Τον 19ο αιώνα ο Ολλανδός αρχιτέκτονας, Κορνέλυς Λέλυ, συνέλαβε την ιδέα των φραγμάτων που θα μεγάλωναν το καλλιεργήσιμο έδαφος των Κάτω Χωρών (μεγάλο μέρος τους βρισκόταν τότε κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας).
Αυτή η έννοια του ευμετάβλητου χώρου ήταν που περίπου έναν αιώνα αργότερα θα μετουσιωνόταν στο ποδοσφαιρικό όραμα του Ρίνους Μίχελς. Ο θρυλικός προπονητής και εφευρέτης του περιβόητου «Total Football» ήταν που ασπάστηκε πρώτος το δόγμα που όριζε ότι… ο χώρος του γηπέδου μπορεί να μεγαλώσει ή να μικρύνει, αναλόγως του πώς θέλει να τον χρησιμοποιήσει κανείς. Όπως ακριβώς συνέβη δηλαδή και με το έδαφος της πατρίδας του.
Αυτή την ιδιόμορφη χωροταξική ταλάντωση, μία αγωνιστική φιλοσοφία, ήταν που το πρωτοπαλλήκαρό του, ο θαυμαστός Γιόχαν Κρόιφ, θα κουβαλούσε μαζί στις αποσκευές του, καθώς ταξίδευε στη Βαρκελώνη, για να αλλάξει μία για πάντα το DNA ενός ολόκληρου οργανισμού.
Όταν ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» επέστρεψε στο Camp Nou το 1988, αυτή τη φορά ως προπονητής, είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι θα μετέβαλλε ριζικά τη φιλοσοφία του club. Και, για να το πετύχει αυτό, όφειλε να ξεκινήσει από τη βάση της δομής.
Μέχρι τότε η Masia είχε ένα συγκεκριμένο πρότυπο για το ποιος θα περνούσε το κατώφλι της. Αυτό το μοντέλο υπαγόρευε τη δύναμη και την ταχύτητα. Κανείς πιτσιρικάς που δεν ήταν τόσο αθλητικός δεν μπορούσε να γίνει μέλος της, καθώς στην Μπαρτσελόνα αναζητούσαν τους μελλοντικούς “μάτσο” αθλητές, οι οποίοι θα ξεπερνούσαν το 1.80 στο ύψος και θα είχαν μούσκουλα.
Για τον Κρόιφ όμως η αξία βρισκόταν αλλού. Στην πρώτη δική του φουρνιά άπαντες έμειναν έκπληκτοι. Ο Αλμπέρτ Φερέρ, ο Σέρχι Μπαρχουάν, ο Γκιγιέρμο Αμόρ ήταν κοντοί και αδύνατοι.
«Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το κοντρόλ, η ταχύτητα της σκέψης, η αντίληψη του χώρου, το να μπουν τα κατάλληλα πιόνια στη σωστή τους θέση. Και εκείνος που θα συνέδεε όλο το εγχείρημα ήταν ο Πεπ Γκουαρδιόλα», θα αιτιολογήσει χρόνια αργότερα.
Η άποψη του Κρόιφ πως: «το να παίζεις ποδόσφαιρο είναι πολύ απλό, αλλά το να παίζεις εύκολο ποδόσφαιρο είναι το πιο δύσκολο πράγμα», βρήκε την έκφρασή του στο πρόσωπο του πιο αγαπημένου παίκτη που έβγαλε ο ίδιος από την ακαδημία.
Το παιδικό κλάμα
Ήταν 13 ετών, όταν ένας κυνηγός ταλέντων πλησίασε τον πατέρα του σε έναν αγώνα της Μανρέσα. Η δοκιμή στο Mini Estadi θα διαρκούσε μία βδομάδα και θα έπρεπε να λείψει από το σχολείο. Ο πατέρας του όχι μόνο δέχτηκε αλλά έχασε μέχρι και τη δουλειά του ως οικοδόμος, για να βρεθεί μαζί με τον μικρό του Χοσέπ, όπως πάντα ήθελε να τον αποκαλεί.
Το παιδί τους έπεισε και τον κράτησαν κοντά τους. Πλέον η Masia θα γινόταν με κάθε τρόπο το παντοτινό σπίτι του. Το πρώτο διάστημα έκλαιγε, του έλειπε η οικογένειά του. Σκέφτηκε να τα παρατήσει. «Τότε ήταν που με επισκέφθηκε η μητέρα μου. Άνοιξε διάπλατα το παράθυρο και μου έδειξε τη θέα. Μπροστά μας βρισκόταν επιβλητικό το Camp Nou. “Αυτό είναι το μέρος σου τώρα, αυτό είναι το όνειρό σου. Εκεί θα παίζεις σύντομα”, μου είπε και δεν κοίταξα ποτέ ξανά πίσω».
Το πρώτο ματς που έπαιξε με την τρίτη ομάδα της «Μπάρτσα» το 1988 ήταν μπροστά στον μέντορά του. Ο Κάρλες Ρεσάκ τον χρησιμοποιούσε στα δεξιά της άμυνας και ο μικρός δεν ήταν πολύ καλός. Του έλειπε κάτι για να κάνει τη διαφορά στη θέση αυτή. Ήταν αργός για τα πλευρά.
«Στο δεύτερο ημίχρονο θα τον βάλεις στο κέντρο και θα με θυμηθείς», ήταν η οδηγία του Κρόιφ στον παλιό συμπαίκτη του. Και έτσι συνέβη, με τον Πεπ να μην ξαναβγαίνει ποτέ από τη θέση του.
Δύο χρόνια αργότερα, στα 19 του, ο Ολλανδός θα τον έριχνε στα βαθιά. Ήταν ένα παράξενο πείραμα, σε μία ομάδα που ήταν συνηθισμένη να έχει ζόρικους παίκτες μπροστά από τους αμυντικούς της. Αυτό που αρχικά φαινόταν ως πρόβλημα ήταν ότι ο Πεπ παραήταν αδύνατος, δεν έμπαινε δυνατά στις μονομαχίες και έδειχνε πολύ εκλεπτυσμένος για να υπηρετήσει το συγκεκριμένο καθήκον.
Ο Κρόιφ όμως έβλεπε αυτό που οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν και επέμεινε.
Η ευτυχία της απλότητας
Το νέο αστέρι του είχε αυτό το χάρισμα που ο ίδιος αναζητούσε. Ήταν μία ιδιαίτερη ικανότητα ενός οργανισμού να διατηρεί σταθερές τις συνθήκες ανεξάρτητα της πίεσης του εξωτερικού περιβάλλοντος. Ένα ήρεμο μυαλό που ήξερε τι να κάνει και σε ποια στιγμή. Στο ρητορικό ερώτημα «Πόσο χρόνο χρειάζεται μία σκέψη για να γίνει απόφαση και να καταλήξει σε δράση;», ο Γκουαρδιόλα απαντούσε στην πράξη με τον πιο σύντομο τρόπο.
Ήταν λες και ακολουθούσε τους πιο βασικούς κανόνες της φύσης. Την απλοϊκή λειτουργία της στο να χρησιμοποιεί το λιγότερο δυνατόν από οτιδήποτε, παράγοντας όμως το μέγιστο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Και για εκείνον δεν ήταν μία έκπτωση στον τρόπο που έπαιζε. Το να απλοποιεί σήμαινε ότι αφαιρούσε αυτό που δεν ήταν απαραίτητο, ώστε αυτό που ήταν όντως να μπορούσε να σε βρει, να σου μιλήσει και να σε κάνει ευτυχισμένο. Όπως δηλαδή έκανε τους συμπαίκτες και τον προπονητή του.
Σε μία ομάδα που της έμελλε να μείνει στην ιστορία, έγινε βασικός στην αφετηρία του εγχειρήματος και βρέθηκε αμέσως να κερδίζει σε δημοφιλία ακόμα και τους σούπερ σταρ της. Μίκαελ Λάουντρουπ, Χρίστο Στόιτσκοφ, Χοσέ Μαρί Μπακέρο, Άντονι Θουμπιθαρέτα, Χούλιο Σαλίνας και Τσίκι Μπεκιριστάιν είδαν τον μικρό να τους επισκιάζει με το παιχνίδι και τον χαρακτήρα του.
«Τεχνική δεν είναι να μπορείς να κάνεις χίλια γκελάκια με την μπάλα. Οποιοσδήποτε μπορεί να το καραφέρει αυτό, αν επιμείνει. Τότε όμως μπορεί να εργαστεί στο τσίρκο. Τεχνική είναι να μπορείς να πασάρεις σωστά με τη μία επαφή, στη σωστή ταχύτητα και με προορισμό τον βηματισμό και το σωστό πόδι του συμπαίκτη σου», εξηγούσε ο Κρόιφ στον Τύπο και ουσιαστικά περιέγραφε το πουλέν του.
Στην… ώρα του
Στο 3-4-3 που θα διαμόρφωνε το θαυμαστό εγχείρημα της «Dream Team» o Πεπ γινόταν είτε ένας ακόμα σέντερ μπακ είτε το “10άρι” που φόρτωνε ασίστ τη φανταστική τριάδα, η οποία στην πορεία συμπληρώθηκε από τον μαγευτικό Ρομάριο.
Ενδιάμεσα, κάλυπτε όλους τους χώρους και τα κενά, καθώς διάβαζε τις φάσεις και μαζί κάλυπτε και το μειονέκτημα της ταχύητητάς του. Σήμα κατατεθέν του έγιναν οι μικρές λομπίτσες πάνω από τους αντίπαλους αμυντικούς και μερικές φορές οι 30άρες μπαλιές, κυρίως όμως ο τρόπος που ανέβαζε και κατέβαζε τον ρυθμό και το πώς ξεκλείδωνε όλο το σύστημα της «Μπάρτσα», όταν εκείνη δεχόταν πίεση.
Ακόμα και όσοι υποστήριζαν ότι δεν έχει κάνει ούτε μία ντρίμπλα στην καριέρα του έσπευσαν σταδιακά να υποκλιθούν στην ευφυΐα του. Ήταν λες και ο Θεός τον είχε προικίσει με ένα από τα εννέα είδη ευφυΐας, τη λεγόμενη «Χωροταξική Ευφυΐα», δηλαδή την ικανότητα οπτικοποίησης του τρισδιάστατου κόσμου.
Και κάπως έτσι έφερνε στο γήπεδο την πρακτική εφαρμογή μίας εκ των σημαντικότερων ρήσεων του Κρόιφ, σύμφωνα με την οποία «υπάρχει μονάχα μία στιγμή στην οποία μπορούμε να είμαστε στην ώρα μας. Εάν δεν είσαι εκεί, τότε είτε έχεις πάει πολύ νωρίς είτε πολύ αργά». Και ο Γκουαρδιόλα βρισκόταν σχεδόν πάντοτε στην ώρα του.
Ήταν εκεί στην πρώτη του χρονιά για να στεφθεί Πρωταθλητής. Και την αμέσως επόμενη χρονιά, μόλις στα 21 του, για να κατακτήσει το πρώτο Champions League (Πρωταθλητριών) στην ιστορία των «Blaugrana».
Στην ομάδα όνειρο
Παρά το νεαρό της ηλικίας του ήταν ήδη πολύτιμος. Αυτό που είχε προσδώσει στην ομάδα ήταν ότι κατανοούσε πότε θα ανακτηθεί η μπάλα. Διάβαζε το aggressive παιχνίδι των Αμόρ, Μπακέρο, Φερέρ, Ναδάλ, Κούμαν και βρισκόταν εκεί ακριβώς που έπρεπε, ώστε να πάρει άμεσα την κερδισμένη επαφή και να την μετουσιώσει σε ταχύτατη αντεπίθεση. Η μπάλα δεν έμενε σχεδόν ποτέ στα πόδια του για παραπάνω από δύο-τρία δευτερόλεπτα, ίσως και ακόμα λιγότερο. Ένα κράμα Τσάβι και Μπουσκέτς, από αυτό που θα δημιουργούσε δηλαδή χρόνια αργότερα από τον πάγκο.
Το να βρίσκει μέσα από αυτή την αμεσότητα ανέτοιμο τον αντίπαλο εξελίχθηκε σε κάτι σεμιναριακό.
Το 1992 θα αποδεικνυόταν η πιο μαγική ποδοσφαιρική χρονιά του. Αμέσως μετά τη νίκη επί της Σαμπντόρια στο Wembley, θα ζούσε το απόλυτο όνειρο στη μεγάλη αγάπη του. Η Βαρκελώνη φιλοξενούσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και ο Πεπ θα κατακτούσε ως αρχηγός με την Ισπανία το Χρυσό μετάλλιο.
Τα τέσσερα διαδοχικά Πρωταθλήματα θα οδηγούσαν την «Μπάρτσα» στο δύσκολο φινάλε μίας φανταστικής εποχής. Στον Τελικό του Champions League του 1994 η Μίλαν του Φάμπιο Καπέλο θα της έδινε ένα ηχηρό χαστούκι στο ΟΑΚΑ και το 4-0 θα ξεκινούσε μία κατηφόρα, η οποία θα κατέληγε στη φυγή του Κρόιφ δύο χρόνια αργότερα.
Μετά τον Κρόιφ
Θα ακολουθήσει στον πάγκο ο θρυλικός Μπόμπι Ρόμπσον, με τον Γκουαρδιόλα να γίνεται αυτοκόλλητος με τον νεαρό μεταφραστή του, τον Ζοσέ Μουρίνιο. Μαζί θα πάρουν το Κύπελλο Κυπελλούχων (1997), αλλά ο Άγγλος προπονητής θα απολυθεί και στη θέση του θα βρεθεί ο Λουίς Φαν Χάαλ. Ο Ολλανδός θα τον χρίσει αρχηγό και μαζί θα κατακτήσουν δύο ακόμα Πρωταθλήματα, με τον Πεπ να φτάνει συνολικά τα έξι σε μία δεκαετία.
Σε αυτό το διάστημα δεν θα τα πάει όμως εξίσου καλά με την Εθνική. Θα βρεθεί στο Μουντιάλ των ΗΠΑ (1994), αλλά το 1996 θα μαλώσει με τον Χαβιέρ Κλεμέντε και θα μείνει εκτός Euro, όπως θα συμβεί και στο Μουντιάλ του 1998 εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού. Θα κλείσει όμως εξαιρετικά με το εθνόσημο σε προσωπικό επίπεδο, καθώς στο Euro 2000 θα ψηφιστεί στην All Star 11άδα του τουρνουά.
Ο Ιούνιος του 2001 θα φέρει μαζί του και τον αιφνιδιασμό για τους Καταλανούς. Θα οργανώσει συνέντευξη Τύπου και θα τους αποχαιρετήσει απρόσμενα: «Μερικές φορές είναι καλύτερα να φεύγεις και όχι να σε διώχνουν. Μεγαλώνω και ήρθε η ώρα να δοκιμάσω διαφορετικά πράγματα», θα πει και θα κλείσει έναν μοναδικό κύκλο στην ιστορία του συλλόγου (16 τρόπαια).
Έπρεπε να το κάνει. Η Μπαρτσελόνα είχε μόλις τερματίσει τέταρτη, είχε αποκλειστεί με βαρύ τρόπο στο Κύπελλο από τη Θέλτα και όλα έμοιαζαν λάθος. Η αλλαγή ήταν επιβεβλημένη για όλους.
Εκείνο όμως που θα ξαφνιάσει τους πάντες ακόμα περισσότερο θα είναι ο προορισμός του. Κάτι που ωστόσο θα τον βοηθήσει στο να διαμορφωθεί οριστικά σε αυτό που θα παρουσιάσει μελλοντικά από τους πάγκους, αλλά θα αφήσει και το πιο μελανό στίγμα στο βιογραφικό του.
Στην Ιταλία
Ο Τζίνο Κοριόνι, επί 22 έτη Πρόεδρος της Μπρέσια, είχε πάθος με το να φέρνει στην ομάδα μεγάλα ονόματα. Το είχε κάνει με τον Γκιόργκι Χάτζι το 1992 και το 2000 έπεισε ακόμα και τον Ρομπέρτο Μπάτζο να αφήσει την Ίντερ και να μετακομίσει στο Mario Rigamonti.
Κάπως λοιπόν βρήκε τον τρόπο και έκανε την τρέλα με τον Γκουαρδιόλα. Με τον πολύπειρο και μετρ της άμυνας, Κάρλο Ματσόνε, στον πάγκο, είχε εκείνη την εποχή ένα διόλου ταπεινό ρόστερ. Στην επίθεση ο Λούκα Τόνι με τον Μπάτζο. Στο κέντρο οι Ίγκλι Τάρε, Μάρκους Σοπ, Μάρεκ Κοζμίνσκι και στην άμυνα οι Ντανιέλε Μπονέρα, Ντάριο Νταϊνέλι έβαζαν δύσκολα σε όλους και διασφάλισαν μία κάπως εύκολη παραμονή.
Η τακτική ανωτερότητά του σε σχέση με τους νέους συμπαίκτες του ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Αμέσως ξεχώρισε και δεν είχε πρόβλημα να διαχειριστεί ακόμα και το πιο brutal calcio.
«Πεπ, έτσι όπως διευθύνεις το παιχνίδι στο τερέν, σου λέω από τώρα ότι κάποια μέρα θα γίνεις ο καλύτερος προπονητής στον κόσμο», θα προβλέψει ο Ματσόνε έπειτα από ένα 3-0 επί της Φιορεντίνα.
Η χρονιά του εκεί έχει ξεκινήσει καλά. Ωστόσο, η είδηση που θα ακολουθήσει τον Οκτώβρη του 2001 θα σοκάρει. Σε ένα ματς με την Πιατσέντζα θα βρεθεί θετικός στην ουσία νοδρολόνη και θα τιμωρηθεί με τετράμηνο αποκλεισμό. Ο ίδιος θα επιμείνει για την αθωότητά του και θα δικαιωθεί έξι χρόνια αργότερα.
Το καλοκαίρι του 2002 θα του τηλεφωνήσει ο Φάμπιο Καπέλο. Η Ρόμα έχει κατακτήσει το scudetto την προηγούμενη χρονιά και του προσφέρει και πάλι την ευκαιρία να παίξει στο Champions League. Ωστόσο, ο Καπέλο το μετάνιωσε γρήγορα. Στις 189 ημέρες που τον είχε στην ομάδα, τον έβαλε βασικό μόνο έξι φορές και τον Γενάρη συμφώνησαν να αποχωρήσει.
Όταν έφυγε από τη Ρώμη, ο Ιταλός προπονητής έδωσε μία συνέντευξη και τον αποθέωσε ως άνθρωπο και ως μελλοντικό συνάδελφο: «Στον πάγκο και στα αποδυτήρια τις περισσότερες φορές ακούς ανοησίες από τους παίκτες. Ο Πεπ όμως μιλούσε διαρκώς για τέχνη, λογοτεχνία και έδινε συμβουλές τακτικής, πολλές φορές πιο εύστοχα κι από εμένα».
Όσο για τον ίδιο, όταν θα επέστρεφε στο ίδιο γήπεδο για τον Τελικό του Champions League το 2009 (Μπαρτσελόνα-Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ), θα αστειευόταν για το τότε πέρασμά του από τη Ρόμα: «Γνωρίζω τον πάγκο του Olimpico καλύτερα από τον αγωνιστικό του χώρο».
«Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω»
Στην είσοδο της Ακαδημίας του Πλάτωνα υπήρχε μία επιγραφή που έγραφε «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω». Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να κοσμεί την Μπαρτσελόνα της εποχής του Γιόχαν Κρόιφ και κατ’ επέκταση το ποδόσφαιρο που έμαθε να πρεσβεύει και που πήγε ένα βήμα (ή πολλά) παρακάτω ο πιο καλός μαθητής του. Ο Πεπ Γκουαρδιόλα πήρε τις αρχές του δάσκαλου και προχώρησε μέσα στο γήπεδο στην ανάδειξη της σπουδαιότητας του κενού χώρου στο παιχνίδι.
Στα αθλητικά χρόνια του πιστοποίησε το δόγμα ότι η αντίληψη αποτελεί ίσως την πιο σημαντική γνωστική λειτουργία του ανθρώπου, αφού αποτελεί βασική προϋπόθεση για τις υπόλοιπες λειτουργίες του γνωστικού συστήματος.
Βάσισε το παιχνίδι του εξ ολοκλήρου σε μία ιδιαίτερη διαδικασία, δια μέσου της οποίας λάμβανε ερεθίσματα μέσω των αισθήσεων και τα χρησιμοποιούσε για να επεξεργαστεί άμεσα τις πληροφορίες από το περιβάλλον γύρω του.
Και έπειτα ήρθε η ώρα να αποχωρήσει, ώστε να επιστρέψει, μέσα από το κοστούμι του, με μία ακόμα πιο ανώτερη μορφή. «Οτιδήποτε και αν υπήρξα ως ποδοσφαιριστής έφυγε. Τώρα ξεκινάω ως προπονητής και βρίσκομαι στο μηδέν»…
CHECK IT OUT: Τσίκι Μπεκιριστάιν: Αλλάζοντας το ποδόσφαιρο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Βιθέντε Ντελ Μπόσκε: Η αφτιασίδωτη λιακάδα ενός γαλήνιου μυαλού
Λουίς Ενρίκε: Το νόημα της ζωής
Ερνέστο Βαλβέρδε: Στα παραμύθια του Μπάμπουλο
Ο Τσάβι οδήγησε το ποδόσφαιρο στο μέλλον
Τσάμπι Αλόνσο, η επιτομή του cool / Τσάμπι Αλόνσο – Λεβερκούζεν: Xabi, vidi, vici