Κυριολεκτικά, καταμεσής του πελάγους. Για την ακρίβεια, οι Αζόρες ως αρχιπέλαγος ορίζονται.
Εννιά νησιά το σχηματίζουν, νησιά που δημιουργήθηκαν από ηφαιστειακές εκρήξεις. Μοιάζουν, στον χάρτη, κοντά το ένα με το άλλο, αλλά αρκετά από το μεγαλύτερο αυτών, το Σάο Μιγκέλ, απέχουν ως και 150 χιλιόμετρα. Ένα τσιγάρο δρόμος, τίποτα σε σύγκριση με την απόσταση από τη Λισαβόνα (1.400 χιλιόμετρα στα ανατολικά), το Μαρόκο (1.500 χιλιόμετρα στα νοτιοανατολικά) και από τις ακτές της Νέας Γης (1.900 χιλιόμετρα από την κοντινότερη στα δυτικά, του Καναδά).
Παραμένει μια από τις ελάχιστες θύμησες και σίγουρα η πιο κοντινή -χρονικά και χιλιομετρικά- της αλλοτινής παντοκρατορίας των Πορτογάλων στις θάλασσες. Είναι μια από τις δύο ακόμα αυτόνομες περιοχές που είναι ενταγμένες στο πορτογαλικό κράτος (η άλλη είναι η Μαδέιρα), με ό,τι συνεπάγεται ο όρος «αυτονομία» σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, νομικό, ανθρώπινο επίπεδο.
Ο πληθυσμός τους συνολικά δεν ξεπερνάει τις 250.000 ψυχές. Και πάλι καλά. Η τεχνολογική εξέλιξη δεν βοήθησε. Όχι στην ανάπτυξη των νησιών αλλά στο να γίνει με τον ίδιο βηματισμό. Και κυρίως με τον δικό τους να είναι ικανός να κρατήσει νέους, νέους που συγκρίνουν, βλέπουν και ονειρεύονται, στις Αζόρες, ειδικά με τα δέλεαρ, ανατολικά και δυτικά, να μην αφήνουν και πολλά περιθώρια σκέψης.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ξεκίνησε ένα τεράστιο μεταναστευτικό κύμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και συνεχίζεται ακόμη. Με, συνήθως πλέον, συγκεκριμένο προορισμό. Το Fall River, στο Ντάρμουθ, 40 λεπτά από τη Βοστώνη. Εκεί ζουν (δεύτερης και τρίτης γενιάς πλέον) περισσότεροι Αζορεσινοί απ’ ό,τι στο αρχιπέλαγος. εκτιμάται πως είναι πάνω από 300.000.
Ο πατέρας του Πέδρο Μιγκέλ Καρέιρο Ρεσέντες ανήκε σε άλλη γενιά. Αυτήν της μεγάλης φυγής.
Είχε την ευκαιρία να φύγει και αυτός από το Σάο Μιγκέλ. Όλη του η οικογένεια άλλωστε το έκανε. Αυτός πήγε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, έκατσε όλες κι όλες πέντε μέρες και επέστρεψε στο νησί. Δεν του πήγαινε, δεν του ταίριαξε.
Όχι πως είχε κάτι σπουδαίο να τον περιμένει. Ελαιοχρωματιστής ήταν μια ζωή και ερασιτέχνης ψαράς, χωρίς όμως να ξανοίγεται στο πέλαγος, αλλά αρκούμενος με τις ώρες να περιμένει το κούνημα του καλαμιού του, αναζητώντας (και βγάζοντας) -κυρίως- σαφρίδια.
Μπάλα έπαιζε. Ήταν καλός. Για τα δεδομένα τουλάχιστον της αυτονομίας των νησιών. Έφτασε ως την τρίτη κατηγορία, το ταβάνι δηλαδή που στα χρόνια της νιότης του μπορούσε η κορυφαία ποδοσφαιρική εκπρόσωπος από τις Αζόρες στα πορτογαλικά εθνικά πρωταθλήματα. Περισσότερο μνημονεύεται από τους συντοπίτες του ως ένα ταλέντο που λόγω συνθηκών δεν μπόρεσε να εξελιχθεί περισσότερο.
Ακόμη και σήμερα που ο κανακάρης του είναι γνωστός στην οικουμένη, εκεί στο Σάο Μιγκέλ, κάθε φορά που η κουβέντα φέρνει και προκαλεί τη σύγκριση, οι πρεσβύτεροι αναγνωρίζουν μεν το αυτονόητο, μα πάντα, πάντα, το αντιθετικό μπαίνει στην κουβέντα: «Αν ο πατέρας σου, Πέδρο, είχε τις ευκαιρίες που είχες εσύ». «Αν ζούσε στην εποχή σου». Αν, αν, αν…
Τα δεδομένα είναι πως τέσσερα πράγματα πέρασαν, γονιδιακά θαρρείς, από γενιά σε γενιά. Η προσκόλληση με τις Αζόρες το πρώτο. Κοσμογύρισε, το σπίτι του όμως στο αρχιπέλαγος δεν το αλλάζει με τίποτα. Το ψάρεμα το δεύτερο, έστω σε επίπεδο… εκτίμησης καλών ψαριών στο πιάτο. Η μπάλα ήταν το τρίτο και πιο χαρακτηριστικό, με την αρωγή ακριβώς αυτού του ονόματος με το οποίο έγινε γνωστός στην οικουμένη να είναι το τελευταίο.
Τρεις γενιές το κρατούσε κάθε αρσενικό της οικογένειας ως παρατσούκλι από την πλευρά της γιαγιάς του πατέρα του. Διακριτό στο Σάο Μιγκέλ, διακριτό στις Αζόρες, για κοντά έναν αιώνα, μα ως εκεί, αφού, μέχρι να το πάρει, τα όρια, τα σύνορα της εν λόγω φήμης, ποτέ δεν επεκτάθηκαν.
Πλέον όμως, δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχει, δεν αναγνωρίζεται και κανένας πρότερος κάτοχός του, χωρίς καλά-καλά να χρειάζεται ούτε η εκφορά του βαφτιστικού ονόματος. Το «Πέδρο Μιγκέλ Καρέιρο Ρεσέντες» είναι απλώς ένα ονοματεπώνυμο σε μια ταυτότητα. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Μια κανονιστική καταγραφή.
Το «Παουλέτα» όμως είναι η υπογραφή του στον χωροχρόνο…
Σαν το σπίτι δεν έχει
Τι κι αν η μητέρα του ήταν δασκάλα; Τα γράμματα δεν τα έπαιρνε. Ακριβέστερα, δεν τα… έβλεπε, δεν τα ήθελε, παρότι ακόμη και τώρα όσοι τον δίδαξαν έχουν να λένε για το μαθηματικό του μυαλό. Πρόδηλο χαρακτηριστικό της μετέπειτα σταδιοδρομίας του.
Αυτός ήταν μόνο μπάλα, μπάλα και πάλι μπάλα. Τίποτα άλλο. Στον δρόμο, στην αλάνα, στο σχολείο, στα διαλείμματα, ακόμα και στο ψάρεμα με τον πατέρα του συντροφιά του την είχε. Κανείς δεν τον εμπόδισε, κανείς δεν τον απέτρεψε. Ποιος να ψάχνει και τι να δείξει ως εναλλακτικές στις Αζόρες στις αρχές της δεκαετίας του ’80;
Ακολούθησε την προβλεπόμενη οδό. Γράφτηκε σε μια τοπική ομάδα και όσο μεγάλωνε τόσο αύξανε και τη φήμη του. Μέχρι τα 15 του είχε καλύψει τα 1.400 χιλιόμετρα ως τη Λισαβόνα. Ο συνεργάτης της Μπενφίκα, αγαπημένης ομάδας του πατέρα του, στις Αζόρες ενημέρωσε τους Λουζιτανούς και αυτοί τον κάλεσαν στην πρωτεύουσα για να τον τσεκάρουν. Για πρώτη φορά στη ζωή του μπήκε σε αεροπλάνο. Για πρώτη φορά στη ζωή του έφυγε από το νησί.
Έμενε σ’ έναν ξενώνα δίπλα ακριβώς από το (παλιό) Da Luz. Πολύβουο, με περισσότερο κόσμο να το περιδιαβαίνει καθημερινά απ’ όσος κατοικούσε στο νησί του. Του ήταν πολύ. Δεν το άντεξε. Για δύο εβδομάδες ζητούσε από τους υπευθύνους των «Aετών» να τον στείλουν στο σπίτι του. Ποια δοκιμή, ποια ευκαιρία;
Μπροστά στο σπίτι, στο νησί, στην οικογένεια, δεν φτούραγε τίποτα.
Και έτσι επέστρεψε στο πέλαγος. Άπραγος μεν, χωρίς όμως οι προτεραιότητές του να διαφοροποιηθούν. Στην καθημερινότητά του γύρισε, στην οποία και πάλι πρωταγωνιστούσε το τόπι, αλλά σε οικείο, σε απόλυτα συμβατό με τις παραστάσεις του επίπεδο. Κακά τα ψέματα όμως, από την στιγμή που είχε μπει στα ραντάρ των μεγάλων, δεν γινόταν να συνεχίσει απαρατήρητος.
Εκεί λοιπόν όπου απέτυχε η Μπενφίκα, ήρθε να δοκιμάσει η Πόρτο. Το επόμενο κιόλας καλοκαίρι του ημιτελούς δοκιμαστικού στους Λουζιτανούς οι «Δράκοι» του πρόσφεραν θέση στις ακαδημίες τους χωρίς δοκιμή. Την δέχτηκε. Άντεξε περισσότερο, βγάζοντας μάλιστα και σεζόν και πανηγυρίζοντας στο τέλος της Πρωτάθλημα. Η φάμπρικα όμως είχε συγκεκριμένη λειτουργία και αυτή προέβλεπε πλέον τον δανεισμό του, προκειμένου σιγά-σιγά να μπει σε επαγγελματικά καλούπια.
Αυτό ήταν το μαντάτο που τελικά τον έστειλε, ξανά, πίσω στις Αζόρες, αφού αρνήθηκε τον δανεισμό και αποχώρησε και από την Πόρτο.
Μέσα σε μερικούς μήνες είχε φύγει, ανεξαρτήτως αιτίας, από τις ακαδημίες των δύο κορυφαίων ομάδων της Πορτογαλίας μόνο και μόνο για να γυρίσει σπίτι του.
Και η εκτίμηση πως η πόρτα των μεγάλων είχε μια και καλή κλείσει έμοιαζε ασφαλής. Και αποδείχτηκε τέτοια.
Συμβιβάστηκε με την πραγματικότητα. Έπιασε δουλειά. Γύριζε το νησί και πουλούσε εμφιαλωμένο νερό. Μεροκάματο πολύτιμο, αφού, παρότι συνέχιζε το ποδόσφαιρο, δεν φανταζόταν τότε πως θα ξεπερνούσε τον πατέρα του και πως θα ζούσε από δαύτο. Τόσο μάλιστα συμβιβασμένος με τη μοίρα του ήταν ώστε, όταν κοντά στην ενηλικίωση τον ζήτησαν από την Εστορίλ, αρνήθηκε.
Αρνήθηκε και δεύτερη φορά, ζητώντας να το σκεφτεί. Αρνήθηκε και τρίτη, επικαλούμενος ένα πλάνο ζωής που ήδη είχε καταστρώσει και δεν είχε σε καμία των περιπτώσεων προτεραιότητα το ποδόσφαιρο. «Πρώτα θα παντρευτώ και μετά βλέπουμε». Παντρεύτηκε. Και, όντως, μετά… είδε. Ήταν τυχερός που στην Εστορίλ δεν τον είχαν ξεχάσει και συνέχιζαν να τον θέλουν. Ως τα 22 του που τελικά το πήρε απόφαση…
Διαβατήριο το γκολ
Ό,τι έκανε σε απολύτως τοπικό επίπεδο στις Αζόρες, το έκανε και στην προαγωγή του στην (τότε) Β’ κατηγορία με την Εστορίλ. “Έγραφε”. Γκολ λοιπόν, από τη μία. Από την άλλη όμως, δεν ήταν μικρός, στα 22 πατημένα, δεν έπαιζε σε ομάδα που αποτελούσε κριτήριο, είχε τις εφηβικές αποτυχίες σε Μπενφίκα και Πόρτο, προφανώς το αντίβαρο πλεονάζε.
Ο χρονισμός όμως. Η στιγμή, η συγκυρία που μπορεί να αλλάξει καριέρες και ζωές. Τον ευνόησε. Την ίδια στιγμή που ολοκλήρωνε την πρώτη ουσιαστικά επαγγελματική του σεζόν, η Σαλαμάνκα υποβιβαζόταν από τη La Liga. Το μπάτζετ συρρικνώθηκε, οι αγωνιστικοί της στόχοι προσαρμόστηκαν και, μεταξύ άλλων, στις επιθυμίες και του νέου της προπονητή, του Πορτογάλου Ζοάο Άλβες.
Ακόμα και για το συγκεκριμένο πλαίσιο, ένας φορ ομάδας που τερμάτισε στη 12η θέση της δεύτερης κατηγορίας στην Πορτογαλία, στα 23 του τότε, δεν έμοιαζε συμβατή λύση, παρά ταύτα αποκτήθηκε κατόπιν εισήγησης του πατριώτη του τεχνικού, ο οποίος πάντως όλα κι όλα δύο παιχνίδια πρόλαβε να κάτσει στον πάγκο της Σαλαμάνκα.
Μνημονεύεται βέβαια ακόμη, αφού η μαντεψιά του με την αγορά του Παουλέτα έφερε τους «Charros» άμεσα ξανά στην Primera και μετά την πρώτη τους χρονιά εκεί έφερε και στα ταμεία 6 εκατ. ευρώ, το οποίο αποτελεί το ρεκόρ πώλησης στην ιστορία τους (ολοκληρώθηκε με τη διάλυση του συλλόγου το 2013), με την Ντεπορτίβο να αγοράζει τον φουνταριστό, ο οποίος σε δύο χρονιές σε Segunda και La Liga είχε απολογισμό ενός γκολ ανά δύο παιχνίδια.
Μέσα σε κάτι παραπάνω από τρία χρόνια ο Παουλέτα είχε βρεθεί από τα τοπικά στις Αζόρες στην κορυφογραμμή του ισπανικού ποδοσφαίρου.
Σε (επίσης, όπως η γενέτειρά του) ψαρότοπο, σε μια ομάδα που ξεχείλιζε ποιότητας, ταλέντου, πρωταγωνιστούσε και περίμενε την στιγμή της ιστορίας της. Με την ελπίδα πως αυτός θα ήταν το “εννιάρι” που θα την έκανε να συμβεί, με την προσδοκία όλων στο Riazor πως θα γέμιζε τα παπούτσια του Μπεμπέτο, του τύπου που είχε ουσιαστικά πυροδοτήσει όλη την έκρηξη των 90’s για την «Super Depor» (και δύο χρόνια πριν είχε αποχωρήσει).
Μόνο και μόνο ότι το αμέσως επόμενο της δικής του άφιξης στη Γαλικία καλοκαίρι η Ντεπορτίβο απέκτησε τον Ρόι Μακάι δείχνει πώς (του) κύλησαν τα πράγματα. Βασικός δεν έκανε, σε ρεζέρβα πολυτελείας μετατράπηκε και έγινε μάλιστα και αχρείαστη, όταν μετά την κατάκτηση του ισπανικού Πρωταθλήματος (2000) έφτασαν στο βορειοανατολικό άκρο της Ιβηρικής ο Ντιέγκο Τριστάν και ο Βάλτερ Παντιάνι.
Η μετακόμιση επιβεβλημένη. Άλλαξε χώρα, πήγε στη Γαλλία, μα πάλι θάλασσα έβλεπε. Μπορντό…
Νέα στάση, θέα πάντα στον Ατλαντικό
Τρίτη πρωί έφτασε στην πόλη που είναι χτισμένη στις εκβολές του Γκαρόν. Ίσα που πρόλαβε να κάνει μια προπόνηση. Οι νέοι του συμπαίκτες δεν εντυπωσιάστηκαν από τα σωματικά του προσόντα. Κακά τα ψέματα, ποτέ και κανέναν δεν θάμπωσε με δαύτα στην καριέρα του. Το μεγαλύτερο του προσόν ήταν η ικανότητά του να κρύβεται, να κάνει τον αμυντικό να τον ξεχνάει.
Να μην τον πιάνει το μάτι, να κάνει τον αντίπαλο να πιστεύει πως τον έχει, πως δεν κινδυνεύει ούτε από την ταχύτητά του (που δεν είχε), ούτε από τη δύναμή του (που είχε, αλλά περισσότερο τον έκανε να φαίνεται βαρύς στο γήπεδο), ούτε και από την αλτικότητά του (παρότι εξαίρετος -κυρίως λόγω τοποθετήσεων- κεφαλοσφαιριστής).
Μπορούσε λοιπόν να κρύβεται αποτελεσματικά σε όλο το παιχνίδι. Να περιμένει. Να ζει και να κινείται στο όριο. Του οφσάιντ. Της αλλαγής. Της ανυπαρξίας. Και να φανεί εκεί και όταν έπρεπε, οπότε, συνδυάζοντας την μοναδική του ικανότητα στα τελειώματα, να κάνει τη διαφορά σκοράροντας.
Με μια, σκάρτη λοιπόν προπόνηση, ντεμπούταρε την επομένη με τη φανέλα των Γιρονδίνων στο «Atlantico». Έτσι λένε οι Γάλλοι το ντέρμπι μεταξύ Ναντ και Μπορντό. Ντέρμπι όχι με την παραδοσιακή έννοια του όρου (300 και πλέον χιλιόμετρα χωρίζουν τις δύο πόλεις), η οποία έτσι κι αλλιώς σπανίζει στη Ligue 1, δημιουργώντας έτσι την ανάγκη της αναζήτησης στοιχείων για να στοιχειοθετήσουν τέτοια.
Εν προκειμένω λοιπόν, το κοινό στο «Atlantico» ήταν ότι Μπορντό και Νάντη βρέχονται από τον Ατλαντικό. Ο Ρεϊνάλντ Ντενουί εκείνη τη σεζόν (2000-2001) οδήγησε τα «Καναρίνια» στο τελευταίο Πρωτάθλημα της ιστορίας τους. Εκείνο το βράδυ όμως δεν είχε την παραμικρή ενημέρωση, το παραμικρό scouting report για τον νιόφερτο επιθετικό της Μπορντό. Μετά το τέλος του ντέρμπι δεν χρειάστηκε ξανά άλλο, όχι μόνο γι’ αυτόν αλλά για όλους στο Championat, αφού ο Πορτογάλος συστήθηκε με χατ τρικ.
Στα τρία χρόνια που πέρασε στην Μπορντό αναδείχτηκε δις πρώτος σκόρερ του γαλλικού Πρωταθλήματος, κορυφαίος παίκτης του στη δεύτερη σεζόν και ένας -τότε- από τους μόλις δύο συνολικά υποψηφίους από αυτό για την Χρυσή Μπάλα (μόλις πριν 20 χρόνια η Ligue 1 είχε δύο μόνο τέτοιους στην πενηντάδα…), πετυχαίνοντας συνολικά 91 γκολ σε 130 παιχνίδια.
Εκεί έγινε ο «Αετός των Αζορών», εξαιτίας του τρόπου που πανηγύριζε τα γκολ του. Ίδιος, μονότονος, επαναλαμβανόμενος τρόπος. Άνοιγε τα χέρια του σε υπερέκταση, φέρνοντάς τα ουσιαστικά πίσω στην πλάτη του, μιμούμενος το πέταγμα του αετού. Αυτό. Τίποτα παραπανίσιο, τίποτα εφετζίδικο, τίποτα το διαφορετικό.
Ιεροτελεστία. Είτε έβρισκε δίχτυα με πέναλτι, είτε σπρώχνοντας την μπάλα σε κενή εστία από μισό μέτρο, είτε με αεροπλανικό βολ πλάνε, όπως στον Τελικό, όπου πανηγύρισε το μόνο του τρόπαιο ως Γιρονδίνος, το Coupe de la Ligue του 2002, κόντρα στη Λοριάν (με δύο δικά του τέρματα), γκολ που θεωρεί ως το καλύτερο της καριέρας του.
Μεγάλο ψάρι σε μικρή λίμνη. Έτσι κι αλλιώς τότε το γαλλικό Πρωτάθλημα λογιζόταν ακόμη περισσότερο ως… λιμνούλα. Η Μπορντό δεν ήταν μέγεθος που μπορούσε επ’ αόριστόν να αρνείται τις προτάσεις που σωρηδόν κατέφθαναν. Από Αγγλία (Άστον Βίλα, Νιουκάστλ, Μάντσεστερ Σίτι, Άρσεναλ), Ισπανία (Βαλένθια, ακόμα-ακόμα και Μπαρτσελόνα), Γαλλία (η τότε μονοκράτειρα Λιόν), Ιταλία, ολούθε.
Και πάλι όμως ο χρονισμός ήταν ο καθοριστικός. Στην τελετή της βράβευσής του ως κορυφαίου του Πρωταθλήματος για τη σεζόν 2002-2003, μοιράζεται το ασανσέρ για να πάει στην αίθουσα με έναν άγνωστό του. «Πέδρο, θα σε φέρω στην Παρί», του λέει γελώντας και προκαλεί επίσης γέλιο. «Εντάξει, θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή», του απαντά ο Πορτογάλος, εμφανώς προσπαθώντας να αποφύγει περαιτέρω συζητήσεις. Ο συνομιλητής του το κατάλαβε, συστήθηκε και αποχώρησε: «Είμαι ο Φρανσίς Γκρεγιέ. Θα γίνω Πρόεδρος της Παρί».
Στις 5 Ιουνίου 2003 έγινε Πρόεδρος. Στις 10 Ιουλίου έναντι 10 εκατ. ευρώ ανακοινωνόταν η αγορά του Παουλέτα από τους Παριζιάνους…
Ήρωας μιας άλλης εποχής
Για να καταλάβει κανείς τι ήταν ο Παουλέτα για την Παρί, θα πρέπει να γυρίσει στην εποχή πριν το web 2.0, όταν ο σύλλογος δεν βρισκόταν υπό την σκέπη της χώρας του Κατάρ και όταν ακόμη όχι απλώς μπορούσες αλλά ίσως και να επιβαλλόταν να ακούς την εξέλιξη των παιχνιδιών της Ligue 1 ραδιοφωνικά.
Να περιμένεις εκεί, μεταξύ άγχους και ανίας, για να οπτικοποιήσεις με τη φαντασία σου τα λάθη, τις στιγμές έντασης, τις ευκαιρίες, να κάνεις εικόνες ό,τι οι εκφωνητές μετέφεραν με τα δικά τους μάτια, προτού ο συντονιστής διακόψει τις μεταδόσεις λέγοντας το «Γκολ στο Πάρκο». Αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που χρειάζονταν για να γίνει η σύνδεση, αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να ακούσεις τον ορυμαγδό της εξέδρας, τα συναισθήματα ήταν άπειρα.
Είχε σκοράρει η Παρί; Είχε προηγηθεί; Είχε ισοφαρίσει; Όταν πλέον ο αλαλαγμός και τα πανηγύρια περνούσαν από το καταταλαιπωρημένο ραδιοφωνάκι, δεν χρειαζόταν κάτι περισσότερο. Ξέραμε όλοι, το είχαμε καταλάβει. Όχι μόνο πως είχε σκοράρει η Παρί αλλά και ποιος είχε σκοράρει. Και απλώς περιμέναμε την ολοκλήρωση της μαγείας με την εκφορά των τριών μαγικών λέξεων: «Πέδρο Μιγκέλ Παουλέτα».
Ενδεικτικότερη περιγραφή από αυτήν που πριν χρόνια φιλοτέχνησε το γαλλικό περιοδικό «So Foot», ώστε να περιγράψει την εποχή που καθόρισε με την παρουσία του στο Παρίσι ο Πορτογάλος επιθετικός, δεν υπάρχει. Πήγε στην πόλη των αστεριών, ως ένα ποδοσφαιρικό μιας λίγκας που δεν μπορούσε τότε ούτε να αναδείξει ούτε και να κρατήσει και σε μια ομάδα που δημιουργήθηκε περισσότερο από ανάγκη να έχει έναν ποδοσφαιρικό εκπρόσωπο η γαλλική πρωτεύουσα.
Μα ποτέ, στις κάτι περισσότερο από τρεις δεκαετίες της ύπαρξής της, δεν μπόρεσε να μετατραπεί στις καρδιές και στις συνειδήσεις των Παριζιάνων ως κάτι περισσότερο από αυτό. από μια δηλαδή εμπορική και αθλητική αναγκαιότητα, από μια κοινωνικοπολιτική ουσιαστικά επιταγή. Όλα και όλα δύο Πρωταθλήματα είχε κατακτήσει ως τότε η Παρί και ο Παουλέτα στην παρουσίασή του οριοθέτησε ως στόχο να φέρει περισσότερα.
Mission impossible. Και ήταν και αποδείχτηκε. Ήταν, γιατί κλήθηκε να αντικαταστήσει κάποιον που δεν γινόταν να αντικατασταθεί. Κάποιον που είχε όντως μετατρέψει στο διάστημα της παριζιάνικης θητείας του την Παρί σε πόλο έλξης, δίνοντας λάμψη ανάλογη της πόλης στην ομάδα αλλά και στο Πρωτάθλημα. Εκείνο το καλοκαίρι ο Παουλέτα αποκτήθηκε ως (όχι φύσει και θέσει προφανώς) αντικαταστάτης του Ροναλντίνιο, ο οποίος μετακόμισε στη Βαρκελώνη.
Και αποδείχτηκε mission impossible, γιατί η Παρί δεν μπόρεσε ποτέ μήτε να ξεφύγει από την σκιά του Βραζιλιάνου μα ούτε και να πλαισιώσει το “εννιάρι” της με τάλαντο ανάλογο για να διατηρηθεί σε -έστω- πρωταγωνιστική τροχιά. Ο απολογισμός του Πορτογάλου σταθερός, εφάμιλλος ολάκερης της καριέρας του. Πάνω-κάτω ένα γκολ ανά δύο παιχνίδια και στην πενταετία του στο Παρίσι: 109 σημείωσε σε 211 συνολικά, επίδοση που ξεπεράστηκε στα χρόνια μιας… άλλης Παρί, διαμετρικά διαφορετικής, από τον Έντινσον Καβάνι και τον Ζλάταν Ιμπραχίμοβιτς.
Γκολ που όλα κι όλα όμως του έφεραν ακόμα δύο τίτλους πρώτου σκόρερ, ισάριθμα Κύπελλα Γαλλίας και άλλο ένα Coupe de la Ligue και, ταβάνι, τη δεύτερη θέση (στο -3 από την Πρωταθλήτρια Λιόν) στην παρθενική του σεζόν στο «Πάρκο των Πριγκίπων». Ελάχιστα. Και συνδυασμένα με συνεχή απαξίωση και κατρακύλα που έφεραν την Παρί να αποφεύγει τον υποβιβασμό κυριολεκτικά στο παρά πέντε της τελευταίας του σεζόν στο Παρίσι και τα γήπεδα (2007-2008).
Γι’ αυτό όμως λατρεύτηκε από τους οπαδούς των πρωτευουσιάνων. Γιατί έμεινε. Γιατί υπέμεινε.
Είχε αναρίθμητες ευκαιρίες να εξαργυρώσει τα γκολ του με μεταγραφές σε ομάδες που θα αναβάθμιζαν -αμετάκλητα- το αγωνιστικό του στάτους και θα προήγαγαν (περισσότερο) την υστεροφημία του. Δεν το έκανε, εξασφαλίζοντας όμως θείο στάτους -εσαεί- στους ultras της Παρί.
Οι δικοί του Βεράτι και Βαϊνάλντουμ λέγονταν Φρο και Εμπαμί. Οι δικοί του Αντσελότι, Τούχελ, Ποκετίνο λέγονταν Φουρνιέ, Λακόμπ, Λε Γκουέν. Οι δικοί του Νεϊμάρ, Εμπαπέ και Μέσι λέγονταν Πανκράτ, Ροτέν και Έβερτον. Είπαμε, χρονισμός. Στο Παρίσι δεν συνέβαλε στο να μεγαλώσει η τροπαιοθήκη του. Έφτιαξε όμως τον θρύλο του, κάνοντάς τον σημείο αναφοράς μιας εποχής που πλέον δεν υπάρχει…
Το μαράζι του 2004
Κρέμασε τα παπούτσια του πλήρης ποδοσφαιρικών ημερών. Το έκανε, έχοντας ακόμα ένα ρεκόρ, προσπερνώντας τον Εουσέμπιο στη λίστα των κορυφαίων σκόρερ της Εθνικής Πορτογαλίας. Του το πήρε αργότερα ο Κριστιάνο. Ακόμα και όταν το είχε όμως, ακόμα και όταν αγωνιζόταν, ποτέ δεν θεωρήθηκε ως η λύση στη διαχρονική αναζήτηση των Ιβήρων για έναν φουνταριστό που θα τους έλυνε όλα τα προβλήματα.
Ίσως το ότι ποτέ δεν έπαιξε σε κορυφαίο επίπεδο στην πατρίδα του. Ίσως γιατί συνέπεσε με τον (μορφονιό και προτιμότερο της κοινής γνώμης) Νούνο Γκόμεζ, ίσως γιατί ποτέ δεν αγωνίστηκε έχοντας προπονητή τον Μουρίνιο, ίσως γιατί στην εποχή του ισότιμος των Φίγκο, Ρουί Κόστα, Ντέκο δεν θα μπορούσε να λογίζεται ποτέ.
Μαράζι του, το μεγαλύτερο της καριέρας του, ο χαμένος Τελικός στο Euro 2004. Αγωνίστηκε σε πέντε παιχνίδια στο τουρνουά. Δεν σκόραρε. Ποτέ, φορώντας το εθνόσημο, δεν πέρασε μεγαλύτερο διάστημα χωρίς να βρει δίχτυα.
Από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας είναι Διευθυντής των τμημάτων υποδομής της Πορτογαλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Κυριολεκτικά διαφεντεύει την καλύτερη, πλέον ανταγωνιστική, κυρίαρχη παραγωγική διαδικασία της υφηλίου, μέσω της οποίας συντηρείται ένα μεγάλος μέρος της σύγχρονης football business. Είχε-δεν είχε λοιπόν, ήθελε-δεν ήθελε, έγινε κομμάτι της, μέρος της, έστω και αν παραμένει ρομαντικός, εστιάζοντας μόνο σε όσα η αρμοδιότητά του επιτάσσει, έχοντας μάλιστα εν τω μεταξύ ιδρύσει και ακαδημία με την επωνυμία του στην Αμιάν.
Μένει πλέον στη Λισαβόνα (στα προάστια φυσικά, όπως σε τέτοια έμενε και στο Παρίσι), αλλά τουλάχιστον δύο φορές τον μήνα γυρίζει στο Σάο Μιγκέλ. Όταν έχει καλό καιρό βέβαια και μπορεί να πετάξει χωρίς προβλήματα. Δεν έχει μεγαλύτερο φόβο από τα αεροπλάνα. Τον καταπολεμά, μπαίνοντας και ταξιδεύοντας, αλλά μόνο όταν είναι σίγουρος για το ότι η πτήση του θα είναι -βάσει καιρικών συνθηκών τουλάχιστον- ομαλή.
Αετός και να μισεί τις πτήσεις…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η αιώνια προσμονή του Πάουλο Φούτρε
Ο ποδοσφαιρικός ιδεαλισμός του Σέρτζιο Κονσεϊσάο
Η ανορθόδοξη μαγεία του Ρικάρντο Κουαρέσμα
Μπρούνο Άλβες: Ταξίδεψε, μα Ιθάκη δεν ζηλεύει
Κριστιάνο Ρονάλτο, η έννοια του ασύλληπτου
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη