Ποτέ δεν κατάλαβα, ποτέ δεν συμμερίστηκα την πρακτική όσων προεξοφλούν τη νοστιμάδα και την ποιότητα των καρπουζιών, όταν, πριν αγοράσουν, περισπούδαστα τα πιάνουν, τα χαϊδεύουν, τα χτυπάνε, τα ζουλάνε.
Υπάρχει δηλαδή κατάλληλο σημείο που υποδεικνύει γεύση; Υπάρχει χτύπος που αναδεικνύει φρεσκάδα; Το… μασαζάκι βοηθάει στην κρίση, στη μαντεψιά;
Και όσο και αν μετά τη συγκεκριμένη, ιερή πρακτική οι εξεταστές με σιγουριά στα όρια της προσβολής μελλοντολογούν για το τι θα σερβιριστεί στο πιάτο τους αλλά και στα πιάτα άλλων, όσο και αν μετά από αυτό στο επόμενο πέρασμα από τον πάγκο με τα καρπούζια υπενθυμίζουν βαυκαλιζόμενοι την όποια επιτυχημένη τους πρότερη διάγνωση ή ξεχάσουν τελείως τις δικαιολογίες για μια αποτυχημένη, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά την ίδια ρουτίνα, η αλήθεια είναι μία: διάολε, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι τελικά θα είναι το καρπούζι, πριν το κόψει.
Το scouting δεν είναι ακριβώς έτσι. Στις μέρες μας κυρίως, με τις αναρίθμητες παραμέτρους που προσμετρώνται και τσεκάρονται, ειδικά στο κορυφαίο επίπεδο. Γι’ αυτό και το σέβας στους επαγγελματίες, σε αυτούς που το εξασκούν, είναι απεριόριστο.
Όχι γιατί μπορούν να ξεχωρίσουν αν κάποιος είναι ή φαίνεται καλός, ελπιδοφόρος, ταλαντούχος. Αυτό, στο τέλος τέλος, δεν είναι και ούτε ήταν ποτέ θεόσταλτη αποκάλυψη. Ούτε στο αν κάποιος είναι ή δείχνει καλύτερος κάποιου άλλου. Το σέβας αφορά στη διάκριση της προοπτικής. Στο πώς αυτό που ένας scout βλέπει στο παρόν μπορεί να το τοποθετήσει σε διαφορετικό τελείως πλαίσιο στον χωροχρόνο και να προδικάσει αποτελεσματικότητα και εξέλιξη.
Και αυτό, γιατί, όσο και αν τους ζουλήξουν (τους ποδοσφαιριστές), όσο και αν τους χτυπήσουν, όσο και αν τους περάσουν από κόσκινο, στο διάβα από κάθε πάγκο που διαφημίζει πραμάτεια, η αλήθεια και εδώ η ίδια είναι, όπως και στα καρπούζια. Κανείς, μα κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα βγάλει ο οποιοσδήποτε στο γήπεδο μετά την (αρχική) εξέταση και μετέπειτα την αγορά.
Κανείς, μα κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς ένας Αλγερινός που παίζει στη δεύτερη κατηγορία της Γαλλίας θα μπορέσει να φανεί αντάξιος των απαιτήσεων της Championship και να εξελιχτεί, όχι πολύ αργότερα, στον κορυφαίο της Premier League.
Πόσο μάλλον όταν όλη του η καριέρα είναι γεμάτη από σημάδια και πιασίματα άλλων επαγγελματιών και ειδικών που συνήθως έκριναν πως το καρπούζι είναι μάπα.
Μέχρι που βρέθηκε ο ένας που η αφή του, οι αισθήσεις του όλες, έβγαλαν διαφορετικό πόρισμα και αποφάσισε τελικά να το πάρει από τον πάγκο. Και τελικά να αποδειχτεί πως αυτό(ς) που αγόρασε ήταν ο Ριγιάντ Μαχρέζ.
Το κουσκούς και το ποδήλατο
Στο Σαρσέλ, μια από τις γειτονιές των πρακτικά γκετοποιημένων προαστίων του Παρισιού, γεννήθηκε και μεγάλωσε. Εκεί, στα τετράγωνα των θαρρείς χωρίς την παραμικρή καμπύλη ομοιόμορφων, γιγάντιων οικοδομικών μπλοκ, τα οποία αναβλύζουν κουσκούς και μπαχάρια για να υποδηλώνουν -σε όποιον δεν ξέρει- την προέλευση και τις καταβολές των ενοίκων.
Εκεί το ποδόσφαιρο της αλάνας στην σκιά των πολυώροφων πολυκατοικιών ήταν για κάθε πιτσιρικά το (μόνο) παιχνίδι. Μα και αυτό που, έστω ως όνειρο, θα μπορούσε να αποτελέσει το διαβατήριο για ένα παραπανίσιο πιάτο στο τραπέζι, για μια καλύτερη γειτονιά, για μια καλύτερη ζωή.
Αυτήν έψαξε ο Αχμέντ, μετανάστης από την Τλεμτσένη της Αλγερίας. Ως ηλεκτρολόγος μηχανικός συντηρούσε την οικογένεια που δημιούργησε με τη συντοπίτισσά του αλλά με δική της μητρική ρίζα από το Μαρόκο, Χαλίμα, η οποία δούλευε καθαρίστρια στο τοπικό νοσοκομείο. Δύο αγόρια και μια κόρη έκαναν. Δεν ήταν πλούσιοι, δεν ήταν όμως και φτωχοί. Σπάνιο για το περιβάλλον τους.
Στην τοπική ομάδα, την AAS Sarcelles -ομάδα της οποίας το προπονητήριο λέγεται Nelson Mandela και το γήπεδο Philippe Christanval, ο οποίος ήταν και ο πιο ονομαστός που έχει παίξει ποτέ με τη φανέλα της- πήγε ο Αχμέντ και τους δυο του γιους. Ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής και στα δικά του νιάτα, του έμεινε το μεράκι και το ξαναζούσε μέσα από τους διαδόχους του. Ο Ριγιάντ απέμεινε συνεπής, ο Γουαλίντ τα παράτησε γρήγορα.
Συνεπής. Τρόπος του λέγειν. Ναι, έπαιζε συνέχεια, δεν σταμάταγε να κλωτσάει, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ξεχώριζε, πως έδειχνε να έχει κάποιο φοβερό και τρομερό τάλαντο. Μικροκαμωμένος, λεπτεπίλεπτος, soft, με ένα, ναι, καλό αριστερό πόδι, αλλά ως εκεί.
Ενδεικτικό πως ένας από τους πρώτους προπονητές του τον είχε συμβουλεύσει να αποφεύγει την επαφή με τους αντιπάλους, να βρίσκει τρόπους να τους ξεφεύγει, χωρίς να τους αισθάνεται. Άδικο στην κρίση του, ψηλαφώντας το καρπούζι που κρατούσε, κακά τα ψέματα, δεν είχε. Ειδικά εφόσον η συμβουλή του έπιασε τόπο, για -αντίθετα όμως- κρίμα των κατοπινών αντιπάλων του.
Ο Αχμέντ, προδομένος από την καρδιά του, πέθανε ξαφνικά, μεσούσης της εφηβείας του Ριγιάντ. Τότε λέει πως είδε διαφορετικά το ποδόσφαιρο, πιο σοβαρά, θέλοντας να συνεχίσει αυτό που δεν πρόλαβε, ούτε ως θεατής, ως παρατηρητής, να χαρεί από δαύτον ο πατέρας του.
Ε, και; Στα τοπικά του Παρισιού έπαιζε. Με νοοτροπία νομαδική, όπως τα γονίδιά του, ουσιαστικά σαν σε street football. Αυτό άλλωστε το αλανιάρικο, το άναρχο, το ξεχωριστό με ιδιαιτερότητες, συγκεκριμένους κανόνες και προσέγγιση ποδόσφαιρο ήταν το μόνο που ήξερε να παίξει. Και, κάπως, έτσι να διακριθεί, χωρίς προφανώς να αποτελεί εχέγγυο -ούτε καν- για μια οποιαδήποτε επαγγελματική φιλοδοξία.
Όσο και αν το ψαχούλευαν, κανείς δεν πειθόταν από το καρπούζι, κανείς δεν πρόκρινε πως είναι ή θα γίνει -ποιος ξέρει άλλωστε…- νόστιμο.
Η πρώτη που πήρε την απόφαση να το σηκώσει για λίγο περισσότερο από τον πάγκο ήταν η Σεντ Μίρεν. Λίγο πριν την ενηλικίωση, ενημερώθηκε πως του πρόσφερε μια δοκιμή. Δεν τον ήξεραν, δεν τον είχαν δει ποτέ (πού άλλωστε), απλώς, όπως συνήθως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, αποδέχτηκαν μια εισήγηση ενός ατζέντη και τον προσκάλεσαν. Μηδέν κόστος, μηδέν ρίσκο.
Δεν ήταν μάλιστα μόνος του αλλά με έναν ακόμα συμπαίκτη από τη Σαρσέλ, ονόματι Ντάνι Μπεκάλε. Πήγε καλά. Αυτός, όχι ο Μπεκάλε. Αγωνίστηκε σε τέσσερα φιλικά, πέτυχε επτά γκολ. Pas mal. Μάλλον όμως δεν έφτανε στους «Highlanders». Χρειάζονταν να ξεψαχνίσουν κι άλλο το καρπούζι, πριν το κόψουν.
Για δυόμισι μήνες έμεινε στην Σκωτία, κάνοντας καθημερινά προπονήσεις. Ακόμα και για έναν 17χρονο που του προσφερόταν μία, η πρώτη, επαγγελματική προοπτική, ήταν πολύ. Ειδικά συνυπολογίζοντας τον καιρό. Καταχείμωνο στην Σκωτία, χιόνι ατελείωτο, κρύο στα όρια της… κακοποίησης. Δεν άντεξε, δεν θέλησε.
Μια μέρα προφασίστηκε τραυματισμό. Δανείστηκε -αγύριστα προφανώς- ένα ποδήλατο από έναν ένοικο του ξενοδοχείου όπου έμεινε και, όπως ήταν, με τα ρούχα που φορούσε και παίρνοντας μόνο τα παπούτσια του, έφυγε από την πίσω πόρτα του για να μην τον δουν στη reception, πήγε στον πλησιέστερο σταθμό λεωφορείων, από εκεί στην Γλασκόβη και από εκεί, κατόπιν συνεννόησης με τον ατζέντη που τον πήγε εκεί, αεροπορικώς πίσω στο Παρίσι.
Χωρίς να μιλάει γρι αγγλικά.
Τα 160 ευρώ του ναύλου και το μηνιάτικο των 700
Επιστρέφοντας στη Σαρσέλ με άδεια χέρια ήταν η απόδειξη που άπαντες περίμεναν για να αποφανθούν για το ποιόν του καρπουζιού. Χρειάστηκε να φτάσει στο βορειοδυτικό άκρο της Γαλλίας, στη Βρετάνη, πέντε ώρες ταξίδι από το Παρίσι, ώστε να μην τον κατατρέχει η εκτίμηση που είχε αποκτήσει.
Και όχι για κάτι ιδιαίτερο αλλά για ένα ακόμα δοκιμαστικό από την άσημη, ομάδα τέταρτης κατηγορίας τότε, Κιμπέρ. Ούτε το ναύλο δεν μπορούσε να (του) καλύψει. Το έκανε η Χαλίμα, μετά την υπόσχεση πως τα 160 ευρώ που κόστισε το εισιτήριο του τρένου θα της τα γύριζε πίσω. Ως επαγγελματίας πια ποδοσφαιριστής.
Επαγγελματίας έγινε. Συμβόλαιο υπέγραψε. Αλλά με 700 ευρώ μηνιάτικο τι να της γυρίσει; Ούτε καλά-καλά να αναλάβει τα έξοδα του ταξιδιού της για να τον δει δεν μπορούσε. Και πάλι καλά δηλαδή που δεν το έκανε. Συγκατοικούσε με τον συμπαίκτη του Ματίας Πογκμπά και, παρότι ο αδερφός του ξακουστού Πολ ήταν υπόδειγμα νοικοκυροσύνης παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο (18χρονος) Ριγιάντ παρέμενε σε street mode.
Στο σπίτι, τη διατροφή, την καθημερινότητα, τα πάντα. Και, εννοείται, και στο γήπεδο. «Το μόνο που είχε η τσάντα του ήταν τα εξάταπα, οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα», η θύμηση του Τεχνικού Διευθυντή -ναι, είχε και τέτοιον… – της Κιμπέρ, πριν το δοκιμαστικό που έπεισε τους ανθρώπους του συλλόγου να τον υπογράψουν, αγγαρεύοντας έκτοτε έναν τοπικό δημοσιογράφο να τον πηγαινοφέρνει στις προπονήσεις. Ούτε λόγος για αυτοκίνητο, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν οδηγούσε κιόλας.
Πολύς, λίγος ο ένας χρόνος που χρειάστηκε να κάνει τον ταξιτζή, η ψυχούλα του το ξέρει. Τόσο πάντως ήταν, μιας και ο πιτσιρίκος με το άναρχο στιλ, την αμετάβλητη street προσέγγιση, είχε φέρει μαζί του στα παράλια του Ατλαντικού και το αριστερό του πόδι.
Και δαύτο ούτε ψηλάφηση ήθελε, ούτε πίεση, ούτε χτύπημα, ούτε τίποτα. Ναι, κανείς δεν ισχυριζόταν πως ήταν για την κορυφή, αλλά άπαντες οι… ειδικοί συμφωνούσαν πως ήταν για ψηλότερα από την τέταρτη κατηγορία. Παρί και Μαρσέιγ λοιπόν του έδωσαν επιλογή. Την αρνήθηκε.
Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται ο ίδιος, μιας και, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ρεαλιστικότερη, δεν κρίθηκε τελικά επαρκής για το συγκεκριμένο επίπεδο, έστω και για τις δεύτερες ομάδες των Παριζιάνων και των Φωκαών.
Τελικά επέλεξε (τον επέλεξαν, μικρή σημασία έχει) τη Χάβρη. Ονομαστή διεθνώς για το σύστημα των ακαδημιών της, τότε στη Ligue 2, φάνταζε ως το ιδανικό επόμενο βήμα. Μετέωρο όμως. Στα επόμενα τριάμισι χρόνια μόνο το τελευταίο μισό τον βρήκε στην πρώτη της ομάδα.
Το καρπούζι του Γουόλς
Πολύ πίσω δηλαδή από την πρώτη-πρώτη σειρά του ξακουστού για την ποιότητα των προϊόντων του πάγκου της Χάβρης. Εκεί βρισκόταν o Ρίαν Μέντες από το Πράσινο Ακρωτήρι, ένας πασπαρτού μεσοεπιθετικός, περισσότερο όμως εξτρέμ, παίζοντας από την άλλη πλευρά, στ’ αριστερά, έναν χρόνο μεγαλύτερος του.
Εκείνη την εποχή, στις αρχές δηλαδή της δεκαετίας του 2010, η θέση του Head of Recruitment (κάτι σαν Τεχνικός Διευθυντής, υπό πάντα τον εκάστοτε manager) της Λέστερ δεν ήταν και η πιο θελκτική και καλοδεχούμενη δουλειά στο αγγλικό ποδόσφαιρο.
Οι «Αλεπούδες» είχαν… ριζώσει στην Championship, χωρίς ούτε η πώληση στον Ταϊλανδό μεγιστάνα, Βιτσάι Σριβανταναπράμπα, να δείχνει ωφέλιμη. Ούτε σε επίπεδο πρεστίζ ούτε ακόμα οικονομικά, ανταποδοτικά. Περιορισμένοι οι πόροι που μπορούσε να διαχειριστεί ο Γουόλς, πολύ μικροί οι πάγκοι από τους οποίους μπορούσε να διαλέξει.
Ένας από αυτούς που είχε ανακαλύψει ήταν η Ligue 2, εγκαινιάζοντας τα… ψώνια του το καλοκαίρι του ’12, με την αγορά (κοψοχρονιιά) από την Γκινγκάν του 21χρονου εξτρέμ, Αντονί Νοκέρ (ναι, του ίδιου, ο οποίος στα 31 του πέρασε το πρώτο μισό της σεζόν 2022-2023 ταλαιπωρώντας και ταλαιπωρούμενος στον Βόλο).
Δεκαοχτώ λοιπόν μήνες αργότερα, τα Χριστούγεννα του ’13, στο στόχαστρό του είχε μπει ο Μέντες. Ταξίδεψε στη Χάβρη για να τον τσεκάρει. Να “ψαχουλέψει” το καρπούζι του, να το χτυπήσει στις άκρες, να το κουνήσει, να το κρίνει. Αυτό που τελικά τον κέρδισε ήταν κάτι άλλο, τελείως απρόσμενο και ως τότε παντελώς άγνωστο στα κιτάπια του αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη σχετική λίστα του club.
Τελειώνοντας το παιχνίδι που παρακολούθησε, περίμενε τον Μαχρέζ να βγει από το γήπεδο. Τον έπιασε από το γιακά του παραφουσκωμένου μπουφάν του, λες και ήθελε, έτσι, να τον ελέγξει απτά και του ζήτησε επιτακτικά να μετακομίσει στη Λέστερ. Λες και είχε άλλες επιλογές.
Δεν τον έπεισε, μα αυτό ήταν ο λιγότερος μπελάς που είχε ο Γουόλς εκείνη την στιγμή. Επιστρέφοντας στο Λέστερ, έπρεπε να πείσει άλλους. Να τον εμπιστευτούν στην αναίρεση της πρώτης του επιλογής (Μέντες) και στη με κλειστά μάτια αγορά μιας, ως τότε, ανύπαρκτης, η οποία μάλιστα έπαιζε και στην ίδια θέση που αγωνιζόταν ένας από τους αγωνιστικούς πυλώνες της ομάδας (Νοκέρ).
Το πήρε πάνω του εν τέλει, μιας και κανείς από το staff της Λέστερ δεν μπορούσε να συμμεριστεί αυτό που έβλεπε, αυτό που ένιωθε. Βγήκαν τα μάτια του (προπονητή) Νάιτζελ Πίρσον και των συνεργατών του να βλέπουν παιχνίδια του μαραζιού του Γουόλς, αλλά η δική τους αφή, η δική τους εκτίμηση για το τι ήταν αυτό που μόνο εκείνος μπορούσε να νιώσει, δεν συμφωνούσε.
Αυτοί έβλεπαν έναν μάλλον ξεπερασμένο εξτρέμ, ο οποίος έπαιζε με ανάποδο πόδι, χωρίς να έχει στοιχεία σύγχρονα ή έστω ταιριαστά με το ποδόσφαιρο που παιζόταν στην Αγγλία. Ο Γουόλς όμως έβλεπε, αισθάνονταν μαγεία.
Και έτσι το καρπούζι δεν ξέμεινε στη Χάβρη. Το πήρε πάνω του ο επικεφαλής των μεταγραφών, ειδικά εφόσον το κόστος ήταν αστείο ακόμη και για τη Λέστερ που μετρούσε (τότε) κάθε στερλίνα που έβγαινε από τα ταμεία της.
Μόλις λοιπόν 450.000 ευρώ. Τόσο κόστισε η αγορά του από τις «Αλεπούδες». Βοήθησε επίσης πως επιτέλους έκαναν… παρέλαση στην Championship, μοιάζοντας ήδη από τα μέσα εκείνης της σεζόν σίγουροι Πρωταθλητές, εξασφαλίζοντας έτσι προβιβασμό. Αυτό όμως δεν έφτανε στον ίδιο τον Μαχρέζ. Έχοντας κατά νου την προηγούμενη, επώδυνη, εμπειρία του στη Γηραιά Αλβιόνα, ήταν διστακτικός. Όπως και οι περισσότεροι, την γνώμη των οποίων ζήτησε.
Δεν είχε αλλάξει άλλωστε και πολύ από τότε που ξεκίναγε να παίζει ποδόσφαιρο. Πάντα άναρχος, ισχνός, fragile, χωρίς να γεμίζει σωματικά το μάτι, με μόνη διέξοδο την τεχνική και την αλλοτινή προπονητική συμβουλή για να προσπαθεί, όπως μπορεί, να αποφεύγει αντιπάλους και επαφή.
Στη Ligue 2 το κουτσοκατόρθωνε. Στους καμικάζι και στα ντούκια της Championship αλλά ακόμα-ακόμα και στα εσωτερικά διπλά της Λέστερ πώς θα το μπορούσε; Ούτε λόγος για τις πολλαπλάσιες απαιτήσεις, όταν (χρονικοϋποθετικό) ερχόταν η ώρα της Premier League.
Η προοπτική όμως ξεπερνούσε τους ενδοιασμούς. Το πήρε απόφαση, έχοντας πάρει και την μητρική ευλογία. Η πρώτη εμπειρία του στο Νησί τον κατατρόμαξε. Στο Elland Road ήταν κόντρα στη Λιντς. Με όσα έβλεπε από τον πάγκο, προσευχόταν να μην τον επιλέξει ο Πίρσον.
Η προσευχή εισακούστηκε. Δεν το έκανε. Και γενικά για το υπόλοιπο της σεζόν ο τεχνικός της Λέστερ το απέφευγε. Η εικόνα του Μαχρέζ να δίνει την πρώτη συνέντευξη μετά το ντεμπούτο του έχοντας στο πλευρό του μεταφραστή τον Νοκέρ, με (σταθερά ως τότε) ανύπαρκτα αγγλικά, τα μάτια σχεδόν μόνιμα στο πάτωμα ή στο άπειρο, με μονολεκτικές απαντήσεις, μετρημένος στα όρια του συμπλέγματος, ήταν μια αντανάκλαση της καθημερινότητάς του. Αγωνιστικής και προσωπικής.
Δεν έπαιξε πολύ στο δεύτερο μισό εκείνη της σεζόν, δεν έκανε πολλά, δεν θορύβησε, δεν ενόχλησε κανέναν, αλλά ούτε και πρόσθεσε ζάλη στην… παραζάλη της επικύρωσης της επιστροφής στα σαλόνια της Premier League για τη Λέστερ (2014). Καλά-καλά ούτε στα αποδυτήρια τον πήραν χαμπάρι. Δεν τον άκουγαν, δεν τον ένιωθαν, δεν τον έβλεπαν.
Χαρακτηριστικότερο δεν υπάρχει: τελειώνοντας τα παιχνίδια, έφευγε τις περισσότερες φορές μόνος του από το King Power, απαρατήρητος από όλους και απρόσκλητος, επιλέγοντας το αγαπημένο του κεμπαπτζίδικο, δύο στενά πιο μακριά από το γήπεδο της Λέστερ, χωρίς να τον ενοχλεί κανείς, χωρίς να τον παίρνει χαμπάρι κανείς.
Τόσο… αόρατος ήταν που ακόμα και οι όψιμοι συμπατριώτες του -μπορούσε να επιλέξει είτε την Αλγερία είτε το Μαρόκο, διάλεξε τους Φενέκους για να τιμήσει τον πατέρα του– δεν πίστευαν ότι ο τότε εκλέκτορας της Αλγερίας, Βαχίντ Χαλίλχοτζιτς, τον είχε πάρει στην αποστολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας.
Μέχρι και συνέντευξη Τύπου χρειάστηκε να δώσει ο Βόσνιος για να αρνηθεί τη φημολογία πως είχε δωροδοκηθεί από τον Μαχρέζ ώστε να τον συμπεριλάβει στην 23άδα των Βορειοαφρικανών.
Κανείς, μα κανείς δεν καταλάβαινε ακόμη τίποτα για το περιεχόμενο του καρπουζιού του Γουόλς. Όσο και αν το χτυπούσαν, το άκουγαν, το πασπάτευαν.
Η κομπανία των “άγραφων”
Είχε όμως ξεκινήσει η περίοδος της ωρίμανσης. Για όλους στη Λέστερ, όχι μόνο για δαύτον. Η πρώτη του σεζόν στην Premier League ίσως και να ξεπέρασε τις ως τότε προσδοκίες. Κυρίως γιατί συνοδεύτηκε από το «θαύμα», όπως χαρακτηρίστηκε (πού να ‘ξεραν τι ερχόταν…), των «Αλεπούδων» να αποφύγουν έναν υποβιβασμό που μέχρι εννιά αγωνιστικές πριν το φινάλε έδειχνε βέβαιος.
Σε αυτό όμως το διάστημα έκαναν μόνο μία ήττα, μάζεψαν τους 22 από τους συνολικά 41 βαθμούς της συγκομιδής τους και, από εκεί που ήταν στο -7 από τη σωτηρία στο ξεκίνημα του ντεμαράζ τους, κατάφεραν να τερματίσουν στο +6 από τη ζώνη του υποβιβασμού.
Και πάλι δεν πιστώθηκε κάτι, δεν ξεχώρισε, δεν “φώναζε”.
Ο Τζέιμι Βάρντι, ο Λεονάρντο Ουγιόα, ο Εστεμπάν Καμπιάσο (λίγο πριν έρθει στα μέρη μας), αυτοί ήταν που αναγνωρίστηκαν περισσότερο. Φυσικά και ο Νάιτζελ Πίρσον, μια αποκοτιά όμως (μεταξύ άλλων και) του γιου του, στελέχους των ακαδημιών του club, τον βάρυνε και τελικά την χρεώθηκε, αποχωρώντας από τον πάγκο καλοκαιριάτικα, βάζοντας έτσι και το τελευταίο κομμάτι του παζλ στη θέση του.
Το προτελευταίο είχε μπει -πάλι με υπογραφή Γουόλς– με την αγορά ενός ακόμα… άγραφου από τη Γαλλία, του Ενγκολό Καντέ. Το τελευταίο ήταν η πρόσληψη, μετά την απομάκρυνση του κοσμαγάπητου Πίρσον, του Κλαούντιο Ρανιέρι. Παρότι συμπαθής στο αγγλικό κοινό εξαιτίας της τύχης που του επιφύλαξε ο Ρομάν Αμπράμοβιτς, όταν αγόρασε την Τσέλσι και τον απέλυσε για να πάρει τον Ζοζέ Μουρίνιο, ο Ιταλός θεωρούνταν -στην καλύτερη- ξεπερασμένος για το επίπεδο της Premier League.
Η αμέσως προηγούμενη παταγώδης αποτυχία του στον πάγκο της Εθνικής δεν βοήθησε καθόλου ούτε στην αλλαγή της προοπτικής αλλά ούτε και στο καλωσόρισμά του από τον κόσμο των «Αλεπούδων». Τότε όλα κούμπωσαν αρμονικά και το σύμπαν συνωμότησε για κάτι το αδιανόητο, με τη Λέστερ να φτάνει στην ασύλληπτη κατάκτηση του Πρωταθλήματος (2016).
Με τον ίδιο να εκρήγνυται. Ξεκίνησε σε όλες (εκτός από δύο) τις αγωνιστικές, πέτυχε 17 γκολ (σε 39 on target τελικές, τέσσερα περισσότερα από όσα είχε σημειώσει ως τότε στην καριέρα του σε παιχνίδια Πρωταθλήματος σε επίπεδο πρώτης ομάδας), μοιράζοντας και 11 ασίστ. Ξεπέρασε ακόμα και τον αρχισκόρερ Βάρντι σε αναγνώριση και credit, μιας και αναγορεύτηκε κορυφαίος της χρονιάς σε όποια σχετική ψηφοφορία έχει διαχρονικά σημασία και οντότητα.
Το αλανιάρικο αποδείχτηκε απρόβλεπτο και μη αντιμετωπίσιμο. Πόσο μάλλον όταν σε εκείνη τη Λέστερ ήταν και συσσωρευμένο. Η αφεντιά του, ο Βάρντι, ο Καντέ δεν εκπαιδεύτηκαν ποδοσφαιρικά σε κάποια ακαδημία, δεν πήραν όπως “πρέπει” τα ποδοσφαιρικά γράμματα. Όπως και ο τότε αρχηγός των «Αλεπούδων», Ουές Μόργκαν, δεν υπήρχαν στον ποδοσφαιρικό χάρτη ουσιαστικά μέχρι το big bang, ομαδικό και ατομικό, εκείνης της σεζόν.
«Με τον Ενγκολό (Καντέ) το συζητούσαμε και γελάγαμε με ό,τι έχει γίνει. Η ιστορία μας είναι απίθανη, η πορεία μας αδύνατη. Δεν ήμουν προγραμματισμένος να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, όπως όλοι όσοι βγήκαν από τις ακαδημίες. Εκεί ξέρουν πως στις 09:00 θα κάνουν αυτό, στις 10:00 κάτι άλλο, συγκεκριμένα όμως όλα. Εμένα πολλές φορές, ακόμη και τώρα, βλέποντάς με στο γήπεδο, θα νομίζεις πως παίζω ακόμη στον δρόμο. Και αυτό είναι κάτι που το έχουμε αρκετοί στη Λέστερ. Και αυτό είναι κάτι διαφορετικό, απρόβλεπτο, το οποίο τελικά έκανε και τη διαφορά».
Επαρκής εξήγηση, απολύτως αρμόδια, γι’ αυτό και μεταφέρεται αυτολεξεί, αμέσως μετά την επιβεβαίωση του 5.000/1 με το οποίο πιθανολογούνταν στο ξεκίνημα εκείνης της ανεπανάληπτης χρονιάς της Λέστερ η προοπτική να στεφθεί Πρωταθλήτρια. Τότε που επιτέλους για όλους τους προαναφερθέντες και κυρίως για τον Αλγερινό σταμάτησε μια άλλη πιθανολόγηση και έτσι κανείς έκτοτε δεν χρειάστηκε να προεξοφλήσει, κρίνοντας χωρίς καν να έχει “κόψει” το καρπούζι (τους), τι στο καλό γεύση είχε.
Πρώτα θα φύγει η ψυχή, το χούι μετά
Και από τότε όλοι πια ήθελαν να γευτούν τους καρπούς του. Ο Καντέ είχε πάρει μεταγραφή αμέσως, ο ίδιος όχι. Αδύνατον να υλοποιηθεί ανεπηρέαστη η σχετική συμφωνία του για παραμονή με τον -τραγικά χαμένο από το φοβερό δυστύχημα με την πτώση του ελικοπτέρου του- ιδιοκτήτη της Λέστερ.
Και γιατί δεν γινόταν να διατηρηθούν οι «Αλεπούδες» σε αυτό το επίπεδο αλλά κυρίως γιατί το δικό του, ξεκάθαρα πια, τους ξεπερνούσε. Χρειάστηκε να περιμένει δύο χρόνια. Σε κάθε μεταγραφική περίοδο έφτανε κοντά. Πότε στην Άρσεναλ (αμέσως μετά την κατάκτηση του Πρωταθλήματος), πότε στη Ρόμα, πότε (και από ένα σημείο και έπειτα μόνο) στη Σίτι. Πάντα όμως κάτι γινόταν και ξέμενε.
Ό,τι και αν έκανε, όπως και αν το χειριζόταν, όσο και αν προσπαθούσε να πιέσει καταστάσεις. Υπήρξε εποχή που σκόπιμα καθυστέρησε να επιστρέψει από υποχρεώσεις της Εθνικής Αλγερίας (με την οποία στέφθηκε και Πρωταθλητής Αφρικής για δεύτερη φορά στην ιστορία της και πρώτη μετά από 29 χρόνια το 2019), αρνούμενος να αγωνιστεί ξανά με τη Λέστερ.
Το φινάλε μιας από αυτές τις ατελέσφορες μεταγραφικές περιόδους τον βρήκε να ξημεροβραδιάζεται στο Ορλί, ένα από τα αεροδρόμια του Παρισιού. Δεν ήθελε να ρισκάρει να χάσει χρόνο παίρνοντας το λάθος αεροπλάνο και έτσι περίμενε στο λόμπι ώστε να επιβιβαστεί σε αυτό που έλπιζε πως θα τον πήγαινε στον επόμενο επαγγελματικό προορισμό του.
Τελικά στο Λέστερ γύρισε. Και από εκείνη την στιγμή οι συμπαίκτες του τον αποκαλούσαν «Βίκτορ Ναρόβσκι», τον χαρακτήρα δηλαδή που είχε υποδυθεί ο Τομ Χανκς στο «Terminal», σε μια (αληθινή) ιστορία ενός τύπου που εξαιτίας μιας μοναδικής γραφειοκρατικής συγκυρίας ξέμεινε εγκλωβισμένος για μήνες στο JFK της Νέας Υόρκης.
Το ριζικό του το συνάντησε τελικά καλοκαίρι του ’18. Το ανελέητο πρεσάριμα της Σίτι απέδωσε και έτσι οι «Πολίτες», πληρώνοντας 64.5 εκατ. ευρώ περισσότερα από όσα είχε δώσει ο Γουόλς για να τον πάρει στη Λέστερ, τον προσέθεσαν στα γρανάζια της μηχανής του Πεπ Γκουαρντιόλα.
Πριν καν παίξει στο Etihad, ένας άλλος από τους ειδικούς που ξεψαχνίζουν τα καρπούζια, ο Γκάρι Λίνεκερ, έσπευσε να ζητήσει να… απαγορευτεί διά νόμου η συνύπαρξη στη δεξιά πλευρά της Σίτι της αφεντιάς του και του Κέβιν Ντε Μπρόινε, τον όποιον τότε ο Πεπ άρχιζε σιγά-σιγά να φέρνει στο άκρο.
Λίγο έλειψε να του βγει -και αυτό- ξινό. Ο Αλγερινός ζορίστηκε αφόρητα να προσαρμοστεί στα τακτικά, προπονητικά, αγωνιστικά καλούπια του Καταλανού. Κατά δήλωσή του, έμαθε, τότε και μόνο τότε, ποδόσφαιρο, μετανιώνοντας μόνο πως καθυστέρησε, σπαταλώντας μια διετία στη Λέστερ. Μια διετία που, αν είχε αποφύγει, θα τον αναβάθμιζε περισσότερο και κυρίως πιο έγκαιρα.
«Διαφορετικά θα ήταν να το ζήσω στα 25, διαφορετικά το ζω στα 28 μου».
Και παρότι βαθιά βιωματική, κοντά γονιδιακή, η συγκεκριμένη παραδοχή, το κοινό της πρώην ομάδας του δεν τη συμμερίστηκε. Στις πρώτες του επισκέψεις στο King Power ως αντίπαλος, είχε γίνει μάλλον αδιάφορα δεκτός. Στην τρίτη όμως, λίγο μετά τη συγκεκριμένη δήλωση, τέτοιες μέρες το 2020, οι αποδοκιμασίες είχαν ξεκινήσει, πριν καν φτάσει στο γήπεδο.
Μια φάση, μια στιγμή, εκεί στο ξεκίνημα του παιχνιδιού, ενδεικτική της ολοκληρωτικής αλλαγής που χρειάστηκε να υποστεί ώστε να ταιριάξει στο ποδόσφαιρο που κηρύττει ο Γκουαρντιόλα. Ο Αϊμερίκ Λαπόρτ είχε την μπάλα στο μισό των «Πολιτών», από τα αριστερά. Ο Μαχρέζ, αγκυροβολημένος στο -συνηθισμένο του- άλλο άκρο, πίσω από τον αριστερό μπακ της Λέστερ (Μπεν Τσίλγουελ) και στο ενδιάμεσο με τον στόπερ της (Κρίστιαν Φουκς).
Για πάνω από 10 δευτερόλεπτα στέκεται εκεί ακίνητος, δείχνοντας τον χώρο που υπάρχει και ζητώντας από τον Λαπόρτ την “60άρα” πάσα. Ψωμοτύρι για το άμεσο transition της σεζόν του θαύματος των «Αλεπούδων» και της δικής του υπερηχητικής ανέλιξης. Όχι όμως στη Σίτι του Πεπ. Όχι στο possession play, το παιχνίδι της υπομονής, της εξάντλησης του αντίπαλου, με την επιμονή στη λεπτομέρεια, την αρτιότητα, την τελειότητα.
Φυσικά και το ήξερε. Πάνω από ενάμιση χρόνο πια εντρυφούσε σε αυτό ακριβώς στο Μάντσεστερ. Η χειρονομία όμως, πέραν του ότι ήταν ξεκάθαρα επιτηδευμένη, ήταν και συγκυριακά απαραίτητη για τον ίδιο. Άκουγε, άκουγε και άκουγε, τα πάντα όλα από την εξέδρα. Σε κάθε του επαφή με την μπάλα. Ακόμα και σε κάθε νεύμα του.
Αποζητούσε λοιπόν μιαν απάντηση. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχε μεγαλουργήσει, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχε ευλογήσει τη συγκεκριμένη γενιά φιλάθλων της Λέστερ. Ο χώρος βρέθηκε και στα χασομέρια του παιχνιδιού. Η πάσα τότε ήταν λιγότερο μακρινή, ενταγμένη στην αγωνιστική φιλοσοφία της Σίτι.
Όχι όμως και η επιλογή του. Με μισό γήπεδο μπροστά του, ξεχύθηκε με την μπάλα στα πόδια. Ζάλισε και χόρεψε Τσίλγουελ και Φουκς και, πατώντας πια περιοχή, την κατάλληλη στιγμή σέρβιρε στον επερχόμενο Ζεσούς. Γκολ, 0-1, νίκη Σίτι. Κάθε άλλο παρά σίγασε το εχθρικό κοινό, εξασφαλίζοντας ένα ακόμα 10λεπτο γιουχαΐσματος, ως και την στιγμή που οι δύο ομάδες είχαν χαθεί στα αποδυτήρια. Το κομμάτι του όμως το είχε κάνει. Και αυτό μετρούσε.
Μικρογραφία του πώς (άλλοτε δύσκολα, άλλοτε εύκολα) απέδειξε στα χρόνια του στο Etihad, στην κορυφογραμμή του ποιοτικού επιπέδου, πως ό,τι χρειάζεται το έχει για να κάνει τη διαφορά και εκεί. Για να κερδίσει τίτλους και να ξεχωρίσει, αποδεχόμενος φιλοσοφία, προσέγγιση και στιλ κόντρα στο ίδιο του το dna.
Κλήθηκε να απαντήσει αν ακόμη θεωρεί, αν για πάντα θα θεωρεί τον εαυτό του ποδοσφαιριστή της αλάνας. Σε άψογα πια αγγλικά -βοήθησαν οι δύο Αγγλίδες που παντρεύτηκε, από την στιγμή που πέρασε τη Μάγχη, και οι τρεις κόρες που έχει μαζί τους- παραδέχτηκε πως το χούι, όσο και αν φασκιδωθεί, όσο και αν υποβιβαστεί, όσο και αν περιχαρακωθεί, δεν εγκαταλείπει ποτέ νωρίτερα, ακόμα και από την ψυχή.
«Πάντα θα διάλεγα τον δρόμο, γιατί εκεί το ένστικτο ενισχύεται και τονίζεται. Και αυτό είναι κάτι που πάντα σε χαρακτηρίζει και σε βοηθάει».
Τι στο καλό, μπορεί και να συνοδεύεται από κάποιον ξεχωριστό ήχο, από κάποια ιδιαίτερη αίσθηση στην αφή, κάτι που να δικαιολογεί προκαταβολικά το ποσό νόστιμο θα είναι τελικά το καρπούζι…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η αφοσίωση έβγαλε τον Τζέιμι Βάρντι από τον μικρόκοσμό του
Εστέμπαν Καμπιάσο: Αποδομώντας τον Κουτσουφλίτο
Ενγκολό Καντέ: Δεν είναι ποιητής, είναι στιχάκι
Κλάουντιο Ρανιέρι: Η τέλεια μετριότητα
Κέβιν ντε Μπρόινε: Η τελειότητα της απλότητας
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη