Κάτι του θύμιζε αυτό το όνομα.
Ο Αντόνιο Κουάδρος σταμάτησε αποσβολωμένος στη μέση του δρόμου, πλησίασε το μαύρο παιδί με τα κοτσιδάκια και το ρώτησε πώς το λένε. «Με φωνάζουν “Bulo”», του απάντησε αυτό. «”Bulo”; “Bulo”; “Bulo”»! Πρώτα αναρωτήθηκε σιωπηλά κι έπειτα θυμήθηκε την επαναλαμβανόμενη ταγκιά -όπως ονομάζεται η γκραφιτάδικη υπογραφή των καλλιτεχνών του δρόμου- στους τοίχους του γηπέδου της ομάδας του, της Αγκίας ντε Μουσγκέιρα. «Bulo» έγραφε κι αυτή.
Βρήκε τον ένοχο, μα δεν μπορούσε να του βάλει χέρι. Ήταν στα αλήθεια καλλιτέχνης του δρόμου, όχι τόσο με το σπρέι στα χέρια του αλλά με την μπάλα στα πόδια του. Τον είδε στον δρόμο να ζωγραφίζει ο Αντόνιο, τον είδε κι έπαθε. Κατάλαβε γρήγορα πως πρόκειται για παιδί της γειτονιάς, απέπνεε την αλητεία, τη λερωμένη νοοτροπία της Μουσγκέιρα, του πιο υποβαθμισμένου προαστίου της Λισαβόνας.
Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωνε, εκεί ζούσε, όπως του είπε. «Ε, τότε δεν γίνεται να μην παίζεις στην Αγκίας», του απάντησε ο Κουάδρος. «Θα έρθεις να παίξεις για εμάς», συνέχισε. «Όμως πες μου και πώς σε λένε, τι είναι αυτό το “Bulo”»;. Ο μικρός Ρενάτο Σάντσες δεν ήξερε να απαντήσει, δεν σήμαινε κάτι η λέξη, υπήρχε κρυμμένο νόημα. Επρόκειτο απλώς για ένα γλυκό παρατσούκλι με το οποίο τον φώναζε η γιαγιά του. Τον έμαθε να το ακούει και να γυρνά, όσο έτρεχε κι έπαιζε αφηνιασμένος.
Πάντα ζωηρός, ανήσυχος, δύσκολο παιδί. Όσο κι αν ήθελε, όσο κι αν προσπάθησε, η γιαγιά του, η γυναίκα πίσω από το «Bulo», δεν μπόρεσε ποτέ να τον κουλαντρίσει τον Ρενάτο της, να του μάθει να κάνει υπομονή. «Quem tudo quer, tudo perde», λένε στην Πορτογαλία. «Όποιος τα θέλει όλα τα χάνει όλα».
Ο «Bulo» ήταν πάντα ασυγκράτητος. Τα ήθελε όλα. Και βασικά, τα ήθελε όλα αμέσως. Χωρίς υπομονή, χωρίς ηρεμία, χωρίς πίστη πως κάθε τι έρχεται στον καιρό του, όταν πρέπει. Φλόγα, νεανική, άγαρμπη βιασύνη. Η ίδια που τον όρισε. Τα ήθελε όλα, τα έχασε όλα. Αστραπιαία εκτόξευση, αστραπιαία βουτιά στη λήθη.
«Μου έλεγε πάντα όσα μεγάλα σχεδίαζε να κάνει, ήταν τόσο ανυπόμονος. Κι εγώ προσπαθούσα να τον πείσω να ηρεμήσει λίγο, του έλεγα πως θα εκπλήρωνε τα όνειρά του», θυμάται ο Αντόνιο Κουάδρος. Τελικά ο Ρενάτο Σάντσες εκπλήρωσε μόνο μερικά από τα όνειρά του. Τα άλλα έπεσαν θύματα της ανυπόμονης ταχύτητας με την οποία εξερράγη, της ανυπόμονης ταχύτητας με την οποία χάθηκε. Έμειναν μισά, ανολοκλήρωτα. Όπως λένε και για τον ίδιο. Ακόμα κι αν αυτός δεν έπαψε ποτέ να παλεύει στη χαμένη -μάλλον- μάχη της ολοκλήρωσής του.

Ιούνιος 2016: Ο Ρενάτο Σάντσες με τη φανέλα της Εθνικής Πορτογαλίας στο Euro της Γαλλίας / Photo by: INTIME.
Όντως, μεγάλωσε γρήγορα. Αναπόφευκτα, επιβεβαίωσε το μοτίβο. Μετανάστες γονείς από την Αφρική, από το Σάο Τομέ και το Πράσινο Ακρωτήρι, οι οποίοι δεν προλάβαιναν να είναι μέρος της ζωής του, φτωχή οικογένεια, ζόρικη γειτονιά, παιδί που δεν είχε επιλογή παρά να επιβιώσει σχεδόν μόνο. Οι πρώτοι του προπονητές μέχρι σήμερα λένε πως δεν γνώρισαν ποτέ τους γονείς του. Σε κάθε προπόνηση, σε κάθε αγώνα ερχόταν μόνος του. Όπου κι αν έπρεπε να πάει, απλώς έμπαινε σε ένα τρένο και πήγαινε. Τι τράβηξαν οι άνθρωποι της Μπενφίκα για αυτό το τρένο…
Δεν πέρασε πολύ χρόνο στην Αγκίας και την αγκαλιά του Αντόνιο Κουάδρος. Αφού έκανε πλάκα ανάμεσα σε παιδιά που του έριχναν δυο-τρία κεφάλια και άλλα τόσα χρόνια, η Μουσγκέιρα έγινε πολύ πολύ μικρή για εκείνον. Και γρήγορα τόσο η Σπόρτινγκ όσο και η Μπενφίκα άρχισαν να κινούν τα νήματά τους για να τον εξορύξουν από τα έγκατα της Λισαβόνας και να τον κάνουν δικό τους.
Μόνο που ο ίδιος δεν ήθελε να φύγει από την ομάδα του. Αυτή ήταν η γειτονιά του, εκεί ήταν οι φίλοι του, εκεί το σπίτι του. Οι «Αετοί» πίεσαν, τα είχαν όλα σχεδόν κανονισμένα κι όμως ο Ρενάτο ξίνιζε στην ιδέα του τρένου που θα έπρεπε να παίρνει από το σπίτι του για να φτάσει μέχρι τη Σεϊσάλ, στο προπονητικό της ομάδας, στην άλλη άκρη της πόλης, διασχίζοντας τον Τάγο και τρώγοντας το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του στη διαδρομή.
Ο Κουάδρος όμως, παρότι οπαδός της Σπόρτινγκ ο ίδιος, ήξερε πως αυτό ήταν το σωστό επόμενο βήμα για το παιδί του, το «μαύρο μαργαριτάρι» του, όπως τον φώναζε. Και κατάφερε να τον πείσει.
Μη φανταστείτε ίδιο κέρδος, καμία σχέση. Η Αγκίας συμφώνησε να παραχωρήσει τον θαυματουργό πιτσιρίκο στην Μπενφίκα για 750 ευρώ και έναν καινούργιο σάκο με 25 μπάλες. Και ακόμα και αυτές τις μπάλες ο Κουάδρος είπε πως τις πήρε μετά από χρόνια, όταν ο Ρενάτο είχε ήδη γίνει σταρ και η ιστορία βγήκε στον Τύπο.

Ο Ρενάτο Σάντσες σε παιδική ηλικία με τα χρώματα της Μπενφίκα / Photo by: Renato Sanches (FB).
Δέκα χρόνων ήταν και έπαιρνε μόνος του τρένα, μετρό και λεωφορεία για να πάει στην προπόνηση. Όπως έπαιρνε και κάθε απόφαση της ζωής του μόνος του από πολύ νωρίς. Λίγα χρόνια μετά ζήτησε από τους ανθρώπους της Μπενφίκα να μετακομίσει στο προπονητικό κέντρο του συλλόγου, έφυγε από το σπίτι του παιδί πράγμα. Ήταν άλλωστε αποφασισμένος να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Αποφασισμένος και στην τσίτα. Ποια πειθαρχία; Ο Σάντσες έμαθε να τζαρτζάρει εφήβους στον δρόμο, όταν ήταν ακόμη πιτσιρίκι, έμαθε να επιβάλλεται με δύναμη και αλαζονεία, να έχει την μπάλα κολλημένη πάνω του και να κάνει το δικό του. Εκεί που έπαιζε, έπαιζε μόνο όποιος ήταν αρκετά ισχυρός για να μείνει όρθιος.
Σε μια ακαδημία όπως της Μπενφίκα βέβαια τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το ταλέντο του ήταν έκδηλο, το ίδιο και η μη επιθυμία του να καλουπωθεί. Σε κάθε πτυχή του παιχνιδιού, στη θέση του, στην τακτική συνέπεια, στην αντιμετώπιση των κατευθυντήριων γραμμών των προπονητών.
«Μια φορά είχα γράψει στον πίνακα των αποδυτηρίων τις οδηγίες μας για κάποιες κομπίνες σε κόρνερ και φάουλ που θέλαμε να εκτελέσουμε με κοντινές πάσες και ο Ρενάτο μετά έπιασε τους συμπαίκτες του και τους έλεγε να τις αγνοήσουν, επιμένοντας πως ο τρόπος να σκοράρουμε από στατικές φάσεις ήταν απλώς να στείλουμε την μπάλα στην περιοχή», έχει πει Ρενάτο Πάιβα, ένας από τους προπονητές του στις μικρές ομάδες της Μπένφικα.
Ήταν δύσκολο παιδί, αλλά, αν κάποιος άξιζε την υπομονή και την επιμονή της ομάδας, ήταν εκείνος. Άλλωστε, αυτό το ταπεραμέντο του, η αλαζονεία τού “δεν βλέπω κανέναν”, κυλούσε και μέσα στο χορτάρι και ήταν η μεγαλύτερη ισχύς του, αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει. Δεν ένιωθε τίποτα, δεν κολλούσε πουθενά. Και ίσως να ήταν αυτό που έπεισε τον Ρουί Βιτόρια να του δώσει την ευκαιρία του.

Ο Ρενάτο Σάντσες σε ηλικία 13 ετών στην ακαδημία της Μπενφίκα.
Ο Πορτογάλος κόουτς χρειαζόταν κάποιον που δεν νοιαζόταν για όσα συνέβαιναν γύρω του, χρειαζόταν κάποιον που θα ταρακουνούσε τα νερά και τον βρήκε στον υπερβολικά cool 17χρονο.
Ήταν Οκτώβρης του 2015, η σεζόν της Μπενφίκα ήδη κρεμόταν από μια κλωστή. Είχε αποκλειστεί από το Κύπελλο, βρισκόταν οκτώ βαθμούς μακριά από την κορυφή και μόλις μια αγωνιστική πριν είχε δει την άσπονδη αντίπαλο, Σπόρτινγκ, να τη διαλύει με τριάρα. Η ίδια χρονιά έκλεισε με την Μπενφίκα Πρωταθλήτρια και νικήτρια του League Cup και τον Ρενάτο Σάντσες πρωταγωνιστή κι αγαπημένο παιδί της κερκίδας.
Υπήρχε μια πολύ δυνατή αίσθηση προ και μετά Ρενάτο στη σεζόν. «Πριν κάνει το ντεμπούτο του, η ομάδα βρισκόταν στα πατώματα, όλα πήγαιναν λάθος. Ο Ρενάτο άλλαξε την Μπενφίκα με τη δύναμή του και τον άγριο τρόπο παιχνιδιού του. Δεν ξέρω αν ήταν ο καλύτερος παίκτης της, ο Γιόνας σκόραρε πολλά γκολ, αλλά ο Σάντσες ήταν αυτός που έκανε τη διαφορά και τράβηξε μαζί του όλη την ομάδα. Ήταν η πρώτη έκφραση της ανανεωμένης Μπενφίκα. Την πήρε από το 10 και την έφτασε στο 100», είπε για εκείνον ο τηλεοπτικός παρουσιαστής, Ντιόκγο Μαντέιγκας, περιγράφοντας τέλεια τον αέρα αλλαγής που έφερε μαζί του ο Σάντσες. Άλλαξε τα πάντα, άλλαξαν και για εκείνον τα πάντα.
«Θυμάμαι ακριβώς την στιγμή που συνειδητοποίησα ότι η ζωή μου άλλαξε για πάντα», έχει γράψει ο ίδιος, γυρνώντας πίσω τον χρόνο, στον απόηχο του ντεμπούτου του στη βασική ενδεκάδα της Μπενφίκα. Φρόντισε να το συνδυάσει με έναν τηλεκατευθυνόμενο κεραυνό που σχεδόν έσκισε τα δίχτυα της Ακαντέμικα και τον χάραξε άμεσα στις καρδιές των τρελαμένων οπαδών της ομάδας.
Πήγε να το γιορτάσει με κάποιους φίλους του στο μαγαζί που πάντα πήγαινε στη Μουσγκέιρα. Μόνο που αυτή τη φορά δεν μπορούσε να σταθεί. «Όλοι στα γύρω τραπέζια τρελάθηκαν, έκαναν σαν να είδαν τον Μέσι ή κάτι τέτοιο. Κοίταξα τους φίλους με ύφος που έλεγε πως μάλλον τίποτα δεν θα είναι ίδιο από εδώ και πέρα», θυμάται.
Και δεν ήταν. Η αλλαγή ήταν κάτι παραπάνω από ξαφνική. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ο Σάντσες έγινε από κάποιος που δεν γνώριζε σχεδόν κανείς κάποιος με τον οποίον ασχολείτο όλη η Πορτογαλία. Όλη. Μέχρι και η Σπόρτινγκ. Πληγωμένη από την προ ετών απώλεια της μεταγραφής του; Φοβισμένη για την απώλεια του Πρωταθλήματος που έβλεπε να έρχεται; Πανικοβλημένη; Ποιος ξέρει. Το μόνο σίγουρο ήταν ο πόλεμος που άνοιξε εναντίον του.

Ο Ρενάτο Σάντσες με τη φανέλα της Μπενφίκα τη σεζόν 2015-2016 / Photo by: Renato Sanches (FB).
Ο Μπρούνο Ντε Καρβάλιο δεν ήταν ποτέ ένας συμβατικός Πρόεδρος για τη Σπόρτινγκ. Γούσταρε να να εξαπολύει τα πυρά του, να φυτιλιάζει καταστάσεις, να προκαλεί με προβοκατόρικες δηλώσεις γύρω από την αιώνια διαμάχη «Λιονταριών» και «Αετών». Μα στην περίπτωση του Σάντσες, μάλλον ξεπέρασε τον εαυτό του.
«Όταν τον είδα να τζαρτζάρει και να ρίχνει στο έδαφος έναν τύπο όπως ο Χουλκ, είπα στους συναδέλφους μου πως δεν πρόκειται να είναι 18 χρονών», δήλωσε. Όντας σίγουρος πως η ημερομηνία γέννησης που είχε δηλωθεί, κάποια χρόνια αφότου ο Ρενάτο ήρθε στη ζωή, ήταν ψευδής, ο Ντε Καρβάλιο ξεκίνησε ολόκληρη ιστορία, καταγγέλλοντας την Μπενφίκα και τον ποδοσφαιριστή, ωρυόμενος δημόσια συχνά για το θέμα της ηλικίας του, το οποίο «πρέπει να κλείσει οριστικά». Θέμα συζήτησης για όλα όσα έκανε στο γήπεδο αλλά και έξω από αυτό.
Με τρομακτική ωριμότητα, ο Σάντσες το αντιμετώπισε κι αυτό σαν μεγάλος. «Η ηλιθιότητα υπάρχει παντού. Δεν ασχολούμαι με αυτό το θέμα, ασχολούνται εκείνοι που πρέπει, οι δικηγόροι μου», είπε λιτά. Και ίσως μέσα του να το πήρε και για κοπλιμέντο όλο αυτό. Ήταν τόσο καλός που δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως είναι τόσο μικρός. Αυτό τα έλεγε όλα. Όπως και το πιστοποιητικό της γέννησής του που βγήκε στη δημοσιότητα από το μαιευτήριο και σύντομα έβαλε τέλος στην υπόθεση. 18 Αυγούστου του 1997.
Λίγο μετά η ηλικία του θα γινόταν ξανά θέμα συζήτησης, αυτή τη φορά όχι με καχυποψία αλλά με θαυμασμό. Δεν γινόταν να τον αγνοήσει ο Φερνάντο Σάντος, δεν γινόταν να μην τον δει. Πήρε το ρεκόρ του Κριστιάνο Ρονάλντο από το 2004 και του το έδωσε το 2016, κάνοντάς τον τον νεότερο παίκτη που μπαίνει στις κλήσεις της Εθνικής Πορτογαλία για ένα μεγάλο τουρνουά. Και σύντομα πολλά περισσότερα.
Γεμάτη προβλήματα από την αρχή στα γήπεδα της Γαλλίας η μετέπειτα Πρωταθλήτρια Ευρώπης, προβλήματα με μια λύση. Όπως και με την Μπενφίκα, ο Ρενάτο Σάντσες έτσι και με την Πορτογαλία, ο Ρενάτο Σάντσες «την πήρε στο 10 και την πήγε στο 100».
Μπήκε σταδιακά στο τουρνουά στην καρδιά της λειτουργίας της, τη μεσαία της γραμμή, και άλλαξε τη ζωή της. Ήταν απίστευτος, ένα ταυρί ανίκητο, καλύτερος σε κάθε παιχνίδι, όλο και πιο σημαντικός, όλο και πιο καθοριστικός. Πάντα άνιωθος. Δημιουργός στο γκολ της νίκης στους «16» απέναντι στην Κροατία, σκόρερ και δεύτερος (!) εκτελεστής στα πέναλτι στους «8» απέναντι στην Πολωνία, απροσπέλαστος στον ημιτελικό με την Ουαλία και τον Τελικό με τη Γαλλία.

Ιούνιος 2016: Ο Ρενάτο Σάντσες δέχεται τις οδηγίες του προπονητή της Εθνικής Πορτογαλίας, Φερνάντο Σάντος, στην αναμέτρηση με την Πολωνία για το Euro της Γαλλίας / Photo by: INTIME.
Το Euro ήταν του Κριστιάνο Ρονάλντο, ήρωας ήταν ο Έντερ, μα ακούραστη σαρωτική μηχανή του ονείρου ήταν ο Ρενάτο Σάντσες. Έναν χρόνο πριν δεν τον ήξερε κανείς, τώρα ήταν το απόλυτο χρυσό παιδί του ποδοσφαίρου, Πρωταθλητής με την Μπενφίκα, ιστορικός Πρωταθλητής με την Πορτογαλία, πρωταγωνιστής και για τις δύο, ήδη ζεστά εκατομμύρια στα ταμεία των «Αετών». Η Μπάγερν έτρεξε, σαν να το ήξερε, τον έκανε δικό της με 35 εκατ. ευρώ, πριν προλάβει να παίξει με την Εθνική, και η εικόνα του στο Euro έκανε τη μεταγραφή του να φαντάζει ληστεία.
Φαντασιώσεις ενός λαμπρού μέλλοντος, μεγαλεπήβολα σχέδια, μεγάλα λόγια, προσδοκίες και υποσχέσεις μεθυσμένες από την απροσδόκητη έκρηξή του, όλα να δίνουν όλο και περισσότερη μάζα, δύναμη στη χιονοστιβάδα του, όλα να καθιστούν την ενδεχόμενη σύγκρουσή της ακόμα πιο επικίνδυνη. Ακόμα κι αν πολλοί δεν μπορούσαν καν να τη φανταστούν τότε. Ήρθε. Φυσικά ήρθε. Με την ίδια ταχύτητα της εκτόξευσής του, με την ίδια σαρωτική ισχύ.
«Scheisse» στα γερμανικά θα πει «σκατά». Ήταν αυτή η λέξη που έγινε ταμπέλα του, προέκταση όσων σκέφτονταν και ένιωθαν για εκείνον οι οπαδοί της Μπάγερν μετά από λίγο μόλις καιρό.
Το άλμα αποδείχθηκε τεράστιο ακόμα και για ένα παιδί που είχε ανοίξει τα φτερά του με τέτοιο θάρρος, ο ρυθμός ασταμάτητος ακόμα και για έναν παίκτη που έδειχνε να μην σταματά. Η πρώτη σεζόν του στη Βαυαρία ούτε που άγγιξε τις προσδοκίες, η δεύτερη τον βρήκε στην Ουαλία, δανεικό στη Σουόνσι, να αδυνατεί να βρει το παιχνίδι του, τον εαυτό του.
Θυμάται να κάθεται στο παράθυρο του δωματίου του και να βλέπει την βροχή να πέφτει δίχως σταματημό, μην μπορώντας να πιστέψει πόσο λάθος πήγαιναν όλα. Στη Σουόνσι τον βρήκαν οι τραυματισμοί, το συναπάντημα που θα καθόριζε για πάντα την πορεία του εφεξής. Τυχαίοι, κάθε είδους, σε κάθε σημείο του κορμιού του, να τον φυλακίζουν για καιρό εκτός γηπέδου, μακριά από τον παίκτη που ήξερε πως μπορεί να γίνει. Όπως εμφανίστηκε, έτσι εξαφανίστηκε. Όπως όλοι ασχολούνταν μαζί του, έτσι έγινε άκυρος, ασήμαντος.

Οκτώβριος 2016: Ο Ρενάτο Σάντσες με την παραδοσιακή βαυαρική ενδυμασία συμμετέχει στο Oktoberfest ως παίκτης της Μπάγερν Μονάχου / Photo by: INTIME.
Το 2017 ρώτησαν τον Κάρλο Αντσελότι τι θα γίνει με τον Ρενάτο Σάντσες στην Μπάγερν Μονάχου. Η απάντησή του δηλωτική της πτώσης του άλλοτε wonderkid: «Αν μείνει μαζί μας, εντάξει. Αν φύγει, εντάξει. Κανένα πρόβλημα». Αδιαφορία για τον ίδιο τύπο που μέχρι λίγο καιρό πριν είχε όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω του.
Η επόμενη φορά που κατάφερε να τραβήξει την προσοχή ήταν το 2019, όταν αρνήθηκε να συμμετάσχει σε πρόγραμμα αποθεραπείας μαζί με τους συμπαίκτες του, βρίσκοντας χρόνο για να δηλώσει δημόσια πως θέλει είτε να παίζει πιο πολύ στην Μπάγερν είτε να φύγει. Του είχαν υποσχεθεί πως θα έχει ακόμα μια ευκαιρία υπό τις οδηγίες του Νίκο Κόβατς, αλλά η υπομονή του -ξανά- εξαντλήθηκε γρήγορα.
Στην τσίτα ξανά, λυσσασμένος για το επόμενο, το πιο κρίσιμο, βήμα. Του βγήκε. Στη Λιλ έπαιξε και, όσο κατάφερε να είναι υγιής, έδειχνε ικανός να βάλει σε νέες ράγες την καριέρα του. Έγινε Πρωταθλητής στη Γαλλία, γέμισε με δισταγμό τα στόματα που είχαν βιαστεί να τον ξεγράψουν.
Μα εκεί έζησε και την τελευταία του αναλαμπή. Κάθε επόμενο βήμα ήρθε σε σειόμενη γη. Παρί Σεν Ζερμέν, δανεισμός στη Ρόμα, δανεισμός στην Μπενφίκα. Εξαφάνιση. Δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Το προσπάθησε, το πάλεψε, δεν τα παράτησε ποτέ. Ακολούθησε πιστά την αγαπημένη συμβουλή του πατέρα του: «Είσαι μαχητής κι ένας μαχητής δεν τα παρατά. Πάει στη μάχη, ακόμα κι αν ξέρει πως είναι χαμένη». Ο Ρενάτο Σάντσες δεν απέφυγε ποτέ τη μάχη. Το ξέρει όμως πως έχασε.
Τα έχασε όλα, μέχρι και την πίστη των μεγαλύτερων πιστών του, των οπαδών της Μπενφίκα. Το καλοκαίρι του 2025 σε ένα poll της A Bola το 83% εξ αυτών ψήφισε κατά της μονιμοποίησης της μεταγραφής του. Δεν αναγνώριζαν τον ταύρο που για λίγους μήνες είδαν να αφηνιάζει με τη φανέλα της ομάδας τους. Και που ποτέ δεν είδαν να ολοκληρώνεται στον ποδοσφαιριστή που όλοι ανέμεναν με σιγουριά πως θα γίνει. Ή ίσως να ολοκληρώθηκε. Νωρίς αλλά εκκωφαντικά. Ίσως να έπρεπε να σβήσει τόσο απροσδόκητα όσο απροσδόκητα έλαμψε.
Τα θέλησε όλα. Χρυσή Μπάλα, τίτλους, μετάλλια, στιγμές δόξας, ιστορίας. Και στο τέλος, όπως λένε στην Πορτογαλία, τα έχασε όλα, γιατί τα θέλησε όλα αμέσως. Άλλωστε, δεν ήταν το «όλα» το θέμα -καμία φιλοδοξία, κανένα όνειρο τρελό δεν μπορεί να καταδικαστεί- αλλά το «αμέσως». Η άγαρμπη βιασύνη ενός παιδιού που μεγάλωσε γρήγορα και ανήσυχα, πέφτοντας θύμα της ανυπομονησίας που όρισε όλη του την πορεία. Από την αρχή έως το τέλος.

Photo by: slbenfica.pt.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Έντερ: Μια στιγμή, μια αιωνιότητα
Μπερνάρντο Σίλβα: Από τους πολλούς ο ένας / EURO 2024 | Faces
EURO 2024 | Faces: Φρανσίσκο Κονσεϊσάο (Πορτογαλία)