με έπαιρνε στην αποστολή, αλλά με άφηνε εκτός τελικής 16άδας.
Ώσπου κάποια στιγμή παίζω με τον ΟΦΗ στην Κρήτη, κερδίζουμε 1-0 και είχα ως το τέλος της σεζόν μια καλή πορεία που συνδυάστηκε με την κατάκτηση του Πρωταθλήματος.
Είχα τότε μια βεβαιότητα ότι η επόμενη χρονιά θα μου πήγαινε πολύ καλά, από τον τρόπο που μου έκανε χειραψία ο Μπάγεβιτς στο αποχαιρετιστήριο δείπνο, δίνω πολύ μεγάλη σημασία σε αυτά.
Έχω πάλι να παλέψω για τη θέση με τον Σαμπανάτζοβιτς.
Με ξεκινάει βασικό, ήταν η πρώτη μου χρονιά στο Champions League, στο οποίο και αγωνίστηκα σε έξι ματς, πήραμε Πρωτάθλημα, οπότε ο Ολυμπιακός θέλησε, ενάμιση χρόνο πριν λήξει το συμβόλαιό μου, να μου το ανανεώσει, βάζοντάς μου την εξωπραγματική ρήτρα των 4 δισεκατ. δραχμών, κάτι που δεν είχε καμία λογική.
Θεωρώ λοιπόν ότι εκείνη η σεζόν, 1996-1997, ήταν η καλύτερη της ποδοσφαιρικής μου καριέρας.
Ξεκινάει η επόμενη σεζόν και στο παιχνίδι με την Ανόρθωση στο ΟΑΚΑ παθαίνω κάταγμα λίγο πριν το ημίχρονο, κάνω την αποθεραπεία μου και γυρίζω μετά από δύο μήνες.
Στο παιχνίδι με την Πόρτο όμως, στο οποίο κερδίζουμε 2-1, παθαίνω υποτροπή στο ίδιο σημείο, ουσιαστικά χάνω το υπόλοιπο της σεζόν και δεν αγωνίζομαι, παρότι ήμουν στην αποστολή, ούτε στον Τελικό Κυπέλλου ενάντια στον Παναθηναϊκό που κερδίσαμε 2-0.
Την επόμενη σεζόν ήμουν αρχικά στις δεύτερες επιλογές, αλλά με την αλλαγή συστήματος και το δεύτερο αμυντικό χαφ ξεκίνησα να παίζω.
Ήταν η χρονιά που έφυγε ο Μπάγεβιτς μετά τον αγώνα με τη Μόλντε.
Την προηγούμενη μέρα είχε φωνάξει πέντε παίκτες στο γραφείο του, μεταξύ αυτών και εμένα, γιατί έβλεπε ότι υπήρχαν διάφορα θέματα στην ομάδα.
Την επομένη μάς μαζεύει και μας ανακοινώνει ότι ο Κόκκαλης είχε ζητήσει την παραίτησή του.
Για μένα ήταν κεραυνός, ήταν ο άνθρωπος που μου έμαθε να σκέφτομαι και να λειτουργώ ως επαγγελματίας, γιατί μέχρι τότε ήμουν κάτι ενδιάμεσο.
Έρχεται στη θέση του ο Αλμπέρτο Μπιγκόν, προπονητής του Μαραντόνα στη Νάπολι, ψαρωμένοι εμείς αρχικά, αλλά μετά από ένα διάστημα καταλάβαμε ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περιμέναμε.
Μετά από μια ισοπαλία 1-1 με τον Εθνικό Αστέρα, φεύγει και έρχεται ο Μαντζουράκης, με τον οποίον δεν μπόρεσα να συνεργαστώ και ίσως η ευθύνη να ήταν και δική μου.
Στο τέλος της σεζόν είχα αρχίσει να διαβάζω ότι θα ήμουν στα ανταλλάγματα για τη μεταγραφή του Κωνσταντίνου από τον Ηρακλή, οπότε πήγα στο γραφείο του και του ζήτησα ανοικτά, αν δεν με υπολογίζει, να με αφήσει να φύγω, ώστε να βρω μια καλή πρόταση.
Μου ζήτησε να μείνω, αλλά, όταν ήρθε ο Ζε Ελίας, εγώ πέρασα σε δεύτερη μοίρα, η αλήθεια βέβαια είναι ότι από ένα σημείο και μετά δεν το πάλεψα κι εγώ, είχα αρχίσει να αποδέχομαι ότι κάποια στιγμή θα φύγω.
Άρης: Η περιπέτεια στον Βορρά
Ταυτόχρονα, ήθελα να φύγω και από την Αθήνα, να πάω προς Βορρά.
Τον Ολυμπιακό τον αγαπούσα (και τον αγαπώ), μου είχε δώσει πολλά, αλλά πήγαινα στην προπόνηση και δεν ήμουν χαρούμενος, δεν μπορούσα μέσα μου να το αντιμετωπίσω.
Καλοκαίρι του 2001 γίνεται η μεταγραφή του Βενετίδη από τον ΠΑΟΚ, στον οποίο προπονητής έχει πάει ο Μπάγεβιτς.
Σε τρεις μέρες φεύγαμε για προετοιμασία και εγώ πήγαινα στην προπόνηση, αλλά ήταν σαν να μην πηγαίνω.
Με φωνάζει ο κύριος Λούβαρης και μου λέει ότι απ’ τη λίστα που δώσαμε στον ΠΑΟΚ με τρεις παίκτες ο Μπάγεβιτς θέλει εμένα.
Το ίδιο βράδυ αντέδρασαν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ για τη μεταγραφή του Βενετίδη και ο Μπάγεβιτς δεν ήθελε να έχει κάποια ανάμειξη παίρνοντας παίκτη από τον Ολυμπιακό.
Κατάλαβα λοιπόν κι εγώ ότι, αν πήγαινα, θα είχα προβλήματα και έτσι χάλασε η μεταγραφή μου.
Πάω κανονικά προετοιμασία και εκεί έρχεται η πρόταση του Άρη μέσω του Τάκη Ανδριά, Διευθύνοντα Συμβούλου τότε στη διοίκηση Ζαχουδάνη.
Αποφασίζω να το δοκιμάσω και μάλιστα γυρίζω στην Αθήνα από την Αυστρία με το αεροπλάνο του Κόκκαλη που έτυχε να είναι εκεί.
Κι έτσι ξεκινάει η περιπέτεια του Άρη.
Ήταν η χρονιά που μόλις είχε φύγει ο Κοντομηνάς, η ομάδα είχε καλούς ποδοσφαιριστές, έναν καλό προπονητή, τον Ανρί Μισέλ, και γενικότερα υπήρχαν προοπτικές.
Υπήρχαν όμως και πολλά προβλήματα, κατάλαβα ότι είχαμε μπλέξει, όταν ήρθε για πρώτη φορά ο Ζαχουδάνης στο Ρύσιο.
Στον Ολυμπιακό, για παράδειγμα, έρχονταν πρώτα να ελέγξουν τον χώρο στον Ρέντη και μετά ερχόταν ο Κόκκαλης με ολόκληρη συνοδεία και θωρακισμένο αυτοκίνητο.
Ο Ζαχουδάνης ήρθε με ένα συμβατικό αυτοκίνητο, στο οποίο μάλιστα επέβαιναν συνολικά πέντε άτομα!
Πολλά προβλήματα στις πληρωμές, αλλάξαμε έξι προπονητές και, σαν να μην έφταναν αυτά, παθαίνω και τον πρώτο μου χιαστό στο δεξί πόδι, σε ένα εντός έδρας παιχνίδι με τον ΟΦΗ.
Είχα υπογράψει για έναν χρόνο, γιατί ήθελα να δω πώς θα πήγαινε αυτή η συνεργασία.
Κάνω την εγχείρηση τον Νοέμβριο στον Χρήστο Δάρα (έβαλα συνθετικό μόσχευμα) και σε τέσσερεις μήνες παίζω κανονικά.
Είχε έρθει τότε ο Μπερντ Κράους προπονητής και στο τέλος της χρονιάς εισηγείται την παραμονή μόνο τριών παικτών, εμένα, του Μάρκου και του Νίκου Παπαδόπουλου.
Παραμένω υπογράφοντας νέο συμβόλαιο και ξεκινάει η επόμενη σεζόν με τον Φοιρό προπονητή και ένα πραγματικά πολύ καλό ρόστερ, Μόρις, Ντεμπά, Κνόπερ, Κυζερίδης, Δέλλιος.
Δες όμως πώς τα φέρνει η ζωή.
Σε μια προπόνηση στο Ρύσιο μού κάνει ένα τάκλιν ο Κούσας και παθαίνω ρήξη μηνίσκου στο δεξί πόδι.
Φοβόμουν για τον χιαστό μου.
Θυμάμαι, κάνω εγχείρηση Τρίτη, σε 10 μέρες παίζουμε με τον ΠΑΣ, αγωνίζομαι, κερδίζουμε, πάμε καλά και έρχεται ο επαναληπτικός Κυπέλλου στα Γιάννενα. Εμένα κάτι δεν μου κάθεται καλά, πάω στον προπονητή και του λέω ότι θα παίξω, αλλά, μόλις βάλουμε γκολ, σε όποιο λεπτό και αν είναι, θέλω να βγω. Βάζει γκολ ο Μαλλούς και, πριν με κάνει αλλαγή, κολλάει το πόδι μου στη λάσπη και έρχεται με δύναμη ο Κάκος και με σηκώνει ολόκληρο με ένα καθυστερημένο τάκλιν.
Έσπασα πρόσθιο, οπίσθιο χιαστό και έσω πλάγιο σύνδεσμο. Διαλύθηκε το γόνατό μου.
Σε εκείνο το γήπεδο βούλιαζε το πόδι, λίγες μέρες αργότερα ένας άλλος ποδοσφαιριστής αναγκάστηκε λόγω τραυματισμού να σταματήσει το ποδόσφαιρο.
Το πόδι μου δεν κρατιόταν πουθενά.
Μπαίνω την επόμενη μέρα στο χειρουργείο και, όταν μετά από έξι ώρες τέλειωσε, ο Βαγγέλης Πανταζής, επί χρόνια γιατρός του Άρη, βγαίνοντας, είπε στη γυναίκα μου ότι τέτοιο τραυματισμό είχε δει μόνο μετά από τροχαίο.
Όταν ξύπνησα, το μόνο που τον ρώτησα ήταν αν θα ξαναέπαιζα ποδόσφαιρο.
Στην πορεία και όταν η αποθεραπεία μου εξελισσόταν ομαλά, μου είπε ότι με την ερώτησή μου του είχα βάλει ένα μαχαίρι στον λαιμό, γιατί ήταν 50-50 το αν θα ξαναγωνιζόμουν.
Την περίπτωσή μου μάλιστα την παρουσίαζε μετά σε ιατρικά συνέδρια.
Έκανα αποκατάσταση από τις 08:00 ως τις 15:00, ήμουν 28 ετών, είχα δυο μικρά παιδιά, είχα πάρει κάποια χρήματα από το ποδόσφαιρο, είχα κάνει κάποιες επενδύσεις, αλλά δεν έφταναν, ξυπνούσα στις 03:00 τα ξημερώματα και σκεφτόμουν αν θα μπορούσα να συνεχίσω να συντηρώ την οικογένεια μου, να τους παρέχω την ίδια ποιότητα ζωής.
Με πολύ κόπο φτάνω στο τέλος της σεζόν να συμμετέχω στις προπονήσεις.
Παίζουμε τον Τελικό της Τούμπας και βγαίνουμε Ευρώπη, με το γκολ του Μαλλού στις καθυστερήσεις.
Ήταν από τις πιο φορτισμένες χρονιές στην καριέρα μου.
Η επόμενη σεζόν, 2003-2004, ήταν η χρονιά που έσκασαν μύτη οι εμίρηδες, οι οποίοι είχαν μπει ακόμα και μέσα στα αποδυτήρια για να μας μιλήσουν!
Τότε ήταν που φύγαμε προετοιμασία και γυρίσαμε πίσω. από το ξενοδοχείο στην Αυστρία θέλαμε 45 λεπτά για να πάμε στο γήπεδο της προπόνησης και άλλα τόσα να γυρίσουμε, μας είχαν κρατήσει τα διαβατήρια και δεν μας άφηναν να φύγουμε, ευτυχώς πλήρωσε ο συγχωρεμένος ο Πεΐτσης και γυρίσαμε Ελλάδα.
Όταν έφυγε ο Φοιρός, ανέλαβε ο Γιάννης Μιχαλήτσος, μετά ο Κατσαβάκης και καταφέραμε και σώσαμε την ομάδα.
Η επόμενη σεζόν, με την έλευση του Γιώργου Χατζάρα, ξεκίνησε με πολλά όνειρα και φιλοδοξίες, ήρθε ως όνομα από το Αιγάλεω, αλλά η σχέση που δημιούργησε με τα αποδυτήρια δεν ήταν η καλύτερη δυνατή.
Αυτό βαραίνει όλες τις πλευρές, ήμασταν κακοί, συνέβη και το περιστατικό στο παιχνίδι με τον Ηρακλή στο Χαριλάου και έζησα τη μεγαλύτερη απογοήτευσή μου ως ποδοσφαιριστής.
Κάνοντας μια αναδρομή, ο υποβιβασμός του Άρη ήταν ό,τι χειρότερο μου συνέβη. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να συμβεί. Το ζήσαμε και η ευθύνη βαραίνει όλους.
Παρέμεινα και τη χρονιά της Β’ Εθνικής και εκεί παθαίνω τον τρίτο χιαστό, σε ένα παιχνίδι με τον Πανσερραϊκό.
Έπαιζα, αλλά αισθανόμουν ντροπή για το πώς έπαιζα, πονούσα, γιατί είχε σπάσει ένα κομμάτι του μηνίσκου.
Σε ένα ματς με τον Πύργο ήμουν ο χειρότερος από τους 26 που έπαιξαν.
Πήγα έπιασα τον Αναστόπουλο και του είπα ότι αυτό κάνει κακό τόσο στην ομάδα όσο και σε μένα.
Είπα θα μπω στο χειρουργείο και ό,τι βγει.
Μπήκα, παρότι ο κόουτς μού έλεγε να μην το κάνω και φυσικά δεν με… ξαναείδε.
Αν δεν ήταν ο Αναστόπουλος, δεν θα ανεβαίναμε, όλοι απλήρωτοι και ερχόταν και έκανε μαγικά στα αποδυτήρια, δεν νομίζω ότι κάποιος άλλος θα μπορούσε να διαχειριστεί την κατάσταση.
Στο τέλος της σεζόν, υπήρξαν δημοσιεύματα ότι δεν ήμουν στο πλάνο για την επόμενη σεζόν, πήρα κατευθείαν τον Σκόρδα τηλέφωνο, γιατί είχα έναν ακόμα χρόνο συμβόλαιο και είχα να παίρνω και πολλά χρωστούμενα.
Μένω τελικά και έρχεται προπονητής ο Όγιος, με τον οποίον κάναμε μια απίστευτη προετοιμασία.
Είχαμε φτάσει σε ένα σημείο που ήμασταν πραγματικά καλοί, αλλά δεν είχαμε τακτικό προσανατολισμό, δεν ήμασταν τυχεροί και δημιούργησε και μια αντιπαλότητα με τη διοίκηση, οπότε αναγκάστηκε να φύγει.
Ήταν καλός προπονητής, αλλά με πρόβλημα στη διαχείριση των καταστάσεων.
Τον αντικαθιστά ο Κίκε Ερνάντεθ, παίζω βασικός, αλλά μετά από μια ισοπαλία στην Κέρκυρα, ματς στο οποίο έκανα και πέναλτι, εξαφανίστηκα.
Σε ένα φιλικό προπονητικού χαρακτήρα στο Βικελίδης με αφήνει έξω από τους 22 που έπαιξαν και με στέλνει να κάνω προπόνηση με τον γυμναστή.
Την επόμενη μέρα με ενημερώνουν ότι θα προπονούμαι μόνος μου, γιατί έβρισα τον προπονητή.
Έτρεχα στο Ρύσιο, στην άσφαλτο, με τον βοηθό του επί δυο εβδομάδες.
Αρνήθηκε να κάνει μια προπόνηση στο Βικελίδης, γιατί ήμουν εγώ παρών.
Ουσιαστικά αυτός ήταν και ο λόγος που σταμάτησα από τον Άρη.
Δεν είχα και κάποια πρόταση, γιατί η αλήθεια είναι ότι η πορεία μου ήταν φθίνουσα.
Δεν ήθελα να πάω και σε μια ομάδα δίχως βλέψεις, οπότε αποφάσισα να σταματήσω σε ηλικία 33 ετών.
Η ζωή μετά
Απ’ τους δυο Τελικούς που παίξαμε με τον Άρη νομίζω ότι θα μπορούσαμε να έχουμε κερδίσει τουλάχιστον τον ένα, αλλά χάσαμε στις λεπτομέρειες.
Παρόλ’ αυτά, κοιτάζοντας πίσω τη διαδρομή μου, είμαι ευχαριστημένος από όσα πέτυχα, κατάφερα πράγματα.
Στην ηλικία μου υπήρχαν σίγουρα καλύτεροι ποδοσφαιριστές από μένα, με καλύτερη τεχνική, αλλά στο ποδόσφαιρο δεν έχει σημασία μόνο το πόσο καλά ξέρεις να κλωτσάς την μπάλα αλλά και το πόσο δυνατός είσαι ώστε να μπορέσεις να αντεπεξέλθεις στις όποιες δυσκολίες παρουσιάζονται.
Σε κάποιες δεν ήμουν δυνατός.
Για παράδειγμα, όταν έφυγα από τον Ολυμπιακό, έξι μήνες το είχα παρατήσει. αν έβλεπα έναν ποδοσφαιριστή να έχει τη συμπεριφορά που είχα εγώ τότε, θα τον ταρακουνούσα άσχημα!
Είμαι ευχαριστημένος επίσης για αυτό που εισπράττω από τον απέναντί μου, θυμάται ποιος είμαι και γιατί το ποδόσφαιρο με βοήθησε να φτιάξω τη ζωή μου.
Ήταν και σημαντικοί οι τραυματισμοί που είχα, οι οποίοι με έβαλαν νωρίς να σκεφτώ το “μετά”, τον προγραμματισμό μου σχετικά με το τι θα ήθελα να κάνω μετά το ποδόσφαιρο.
Εν προκειμένω, ενώ ήμουν έτοιμος να επιστρέψω στα Γιαννιτσά, μου ζητούν από τον Άρη να αναλάβω τις ακαδημίες.
Ακυρώνουμε τη μετακόμιση και για έναν χρόνο ήμουν Τεχνικός Διευθυντής των ακαδημιών.
Έτσι, δεν έζησα τη στέρηση των αποδυτηρίων. προπονήσεις, παιχνίδια, επαφές με τους προπονητές, συζήτηση για τα παιδιά.
Μάλιστα, είχαμε κερδίσει το Πρωτάθλημα στους Προπαίδες, τους Παίδες και τους Νέους στην ΕΠΣΜ, αν και σε αυτές τις ηλικίες δεν είναι το ζητούμενο το αποτέλεσμα.
Από εκείνη τη φουρνιά βγήκαν ο Διούδης, ο Γιαννιώτας, ο Κατίδης, ο Γιαννίτσης , οι οποίοι αργότερα έπαιξαν στην Α’ ομάδα.
Έφυγα, γιατί έβλεπα ότι, για να είχε συνέχεια αυτό που κάναμε, έπρεπε να υπάρχει σύνδεση με τις ομάδες Κ17 και Κ19, πράγμα που δεν συνέβαινε.
Άλλες δυο φορές ήταν να επιστρέψω, αλλά δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις.
Έπειτα πήγα στην ΕΠΟ ως περιφερειακός προπονητής σε ένα πρόγραμμα του Σάντος, το οποίο έληξε άδοξα.
Παρακολουθούσα τα παιχνίδια των Μικτών στην Κεντρική Μακεδονία, επιλέγαμε τους καλύτερους και στέλναμε τις αξιολογήσεις στην Αθήνα.
Σταμάτησα, όταν έπρεπε να αξιολογήσω τον γιο μου.
Για τα επόμενα τρία χρόνια έγινα Πρόεδρος στον Εδεσσαϊκό.
Η τοπική κοινωνία αγκάλιασε αυτό που κάναμε, γνώρισα εξαιρετικούς συνεργάτες, με τους οποίους και χτίσαμε σχέσεις ζωής.
Ο ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής είναι μια άλλη κατάσταση.
Ανεβήκαμε στη Γ’ Εθνική, αλλά η οικογένεια και οι δουλειές με οδήγησαν στην απόφαση να φύγω.
Πλέον είμαι μέλος του ΔΣ της ΕΠΣ Πέλλας και ασχολούμαι με τις Μικτές ομάδες (με την Κ15 πήραμε το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα).
Σήμερα ασχολούμαι με το ερασιτεχνικό, αλλά κανείς δεν ξέρει τι θα φέρει η επόμενη μέρα.
Οτιδήποτε πάντως αποφασίσω να κάνω από εδώ και πέρα θα το κάνω εμπειρικά. Δεν ξέρω βέβαια αν φτάνει.
Πλέον έχω τη δυνατότητα οι επιλογές μου να βασίζονται στο τι θέλω και όχι στο τι πρέπει. Αν με γεμίζει, καλώς.
Ένα πράγμα μόνο για το οποίο έχω μετανιώσει είναι ότι δεν σπούδασα κάτι γύρω από το άθλημα, όταν σταμάτησα.
Το ποδόσφαιρο είναι η ζωή μου, θέλω να είμαι μέσα στον χώρο, έχω κάνει πολλά και διαφορετικά πράγματα, έχω περάσει από όλα τα πόστα.
Με δυο κουβέντες, το γουστάρω!
Ο Πέτρος Πασσαλής είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιώργος Κολτσίδας: Έτσι έπρεπε να ήμουν
Παναγιώτης Κατσιαρός: Όλα γίνονται για κάποιον λόγο