Σοκ. Τέτοιο ήταν.
Το Μαρόκο, το άγραφο Μαρόκο, το οποίο ήδη, έχοντας φτάσει στους «8» του κόσμου, ξεπερνούσε κάθε ταβάνι, προβλεπόμενο και απρόβλεπτο, ήταν αυτό που χώριζε την Πορτογαλία από την τετράδα του Παγκόσμιου Κυπέλλου του Κατάρ.
Και αποδείχτηκε πως οι Αφρικανοί ήταν αυτοί που τελικά δεν επέτρεψαν στους Ίβηρες να διεκδικήσουν αυτό που πίστευαν πως μπορούσαν. Και βάσει δυναμικού, ποιότητας, επιλογών, βάθους, είχαν κάθε λόγο να το πιστεύουν πως μπορούσαν να πάνε όλον τον δρόμο. Η ήττα λοιπόν πόνεσε. Πολύ. Ακόμα περισσότερο και από ένα σπασμένο χέρι.
Όσο και αν η ένταση κυριαρχεί και επιβάλλεται, πρόκειται για σπασμένο χέρι. Δεν γίνεται τον πόνο να τον προσπεράσεις. Δεν γίνεται να τον αγνοήσεις ούτε και να τον υποβιβάσεις. Για όσο διάστημα και αν είσαι στο γήπεδο, σε όποιο γήπεδο, σε όποιο παιχνίδι.
Δεν μοιάζει ρεαλιστικό καν ο θυμός και η απογοήτευση της ήττας, όσο επώδυνης και αν είναι, να ξεπερνούν το σωματικό άλγος, τόσο μάλιστα που, αρκετά μετά το τέλος του παιχνιδιού, ο παθόντας να στήνεται στις τηλεοπτικές κάμερες και οργισμένος να ξεσπαθώνει κατά της FIFA και του ορισμού ενός Αργεντινού διαιτητή, ο οποίος -βάσει των ισχυρισμών του- έκανε ό,τι μπορούσε με την… σφυρίχτρα του για να ευνοηθούν οι Μαροκινοί και έτσι η Εθνική του ομάδα να τους αντιμετωπίσει στα ημιτελικά και όχι την (δυνατότερη) Πορτογαλία.
Αυτός ήταν ο νταλκάς του, όχι το ραγισμένο του μπράτσο.
Υπό οποιαδήποτε άλλη συνθήκη, πολύ απλά, δεν θα ήταν πιστευτό. Υπήρξε όμως πιστοποίηση ιατρική, αρμόδια διάγνωση. Αργά πολύ, όταν κρύωσαν μυαλό και ψυχή και άρχισε να ακολουθεί και το σώμα, παραπονέθηκε για πόνους και έτσι τον πήγαν για εξετάσεις στο νοσοκομείο της Ντόχα.
Και μόνο τότε διαπιστώθηκε το κάταγμα που είχε υποστεί σε κάποια στιγμή της αναμέτρησης, χωρίς κανείς να γνωρίζει επακριβώς πότε. Και ούτε καν και ο ίδιος μπορούσε να προσδιορίσει τον χρόνο της ζημιάς και για πόσο τελικά αγωνίστηκε με σπασμένο χέρι, χωρίς να πάρει χαμπάρι, χωρίς να το νιώσει, χωρίς να επηρεαστεί στο ελάχιστο.
Χρειάζεται κάτι περισσότερο για να τεκμηριωθεί γιατί στα 40 του σήμερα παίζει ακόμη; Και όχι απλώς παίζει αλλά κάνει και τη διαφορά; Σκύλος. Ανελέητος. Χρειάζεται κάτι άλλο για να περιγράψει την σταδιοδρομία του, πάντα στο κορυφαίο επίπεδο, για πάνω από δύο δεκαετίες;
Κακά τα ψέματα, ούτε καν αυτό χρειάζεται. Το ακούς, το διαβάζεις, το βλέπεις, το μαθαίνεις, εντυπωσιάζεσαι. Μετά όμως ακούς, διαβάζεις, βλέπεις, μαθαίνεις πως αφορά στον Πέπε και απλώς γνέφεις το κεφάλι, αναγνωρίζοντας πως όντως για δαύτον ήταν μια ακόμα μέρα στη δουλειά (του).
Ούτε επιστήμονας μήτε “10άρι”. Ποδοσφαιριστής, στόπερ και με παρατσούκλι
Κανένα από τα βραζιλιάνικα ονόματα δεν έκαναν στον Ανέλ Φερέιρα. Για τον μοναχογιό του (άλλες τρεις κόρες έχει) ήθελε κάτι ξεχωριστό μα και συνάμα δηλωτικό της δικής του προσδοκίας. Μεγάλο και τρανό τον οραματιζόταν. Επιστήμονα, λόγιο, ακαδημαϊκό.
Γι’ αυτό και, ξεσκονίζοντας τα λήμματα της εγκυκλοπαίδειας, στο μάτι τού χτύπησαν δύο που θεώρησε ιδανικά: το πρώτο αφορούσε στον Γιοχάνες Κέπλερ, έναν Γερμανό αστρονόμο (τρελός και παλαβός τότε με την αστρονομία ο Ανέλ). Το δεύτερο στον Σαρλ Λουί Αλφόνς Λαβεράν, Γάλλο φυσικό και νικητή του βραβείου Νόμπελ το 1907.
Και από την στιγμή που το/τα βρήκε, ο Ανέλ δεν τσιγκουνεύτηκε. Ο κανακάρης του εφεξής θα άκουγε στο συνηθισμένα πλούσιο και μακρύ για πορτουγκέζο, αλλά ασυνήθιστα βάσει… πλέξης, Κέπλερ Λαβεράν Λίμα Φερέιρα.
Όσο ευφάνταστος ήταν στην ονοματοδοσία άλλο τόσο δεν αποδείχτηκε στο παρατσούκλι. Επιστήμονας, λόγιος, ακαδημαϊκός (εννοείται πως) δεν θα χρειαζόταν ποτέ τέτοιο. Οπότε πρωτίστως έπρεπε να αποδεχτεί πως το πατρικό του όνειρο χρειαζόταν μετασχηματισμό.
Δεν ήταν ο μόνος, αλλά ο πρώτος ήταν να βρει στον γιο του ένα προσωνύμιο, όταν αντιλήφθηκε πως το ποδόσφαιρο ήταν το ταλέντο του. Και, με τέτοιο όνομα, χρειαζόταν ένα γρήγορα. Αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να ξεσκονίσει εγκυκλοπαίδειες και κιτάπια, παρά μόνο να ανακαλέσει στο θυμικό του τα προσωπικά του γούστα.
Τον είπε λοιπόν Πέπε, τον αγαπημένο των δικών του παιδικών χρόνων φαντεζί εξτρέμ της Σάντος, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της επομένης. Εύηχο, εύκολο… βραζιλιάνικο. Και, επειδή οι συνήθειες δεν κόβονται, επίσης δηλωτικό του τι περίμενε, ποδοσφαιρικά πια, από τον γιο του.
“10άρι”, φορ, εξτρέμ, άντε το πολύ-πολύ μέσος. Κάποιος που να “φαίνεται” στο γήπεδο, βάσει τουλάχιστον των πατροπαράδοτων μέτρων και σταθμών του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου.
Αμ δε. Ούτε σε δαύτο είδε προκοπή, με τον Πέπε να μην το ‘χει και αναγκαστικά, για να συνεχίσει να παίζει, να γυρίζει πίσω, πολύ πίσω στο γήπεδο. Είχε ο Ανέλ μια μικρή, τελευταία ελπίδα να μην χαθεί στην… καρμανιόλα -για την κοινή θεώρηση- της καρδιάς της άμυνας, αλλά ούτε και ως δεξιός ακραίος που δοκιμάστηκε στις αρχές της εφηβείας του φτούρισε ο γιος του.
Και έτσι, σε συνδυασμό με το μπόι που πέταξε νωρίς αλλά και την έμφυτη, θαρρείς, ορμή και επιθετικότητα, την αψύτητα αλλά και την αγριόφατσα (κι όμως, από τότε την είχε), κατάντησε να έχει όλα τα απαραίτητα για να γίνει κεντρικός αμυντικός. Διαφορετικά, έτσι κι αλλιώς, κάπου αλλού για να παίξει προφανώς δεν υπήρχε.
Έμφυτη όμως; Η μαμά Ροζιλέν σίγουρα θα διαφωνήσει. Ή, έστω, δεδομένα δεν τον μεγάλωνε έτσι. Παιδί της μαμάς ήταν. Κυριολεκτικά. Μοσχαναθρεμμένος. Τόσο που μέχρι τα 17 του, όπως άλλωστε ο ίδιος έχει παραδεχτεί, πλάι της κοιμόταν, στο κρεβάτι των γονιών του.
Το αποχωρίστηκε για πρώτη φορά, όταν έφυγε από το σπίτι για να γίνει επαγγελματίας πια ποδοσφαιριστής.
Πάλι καλά…
Η πείνα και το τηλέφωνο
Χαρά Θεού το Μακέιο, η γενέτειρά του. Τουριστικό θέρετρο στο παραθαλάσσιο άκρο της Ανατολικής Βραζιλίας, αποκλειστικά εστιασμένο στον τουρισμό, με φροντίδα όποιος το επισκέπτεται πάντα να καλοπερνάει. Λίγο πριν το καλοκαίρι του 2001 αποφάσισαν να κάνουν το ταξίδι από την Πορτογαλία ο τότε Πρόεδρος της Μαρίτιμο, Κάρλος Περέιρα, και ο προπονητής Νέλο Βινγκάδα.
Είχαν ξεχωρίσει έναν κεντρικό αμυντικό του τοπικού Πρωταθλήματος. Τίποτα το ιδιαίτερο σε επίπεδο, αλλά για μια ομάδα όπως η “μικρούλα” Μαρίτιμο ψώνια από τα φαντεζί Ρίο και Σάο Πάουλο ήταν εκτός οποιασδήποτε σκέψης. Και στο τέλος-τέλος, ιδανική ευκαιρία να συνδυαστεί το τερπνό της διαμονής στο Μακέιο με το ωφέλιμο και το δια ζώσης τσεκάρισμα ενός (εφικτού) μεταγραφικού στόχου.
Ένα παιχνίδι είχαν προγραμματίσει να παρακολουθήσουν. Ίσα-ίσα. Είδαν τρία. Αβίαστη η πιθανολόγηση πως περνούσαν καλά, οπότε είχαν και το τέλειο άλλοθι για να επεκτείνουν την παραμονή τους. Όπως άλλωστε και τα ψώνια τους.
Τον αμυντικό που ήθελαν, τον Ρούζεβελτ Εζεκίας, τον πήραν. Δεν ήταν ο μόνος. Ένας Πρόεδρος μιας τοπικής ομάδας τούς προωθούσε και έναν επιθετικό. Συμφώνησαν να τον δουν. Για να γίνει μάλιστα και… ίσιωμα ο δρόμος, ο Πρόεδρος κανόνισε με τον αντίπαλο προπονητή να του βάλει προσωπικό αντίπαλο έναν άγουρο 17χρονο. Τον Πέπε. Μάλιστα, για να το διασφαλίσει ακόμα περισσότερο, πριν τη σέντρα ο Πρόεδρος τον έπιασε και του ζήτησε να μην δυσκολέψει τον φουνταριστό.
Χειρότερο ρουσφέτι δεν πρέπει ούτε να ζητήθηκε αλλά ούτε και να υλοποιήθηκε ποτέ.
Από το ένα αφτί του μικρού μπήκε, από το άλλο βγήκε. Ο επιθετικός ζήτημα είναι να ακούμπησε την μπάλα, μα οι Πορτογάλοι μουσαφίρηδες δεν πτοήθηκαν και τον δεύτερο που τελικά θα αγόραζαν τον βρήκαν σε έναν ακόμα στόπερ.
Πρόσθετη, όπως τότε θεωρήθηκε, χρησιμότητά του να βοηθήσει στον γρηγορότερο και ευκολότερο εγκλιματισμό του κατά δύο χρόνια μεγαλύτερου Εζεκίας.
Για την ιστορία, χαρτογραφημένα ποδοσφαιρικά τα ίχνη του φαίνονται ως τα 29 του, το 2010. Μετά χάθηκαν, αγνοούνται τελείως. Τότε, το 2010, ο ακόλουθός του, η… τσόντα, ήταν αναντικατάστατος στη Ρεάλ Μαδρίτης. Και σήμερα παίζει, πρωταγωνιστεί ακόμη.
Το δράμα πάντως τον συνόδευε από τότε. Στο τελευταίο του παιχνίδι στην Βραζιλία έσπασε το πόδι του. Για την ακρίβεια, του το έσπασε ένας αντίπαλος με μια φοβερά βίαιη, στα όρια του απροκάλυπτου, προβολή. Απροκάλυπτου, γιατί θεωρήθηκε πως ήταν αντίποινα για τον δρόμο που είχε κόψει σε εκείνον τον επιθετικό, φίλος του οποίου φρόντισε να εκδικηθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Η συμφωνία με τη Μαρίτιμο πάντως δεν τσάκισε όπως το πόδι του. Τα πρώτα βήματα του στην Πορτογαλία τα έκανε με γύψο και πατερίτσες. Το θετικότερο (μάλλον…) για τον κοντά ενήλικο Πέπε ήταν πως επιτέλους αποχωρίστηκε το γονικό κρεβάτι και την πάντα στοργική μητρική αγκάλη. Ίσως αυτό να του ήταν και το πιο δύσκολο, ακόμα περισσότερο από το σπασμένο πόδι.
Πέραν της ευλογίας, το μόνο που πήρε μαζί από τους γονείς του στο υπερατλαντικό ταξίδι ήταν ένα πεντοδόλαρο. Φτάνοντας στη Λισαβόνα, έπρεπε να διαλέξει. Είτε θα το ξόδευε για ένα τηλέφωνο στη Ροζιλέν είτε για να ικανοποιήσει την πείνα του. Κοντά δύο μέτρα, στα ντουζένια του, τι να του κάνει ένα μικρό γευματάκι στο αεροπλάνο σε οκτάωρη πτήση;
Ό,τι ποντάρατε, ποντάρατε.
Τη μάνα του πήρε. Και, για να φάει, βλέποντας τις αεροσυνοδούς της πτήσης του να πηγαίνουν στο lobby της εταιρείας τους για να γευματίσουν, τους ζήτησε ένα πιάτο από… οτιδήποτε. Του προσέφεραν δύο μπαγκέτες. Δεν το ξέχασε ποτέ. Αλλιώς να το αποδείξει δεν μπορούσε παρά μόνο φροντίζοντας έκτοτε κάθε του ταξίδι να το κάνει με τη συγκεκριμένη αεροπορική εταιρεία.
Ο Μέντες και το νεκροταφείο των κεντρικών αμυντικών
Καλοκαίρι του 2004 ο Ζοζέ Μουρίνιο έφευγε από το Das Antas ως Πρωταθλητής Ευρώπης με την Πόρτο για να γίνει ο «Εκλεκτός» της Τσέλσι και, κυρίως, ο ασφαλέστερος διαχειριστής των εκατομμυρίων που ως τότε πέταγε στον βρόντο ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς.
Μαζί του πήρε τον Ρικάρντο Καρβάλιο, στυλοβάτη εκείνης της εξαιρετικής Πόρτο (και τον ακραίο μπακ Πάουλο Φερέιρα). Και οι δύο, Μουρίνιο και Καρβάλιο, ήταν πελάτες του ανθρώπου που ουσιαστικά μόνος του άλλαξε την γεωγραφία και τη μεθοδολογία της football business, του περίφημου Ζόρζε Μέντες.
Οι δυο τους λανσαρίστηκαν έτσι ώστε να καλύψουν την ανάγκη της Τσέλσι. Η αποχώρηση του δεύτερου δημιούργησε μια άλλη στην Πόρτο. Και αυτή η ικανοποίηση από το πελατολόγιο του Μέντες περνούσε.
Η φάμπρικα, η συνέχειά της και ο τρόπος που χαράσσει καριέρες, ανεξάντλητα, συνεχώς και πάντα επικερδώς για όσους τη διαφεντεύουν, εξασφαλιζόταν από μια δική του επιλογή, παρότι ελάχιστα γκλαμουράτη για μια Πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Η βασικότερη όμως καταχώρηση του ποδοσφαιρικού διαβατηρίου του Πέπε ώστε να κάνει εκείνη την πρώτη διαδρομή, από τη Μαδέιρα στο Πόρτο, ήταν ακριβώς πως έγκαιρα, χωρίς κανείς άλλος να το πάρει χαμπάρι, πριν καν προλάβει να κάνει θόρυβο στη διετία που αγωνίστηκε στη Μαρίτιμο, εκπροσωπούνταν από τον Μέντες. Και κάπως έτσι έγινε «Δράκος».
Παρότι στην τριετία του στην Πόρτο δεν έφτασε σε ανάλογα διεθνή ύψη όπως αυτά που κλήθηκε να διαδεχτεί, εν τούτοις σε αυτό το διάστημα έμαθε να κερδίζει. Παιχνίδια και τίτλους, μπήκε στο μεδούλι του πρωταθλητισμού. Και έτσι, όταν δημιουργήθηκε η ανάγκη, παρουσιάστηκε και πάλι ως η κατάλληλη λύση για το επόμενο, ανεβασμένο επίπεδο.
“Βασιλικό” πια, με τη Ρεάλ να ξοδεύει 30 εκατ. για να τον ντύσει στα «λευκά». Επιλογή που τουλάχιστον ξένισε, που για τα μέτρα και σταθμά των «Galácticos» απείχε… αιώνες, με μια πανάκριβη αγορά ενός αμυντικού που προερχόταν από ένα παρακατανιό συγκριτικά με τη La Liga Πρωτάθλημα.
Πόσο μάλλον από την στιγμή που το task που καλούνταν ο νιόφερτος να αναλάβει ήταν απείρως δυσκολότερο από αυτό που επωμίστηκε στο Das Antas. Εκεί τον Καρβάλιο διαδέχτηκε. Στο Bernabéu για τέσσερα χρόνια έψαχναν κάποιον να φορέσει τα παπούτσια του Φερνάντο Ιέρο.
Πάκο Παβόν, Ραούλ Μπράβο, Άλβαρο Μεχία, Ρούμπεν Γκονθάλεθ, Βάλτερ Σαμουέλ, Τζόναθαν Γούντγκεϊτ, Κρίστοφ Μέτζελντερ, αυτοί των οποίων πρώτα τα ποδάρια είχαν αποδειχτεί μικρά, ο Σέρχιο Ράμος ακόμη αλώνιζε στα δεξιά της οπισθοφυλακής, ενώ ακόμα-ακόμα και ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής, Φάμπιο Καναβάρο, δεινοπαθούσε.
«Το νεκροταφείο των κεντρικών αμυντικών».
Έτσι περιγραφόταν η Ρεάλ, η ανασταλτική της λειτουργία, ο χώρος ευθύνης του. Και το αντιλήφθηκε ωμά, σκληρά, με το καλωσόρισες, όταν στο πρώτο ημίωρο της πρώτης αγωνιστικής της παρθενικής του σεζόν στην Ισπανία σε ντέρμπι με την Ατλέτικο οι «Rojiblancos» έκαναν ό,τι ήθελαν στο γήπεδο.
«Φάμπιο, κάλυψέ με», φώναξε στον παρτενέρ του.
«Όχι, όχι. Εδώ είναι ο καθένας για τον εαυτό του», η απάντηση του Ιταλού.
Αληθινό, υπερβολικό ή όχι (για την ιστορία η Ρεάλ επικράτησε σε εκείνο το παιχνίδι) το σκηνικό που έχει δημοσιοποιήσει, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως ήταν ενδεικτικό του τι τον περίμενε, του τι προβλήματος αποτελούσε πλέον, παρότι δεν το είχε δημιουργήσει, κομμάτι. Και η αλήθεια είναι πως κανείς στο ξεκίνημά του στη Μαδρίτη δεν τον αντιμετώπιζε ως λύση.
Άρχισε να εντυπώνεται ως δυνητικά μια τέτοια από -τι άλλο…- ένα «clásico». To πρώτο του, στο Camp nou. Η Ρεάλ το κέρδισε (1-0), με τον ίδιο να χρεώνεται και να μετατρέπει σε απλή αναφορά στο φύλλο αγώνα τον Ροναλντίνιο. Ήταν η πρώτη φορά που τα ισπανικά τηλεοπτικά δίκτυα ζήτησαν την αγριωπή του φάτσα για δηλώσεις.
«Μόλις άλλαξες τη ζωή σου σήμερα», η ψιθυριστή ατάκα στ’ αφτί του από τον Υπεύθυνο Επικοινωνίας της Ρεάλ, λίγον πριν τον φασκιώσει με μικρόφωνα και ακουστικά.
Pepe, mátalo
Το ακριβές μάλλον (θα) ήταν πως συνέχιζε να αλλάζει τη ζωή του. Πριν φτάσει στη Μαδρίτη, ένας ακόμα Βραζιλιάνος, ο Λουίζ Φελίπε Σκολάρι, φρόντισε να αξιοποιήσει τον… ύπνο των συμπατριωτών του(ς) και, ως τότε εκλέκτορας της Πορτογαλίας, τον κάλεσε στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα των Ιβήρων.
Δεν αρνήθηκε.
Με το που πάτησε το πόδι του στην ισπανική πρωτεύουσα, γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του. Τη δεύτερη δηλαδή, μετά τη μαμά Ροζιλέν, τη σύζυγό του πλέον Άννα Σοφία, η οποία του χάρισε (αργότερα) τα άλλα δύο θηλυκά που -ριζικά μάλλον- τον περιστοιχίζουν, τις δύο τους κόρες, Ανχελί και Έμιλι. Η αγαπημένη του χαλάρωση εκτός ποδοσφαίρου (όχι πως έχει παραπάνω): ταχυδακτυλουργικά τρικ μαζί τους ή να τις αφήνει να του ξυρίζουν -όπως κάνουν κέφι- το κεφάλι.
Αυτό που του έμενε ήταν να αλλάξει την εικόνα του. Το πιθανότερο είναι πως δεν (θα) το ήθελε. Σίγουρα όμως το προκάλεσε, ξεκινώντας μια αλυσίδα ενεργειών με την πλέον σοκαριστική και έκτοτε συνεχώς τροφοδοτούμενη από τον ίδιο, χωρίς πλέον να έχει καμία διάθεση αλλά και δυνατότητα αναίρεσης του προφίλ που εκείνο το βράδυ της 21ης Απριλίου του 2009 φιλοτέχνησε στον (ποδοσφαιρικό) εαυτό του.
Η Ρεάλ υποδεχόταν τη Χετάφε. Στο 85′, με το παιχνίδι στο 2-2, σε μια κόντρα των συμπολιτών της «Βασίλισσας» βρέθηκε να κυνηγάει τον Χαβιέρ Κασκέρο, ο οποίος μπαίνει στην περιοχή. Τον ακούμπησε στον ώμο. Άλλο που δεν ήθελε ο Ισπανός, σωριάστηκε στο χορτάρι και ο διαιτητής, αμέσως καταλόγισε πέναλτι.
Χωρίς να περιμένει να στραφεί σε αυτόν διεκδικώντας κάτι ή έστω επικαλούμενος αθωότητα για το πολύ εύκολο πέσιμο του αντιπάλου του, ο Πέπε, ενώ ο Κασκέρο ήταν σωριασμένος, σε μια κίνηση και ενώ έχει καταλογιστεί η παράβαση, αντί να κλωτσήσει την μπάλα, αστόχησε από τα νεύρα του και κλώτσησε το πόδι του αντιπάλου του.
Μάλιστα, έσπευσε ακαριαία να άρει όποια αμφιβολία περί τυχαιότητας ή ανεπιτήδευτου λάθους, κλωτσώντας αμέσως και πάλι τον Κασκέρο και βρίσκοντάς τον (ευτυχώς όχι γεμάτα αλλά εμφανώς) στην πλάτη.
Δεν έμεινε εκεί. Χωρίς να κοιτάει κανέναν και ούτε να συγκρατείται από κανέναν, όταν γύρισε στο ξαπλωμένο θύμα του, πήγε από πάνω του, τον άρπαξε από τον λαιμό, θέλοντας να του ζητήσει τα ρέστα, και, παραπατώντας προς τα πίσω, ενώ συμπαίκτες και αντίπαλοι έσπευδαν να μπουν στη μέση, πάτησε -και πιέζοντας πια με όλο του το βάρος- και τον αστράγαλο του Κασκέρο.
Ούτε αυτό του ήταν αρκετό, μιας και, όταν σηκώθηκε όρθιος, γρονθοκόπησε και τον Χουάν Αλμπίν, αποχωρώντας τελικά από το γήπεδο, χωρίς καν να έχει δει την κόκκινη κάρτα που του καταλογίστηκε, χωρίς καν να έχει δει τα καντίλια και τις χειρονομίες του Ίκερ Κασίγιας, ο οποίος έτσι προσπαθούσε να τον ξεπροβοδίσει, και παράλληλα βρίζοντας αδιάκριτα με το απολύτως κατανοητό σε οποιονδήποτε στον πλανήτη, ακόμα και στα ισπανικά, «π…νας γιοι».
Λεπτό όλα δεν κράτησαν. Έφτασε και περίσσεψε για να χαράξει την καριέρα του. Όχι προφανώς γιατί τιμωρήθηκε με 10 αγωνιστικές. Χάδι ήταν αυτό. Αλλά γιατί του έβαλε ανεξίτηλη πια λεζάντα στο παιχνίδι, στην εικόνα του. Και παρότι όσοι κατά καιρούς έχουν συνυπάρξει σε αποδυτήρια μαζί του ορκίζονται πως δεν είναι κωλόπαιδο, στο γήπεδο, σε κάθε γήπεδο, παντού είχε ταυτιστεί με τέτοιο.
Και, από καιρό εις καιρό, φρόντιζε να το επιβεβαιώνει. Τα παραδείγματα δεν είναι πολλά, είναι όμως αλησμόνητα.
Σχεδόν σε κάθε «clásico» καταρχάς. Πως λίγο έλειψε να αποκεφαλίσει με γονατιά τον Ντάνι Άλβες (και αποβλήθηκε) στα ημιτελικά του Champions League το 2011, πως στο επόμενο «κατά λάθος» -όπως ισχυρίστηκε απολογούμενος μετά- ποδοπάτησε το χέρι του Λιονέλ Μέσι (Ιανουάριος του ’12).
Πως τάισε το πεινασμένο για βαρβαρότητες (δικές του…) κοινό του Bernabéu προσφέροντας ένα ανεπανάληπτο σόου ΜΜΑ στη φιλοξενία της Λιόν στο Champions League του 2011, χωρίς μάλιστα να αποβληθεί.
Δεν περιοριζόταν μόνο στη «Βασίλισσα». Η κουτουλιά που έσκασε στα καλά του καθουμένου στον Τόμας Μίλερ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 (και του κόστισε την αποβολή) η πιο χαρακτηριστική σχετική ενέργειά του στην Εθνική Πορτογαλίας.
Ενίοτε ξεσπούσε και σε συμπαίκτες. Κάποτε γρονθοκόπησε τον Άλβαρο Αρμπελόα. Ήταν τόσο θολωμένος που τον πέρασε για αντίπαλο. Φανταστείτε.
To «Pepe, Pepe, Pepe, mátalo», «Πέπε, σκότωσε» δηλαδή, σύνθημα που πλείστες φορές ακούστηκε από την εξέδρα της «Βασίλισσας». Απλό και καθαρό, τόσο που παγώνει μόνο στο άκουσμα. Αυτές των αντιπάλων τον αποκαλούσαν «δολοφόνο». Απλό και καθαρό επίσης. Υπήρξε εκπομπή καταλανικού τηλεοπτικού σταθμού που του φόρεσε μάσκα του Χάνιμπαλ Λέκτερ.
Ορθάνοιχτος ο κύκλος
Ανεξαρτήτως αν αυτήν την στάμπα τη θέλησε, την γέννησε, την ενίσχυσε, ανεξαρτήτως αν η συγκεκριμένη περσόνα -όποτε και όπως εμφανιζόταν στο γήπεδο- του αδίστακτου, του “βρόμικου” υπερίσχυσε στην ποδοσφαιρική του πορεία, ανεξαρτήτως αν ο ρόλος που υποδύθηκε ή δέχτηκε να υποδύεται έγινε πετσί του, δεν ήταν αποτυχημένος. Ούτε κατά διάνοια.
Δέκα χρόνια πέρασε στα «λευκά», συνυπάρχοντας με μια ντουζίνα διαφορετικούς προπονητές και αποτελώντας για όλους ανεξαιρέτως βασική επιλογή. Κέρδισε τα πάντα: τρία Champions League, ισάριθμα Πρωταθλήματα, δύο Παγκόσμια Κύπελλα Συλλόγων, ισάριθμα Κύπελλα και Super Cup Ισπανίας και ένα Ευρωπαϊκό Super Cup, μπαίνοντας στην εξάδα των μη Ισπανών με τις περισσότερες συμμετοχές στην ιστορία της Ρεάλ.
Στην ιστορία της Ρεάλ.
Αυτός. Ο φονιάς. Ο ψυχάκιας. Ο αδίστακτος. Ο βρόμικος.
Δέκα χρόνια. Αξιομνημόνευτο για μια τέτοια ομάδα, σπανιότατο για το σύγχρονο ποδόσφαιρο, απίθανο για έναν τύπο σαν και δαύτον. Στο τέλος νομοτελειακά είχε παραγνωριστεί ακόμα και με τα… πόμολα στο Bernabéu. Επιβεβλημένη η αποχώρηση, με την εκκαθάριση που επιχείρησε ο Ζινεντίν Ζιντάν στην πρώτη του θητεία να τον περιλαμβάνει αυτονόητα.
Τότε η μετακόμισή του στην Τουρκία και την Μπεσίκτας, ενώ περπατούσε στα 35 του, θεωρήθηκε πως θα ήταν η κατάλληλη για να κολλήσει τα τελευταία, πλουσιοπάροχα ένσημα. Έτσι κι αλλιώς, είχε πανηγυρίσει και την κατάκτηση του Euro με την Πορτογαλία, οπότε πρακτικά δεν του έλειπε τίποτα.
Ενάμιση χρόνο μετά την Πόλη, επέστρεψε εκεί όπου άρχισαν όλα, στο Πόρτο. Ακόμα ένα σημάδι για το διαφαινόμενο τότε (και έκτοτε όμως) κλείσιμο οριστικά του κύκλου. Τέσσερα χρόνια αργότερα και ακόμη ανοιχτός είναι. Ψέματα. Ορθάνοιχτος.
Η τελευταία του εικόνα λίγες μέρες πριν σαρανταρίσει, στο πρώτο παιχνίδι της Πόρτο με την Ίντερ στους «16» του Champions League 2022-2023. Χασομέρια στην αναμέτρηση, οι «Δράκοι» έμειναν για τα τελευταία 20 λεπτά με 10 στο γήπεδο και το πλήρωσαν με το γκολ στο φινάλε από τον Λουκάκου.
Θα μπορούσαν και καλύτερα βάσει της εικόνας του παιχνιδιού, αλλά, όπως τελικά εξελίχτηκε, το 0-1 εύκολα το έπαιρναν και έφευγαν. Και όμως, παρά το αριθμητικό μειονέκτημα, παρά την καταπόνηση όλων, λίγο πριν τη συμπλήρωση και των καθυστερήσεων, ο γηραιότερος του γηπέδου, αφού πρώτα έχει απομακρύνει την μπάλα από την περιοχή του, ξεκινάει ένα σπριντ στον χώρο, προσπαθώντας να ανοίξει μια αντεπίθεση.
Γνωρίζει πως ματαιοπονεί, αλλά το κάνει. Όχι πλέον για εφέ. Γέρασε για τέτοια. Γέρασε μόνο για τέτοια. Το έκανε, γιατί το πίστευε, γιατί το είχε. Στα 40 του παρά τέσσερεις μέρες. Στο 94′, με την ομάδα του να παίζει με 10.
Κάποια στιγμή τον είχαν ρωτήσει αν σκέφτεται τη μετά το ποδόσφαιρο σταδιοδρομία του και αν θα τον ενδιέφερε να κερδίσει χρόνο, ξεκινώντας παράλληλα μαθήματα προπονητικής.
«Δεν γίνεται να προπονούμαι σωστά τα πρωινά και το απόγευμα να παρακολουθώ μαθήματα. Αυτό το πρόγραμμα θα επηρεάσει την αποκατάστασή μου, τη διατροφή μου (σ.σ. μανιωδώς σχολαστική, στα όρια της παράνοιας προσεκτική και ισορροπημένη), την ξεκούραση και τον ύπνο μου.
Δεν μπορώ να σκέφτομαι τι θα κάνω μετά το τέλος της καριέρας μου. Ακόμη σκέφτομαι την επόμενη προπόνηση, το επόμενο παιχνίδι, τον επόμενο τίτλο. Είμαι πολύ ανταγωνιστικός για να ασχοληθώ με οτιδήποτε διαφορετικό».
Καλά να είμαστε, αυτός θα ‘ναι, για την ανανέωση τούτων των αράδων στις 26 Φεβρουαρίου 2033. Στα 50 του. Ικανός είναι…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μπρούνο Άλβες: Ταξίδεψε, μα Ιθάκη δεν ζηλεύει
Λουίς Φίγκο: Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα…
Κριστιάνο Ρονάλντο, η έννοια του ασύλληπτου
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη