Δανδής. Δηλαδή ο κομψευόμενος άνδρας με προσποιητά αριστοκρατική συμπεριφορά, σύμφωνα με το Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη, ο (πιο απλά) εξεζητημένως κομψός, για τον Δημητράκο.
Πατ Ράιλι. Ο δανδής του ΝΒΑ, του οποίου η κομψότητα δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Ούτε και η αξία όμως. Ως μεγάλου προπονητή, ως ακόμα σημαντικότερου παράγοντα, ακόμα και ως παίκτη μια φορά κι έναν καιρό.
Αν υπάρχει ένας άνθρωπος της λίγκας που να προσωποποιεί τη διαχρονικότητα, το αφεντικό των Μαϊάμι Χιτ είναι. Με την απαραίτητη σημείωση ότι πάνω του δεν συναντάς κάτι το προσποιητό. Αυτός είναι. Με το απαράμιλλο στιλ, τα Armani κοστούμια του, το χτενισμένο προς τα πίσω μαλλί. Κάτασπρο πλέον, για να τονίζει και τα χρόνια που κουβαλά. Πρωταγωνιστώντας. Σταθερά.
Σε έξι διαφορετικές δεκαετίες εκτείνονται οι τελικοί στους οποίους έχει φτάσει με κάθε ιδιότητα ο «Νονός», όπως τον ξέρουν και τον αποκαλούν συνηθέστερα στις ΗΠΑ. Kι αν είχε βρεθεί ένα μόλις έτος νωρίτερα στους Λέικερς ως μπασκετμπολίστας, οι δεκαετίες αυτές θα ήταν επτά.
Οκτώ γράμματα όλα κι όλα στο ονοματεπώνυμό του, εννιά οι τίτλοι του στο ΝΒΑ. Με πρώτο το 1972. Την χρονιά που ο Φράνσις Φορντ Κόπολα σκηνοθετεί στη γενέτειρα του Ράιλι, τη Νέα Υόρκη, τον πρώτο «Godfather». Η πλοκή, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Μάριο Πούτσο, εκτυλίσσεται το 1945 επίσης στη Νέα Υόρκη. Είναι το έτος γέννησης του δικού μας «Νονού». Τα φώτα σβήνουν, το έργο αρχίζει.
Όλοι οι δρόμοι ξεκινούν απ’ τη Ρώμη
Ιρλανδικό το αίμα, όπως προδίδει το «Πάτρικ». Οι προπάπποι του αφήνουν στις αρχές του 19ου αιώνα το Κο Κάβαν και περνάνε τον Ατλαντικό, για να δουλέψουν στην κατασκευή του Erie Canal. Την πρώτη πλωτή οδό που συνέδεε τον Ωκεανό με τις Μεγάλες Λίμνες, αφενός οδηγώντας στον εποικισμό των γύρω περιοχών, αφετέρου συμβάλλοντας στην οικονομική άνθηση της πολιτείας της Νέας Υόρκης.
Στα βόρειά της, σε μια κωμόπολη ονόματι Ρώμη (Rome), έρχεται στον κόσμο ο Πάτρικ Τζέιμς Ράιλι στις 20 Μαρτίου του 1945. Μεγαλώνει στο γειτονικό Σενεκτάντι, πέμπτο από τα έξι παιδιά του Λι και της Μέρι Ροζαλία. Επαγγελματίας παίκτης μπέιζμπολ επί 22 χρόνια σε -μικρές πάντως- λίγκες, ο μπαμπάς περνάει στον μικρό την αγάπη του για τον αθλητισμό και το καλό γούστο στο ντύσιμο. Ανοίγοντας τα ντουλάπια, ο Πατ δεν θαμπώνεται από τις φόρμες και τις φανέλες, αλλά από τα σακάκια τύπου Κλαρκ Γκέιμπλ. Από τις κατακόκκινες γραβάτες.
Παίζει κι ο ίδιος μπέιζμπολ, είναι ακόμα καλύτερος στο αμερικανικό φούτμπολ, στο οποίο αριστεύει και γίνεται αργότερα επαγγελματίας ο αδερφός του, ο Λι Τζούνιορ. Ερωτεύεται τελικά το μπάσκετ.
Στο τοπικό χάι σκουλ Λίντον τίθεται αντιμέτωπος το 1961 του Πάουερ Μεμόριαλ. Κερδίζει ο Ράιλι, μα στο γηπεδάκι συρρέουν σκάουτερ για τον πανύψηλο αστέρα των χαμένων. Λιου Αλσίντορ τον λένε. Αυτός θα γίνει γνωστός ως Αμπντούλ-Τζαμπάρ και θα σαρώσει τους τίτλους του ΝΒΑ με προπονητή, εχμ, ναι, τον αντίπαλό του εκείνη τη βραδιά.
Στο Κεντάκι πηγαίνει πανεπιστήμιο ο Ράιλι, ο οποίος παίζει και φόργουορντ παρά τα μόλις 193 εκατοστά του. Άλλωστε, παίκτης ψηλότερος από 1.96μ. δεν υπάρχει στους «Rupp’s runts». Ο θρυλικός κόουτς (42 σερί χρόνια με τέσσερεις τίτλους ήταν αυτά), Άντολφ Ραπ, δεν κοιτάζει τα ύψη αλλά την αθλητικότητα. Τρέξιμο και Άγιος ο Θεός. Τρέξιμο που τους ευλογεί με τον Τελικό του NCAA το 1966.
Εκτός από κοντοί οι παίκτες του Ραπ είναι και (όλοι) λευκοί. Κάτι που έρχεται σε απόλυτη αντιπαραβολή με τους αντιπάλους τους στο ματς για τον τίτλο. Το Τέξας Γουέστερν του τολμηρού Ντον Χάσκινς, βλέπετε, είναι το πρώτο κολέγιο στην ιστορία που παρατάσσεται με πέντε μαύρους βασικούς. Και θριαμβεύει με 72-65, στον ιστορικό αγώνα που εμπνέει την ταινία «Glory Road».
Έχοντας βάλει από 19 πόντους στους αγώνες του Final 4, ο Ράιλι βελτιώνεται κι άλλο ως «αγριόγατα» στην τρίτη χρονιά του… και τελευταία. Στο πρόσωπό του οι Σαν Ντιέγκο Ρόκετς βλέπουν έναν σκληροτράχηλο σούτινγκ γκαρντ που μπορεί να κάνει πολλά πράγματα και σίγουρα να παίξει καλή άμυνα. Τον επιλέγουν έβδομο στο ντραφτ του 1967, τον κάνουν δικό τους, παρότι επιλέγεται και στο ντραφτ του NFL (στον 11ο γύρο), δίχως βέβαια να έχει παίξει κολεγιακό ποδόσφαιρο!
Η σαβούρδα που έφερε το «Showtime»
Το 1970 επιλέγεται στο expansion draft, ώστε να στελεχωθεί η νεοσύστατη ομάδα του Πόρτλαντ, ωστόσο είναι γραφτό του να μείνει στην Καλιφόρνια. Και να μεγαλουργήσει με τους Λέικερς.
Στο καπάκι καταφτάνει μέσω ενός τρέιντ στο Λος Άντζελες και το 1972 φοράει το πρώτο του δαχτυλίδι. Με θύματα τους Νικς της δικής του Νέας Υόρκης. Ο Τζέρι Γουέστ είναι ο πρώτος σκόρερ, ο Γουίλτ Τσάμπερλεϊν ο MVP, ο Ράιλι με τις μεγάλες φαβορίτες ο επιδραστικός ρολίστας που έρχεται από τον πάγκο.
Το καλοκαίρι που έχει προηγηθεί, ένας άλλος κόουτς -μετά τον Ραπ– που τον επηρεάζει βαθιά, ο Μπιλ Σάρμαν, τον έχει προειδοποιήσει πως, μόνο αν γίνει ο παίκτης της ομάδας με την καλύτερη φυσική κατάσταση, θα έχει θέση σε αυτήν. Πλακώνεται περισσότερο από ποτέ στη γυμναστική και τα βάρη, κερδίζει με το σπαθί και κυρίως τον ιδρώτα του σημαντικό ρόλο και εν τέλει το Πρωτάθλημα.
Πραγματοποιεί και σεζόν με διψήφιο αριθμό πόντων (11), προτού το 1975 πάει στο Φοίνιξ για να κλείσει την καριέρα του, με συμμετοχή εκείνη τη χρονιά ξανά σε ΝΒΑ Finals, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά. Επικρατεί το τεράστιο φαβορί. Η Βοστώνη. Θα την… περιποιηθεί καλά ως τεχνικός λίγο αργότερα των «Λιμνανθρώπων»…
Έχοντας από το 1977 τον ρόλο του σχολιαστή στους αγώνες των τελευταίων, δύο χρόνια αργότερα προσλαμβάνεται ως ασίσταντ κόουτς. Ο Τζακ ΜακΚίνι πέφτει από το ποδήλατό του και τραυματίζεται σοβαρά στο κεφάλι, ο Πολ Γουέστχεντ που τον αντικαθιστά παίρνει για βοηθό τον Ράιλι. Να και το δεύτερο δαχτυλίδι του, στη ρούκι σεζόν του Μάτζικ Τζόνσον!
Μόνο που ο Μάτζικ δεν τα πάει καλά με τον χεντ κόουτς και, στην απειλή του να ζητήσει ανταλλαγή, ο οργανισμός αντιδρά διώχνοντας τον Γουέστχεντ λίγο μετά την έναρξη της περιόδου 1981-1982. Οι εξελίξεις τρέχουν τόσο γρήγορα που ο ιδιοκτήτης, Τζέρι Μπας, συγκαλεί συνέντευξη Τύπου ώστε να ανακοινώσει τον Γουέστ ως υπηρεσιακό τεχνικό, αλλά η δόξα του συλλόγου (που δεν γουστάρει το προπονητιλίκι, έχοντάς το δοκιμάσει εν τω μεταξύ) διευκρινίζει… live στους δημοσιογράφους πως πρώτος θα είναι ο Ράιλι και ο ίδιος απλώς θα τον βοηθάει!
Εποχή «Showtime» πλέον από σπόντα. Πατώντας στο up tempo παιχνίδι των προκατόχων του και δη του Γουέστχεντ, ο οποίος για κάποιους είναι ο θεμελιωτής της ομώνυμης περιόδου στο Λ.Α., o Ράιλι κατακτά άλλα τέσσερα Πρωταθλήματα μέχρι το 1988.
Η πιο θεαματική ομάδα του ΝΒΑ κινείται ανάλογα με τις προσταγές της αόρατης μπαγκέτας του Μάτζικ, διαθέτοντας και τον πιο κυρίαρχο (sic) σέντερ στο πρόσωπο του Τζαμπάρ. Έχει και τον αμυντικό εξπέρ, Μάικλ Κούπερ, στην περιφέρεια, έχει και τον σαρωτικό φόργουορντ, Τζέιμς Γουόρθι μετά το τρόπαιο του ’82. Και Μπομπ ΜάκΑντου πρώτα και Μπάιρον Σκοτ μετά…
Έχει βέβαια και τον μεγαλύτερο σταρ ανάμεσα στους προπονητές. Τον απαστράπτοντα Ράιλι, να διευθύνει με το αυστηρό και ταυτόχρονα κουλ στιλ του την «κιτρινομώβ» ορχήστρα.
Στιλιστικά, το μουστάκι, τα ενίοτε γένια και οι πάσης φύσεως τρίχες στο πρόσωπο της θητείας του ως παίκτη έχουν δώσει τη θέση τους στο καθημερινό ξύρισμα. Στο τζελ στα μαλλιά, τη χτένα στην τσέπη. Συχνά-πυκνά την βγάζει και ισιώνει προς τα πίσω. Και ξεκαρδίζεται ειλικρινώς στα γέλια, μαζί με το κοινό, όταν ο ομόλογός του (στο επάγγελμα) και… αντίθετός του (στο σουλούπι, παχύς και ατημέλητος), Φρανκ Λέιντεν της Γιούτα, τον τρολάρει. Βγάζει κι αυτός μια τσατσάρα εν ώρα αγώνα και κάνει πως χτενίζει το πυκνό μαλλί του.
Τακτικά, χρησιμοποιεί διάφορα συστήματα και καινοτομεί στην άμυνα, εφαρμόζοντας παγίδες και περίεργους σχηματισμούς. Στα πλέι οφ αυτή ακριβώς, η άμυνα, είναι που φέρνει τα χρυσά δαχτυλίδια. «Νο rebounds, no rings», το μότο του. Η δε ευχέρειά του στο λέγειν και στο… πείθειν απαράμιλλη.
«Εγγυώμαι ότι θα το πάρουμε και του χρόνου», λέει στα αποδυτήρια, μετά τον τελευταίο -νικηφόρο- Τελικό του 1987. Το επαναλαμβάνει προς τον κόσμο, στην παρέλαση των Πρωταθλητών. Εγγυάται. Όχι θα προσπαθήσει (να), αισιοδοξεί (ότι), ευελπιστεί (πως)…
Φυσικά, φτάνει στο repeat. Και μπορεί η αναδυόμενη δύναμη της λίγκας, οι Πίστονς, να παίρνουν εκδίκηση και να του στερούν έναν τρίτο διαδοχικό τίτλο, εντούτοις ο Ράιλι έχει προλάβει να κατοχυρώσει το εμπορικό σήμα της χρήσης του όρου «three-peat»!
Home, sweet (and bitter) home
Ένας πρόωρος αποκλεισμός από τους Σανς το 1990 ρίχνει τίτλους τέλους στους Λέικερς. Ένα ακόμα… τηλεοπτικό διάλειμμα (ως σχολιαστής αγώνων) και πίσω στη δουλειά. Πίσω στα μέρη του. Νέα Υόρκη, Νικς.
Η επιλογή, βάσει ονόματος, hype του κλαμπ, εύλογη. Και βάσει δικών του απολαβών, στόχων, εντοπιότητας. Αλλά… να. Πώς θα κόλλαγε ο προπονητής του αλέγκρου «Showtime» και του χαμογελαστού Μάτζικ με το ξυλίκι από τους διάφορους Όουκλι, Μέισον, ΜακΝτάνιελ και Σταρκς ή με τον πάντα σοβαρό Πατ Γιούιν;
Μια χαρά την βρίσκει την άκρη και με τον συνωνόματό του και με την όλη αμυντικογενή παρέα των σκληρών της Νέας Υόρκης. Προπονητικός χαμαιλέων, προσαρμόζεται ο ίδιος στο διαφορετικό υλικό, μα απλώς πέφτει πάνω στη νέα δυναστεία του ΝΒΑ. Δεν είναι πια της δικής του ομάδας αλλά των -επίσης ανατολικών- Μπουλς.
Παραλαμβάνει ένα σύνολο που έχει “σκουπιστεί” από τους «Tαύρους» και τους φέρνει στο “αμήν”. Με Ράιλι στον πάγκο, οι Νικς φτάνουν τους ημιτελικούς της περιφέρειας στο έβδομο παιχνίδι. Έχουν κρατήσει τους Πρωταθλητές του Τζόρνταν και του Πίπεν τέσσερεις φορές κάτω από τους 90 πόντους, έχουν βγάλει τον ζεν Φιλ Τζάκσον από τα ρούχα του. Τη λεκτική κόντρα με τον Ράιλι είναι προφανές ότι την απολαμβάνει μονάχα ο δεύτερος.
Το 1993 ισοφαρίζεται το ρεκόρ συλλόγου με 60 νίκες. Από το 1973, από τον τελευταίο τίτλο δηλαδή. Το αρχικό 2-0 επί του Σικάγο τον φέρνει ξανά πιο κοντά από ποτέ. Φευ. Ο Γιούιν δεν βρίσκει συμπαραστάτες, ο «Air» ρίχνει μέχρι και 54άρα, οι Μπουλς φτάνουν σε αυτό που… έχει κατοχυρώσει ο αντίπαλός τους προπονητής. Το «three-peat».
Ένα βήμα τη φορά. Η άνοδος επιστεγάζεται με τους NBA Finals του 1994. Το αμυντικό masterclass του «Ράιλς», όπως χαϊδευτικά αποκαλείται, φέρνει την ομάδα του στους τελικούς, έχοντας δεχτεί μόλις μία 100άρα. Έχοντας αποκλείσει στο Game 7 Μπουλς (δίχως «MJ») και Πέισερς, με παθητικό και κάτω των 80 πόντων από δαύτους σε κάποια παιχνίδια.
Είναι πλέον σειρά των Νεοϋορκέζων να την πατήσουν στο έβδομο ματς. Αν και η μεγάλη ευκαιρία έχει χαθεί στο έκτο. Επανερχόμενοι στο Χιούστον, μειώνουν στο καλάθι και έχουν δική τους την μπάλα στα τελευταία 5”. Μία κατοχή, ένας τίτλος. Ο Ράιλι δίνει την μπάλα στον Σταρκς, ευελπιστώντας σε επανάληψη μιας φάσης ελάχιστα νωρίτερα με επιτυχή κατάληξη. Ο Χακίμ Ολάζουον, τούτη τη φορά, αλλάζει μαρκάρισμα στο σκριν, κολλάει στον κοντό και αλλοιώνει το σουτ…
Πανομοιότυπο το σενάριο στην επόμενη ποστ σίζον. Στον δεύτερο γύρο βρισκόμαστε πάλι στο Game 7 και με τους Νικς δύο πόντους πίσω 5” πριν το τέλος. Ο κόουτς προστάζει «Γιούιν» στο τάιμ άουτ. Στα χέρια του η μπάλα, στην κορυφή της ρακέτας. Ξεφορτώνεται δύο αντιπάλους, μπροστά από έναν τρίτο αστοχεί στο λέι απ.
Αποκλεισμός, τέλος εποχής. Ο Ράιλι αποχωρεί. Δίχως τίτλο. Στη μοναδική ομάδα του ως προπονητής που δεν γίνεται Πρωταθλητής. Φεύγει για Μαϊάμι, όπου του προσφέρεται και η θέση του Προέδρου, πέρα από του χεντ κόουτς, καθώς και ένα μερίδιο των μετοχών.
Κύριε Πρόεδρε, μας κακομαθαίνετε!
Γερή δόση από θάλασσα και ηρεμία, το καλοκαίρι του ’95. Προτού φτάσει στο Μαϊάμι για να γίνει ο γενικός δερβέναγας σε οτιδήποτε αγωνιστικό και μεταγραφικό, ο Ράιλι περνάει από τα μέρη μας. Προσκεκλημένος του Συνδέσμου Προπονητών (ΣΕΠΚ) και του Προέδρου του, Γιάννη Ιωαννίδη, παραδίδει μαθήματα και τα συνδυάζει με μερικές ημέρες χαλάρωσης σε πολυτελές κότερο στο Αιγαίο.
Χρόνος για τις παραλίες της Φλόριντα, στην αρχή τουλάχιστον, δεν υπάρχει. Πώς το ‘λεγε και ο δανδής της ροκ, ο Μπράιαν Φέρι, στο κομμάτι (το σημαδιακό 1972 κι αυτό) που άνοιγε το πρώτο άλμπουμ των Roxy Music; «Re-Make/Re-Model».
Ο δανδής του ΝΒΑ αναδιοργανώνει τον νέο του σύλλογο. Τον στελεχώνει με νέα πρόσωπα, τον αλλάζει έτσι ώστε να εμφορείται από τη λεγόμενη -με την πάροδο των ετών- «Heat culture». Σαφής ορισμός εδώ δεν υπάρχει.
Είναι η σκληρή δουλειά από τη δική του κεφαλή μέχρι τον τελευταίο υπάλληλο και η πίστη σε αυτήν. Ο απόλυτος επαγγελματισμός, η αφοσίωση στον οργανισμό, η αδιάκοπη προσπάθεια ανάδυσης στην επιφάνεια των καλύτερων στοιχείων από τον καθένα. Παίκτη, προπονητή, παράγοντα. Άλλωστε, όλες τις ιδιότητες τις έχει τιμήσει και με το παραπάνω ο «Ράιλς».
Έτσι έρχονται ο παρθενικός τίτλος του 2006, με τον ίδιο στην άκρη του πάγκου, έτσι κι εκείνοι της διετίας 2012-2013, με το πουλέν του, τον Έρικ Σπόελστρα, προπονητή. Να το ζωντανό παράδειγμα της κουλτούρας των Χιτ.
Τον παίρνει μαζί του το 1995, για να μοντάρει φάσεις των προσεχών αντιπάλων. Βοηθός υπευθύνου βίντεο… Δουλειά αξημέρωτα, σε ένα μικρό δωμάτιο χωρίς παράθυρα. Αλλά επειδή ο μικρός είναι έξυπνος και εργατικός, παίρνει τη μια προαγωγή μετά την άλλη και το 2008 γίνεται χεντ κόουτς. Και μαζί φτάνουν, εκτός των άλλων, στους τελικούς του 2014, του 2020, του 2023.
Ο Πρόεδρος εκεί. Να παρακολουθεί τις προπονήσεις, να μιλάει στους παίκτες. Πολλοί εκ των οποίων σε αρκετές χρονιές, βασικά οι περισσότεροι από κάθε άλλη ομάδα, είναι undrafted. Όπως ο Κέντρικ Ναν, για παράδειγμα. Βασικός ο κατοπινός ηγέτης του Παναθηναϊκού, ως ρούκι, παρακαλώ, σε χρονιά που φτάνει έως το τέλος του δρόμου. Όποιος αξίζει (και δουλεύει) παίζει. Κι ας μην έχει το όνομα, τις διακρίσεις, το βαρύ βιογραφικό.
Σκυλομαχίες και κοκορομαχίες
Για πότε περνάνε και μια και δυο και τρεις (ακόμα) δεκαετίες… Οι τέσσερεις διαδοχικές σκυλομαχίες στα πλέι οφ με την πρώην του, τη Νέα Υόρκη… Με αρνητική κατάληξη μάλιστα, μετά την πρώτη το 1997. Η διετία που χρίζει χεντ κόουτς τον Σταν Βαν Γκάντι, η επιστροφή του στον πάγκο και το Πρωτάθλημα του 2006 με Ντουέιν Γουέιντ και Σακίλ Ο’Νιλ…
Ως (μόνο) Πρόεδρος πια, οι τέσσερεις συνεχείς τελικοί και οι δύο τίτλοι στην εποχή των «Big-3» (D-Wade, Τζέιμς, Μπος). Η ψύχρανσή του με τον ΛεΜπρον, όταν ο τελευταίος αρνείται την ανανέωση και επιστρέφει στο Κλίβελαντ. Άλλο κεφάλαιο κι αυτό.
Αν με τον «King» απλώς ξεκόβει και δεν μιλάει για χρόνια, με άλλους η σχέση του είναι κατά καιρούς εχθρική. «Άλλους», ακόμα πιο σημαντικούς, πιο τρομακτικούς για έναν κοινό θνητό να τους πιάσει στο στόμα του. Όχι γι’ αυτόν.
«Η Αυτού Εξοχότης δεν χρεώνεται ποτέ φάουλ», καταφέρεται εναντίον των διαιτητών, ειρωνευόμενος τον Τζόρνταν, ύστερα από μια αναμέτρηση του 1997, στην οποία όντως δεν σφυρίζεται ούτε ένα στον «MJ».
Έναν χρόνο νωρίτερα ο Κομισάριος Ντέιβιντ Στερν έχει ακυρώσει την απόκτηση του Τζουάν Χάουαρντ από τους Χιτ, για παρατυπίες στην προσέγγισή του. «Είμαι πολύ θυμωμένος. Είμαστε πολύ πολύ θυμωμένοι. Και πέρασα το Σαββατοκύριακο στον πρωκτολόγο μου, προσπαθώντας να αφαιρέσω το κοντάρι που μου έχωσε το ΝΒΑ», η γλαφυρή αντίδρασή του.
Στο λέγειν, άμα θέλει, παύει να είναι κομψός. Πάνω απ’ όλα, η προάσπιση των συμφερόντων της ομάδας του. Αυτής, στη σύγχρονη εποχή, που έχει βρει τον ηγέτη της στον Τζίμι Μπάτλερ. Πιο ταιριαστός στη «Heat culture» δεν γίνεται. Ο overachiever, o τύπος της απόλυτης στοχοπροσήλωσης, όταν έρχεται η ώρα των πλέι οφ.
Ο τέντζερης κύλησε στο… Σικάγο και βρήκε το καπάκι. Εκεί είχε συνυπάρξει με τον Γουέιντ ο «Jimmy Buckets» και, με τις ιστορίες που του μετέφερε ο ιστορικός ηγέτης του Μαϊάμι, του είχε καρφωθεί να δουλέψει κάποια στιγμή για τον Ράιλι.
Ακόμα και από σπόντα, δίχως να κουνήσει το μικρό του δαχτυλάκι (το μοναδικό από τα 10 που δεν έχει ενθύμιο τίτλου!), ο «Νονός» έχει κάνει σπουδαία δουλειά κι ως recruiter δηλαδή. Προτού εξελιχθεί ίσως στον πιο επιδραστικό παράγοντα, είχε ψηφιστεί κόουτς της χρονιάς και με τις τρεις ομάδες στον πάγκο των οποίων έκατσε. Με όσα είχε κάνει και ως παίκτης, οι παρουσίες του σε ΝΒΑ Finals είναι 19 και… still counting. Από καταβολής ΝΒΑ το 1946, είναι παρών στο 25% εξ αυτών.
Ας είναι καλά σε εκείνη τη συνέντευξη Τύπου των Λέικερς η απροθυμία του Τζέρι Γουέστ να (ξανα)γίνει πρώτος προπονητής τους. Δεν είναι άλλος παρά αυτός που “δάνεισε” τη σιλουέτα του στο logo του ΝΒΑ.
Ο Ράιλι δεν χρειάζεται να δανείσει τίποτα. Η χαρακτηριστική φιγούρα του είναι πάντα εκεί, μια ζωή.
CHECK IT OUT: We love this game
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φιλ Τζάκσον, Ένας Διανοούμενος «Αποκρυφιστής»
Γκρεγκ Πόποβιτς: Τροχίζοντας το σπιρούνι