7 Μαΐου 2019, τοποθεσία Anfield.
Το βλέμμα κενό και καρφωμένο στο γρασίδι, είναι αστείο το πώς κάποιες φορές όλη η πραγματικότητα μπορεί να χωρέσει μέσα σε μια στιγμή, σε ένα καρέ, σε μια ρωγμή του χρόνου.
Κι εκεί, σε αυτή την αντιθετική ρωγμή, κρυβόταν η δική του πραγματικότητα. Ο Βαϊνάλντουμ σκοράρει ξανά, για δεύτερη φορά μέσα σε δύο λεπτά, και το Anfield πνίγεται στη φρενίτιδα, όσο η Βαρκελώνη παγώνει. Η Μπαρτσελόνα, στο χείλος του γκρεμού, νιώθει τα γόνατά της να κόβονται κι η Λίβερπουλ ανοίγει τα φτερά της, αγκαλιά με τη μεγαλύτερη πρόκριση στην ιστορία του Champions League.
Στη μέση εκείνος, άδειος, τραγικός πρωταγωνιστής, αλλά στα αλήθεια ασήμαντος. Ουδείς εστιάζει σε αυτόν. Για τους μεν είναι κιόλας ένα καμμένο χαρτί, για τους δε ήδη ανάμνηση. Πριν καν προλάβει να σηκώσει το κενό του βλέμμα, γίνεται αλλαγή, περνάει στον πάγκο και βυθίζεται στις σκέψεις του. Είναι απίστευτο, τα στενά περιθώρια της μοίρας σε όλο τους το μεγαλείο. Το ίδιο γήπεδο που θα μπορούσε να τον αποθεώνει εις τους αιώνες των αιώνων, τώρα τον καταβροχθίζει, το έμβλημα που τώρα φορά τον βαραίνει ανεπανόρθωτα, με έναν τρόπο που δεν είχε φανταστεί ποτέ. Πώς να φανταστεί ότι η εκπλήρωση του ονείρου του θα τον συνέθλιβε; Προδομένες φαντασιώσεις, ψευδαισθήσεις, διαλυμένα όνειρα.
Ο Φιλίπε Κουτίνιο δεν πήρε τίποτα από την «Μπάρτσα», η «Μπάρτσα» τίποτα από εκείνον. «Έγκλημα» βάφτισαν, μετά Χριστόν, την πολυσυζητημένη, ιστορική μεταγραφή του στην Μπαρτσελόνα.
Περισσότερο με τραγωδία έμοιαζε βέβαια. Αλλά και έγκλημα να ήταν, δεν θα ήταν κάποια κοινή περίπτωση εγκλήματος. Γιατί αυτός ο “εγκληματίας” δεν ένιωσε ούτε ίχνος μετάνοιας, δεν θα άλλαζε τίποτα από όσα έκανε. Άλλωστε -αν το έκανε- εγκλημάτισε για ένα όνειρο. Και τα όνειρα δεν είναι για να τα πιάνεις, αλλά για να τα κυνηγάς με ό,τι έχεις.

Ιανουάριος 2018: Ο Φιλίπε Κουτίνιο παρουσιάζεται από την Μπαρτσελόνα στο Camp Nou / Photo by: Eurokinissi.
Τα δικά του όνειρα, αυτά που κυνήγησε με ό,τι είχε στο γρασίδι, δεν ξεκίνησαν από εκεί αλλά από το παρκέ. Η μικρή του αφάνα ξεχώριζε ανάμεσα στο πλήθος, όπως ακριβώς κι εκείνος ξεχώριζε ανάμεσα στα παιδιά της ηλικίας του.
Και για πρώτη φορά αυτή χοροπήδησε ανέμελα, κυνηγώντας μια μικρότερη μπάλα, σε ένα μικρότερο γήπεδο, σε ένα γήπεδο futsal. Ξεκίνησε να παίζει στα 6 του. Πρώτα πήρε το ερέθισμα από τους δύο μεγαλύτερους αδερφούς του και έπειτα κατάλαβε πως ο μόνος τρόπος να σκίσει το πέπλο του ντροπαλού παιδιού που υπήρξε ήταν να έχει μια μπάλα στα πόδια.
Γεννήθηκε στο βόρειο τμήμα του Ρίο Ντε Τζανέιρο, σε μια δύσκολη, επικίνδυνη γειτονιά αλλά σε ένα καλό σπίτι, μια μεσοαστική οικογένεια που μπορούσε να του παρέχει τα βασικά που χρειαζόταν και που τον πρόσεχε σαν το μαργαριτάρι της. Ήταν ο μικρότερός τους, ο κανακάρης τους.
«Ήταν πραγματικά πολύ ντροπαλός. Ήταν ένα άλλο παιδί, όταν έπαιζε, γιατί ανοιγόταν. Αλλά δυσκολευόταν πολύ να κοινωνικοποιηθεί, ήταν πάντα μόνος του. Πήγαινε στο γήπεδο, έπαιζε και με το τελευταίο σφύριγμα έτρεχε στους γονείς του. Δεν μιλούσε στους συμπαίκτες του, δεν έλεγε λέξη», έχει πει για εκείνον ο Γκουάρα, ένας από τους πρώτους του προπονητές. Τον είδε να παίζει και τα έπαθε.
«Ήταν μάγος. Ένα μικροσκοπικό παιδί που τη μια στιγμή είχε την μπάλα εδώ και την επόμενη εξαφανιζόταν μαζί της κάπου αλλού».
Όταν για πρώτη φορά πλησίασε τον μικρό «Φιλιπίνιο», έτσι τον φώναζαν, τον τρόμαξε τόσο, με μια απλή κουβέντα, που ο μπόμπιρας έβαλε τα κλάματα και έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τα μπατζάκια του πατέρα του. Χρειάστηκε να τον πείσει κι αυτόν να δώσουν βάση στο ποδόσφαιρο. Ο πρεσβύτερος Κουτίνιο ήθελε να δει τον γιο του μηχανικό, πίστευε πως έτσι θα είχε ένα πιο σίγουρο μέλλον, μα όσοι τον πολιορκούσαν για τον Φιλίπε, όλοι γοητευμένοι από το ταλέντο του, έσπευδαν να του τονίσουν πως σίγουρο ήταν κι ότι θα τα κατάφερνε και στο ποδόσφαιρο.
Κι έτσι ο Φιλίπε πρώτα έμαθε να βρίσκει την άκρη του, να σπάει απότομα τη μέση του, να κρατά κολλημένο το τόπι στα πόδια του, να γεννά χώρο στους λαβυρίνθους ενός γηπέδου futsal κι έπειτα ξεχύθηκε στο “εντεκάρι”. Δεν ήταν ο πιο γρήγορος, ο πιο δυνατός, μα ήδη από τα πρώτα βήματά του είχε καταφέρει να ακονίσει την τεχνική και την αντίληψή του αρκετά για να κάνει πλάκα σε μεγαλύτερο γήπεδο, ακόμα και με μεγαλύτερους αντιπάλους.
Η Βάσκο Ντα Γκάμα ήταν αυτή που κέρδισε την κούρσα, τον έκανε δικό της νωρίς, πριν καν μπει στην εφηβεία του, μα άλλο τόσο νωρίς αναγκάστηκε να τον αποχαιρετήσει. Τουλάχιστον τυπικά, αφού η Ίντερ φρόντισε να εξασφαλίσει την υπογραφή του, όταν ήταν ακόμη 16 ετών, και να τον προσγειώσει στο Μιλάνο, με το που έκλεισε τα 18 του χρόνια.

Ο Φιλίπε Κουτίνιο με τη φανέλα της Ίντερ.
«Ο Κουτίνιο είναι το μέλλον της Ίντερ», δήλωσε με στόμφο ο Ράφα Μπενίτεθ, με το που τον είδε στο γήπεδο, λίγο αφού ανέλαβε τις τύχες των «Nerazzurri». Και πράγματι τον στήριξε σαν να ήταν ακριβώς αυτό. Τον έριξε στα βαθιά, του χάρισε το ντεμπούτο του στο Ευρωπαϊκό Super Cup του 2010, του έδωσε ευκαιρίες σε Πρωτάθλημα και Champions League και ο μικρός Βραζιλιάνος φρόντισε να ανταποδώσει, δείχνοντας κάποιες σπίθες του ταλέντου του.
Μόνο που κάτι οι μικροτραυματισμοί του, κάτι η αποχώρηση του Μπενίτεθ και η αδυναμία της Ίντερ να διαχειριστεί τον εαυτό της στη μετά-Μουρίνιο εποχή στην πραγματικότητα έφραξαν ολοκληρωτικά το “nerazzurro” μονοπάτι του Κουτίνιο.
Βλέποντας πως ούτε παίζει ούτε πρόκειται να το κάνει, το ντροπαλό παιδί βρήκε το σθένος να απαιτήσει το ελάχιστο, χρόνο συμμετοχής. Στο Μιλάνο ή αλλού. Κι η Ίντερ με συνοπτικές διαδικασίες τον επόμενο Γενάρη τον έστειλε στη Βαρκελώνη και την Εσπανιόλ.
Πήγε μόνος του. Οι γονείς του και η κοπέλα του, οι οποίοι τον είχαν ακολουθήσει στην Ιταλία, επέστρεψαν στη Βραζιλία κι αυτός έμεινε μονάχος σε ένα εντελώς καινούργιο περιβάλλον. Ήταν σαν διαδικασία μύησης, πρόκληση ενηλικίωσης, παιχνίδι επιβίωσης.
Και ο Φιλίπε θριάμβευσε. Ήταν παράδοξο. Όταν έφτασε στην Καταλονία, η Εσπανιόλ του Μαουρίτσιο Ποτσετίνο έκανε όνειρα τετράδας και Champions League και, όταν έφυγε, η ομάδα τερμάτιζε 14η, προδομένη από τις φιλοδοξίες της. Μα στο ίδιο διάστημα ο Κουτίνιο, αντί να βυθιστεί, κατάφερε να λάμψει, να δείξει πως αξίζει μια ευκαιρία στο κορυφαίο επίπεδο.
Οι έξι αυτοί μήνες τον διαμόρφωσαν, ο σταθερός χρόνος συμμετοχής τον μεταμόρφωσε, όμως τίποτα δεν άλλαξε την οπτική της Ίντερ, η οποία έδειχνε να αδιαφορεί για το -κατά Μπενίτεθ- “μέλλον” της. Σύντομα, θα το άφηνε να ξεγλιστρήσει από τα χέρια της, αναγκασμένη να πουλήσει. Και η Λίβερπουλ θα το γράπωνε, πεπεισμένη πως θα μπορούσε να χτίσει το δικό της φιλόδοξο μέλλον πάνω του.

Ο Φιλίπε Κουτίνιο με τη φανέλα της Εσπανιόλ πλάι στον Αντρές Ινιέστα της Μπαρτσελόνα.
Η χαρακτηριστική αφάνα γρήγορα έδωσε στη θέση της σε ένα πιο μοντέρνο, μοδάτο κούρεμα, σηματοδοτώντας την αλλαγή. Το προσωπείο του γλυκού παιδιού έμεινε πίσω στην Ιταλία, στο Μέρσισαϊντ προσγειώθηκε ένα βραχύσωμο κτήνος. Πήρε το «10» στην πλάτη και το κουβάλησε δίχως προσπάθεια από την πρώτη στιγμή. «The Little Magician» τον βάφτισαν οι οπαδοί της Λίβερπουλ και οι Άγγλοι speakers που βαρέθηκαν να ουρλιάζουν το όνομά του σε κάθε στιγμή μαγείας που τους άφηνε αποσβολωμένους.
Τη χρειαζόταν αυτή τη μαγεία το Anfield, είχε καιρό να τη δει και την είχε ανάγκη για να πιστέψει πως αυτή η ομάδα μπορεί να επιστρέψει εκεί όπου ανήκε. Αυτό βάλθηκε να κάνει ο Φιλίπε, να πασπαλίζει με αστερόσκονη κάθε εμφάνισή του και να παρασέρνει μαζί του τους «Reds», δίπλα στον Λουίς Σουάρες και τον Στίβεν Τζέραρντ. Ήταν αυτός που έλειπε, αυτός που, όταν μπήκε στην εξίσωση, έκανε τα πάντα να δείχνουν ιδανικά.
Την πρώτη του ολόκληρη σεζόν, η Λίβερπουλ του Μπρένταν Ρότζερς τρύπησε το ταβάνι της, άγγιξε τη λύτρωση του Πρωταθλήματος και εν τέλει το είδε να γλιστρά από το κράτημά της με τραγικό τρόπο. Ο Λουίς Σουάρες έφυγε, το ίδιο και ο γερασμένος πια Τζέραρντ λίγο καιρό μετά.
Μα αυτός ήταν εκεί, να κρατά ζωντανή την ελπίδα, να πασπαλίζει τη βραζιλιάνικη μαγεία του. Και κυρίως να γίνεται όλο και καλύτερος, όλο και πιο κομβικός, πιο πρωταγωνιστικός. Πάντα πανέμορφος.
Όπως τότε, στα πρώτα του βήματα στη σάλα, ήταν ένας μπόμπιρας ανάμεσα σε γίγαντες, αλλά, χάρη στην σχεδόν τηλεπαθητική σχέση του με το τόπι, κρατούσε την μπάλα κολλημένη στα πόδια του και χόρευε ανάμεσά τους. Με απανωτές προσποιήσεις, με απότομες αλλαγές ταχύτητας, με κλειστές ντρίμπλες. Πάντα κάτι θα έβγαζε από το μανίκι του, ένα καινούργιο τρικ, ένα νέο εντυπωσιακό κόλπο για να αφήσει σύξυλο τον αντίπαλο αμυνόμενο και να σηκώσει από καρεκλάκια και καναπέδες τους πιστούς των «Reds» που ξελαρυγγιάζονταν για χάρη του.

Μάιος 2016: Ο Φιλίπε Κουτίνιο με τη φανέλα της Λίβερπουλ κόντρα στον Κόκε της Σεβίλλης στον Τελικό του Κυπέλλου UEFA / Photo by: INTIME.
Μπορούσε να την κάνει ό,τι θέλει τη ρημάδα την μπάλα. Να την κρύψει, να την εμφανίσει, να την περάσει από τη μύτη της βελόνας για να βρει κάποιον συμπαίκτη ή να τη μαστιγώσει μανιασμένα με το θαυματουργό δεξί του πόδι και να τη στείλει από οπουδήποτε συστημένη στην αγκαλιά των διχτυών. Έχοντας ταυτόχρονα εκείνη την ξεχωριστή χάρη του να “μιλά” στα κρίσιμα, στα πιο σημαντικά, στις καταστάσεις που καλούσαν για έναν ήρωα, στις στιγμές που χαράσσονται ανεξίτηλα στο θυμικό. Με γκολ, ασίστ, απίστευτες εμφανίσεις. Στα μεγάλα.
Ήταν φανερό πια πως η Λίβερπουλ μεγάλωνε και ήταν επίσης φανερό πως είχε βρει τον πυλώνα της. Ο Γιούργκεν Κλοπ έφτασε στο Anfield για να τα φέρει όλα τούμπα και φυσικά κι αυτός -όπως κάθε άλλος Liverpoolian τότε- δεν είχε άλλη επιλογή παρά να τον ερωτευτεί.
Δεν άφηνε επιλογή ο Κουτίνιο. Αβίαστος έρωτας για τους δικούς του, αβίαστος πανθομολογημένος σεβασμός από κάθε ουδέτερο.
Ήταν από τους ελάχιστους -αν όχι ο μοναδικός- που έδειχνε σίγουρο πως θα παραμείνει το ίδιο σημαντικός πριν και μετά την επερχόμενη επανάσταση του Γερμανού. Ήταν -στο μέτρο του δυνατού- σίγουρο, ένα έργο υπό κατασκευή το ότι ζωγράφιζε το θρυλικό του μονοπάτι προς την ποδοσφαιρική αθανασία στην ιστορία της Λίβερπουλ. Και υπήρχε μόνο μια, μια και μοναδική βαριοπούλα που θα μπορούσε να τα διαλύσει όλα.
«Ειλικρινά, το πιστεύω ακράδαντα. Δεν υπήρχε άλλος σύλλογος στον πλανήτη για τον οποίον θα άφηνε τη Λίβερπουλ. Αυτή είναι η αλήθεια. Κάναμε τα πάντα για να τον πείσουμε να μείνει. Μέχρι να καταλάβουμε πως αυτό δεν ήταν δυνατό», είπε ο Κλοπ χρόνια μετά, προσπαθώντας να δώσει μια εξήγηση. Μα άλλη εξήγηση δεν υπήρχε, πέρα από την πιο απλή: Ο Κουτίνιο ακολούθησε το ένστικτο του ονείρου του.

Ιανουάριος 2018: Ο Φιλίπε Κουτίνιο παρουσιάζεται από την Μπαρτσελόνα στο Camp Nou / Photo by: Eurokinissi.
Το ήξερε από την πρώτη στιγμή, το ένιωσε αμέσως πως αυτό έπρεπε να κάνει. Και τίποτα δεν μπορούσε να του αλλάξει τη γνώμη. Μόνο το άκουσμα της λέξης «Μπαρτσελόνα» δίπλα στο δικό του όνομα τον χτύπησε σαν ιός και εξαπλώθηκε μέσα του, προσβάλλοντας κάθε του κύτταρο, στρέφοντάς τον προς τον έναν και μοναδικό σκοπό.
Ρομάριο, Ριβάλντο, Ροναλντίνιο. Πόσα είδωλά του είδε στην ίδια φανέλα; Πόσες φορές ως πιτσιρικάς προσποιήθηκε τον «Ρίμπο» και τον «Ρόνι»; Πόσες φορές φαντάστηκε τον εαυτό του στα ίδια χρώματα; Πόσες ιστορίες μαγείας άκουσε για αυτό το μέρος και για αυτή την ομάδα;
Έδειχνε γραπτό του. Άλλωστε, στη Βαρκελώνη ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά, στον δανεισμό του στην Εσπανιόλ. Και στη Βαρκελώνη ένιωθε πως πρέπει να καταλήξει για να χτυπήσει την κορυφή του.
Γραπτό ήταν το ίδιο αντάμωμα και για πολλούς ακόμα, οι οποίοι κατά καιρούς έσπευσαν να δώσουν τις ευλογίες τους, τροφή στο όνειρο του Φιλίπε. «Πάντα θεωρούσα ξεχωριστό τον Κουτίνιο. Δεν υπάρχουν πολλοί παίκτες που μπορούν να βελτιώσουν την Μπαρτσελόνα, αλλά ο Φιλίπε μπορεί», είχε πει για εκείνον ο Τσάβι.
Μα το πιο βαρύ χρίσμα το είχε δώσει ο Νεϊμάρ: «Αν έπρεπε να διαλέξω έναν παίκτη από την Premier League για την Μπαρτσελόνα, σίγουρα θα έλεγα τον Φιλίπε Κουτίνιο. Πιστεύω πως ταιριάζει απόλυτα στην “Μπάρτσα”». Το είπε, λίγους μήνες πριν ο ίδιος αποφασίσει πως δεν ταιριάζει πια στην «Μπάρτσα», πριν η Παρί Σεν Ζερμέν σοκάρει σύσσωμο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη, χρυσώνοντας τους Καταλανούς για τον Βραζιλιάνο σταρ. Και σε έναν σύλλογο που έψαχνε συγκλονισμένος τον διάδοχο του Νεϊμάρ, αυτό το χρίσμα έγινε τυφλός οδηγός.
Η «Μπάρτσα» είχε χάσει έναν πρωταγωνιστή της, είχε μια νέα διοίκηση, αυτή του Μπαρτομέου, ο οποίος έπρεπε να αποδείξει πως πήρε τη σωστή απόφαση, και έναν λογαριασμό γεμάτο ζεστά εκατομμύρια προς σπατάλη. Το πράγμα είχε ξεφύγει από το ποδόσφαιρο, ήταν πια πολιτική. Η αγορά του Κουτίνιο είχε γίνει επιτακτική ανάγκη, ήταν ο μόνος δρόμος. Για την ατάκα του Νεϊμάρ, για το status του Φιλίπε στο ποδόσφαιρο εκείνη τη στιγμή, καθώς ήταν ένας από τους καλύτερους στον πλανήτη, για τον ενθουσιασμό που θα έκρυβε την ανησυχία, σε ένα club που κατρακυλούσε γοργά.

Ιούλιος 2018: Ο Φιλίπε Κουτίνιο με τη φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας κόντρα στους Ράφα Μάρκες και Έκτορ Ερέρα του Μεξικού σε αγώνα για τους «16» του Μουντιάλ της Ρωσίας / Photo by: INTIME.
«Objectivo Coutinho» το βάφτισαν στην Ισπανία. Η «Μπάρτσα» κλείδωσε σε εκείνον και φόρτσαρε για να τον κάνει δικό της. Δεν ήταν απλό, η Λίβερπουλ ήταν αποφασισμένη πως δεν πρόκειται να τον πουλήσει μέσα στο καλοκαίρι και του το ξεκαθάρισε. Μα ο ιός τον είχε ήδη προσβάλει. Όπως τον θυμούνται οι συμπαίκτες από τότε, έδειχνε χαμένος, αποσυνδεδεμένος από όσα συνέβαιναν γύρω του στην καλοκαιρινή προετοιμασία.
Η πρώτη πρόταση της Μπαρτσελόνα απορρίφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, η πόρτα έκλεισε ερμητικά και ο θόρυβός της βούιζε εκκωφαντικά στα αφτιά του Φιλίπε. Η νέα Λίβερπουλ γεννιόταν, ο Φιρμίνο, ο Σαλάχ, ο Μανέ ήταν ήδη εκεί, αλλά ο Κουτίνιο αδυνατούσε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο. Οτιδήποτε άλλο πέρα από τον εαυτό του στις κυανέρυθρες ρίγες.
Οι κακές γλώσσες του Λίβερπουλ λένε ότι προσποιήθηκε τον τραυματία προκειμένου να πιέσει τους «Reds» να του ανοίξουν τον δρόμο, μα αυτοί ήταν ανένδοτοι.
Πήρε τον χρόνο του μακριά από την ομάδα, ήταν απογοητευμένος, αλλά δεν γινόταν να σταματήσει. Όχι, μέχρι να πετύχει. Κι έτσι, όταν επέστρεψε, φρόντισε να το κάνει εντυπωσιακά. Ρίχθηκε ξανά στην αρένα, καλύτερος από ποτέ, στην καρδιά της Λίβερπουλ, η οποία για έξι μήνες πρόλαβε να απολαύσει και τους τέσσερεις παικταράδες της -εκείνον, τον Σαλάχ, τον Μανέ και τον Φιρμίνο- στην επίθεση, προσφέροντας μαγικό θέαμα, με τον Φιλίπε να ξεχωρίζει, να ξεδιπλώνει στο χορτάρι την πιο φονική εκδοχή του εαυτού του.
Μα ήταν η λάμψη πριν το σκοτάδι. Την είχε πάρει την απόφασή του πολύ πιο πριν. Και ούτε τα λόγια του Κλοπ δεν μπόρεσαν να τον μεταπείσουν. «Μείνε και θα φτιάξουν ένα άγαλμα προς τιμήν σου έξω από το Anfield. Πήγαινε οπουδήποτε αλλού και θα γίνεις ένας ακόμα παίκτης», του είπε στην τελευταία απέλπιδα προσπάθειά του. Μόνο που αυτό το «οπουδήποτε αλλού» δεν ήταν τυχαίο για τον Κουτίνιο. Ήταν η Μπαρτσελόνα, αυτό που πάντα ήθελε.

Ο Φιλίπε Κουτίνιο με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα / Photo by: Eurokinissi.
Πεπεισμένοι για τον εκλεκτό τους, οι «Blaugrana» επέστρεψαν τον χειμώνα με μια πρόταση που δεν σήκωνε «όχι». 120 εκατ. ευρώ στο ντούκου κι άλλα 40 σε μπόνους. Η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία της Μπαρτσελόνα. Ο Κουτίνιο πανευτυχής, ο Μπερτομέου νικητής. Τα είχε καταφέρει, είχε προσγειώσει τον διακαή πόθο του στο Camp Nou, τον διάδοχο του Νεϊμάρ, τον νέο σταρ.
Μα με κάποιον τρελό τρόπο, ο διακαής πόθος ήταν στην πραγματικότητα αχρείαστος. Μια κίνηση εντυπωσιασμού, μια κίνηση πολιτικής και όχι ποδοσφαιρικής ουσίας. Και αυτό θα γινόταν πασιφανές μετά το πέρας των μηνών του μέλιτος.
Ο Κουτίνιο αποδείχθηκε ένα κομμάτι που δεν γινόταν να κολλήσει στο παζλ του Βαλβέρδε. Ήταν υπερβολικά ρισκαδόρος, βιρτουόζος, για να παίξει στη μεσαία γραμμή της Μπαρτσελόνα, η οποία έβαζε σε προτεραιότητα τη διατήρηση του ελέγχου και του ρυθμού. Και όχι κανονικός εξτρέμ, δεν είχε την ταχύτητα και την έκρηξη για να παίξει στα άκρα.
Παιχνίδι με το παιχνίδι, η εύρεση του κατάλληλου ρόλου έμοιαζε με όλο και πιο δυσεπίλυτο γρίφο. Και ήταν σαφές πως τα υπόλοιπα κομμάτια, ο Μέσι και ο Σουάρες, δεν γινόταν να κουνηθούν. Παιχνίδι με το παιχνίδι, οι αμφιβολίες εισέβαλλαν όλο και πιο βίαια στο κεφάλι του, πρώτα κατέκλυαν εκείνον κι έπειτα τους γύρω του.
Από αυτοάμυνα, άρχισε να στρέφεται στα πιο βασικά, στα προβλέψιμα, να αφαιρεί το ρίσκο και την σπίθα από το παιχνίδι του, προσπαθώντας απλώς να υπάρξει σε αυτή την ομάδα, θυσιάζοντας τη φύση του.
Μα ό,τι τον έκανε ασταμάτητο στη Λίβερπουλ, στην Μπαρτσελόνα τον έκανε βάρος, κίνδυνο.
Και υπομονή δεν υπήρχε. Ήταν η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία της, κουβαλούσε τόσες υποσχέσεις και απλώς έπρεπε όχι μόνο να αποδώσει αλλά να διαπρέψει. Πίεση, αμφιβολίες, φόβος. Τον έπνιξαν όλα αυτά από τα οποία έπρεπε να είναι απαλλαγμένος ως παίκτης -και κυρίως ως άτομο- για να είναι ο καλύτερός του εαυτός.

Oκτώβριος 2019: Ο Φιλίπε Κουτίνιο με τη φανέλα της Μπάγερν Μονάχου / Photo by: Eurokinissi.
Όταν ακούστηκαν οι πρώτες αποδοκιμασίες από τους οπαδούς, η υπόθεση είχε ήδη τελειώσει. Δεν γινόταν να επιστρέψει. Όλο αυτό, το όνειρο που διαλυόταν, πριν καν προλάβει καλά-καλά να εκπληρωθεί, ήταν ένα χτύπημα που το ντροπαλό παιδί δεν μπορούσε να αποκρούσει. Και τώρα δεν γινόταν να κρυφτεί και να κλάψει πίσω από τα μπατζάκια του μπαμπά του.
Ένα από τα στελέχη της Μπαρτσελόνα περιέγραψε τέλεια, χρόνια μετά, ό,τι έζησε ο Κουτίνιο στη Βαρκελώνη. «Παγιδεύτηκε σε μια καθοδική σπείρα και δεν μπόρεσε ποτέ να βρει την έξοδο», είπε. Ήταν αλήθεια, στην πραγματικότητα δεν τη βρήκε ποτέ με συνέπεια. Ούτε στην Μπάγερν Μονάχου ούτε στην Άστον Βίλα, παρότι κάποια ψήγματα ελπίδας έκαναν κατά καιρούς την εμφάνισή τους.
Πνευματικά, δεν ανάρρωσε ποτέ. Δεν ήταν ο ίδιος ασύλληπτος παίκτης ποτέ ξανά. Έγινε το πρόσωπο της απόλυτης αποτυχίας, του σεμιναρίου αυτοκαταστροφής της Μπαρτσελόνα, της ονειρικής του ομάδας που δεν μπήκε καν στον κόπο να τον στηρίξει. Έγινε αυτός που εγκλημάτησε, αφήνοντας τη Λίβερπουλ και τρώγοντας τα μούτρα του σκληρά. Και αυτές οι ταμπέλες θα τον συνόδευαν για πάντα.
Ο ίδιος βέβαια δεν πιστεύει πως διέπραξε κάποιο έγκλημα, δεν νιώθει τύψεις ούτε ενοχές. Και, αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, δεν θα άλλαζε τίποτα, θα έμπαινε ξανά στην ίδια καθοδική σπείρα, γνωρίζοντας την κατάληξή της. Πώς να προδώσει τον ίδιο του τον εαυτό; Πώς να γυρίσει την πλάτη του στο ίδιο του όνειρο;
«Το να παίξω για την Μπαρτσελόνα ήταν το όνειρό μου. Η ευκαιρία μού παρουσιάστηκε και δεν μπορούσα να αρνηθώ το όνειρό μου. Οπότε δεν μετανιώνω για τίποτα. Ξέρω ότι έδωσα τα πάντα», είπε, όταν επέστρεψε άδοξα στην πατρίδα του και τη Βάσκο Ντα Γκάμα.
Αυτάρκης, ικανοποιημένος με όσα κατάφερε, συμφιλιωμένος με όσα δεν μπόρεσε να καταφέρει. Είναι εντάξει να μην τα καταφέρνεις πάντα, αν ξέρεις πως έδωσες τα πάντα. Και ο Φιλίπε Κουτίνιο το ξέρει καλά αυτό, όπως ξέρει και ότι τα όνειρα ίσως τελικά να μην είναι για να τα πιάνεις, αλλά για να σε οδηγούν με ενθουσιασμό και φλόγα. Ναι, και για να σε απογοητεύουν. Ίσως να μην είναι για να τα κρατάς σφιχτά, αλλά για να τα κυνηγάς με ό,τι έχεις.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Έντερσον Μοράες: Σπάζοντας την αλυσίδα
Τα ασημένια Total 90 του Νταβίντ Λουίζ