Στη Γκάρσα, τη νεοσύστατη πόλη στην επαρχία του Σάο Πάολο στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οι περισσότεροι οικισμοί ήταν χτισμένοι επάνω στους λόφους, προκειμένου να αποφεύγονται οι πλημμύρες από τους ορμητικούς ποταμούς Rio do Peixe, Tibiriça και Feio.
Τα σπίτια αυτοσχέδια, τα μισά παραπήγματα, τα άλλα με τσίγκο για σκεπή και τυρφώδες χώμα για πάτωμα.
Σε ένα απ’ αυτά, με το υγρό μαύρο χώμα και το αυτοσχέδιο αποχωρητήριο κάτω απ’ τον τσίγκο ζουν ο ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής Όσκαρ και η νοικοκυρά Βέρα Λουσία Ντα Σίλβα.
Η διαβίωση φτωχική, δίχως καν τα απαραίτητα, μερικές φορές πολύ μακριά από το επιτρεπτό όριο της ανέχειας.
Η Βραζιλία της δεκαετίας του ’70 είναι μια χώρα που κυβερνάται από τον Εμίλιο Γκαραστάζου Μέντιτσι, επικεφαλής του στρατιωτικού καθεστώτος, της διαβόητης Junta Militar, η οποία διήρκησε περισσότερα από 20 χρόνια και, παρόλο που έμεινε στην ιστορία για το «βραζιλιάνικο θαύμα» της αλματώδους ανάπτυξης, είχε εγκλωβίσει τους περισσότερους Βραζιλιάνους σε συρρίκνωση του οικογενειακού εισοδήματος και απώλεια της όποιας αγοραστικής τους δύναμης.
Σε συνδυασμό με τα συγκλονιστικά υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού, οι Βραζιλιάνοι αναγκάζονταν είτε να μετοικούν στα χιλιάδες εκτάρια καλλιέργειας καφέ στην περιφέρεια είτε να εργάζονται υπό πολύ δύσκολες συνθήκες στα κατά τόπους εργοστάσια.
Τον Απρίλη του ’73 η θρησκόληπτη και θεοσεβούμενη οικογένεια Ντα Σίλβα αρκείτο στα σκάρτα 30 δολάρια που έμπαιναν στο σπίτι κάθε μήνα από τις διαδρομές του Όσκαρ με το φορτηγάκι στα χωράφια με τα καφεόδενδρα.
Παρά τη φτώχεια, τα πρόσωπα χαμογελαστά, η Λουσία μετά από τρία κορίτσια, τη Σύλβια, την Κριστιάνα, τη Ζιζέλ, είχε χαρίσει στον Όσκαρ τον πολυπόθητο γιο.
Το μικρό αγόρι πήρε το όνομα του αγαπημένου τροβαδούρου των γονιών του, τότε βασιλιά της βραζιλιάνικης μουσικής, ενός σπουδαίου καλλιτέχνη με πωλήσεις άνω των 120 εκατ. δίσκων στην καριέρα του. Ρομπέρτο Κάρλος.
Ο μικρός είναι αδύναμος, στα όρια του καχεκτικού, οι περιβαλλοντικοί και διατροφικοί παράγοντες επιδρούν τροποποιητικά στο γενετικό του υπόβαθρο τόσο στην ενδομήτρια ζωή όσο και στη μετέπειτα καμπύλη της ανάπτυξής του.
Ο πατέρας τον παροτρύνει να αθληθεί, τον παίρνει μαζί του στην τοπική ομάδα που παίζει ποδόσφαιρο στον ελεύθερο χρόνο του, την Ατλέτικο Γιουβέντους. Ο μικρός ερωτεύεται τη μπάλα, δεν την αφήνει λεπτό, κοιμάται και ξυπνάει μ’ αυτήν.
Το 1986 τον αρπάζει η Φλαμενγκίνιο, ο άνθρωπος που του υποδεικνύει να παίξει πιο πίσω και όχι στην επίθεση, όπως ήθελαν όλα τα παιδάκια στην ηλικία του, είναι ο Ζοάο Κάμπος «Πασέκο».
Με τον καιρό η ανάπτυξη του παιδιού ομαλοποιείται, τρέφεται πιο σωστά, το χώμα στα πόδια γίνεται τσιμέντο, ο τσίγκος αντικαθίσταται από εκείνα τα παλιά πλίνθινα κεραμίδια, όταν η οικογένεια μετακομίζει πιο κοντά στον Ατλαντικό, στο νοτιοανατολικό του Σάο Πάολο, την Cordeirópolis.
Δεν έχει κλείσει τα 14 και έχει ήδη σχεδόν εγκαταλείψει το σχολείο. Ελάχιστα παιδιά τελείωναν το σχολείο, τα περισσότερα περιορίζονταν στο να τελειώσουν τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού και κατόπιν να δουλέψουν οπουδήποτε για να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό που δεν μπορούσε να το εξασφαλίσει το οικογενειακό περιβάλλον.
Φοίτησε στο δημόσιο σχολείο José Levy, ο δάσκαλός του, Μάριο Μάσκαριν, θυμάται ότι ήταν ζωηρός και πολύ ζωντανό παιδί, μια άλλη δασκάλα του, η Μάρτα Ίρια Μπερντάνα, θυμάται ότι από μικρός έλεγε σε όλους ότι ήθελε να γίνει αθλητής, να μοιάσει στον πατέρα του που ήταν ο ήρωάς του.
Τον μικρό Ρομπέρτο, όπως και όλα τα αγόρια της γενιάς του, από νήπιο τον ένοιαζε μόνο να παίζει ποδόσφαιρο.
Ήταν (πολύ) μικρός το δέμας, αλλά τα πόδια του έμοιαζαν σαν μίνι μπουκάλες γκαζιού, όση δύναμη του έλειπε στο επάνω μέρος του σώματος, άλλη τόση διοχετεύετο στα πόδια του. Από τα εννιά του χρόνια ανακατευόταν και μάτωνε τα γόνατά του με μεγαλύτερα παιδιά, με εφήβους, ακόμα και με άντρες.
Όταν, στα 12 του, πήγε στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας, Torção Cordeiro, να ζητήσει δουλειά, όλοι τον γνώριζαν σαν το μεγάλο ταλέντο της γειτονιάς, τον πιτσιρίκο που τους τρίπλαρε όλους. Πολύ γρήγορα μπήκε στην ομάδα του εργοστασίου (ναι, οι Βραζιλιάνοι είχαν ομάδες και έπαιζαν ποδόσφαιρο σε κάθε ευκαιρία και για την παραμικρή αφορμή) και τρέλαινε τους μεγαλύτερους με την ταχύτητα και την έμφυτη τεχνική του κατάρτιση.
Καταλάβαινε όμως ότι οι δυνάμεις του δεν επαρκούν και για δουλειά και για ποδόσφαιρο. Πήγε στον πατέρα του, μίλησε ειλικρινά με το κεφάλι κάτω και ο Όσκαρ τού απάντησε, κάνοντάς τον ευτυχισμένο, να παρατήσει τη δουλειά και να ακολουθήσει το όνειρό του. Ο μικρός πέταξε από τη χαρά του και αφοσιώθηκε στο ποδόσφαιρο.
Όταν τον πρωτοείδε ο Ανταΐλτον Λαντέιρα, τεχνικός της νεοσύστατης Ουνιάο Σάο Ζοάο του Αραράς, ήταν βέβαιος ότι ανακάλυψε φλέβα χρυσού. Εισηγήθηκε άμεσα στον ιδρυτή του club, Ερμίνιο Ομέτο, να εξασφαλιστούν οδοιπορικά και τροφεία, προκειμένου να υπογράψει ο μικρός στην ομάδα. Ο Ρομπέρτο Κάρλος ήταν μόλις 14 ετών και ίσα που ξεπερνούσε το ενάμισι μέτρο ύψος.
Ο Όσκαρ και η Λουσία συναίνεσαν αμέσως, παρότρυναν τον γιο τους να κυνηγήσει το όνειρό του, προπάντων ζήτησαν από το Λαντέιρα να εξαντλήσει κάθε περιθώριο για τη μυϊκή ανάπτυξη του παιδιού τους.
Σε λιγότερο από 18 μήνες ο βραχύσωμος Ρομπέρτο πλησίασε περισσότερο στα στάνταρ ενός ποδοσφαιριστή, ξεπέρασε τα 165 εκατοστά, δυνάμωσε τον μυϊκό ιστό του, τράφηκε και προσέχθηκε ως αθλητής.
Η ζωή στη μεσοπεριφέρεια της Πιρασικάμπα δεν είναι εύκολη για έναν έφηβο, αλλά ο Ρομπέρτο έχει την τύχη να πέσει στα χέρια ανθρώπων, όπως ο σπουδαίος Ντάλμο Γκασπάρ, ο θρύλος Ουρουμπατάο Κάλβο Νούνες, ο Ζοάο Μαγκόγκα, πάνω απ’ όλα ο δάσκαλος Χοσέ Ντουάρτε.
Οι Βραζιλιάνοι πάντοτε λάτρευαν τα επιθετικά μπακ, ειδικά εκείνη την εποχή του «joga bonito», θεωρούσαν ότι οι ομάδες πρέπει να παρατάσσονται με έναν τερματοφύλακα και δέκα δυνάμει επιθετικούς.
Ο Ρομπέρτο Κάρλος ήταν μια πρώιμη περίπτωση full back, ένας εξτρέμ “μασκαρεμένος” σε αριστερό μπακ, απλούστατα διότι λόγω σωματοδομής ήταν αδύνατο να παίξει μπροστά και να τα βάλει με τα θηριώδη στόπερ των αντιπάλων. Από πάρα πολύ νεαρός είχε μια απίστευτη έκρηξη που του επέτρεπε να αναπτύσσει μια τρομακτική ταχύτητα σε ανοιχτό γήπεδο, να ξεπερνά τον αντίπαλο ακόμα και με χάντικαπ 10 και 15 μέτρων, μια υπερφυσική επιτάχυνση με τη μπάλα στα πόδια και πάνω απ’ όλα ένα πραγματικά μοναδικό σουτ. Και σε τεχνική και σε καμπύλη και σε δύναμη. Αυτό το ταλέντο δεν γινόταν να μην αξιοποιηθεί.
Η Βραζιλία εκείνη την εποχή είχε βγει από τη στενωπό της Δικτατορίας, από το 1988 είχε περάσει στην εποχή της «Nova República», είχε ψηφιστεί το ισχύον μέχρι σήμερα Ομοσπονδιακό Σύνταγμα, διεξάγοντο κανονικά εκλογές, πρώτος Πρόεδρος με καθολική λαϊκή ψήφο είχε εκλεγεί ο Φερνάντο Κολόρ ντε Μέλο, ο προπομπός του «Plano Real» (το νόμισμα της Βραζιλίας, τα σημερινά ρεάις) του Ιταμάρ Φράνκο.
Η χώρα σε όλα τα επίπεδα άλλαζε με κινηματογραφική ταχύτητα, η μοναδική σταθερά της παρέμενε το ποδόσφαιρο ως προϊόν μιας μακροχρόνιας πολιτικής που μετήλθε ακόμα και προπαγανδιστικές μεθόδους προκειμένου να το μεταγγίσει στο dna των κατοίκων της.
Ένας από τους κορυφαίους εκφραστές αυτής της γενιάς των γεννημένων στα ‘70s είναι ο Ρομπέρτο Κάρλος, ο οποίος από τα 17 είναι βασικός στην -ταπεινή μεν, επαγγελματική δε- Ουνιάο Σάο Ζοάο και έχει αναγκάσει εκλέκτορες από τα εθνικά κλιμάκια να συρρέουν στο μόλις 15.000 θέσεων Herminião για να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι εάν οι θρύλοι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Σε όλη την Πιρασικάμπα και τη Λιμέιρα, από στόμα σε στόμα, κυκλοφορούσε πια ότι ο καχεκτικός πιτσιρίκος με τα χοντρά πόδια σουτάρει τη μπάλα με φάλτσα και ταχύτητα που ξεπερνά τα 100χλμ την ώρα, με τόση δύναμη που οι τερματοφύλακες αδυνατούν να αντιδράσουν.
Με τη συμπλήρωση των 18 γίνεται αμέσως επαγγελματίας, έρχεται η κλήση στην Εθνική Νέων, υπογράφει περιχαρής το πρώτο του συμβόλαιο και δηλώνει ότι όνειρό του είναι να πάρει ένα σπίτι στους γονείς του.
Είναι πολύ νωρίς για να αφήσει πίσω βιώματα και εικόνες από τα παιδικά χρόνια, από τότε που περίμενε τον πατέρα του να επιστρέψει στο σπίτι αργά το βράδυ και να ανοίξει το τυλιγμένο μαντήλι με το ψωμί. Θα πει ότι όλα τα χρωστάει στους γονείς του, ότι δεν θα ήταν τίποτα αν δεν τον ενθάρρυναν να συνεχίσει η Λουσία και ο Όσκαρ, όταν οι δάσκαλοι στο σχολείο και η γειτονιά συνιστούσαν να απευθυνθούν σε ειδικό για την ανάπτυξή του.
«Με μέτρησε ο γιατρός της ομάδας και είμαι 1.68, δεν είμαι κοντός», θα πει στον Αφόνσο Παουλίνο, προπονητή της Ατλέτικο Μινέιρο, όταν τον “έκοψε” λόγω ύψους, μετά από μια περιοδεία στην Ισπανία.
Η σεζόν του στην Ουνιάο ήταν ονειρώδης, μέσα σε πέντε μήνες όλη η Βραζιλία μιλούσε γι’ αυτόν, τον Ιανουάριο ήρθε και η κλήση στη μεγάλη Εθνική, ντεμπουτάρει 3 Φεβρουαρίου του 1992 με την Ολυμπιακή ομάδα στο Defensores del Chaco, στην Ασουνσιόν της Παραγουάης, τον καλεί ο Παρέιρα και γράφει συμμετοχή και με τη “μεγάλη” Εθνική τρεις εβδομάδες αργότερα σε ένα φιλικό με τις ΗΠΑ στη Φορταλέζα.
Καφού, Μπεμπέτο, Ραΐ, Σέζαρ Σαμπάιο, Ελιβέλτον, Μούλερ, αρχίζει και γνωρίζεται με την “παρέα”. Παρόλο που θα αργήσει να καθιερωθεί λόγω της παρουσίας του μεγάλου Μπράνκο στη θέση του αριστερού μπακ, μέχρι να πατήσει τα 34 δεν θα ξαναλείψει ποτέ.
Το χειμώνα, η Παλμέιρας καταθέτει πρόταση ύψους 500.000 δολαρίων στην Ουνιάο για να φέρει το καλύτερο αριστερό μπακ του Πρωταθλήματος στην «Ακαδημία του Ποδοσφαίρου», στην Palestra Itália του Parque Antarctica. Με το που εξαργυρώνει την επιταγή της μεταγραφής, αγοράζει σπίτι στους γονείς του, νιώθει σιγά-σιγά ότι αρχίζει να ξεπληρώνει το χρέος του.
Στην Παλμέιρας τον υποδέχονται ονόματα θρύλοι και -φυσιολογικά- ο μικρός ψαρώνει: Ριβάλντο, Σέζαρ Σαμπάιο, Ζίνιο, Εντμούντο, Εβαΐρ Παουλίνο, Μάρκος Σαμπάιο, Άλεξ, Ζάγκο, Μαζίνιο.
Ο Ρομπέρτο Κάρλος ξαφνικά γίνεται μέλος μιας τρομακτικής ομάδας, η οποία σαρώνει τα πάντα στη Βραζιλία και κατακτά απανωτά το Campeonato Paulista και το Brasileirão. Βραβεύεται με το Bola de Prata από το Placar και από τα 20 του χρόνια μπαίνει ήδη στην ελίτ.
Στον αντίποδα, στην Εθνική έρχεται πρώτα η απογοήτευση με τον αποκλεισμό στο Copa America του Εκουαδόρ από την Αργεντινή στα πέναλτι και κυρίως η μη επιλογή στην τελική 22άδα του Παγκόσμιου Κυπέλλου στις ΗΠΑ.
Ο Περέιρα τον πλησίασε, τον κάλεσε μαζί με τον Καφού στο γραφείο και τους εξήγησε ότι προηγούνται οι έμπειροι Μπράνκο και Ζορζίνιο, οι οποίοι, για να είμαστε ειλικρινείς, υπήρξαν επίσης ασυναγώνιστο δίδυμο ακραίων μπακ και εκ των κορυφαίων όλων των εποχών.
Του στοίχισε πάρα πολύ εκείνος ο αποκλεισμός από την Εθνική για το Μουντιάλ, αναγνώρισε όμως δημόσια ότι και ο Μπράνκο και ο Λεονάρντο που προτιμήθηκαν αντ’ αυτού ήταν πιο έτοιμοι και πιο ολοκληρωμένοι ποδοσφαιριστές.
Μέσα του κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι πίστευε και εκτός από τους πολύ οικείους του κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει εάν αντέδρασε. Διότι ανέκαθεν αντιδρούσε, από νεαρός είχε έναν αλλόκοτο και άξεστο χαρακτήρα που τον επηρέασε σε πολλούς τομείς της ζωής του, ευτυχώς όχι τόσο στο ποδόσφαιρο.
Το καλοκαίρι που η Βραζιλία κατακτά το Παγκόσμιο Κύπελλο στις Ηνωμένες Πολιτείες, γεννιέται η πρώτη του κόρη, καρπός του έρωτά του με την πρώτη του σύζυγο, Αλεξάντρα Πινέιρο. Μαζί της θα αποκτήσει ακόμα μια κόρη, ενώ θα υιοθετήσουν και ένα αγοράκι.
Ποτέ δεν υπήρξε πιστός, ποτέ δεν κατόρθωσε να ελέγξει τις ορμές του, ειδικά όταν άρχισε να μην μπορεί να διαχειριστεί αυτό που έγινε ως ποδοσφαιριστής και ως εικόνα.
Ήταν ένα παιδί με συγκεκριμένες καταβολές, συγκεκριμένα βιώματα και ελλιπή παιδεία, συστατικά που επηρέασαν τον χαρακτήρα του και μάλλον θα τον ακολουθούν ες αεί.
Ίσως αν είχε γεννηθεί μια δεκαετία νωρίτερα, να είχε αποφύγει τις παλινωδίες στην προσωπική του ζωή, τα οκτώ παιδιά με διαφορετικές γυναίκες, τα ακριβοπληρωμένα διαζύγια, τις διατροφές, τις απαράδεκτες δηλώσεις περί απιστίας και «περιουσίας όλου του γυναικείου πληθυσμού». Κι όλα αυτά, διότι, παρόλο που υπήρξε εμβληματική φιγούρα της πιο εμβληματικής σύγχρονης Εθνικής ομάδας της Βραζιλίας, δεν κατόρθωσε να διαχειριστεί την αλλαγή στο ίδιο το ποδόσφαιρο ως δυναμική και κοινωνική έκφανση.
Πλήρως εξελικτική δυναμική και σε άλλους τομείς το ποδόσφαιρο ξεκίνησε να αποκτά από το 1994.
Η τετραετία από το Μουντιάλ των ΗΠΑ μέχρι εκείνο της Γαλλίας το 1998 ήταν η κρίσιμη καμπή και οχήματα της ιστορικής μετάλλαξης του προϊόντος ποδόσφαιρο υπήρξαν ο Ρονάλντο, ο Ροναλντίνιο, ο Ριβάλντο, ο Καφού, ο Ρομάριο και ασφαλώς ο Ρομπέρτο Κάρλος.
Αυτοί ήταν οι καταλύτες της “επιθετικής ανάπτυξης” του ποδοσφαίρου, οι εικόνες που χρησιμοποιήθηκαν ή χρειάστηκαν (η ανάγνωση είναι διττή) για να πουλήσει το προϊόν στα media, για να εμπορευματοποιηθεί και να συγκινήσει και μια δεξαμενή κοινού μέχρι τότε ξένου με το ίδιο το άθλημα.
Τρόπον τινά, το Μουντιάλ του 1994 σε μια χώρα που το marketing ήταν ήδη επιστήμη παρακίνησε και την πιο συντηρητική Ευρώπη, ούτως ώστε να δημιουργηθούν οι εγχώριοι σούπερ σταρ του αθλητισμού και μέσω της εικόνας να προσελκυσθεί ακόμα περισσότερο κοινό.
Η πορεία του υπήρξε φρενήρης, μετά την απογοήτευση της μη κλήσης στο Μουντιάλ κάνει καταπληκτική χρονιά στην Παλμέιρας και κατόπιν ενός αρκετά περίεργου deal μεταξύ της ιδιοκτήτριας της Παλμέιρας , Parmalat, και του Μοράτι καταλήγει στην Ίντερ έναντι 7 εκατ. δολαρίων.
Είναι 22 ετών, περιμένει να πάρει το δαχτυλίδι από τον Μπράνκο στην Εθνική και αγωνίζεται στο Campionato.
Στην Ίντερ είναι αμέσως καλός, αλλά δεν εντυπωσιάζει όσο αργότερα στην καριέρα του. Είναι συνεπής, εξελίσσεται, αλλά λείπει το κάτι παραπάνω.
Ξεκινά τις ατομικές προπονήσεις στις εκτελέσεις φάουλ, ρωτάει να μάθει για τον ρόλο της βαλβίδας στη μπάλα, πότε παίρνει περισσότερα φάλτσα, πώς να υπολογίζει τον αέρα, πού πρέπει να σημαδέψει και πώς πρέπει να χτυπήσει.
Δεν τον βοηθά καθόλου η ομάδα, η Ίντερ εκείνη την εποχή πραγματικά νοσούσε, ξόδευε ασύστολα, εμπιστευόταν τους λάθος προπονητές και ταλαιπωρούσε τον κόσμο της στο San Siro.
Ένας από εκείνους τους “λάθος” προπονητές ήταν και ο Βρετανός Ρόι Χόντγκσον, ο οποίος σε μια αλήστου μνήμης απόφαση το καλοκαίρι του 1996 συναινεί στην παραχώρηση του Ρομπέρτο Κάρλος στη Ρεάλ Μαδρίτης έναντι 5.2 εκατ. δολαρίων. Η απόφαση έχει γίνει ανέκδοτο στην Ιταλία, αφού ο θρυλικός Άγγλος κόουτς έπεισε τον Μοράτι, επιμένοντας ότι έχει καλύτερο από τον Ρομπέρτο Κάρλος «που πιάνει και θέση ξένου», τον Αλεσάντρο Πιστόνε.
Έκανε μια συμπαθητική καριέρα ο Ιταλός, πέρασε από τη Νιούκαστλ, έμεινε μια επταετία στην Έβερτον, εάν όμως αναλογιστεί κανείς την εκτόξευση της καριέρας του Ρομπέρτο Κάρλος, η απόφαση του Μοράτι και της Ίντερ πιθανόν να είναι από τις χειρότερες εκτιμήσεις στην ιστορία.
Κατ’ αντιστοιχία ασφαλώς, η επιμονή του τότε προπονητή της Ρεάλ, Φάμπιο Καπέλο, στο Λορένθο Σανθ παραμένει από τα μεγαλύτερα ευεργετήματα του Ιταλού στο πέρασμά του από τις «Merengues».
Πρωτάθλημα από την πρώτη σεζόν, Aργυρό μετάλλιο το καλοκαίρι στην Ατλάντα με την Oλυμπιακή ομάδα της Βραζιλίας, θέση βασικού στην Eθνική. Ένας καινούργιος μεγάλος σταρ εκκολάπτεται και λείπει μόνο το σημείο αναφοράς. 3 Ιουνίου 1997, Le Tournoi, Λυών.
Ο Λοράν Μπλαν λίγο μετά το 20ό λεπτό σταματάει με φάουλ τον Ρομάριο μεταξύ κέντρου και μεγάλης περιοχής της Γαλλίας. Η απόσταση περίπου 35 μέτρα από την εστία του Μπαρτέζ, ο οποίος, για να καλυφθεί πλήρως, φωνάζει και τοποθετεί τετραμελές τείχος.
Πάνω από τη μπάλα είναι ο Κάρλος Ντούνγκα, εμβληματικός αρχηγός της Βραζιλίας, εκείνος που σήκωσε πρώτος το χρυσό κύπελλο στις ΗΠΑ. Μπροστά του ο Ζινεντίν Ζιντάν, στέκεται πάνω από τη μπάλα, μέχρι να πάρουν τις σωστές θέσεις όλοι οι συμπαίκτες του. Από το αριστερό άκρο καταφθάνει με ράθυμο τρέξιμο ο Ρομπέρτο Κάρλος.
Κάτι λέει στο Ντούνγκα, ο οποίος έχει ήδη στήσει τη μπάλα, και ο αρχηγός αποχωρεί.
Ο Ρομπέρτο Κάρλος σηκώνει την μπάλα, ψάχνει τη βαλβίδα, τη γυρνάει στα χέρια του, τη χαϊδεύει με τις παλάμες του. Την τοποθετεί σαν πολύτιμο λίθο στο χορτάρι και αρχίζει και παίρνει βήματα προς τα πίσω. Κάνει 18 βήματα, πατάει ένα μέτρο πίσω από το ημικύκλιο στη σέντρα και σταματάει. Βαθμηδόν ανοίγει τον διασκελισμό, ήδη έχει αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα.
Αυτό που επακολούθησε, πρώτα με το βίντεο:
Και με τα λόγια του ίδιου του πρωταγωνιστή:
«Πάντα χτυπούσα τα φάουλ στη βαλβίδα της μπάλας, καθώς αυτό είναι το πιο δυνατό της σημείο και της δίνει μεγαλύτερη δύναμη. Χτυπούσα την μπάλα κάτω και αριστερά, στο σημείο που της έδινε μεγάλη καμπύλη. Θυμάμαι τη διαφήμιση πίσω από το τέρμα. Σημάδεψα το «a» στην πινακίδα της La Poste. Όταν έκανα το σουτ, η μπάλα έδειχνε να καταλήγει μίλια μακριά, είδα μέχρι και το ball-boy να σκύβει για να την αποφύγει. Η μπάλα είχε πάρα πολλά φάλτσα με το εξωτερικό και στο στάδιο υπήρχε ένα κενό, μέσα από το οποίο ερχόταν αέρας από τα δεξιά. Βοήθησε κι ο αέρας τα φάλτσα και επανέφερε τη μπάλα προς την εστία. Έγλειψε το δοκάρι και μπήκε. Ο Μπαρτέζ και όλοι στο γήπεδο κοιτούσαν εμβρόντητοι. Ήταν πανέμορφο γκολ. Αξέχαστο. Το θεωρώ το πιο σημαντικό γκολ της καριέρας μου».
Πλέον υπήρχε το σήμα κατατεθέν του καλύτερου αριστερού μπακ στον κόσμο, το γκολ αυτό ταξίδεψε και ταξιδεύει σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και θα ταξιδεύει και στις επόμενες δεκαετίες, απλούστατα διότι η μαγεία εκείνης της τροχιάς δεν μπορεί να επαναληφθεί.
Μέχρι το κομβικό Μουντιάλ της Γαλλίας ο Ρομπέρτο Κάρλος είχε χαρίσει ακόμα ένα highlight καριέρας, απ’ αυτά που ψάχνουν οι πιτσιρικάδες στο youtube.
Το παιχνίδι Τενερίφη-Ρεάλ Μαδρίτης στο Heliodoro Rodríguez López των Κανάριων Νήσων, Φεβρουάριος του 1998.
Είναι η Ρεάλ του Γιούπ Χάινκες πια, με Ρεδόνδο, Σούκερ, Μιγιάτοβιτς, εκείνη που λίγους μήνες αργότερα κατέκτησε το Champions League στο Άμστερνταμ.
Μόλις έχει ξεκινήσει το δεύτερο ημίχρονο, ο Γκούτι κάνει μια δυνατή προωθημένη, από εκείνες τις πάσες που ο συμπαίκτης είτε αφήνει εντελώς, για να μην σπαταλήσει δυνάμεις, είτε την κυνηγάει, για να πάρει το χειροκρότημα από την εξέδρα.
Όχι ο Ρομπέρτο Κάρλος:
Ναι, χρειάζεται και τύχη για να μπει αυτό το γκολ, χρειάζεται και ο λάθος υπολογισμός του τερματοφύλακα. Αλλά εδώ μιλάμε ξανά για ένα γκολ που αψηφά βασικούς νόμους της φυσικής, έχουμε να κάνουμε με ένα σουτ και τέτοια φάλτσα που χρειάζονται το ελάχιστο γεωμετρικό περιθώριο, πρόκειται για σουτ της μιας μοίρας.
Η Ρεάλ έχασε εκείνο το παιχνίδι τελικά με 4-3, όπως δεν είχε κερδίσει και η Βραζιλία το παιχνίδι στο Le Tournoi (ισοφάρισαν οι Γάλλοι για το τελικό 1-1), εν προκειμένω είναι αδιάφορο, διότι υπερισχύουν τα δυο αριστουργήματα του Ρομπέρτο Κάρλος.
Μετά την κατάκτηση και του Champions League, επόμενος στόχος για τον Βραζιλιάνο ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο, το τρόπαιο που αποτελεί ύψιστη τιμή και καταξίωση για κάθε ποδοσφαιριστή.
Εκείνη η Βραζιλία είχε όλα τα φόντα για να κατακτήσει και το Παγκόσμιο Κύπελλο, ήταν όμως και η πρώτη εκδήλωση ενός Zeitgeist, μιας έκφρασης που σήμερα αρκετοί κατηγορούν ως modern football.
Η κατάλληλη ομάδα, με τους κατάλληλους παίκτες, την κατάλληλη στιγμή. Την εποχή αυτής της παρέας γιγαντώθηκε το Champions League, εκείνη την εποχή μπήκε στη ζωή μας η έννοια (και η αναγκαιότητα) της συνδρομητικής τηλεόρασης, τότε πλησίασαν το σπορ οι πρώτες πολύ μεγάλες χορηγίες και τα πρώτα πολύ μεγάλα deal των πολυεθνικών.
Καθόλου τυχαία το κομβικό 1998 μεταδόθηκε και πρώτη επιτυχημένη καμπάνια της Nike, ενός παγκόσμιου αλλά αμερικανοτραφούς κολοσσού, ο οποίος, μετά από δεκαετίες που σνόμπαρε το «soccer», αποφάσισε να χτίσει μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στην ιστορία του αθλητικού marketing γύρω από την Εθνική Βραζιλίας.
Αποκορύφωμα το θρυλικό πια διαφημιστικό spot στο αεροδρόμιο, με soundtrack σε παραγωγή του Κουίνσι Τζόουνς και σχεδόν όλα τα αστέρια να παρελαύνουν, όπως μέχρι τότε κανείς δεν είχε τολμήσει να παρουσιάσει σε διαφήμιση.
Και εκ των βασικών σταρ εκείνης της διαφήμισης ήταν η «ανθρώπινη σφαίρα», όπως τον είχαν ονομάσει όλοι, ο Ρομπέρτο Κάρλος.
Δεν έκανε κακό τουρνουά, ωστόσο δεν αποδείχτηκε τόσο κομβικός όσο περίμεναν οι ειδικοί. Η όποια θετική ή αρνητική παρουσία του χάθηκε μεταξύ της χρυσόσκονης για τα αραβουργήματα του Ζιντάν και του τεράστιου ζητήματος που προέκυψε με τον Νο.1 σταρ του τουρνουά, τον Ρονάλντο.
Η καθαρή ήττα στον Τελικό από τους Γάλλους έφερε τη Βραζιλιάνικη Ομοσπονδία ενώπιον μιας σκληρής και ιδιαίτερης “πολιτικής” διαχείρισης της Εθνικής ομάδας, εξανάγκασε τους Βραζιλιάνους να θέσουν ως Ιερό Δισκοπότηρο το Παγκόσμιο Κύπελλο της Άπω Ανατολής τέσσερα χρόνια αργότερα.
Ο Ρομπέρτο Κάρλος στο μεσοδιάστημα συνεχίζει να κατακτά τρόπαια με τη Ρεάλ, η οποία, με τον Γκους Χίντινκ πια στον πάγκο, κερδίζει και τη Βάσκο Ντα Γκάμα του Ζουνίνιο Περναμπουκάνο στον Τελικό του Διηπειρωτικού στο Τόκιο.
Σε Πρωτάθλημα και Champions League τα πράγματα δεν πήγαν κατ’ ευχήν, η Μπαρσελόνα δεν άφησε περιθώρια στη Liga και ο καταπληκτικός Αντρέι Σεβτσένκο της Ντιναμό Κιέβου έσβησε το όνειρο για το repeat στην Ευρώπη από τους προημιτελικούς του Μαρτίου.
Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα με τον Τόσακ στον πάγκο και κατόπιν της παταγώδους αποτυχίας στο Πρωτάθλημα (πρόκειται για τη σεζόν 1999-2000 που η Ρεάλ αντιμετώπισε και τον Ολυμπιακό στη φάση των ομίλων), ξεκινά η εποχή Ντελ Μπόσκε στις «Merengues». Δεύτερη κατάκτηση του Champions League, στον εμφύλιο Τελικό του Παρισιού εναντίον της Βαλένθια του Έκτορ Ραούλ Κούπερ.
Ο Ρομπέρτο Κάρλος θα κάνει μια πολύ παραγωγική σεζόν, σκοράρει οκτώ γκολ, έχει ήδη δεθεί με το κοινό του Bernabéu, το οποίο χειροκροτά ρυθμικά, κάθε που η Ρεάλ κερδίζει φάουλ σε απόσταση βολής και ο Βραζιλιάνος παίρνει φόρα. Του άρεσε πολύ αυτή η ελαφρώς ανούσια ιεροτελεστία, άλλωστε πάντα ήταν “ποζεράς”, πάντα επιζητούσε το χειροκρότημα και ήθελε να ξεχωρίζει με κάθε τρόπο σε μια ομάδα που ήδη είχε ξεκινήσει να περνά στην εποχή «Galácticos».
Το πολυπόθητο Πρωτάθλημα κατακτάται, χάνεται όμως το Champions League, το οποίο ωστόσο θα έρθει την επόμενη σεζόν, στον Τελικό εναντίον της Λεβερκούζεν, με το υπέροχο γκολ του Ζιντάν. Η ασίστ στον περίφημο Γαλλοαλγερινό ήταν δική του.
Παρά την κατάκτηση του τροπαίου ωστόσο, η προσήλωση του Ρομπέρτο Κάρλος είναι στο Παγκόσμιο Κύπελλο, το 2002 είναι χρονιά Μουντιάλ.
Αξέχαστα και πάλι τα τηλεοπτικά σποτ, τόσο εκείνο της Nike, με το “κλουβί” και τον “διαιτητή” Ερίκ Καντονά, το οποίο σκηνοθέτησε ο σπουδαίος Τέρι Γκίλλιαμ, όσο και η εντυπωσιακή διαφήμιση της Pepsi, με τους Ρομπέρτο Κάρλος, Μπέκαμ, Ανρί και Μπουφόν εναντίον των αθλητών του σούμο. Τα νερά όμως δεν ήταν αχαρτογράφητα, η αγορά πολύ πιο ώριμη, οι ποδοσφαιριστές υποψιασμένοι.
Η Βραζιλία, με το εκπληκτικό come back του Ρονάλντο και μια πιο αμυντικογενή (άλλοι τη χαρακτήρισαν ορθολογική) προσέγγιση από τον Σκολάρι, θα πάρει το τρόπαιο που είναι η νέμεσή της από καταβολής του θεσμού.
Το Μουντιάλ του 2002 δεν είναι από τα αξιομνημόνευτα, δεν παίχτηκε σπουδαίο ποδόσφαιρο, αλλά αποτέλεσε κάτι σαν ορίζοντα για τον ίδιο τον Ρομπέρτο Κάρλος.
Έχασε τη Χρυσή Μπάλα από τον Ρονάλντο, όλοι όμως τον λόγιζαν μέλος της ποδοσφαιρικής ελίτ, γιατί όντως ήταν η ελίτ. Μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου όμως, σε προσωπικό επίπεδο σχεδόν αφέθηκε, παρασύρθηκε, έχασε το μυαλό του.
Δεν ήταν καν 30 και είχε ήδη έναν αποτυχημένο γάμο, ο χωρισμός με την Αλεξάντρα υπήρξε (πολύ) επίπονος και για το προφίλ και για την τσέπη του.
Υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει στο δικαστήριο ότι δεν υπήρξε πιστός, ότι πιθανόν να έχει παιδιά που δεν γνωρίζει, αποδέχτηκε αδιαμαρτύρητα να πληρώνει διατροφές ύψους 35.000 ευρώ το μήνα.
Κάπου είχε χάσει τον εαυτό του, προφανώς δεν μπόρεσε (και αυτός) να διαχειριστεί ούτε τη φήμη, ούτε τα χρήματα, ούτε την εκτόξευσή του σε πρόσωπο υψηλού δημόσιου ενδιαφέροντος.
Το καλοκαίρι του 2005 έγινε και ο πρώτος άνθρωπος που ληστεύεται on air στο ραδιόφωνο, αφού, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης σε βραζιλιάνικο ραδιοσταθμό, τον πλησίασε στο αυτοκίνητό του μέσα στην κίνηση ένας άνδρας που με την απειλή όπλου τού αφαίρεσε το πανάκριβο ρολόι του και κάποια μετρητά. Ο ίδιος σχολίασε ότι είναι «καθημερινά φαινόμενα αυτά στην Βραζιλία» και διασκέδασε το γεγονός, προσθέτοντάς το στον μύθο του. Αυτή ήταν ανέκαθεν η στάση ζωής του, όλα περίπου στην “πλάκα”.
Επέστρεψε στη Μαδρίτη όπου τον αγαπούσαν, πήρε και την ισπανική υπηκοότητα, τον Ιανουάριο του 2006 συμπλήρωσε 330 συμμετοχές με τη φανέλα της «Βασίλισσας», μπαίνοντας στο πάνθεον των προσωπικοτήτων του συλλόγου.
Ακόμη και σήμερα παραμένει ο κορυφαίος σε συμμετοχές (370) αλλοδαπός ποδοσφαιριστής που έπαιξε στις «Merengues», ξεπερνώντας βιβλικούς μύθους όπως ο Αλφρέντο Ντι Στέφανο.
Στα 34 και ενώ έναν χρόνο νωρίτερα έχει δηλώσει ότι αποχωρεί από την Εθνική ομάδα, διότι δεν μπήκε στην αποστολή για το Μουντιάλ της Γερμανίας, ανακοινώνει ότι θα κλείσει και το κεφάλαιο Ρεάλ.
Κάνει λόγο για έλλειψη σεβασμού στο πρόσωπό του μετά από 11 χρόνια παρουσίας, επιμένει ότι η επίθεση Τύπου και κοινού για το λάθος που έφερε το γκολ του Μακάι και τον αποκλεισμό από την Μπάγερν Μονάχου στο Champions League δεν ήταν μόνο δική του ευθύνη.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι τα καλά χρόνια ήταν πλέον πίσω και πιθανότατα δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί σε τόσο υψηλό επίπεδο.
Η Ρεάλ τον σεβάστηκε, αποχώρησε σαν φίλος, παρόλο που έφερε και φέρει την πίκρα ενός πρόωρου αποχωρισμού μέσα του. Ο Ρομπέρτο Κάρλος είναι από τα παιδιά που λένε «φεύγω», για να τα παρακαλέσουν όλοι να μείνουν. Έχει μια εσωτερική ανάγκη να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, αρνείται να αποδεχθεί νέες πραγματικότητες.
Κατέληξε με ένα πολύ καλό συμβόλαιο στη «Φενέρ», πρόσφερε στο μέτρο του δυνατού, βοήθησε τους Τούρκους να αυξήσουν τη δημοτικότητά τους, κατέκτησε μαζί τους και δυο Super Cup.
Τον Δεκέμβριο του 2009, όταν έλυσε έξι μήνες νωρίτερα το συμβόλαιό του με τη «Φενέρ», ήταν 36 ετών, είχε παντρευτεί για δεύτερη φορά με την επί χρόνια σύντροφό του, Μαριάνα Λούκον, και ήθελε να επιστρέψει στη Βραζιλία για την Κορίνθιανς.
Η πρόταση της «Timão» ήταν ελκυστικότατη για έναν ποδοσφαιριστή στην ηλικία του, η παρουσία του κολλητού του Ρονάλντο ήταν έξτρα κίνητρο, αλλά, πέραν ενός καταπληκτικού highlight με ένα απευθείας κόρνερ-γκολ (με το εξωτερικό), οι εμφανίσεις του ήταν συνολικά κάτω του μετρίου, σε βαθμό να δέχεται ακόμα και απειλές (!) από τους φανατικούς.
Την ίδια περίοδο ήρθε και η νέα καταδίκη από το δικαστήριο σε τρεις μήνες φυλάκιση και 15.000 ευρώ σε φορείς κοινωνικής στήριξης, εξ αιτίας της διαμάχης του με την Μπάρμπαρα Τέρλερ, μητέρα δυο εκ των εξώγαμων τέκνων του, η οποία απαιτούσε περίπου 20.000 δολάρια για τη διατροφή των παιδιών τους. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ρομπέρτο Κάρλος παραδέχτηκε δημόσια ότι αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα.
Η πρόταση του Ρώσου Ολιγάρχη, Σουλεϊμάν Κερίμοφ, τον Ιανουάριο του 2011 ακούστηκε σαν μουσική στ’ αφτιά του, παρόλο που επρόκειτο να πάει από το Σάο Πάολο και τη Βραζιλία στην πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Νταγκεστάν, τη Μαχάτσκαλα. Ο Κερίμοφ του πρόσφερε 9 εκατ. ευρώ ετησίως για να παίξει ποδόσφαιρο στην Ανζί του Μαχάτσκαλα, του υποσχέθηκε ότι προτίθεται να φέρει κι άλλους σταρ ποδοσφαιριστές στη Ρωσία εκτός από τον Σάμουελ Ετό.
Στη Ρωσία ξαναένιωσε βασιλιάς, όλο αυτό το πράγμα που συνέβαινε γύρω του ήταν αρκετό για να ξεχνά και τις ρατσιστικές επιθέσεις και τις καθόλου διακριτικές φήμες ότι το αφεντικό της ομάδας είναι μέλος της μαφίας που καταδυναστεύει τη Ρωσία.
Έκλεινε τα αφτιά του και απολάμβανε τις ακρότητες του Κερίμοφ, ο οποίος 10 Απριλίου του 2011 του δωρίζει για τα 38α του γενέθλια μια ολοκαίνουρια Bugatti Veyron.
Περιχαρής ο Ρομπέρτο Κάρλος, έκανε περίπου ότι ήθελε στην Ανζί, υποδύθηκε μέχρι και τον παίκτη-προπονητή, πριν τα ρούβλια του Κερίμοφ να πείσουν και τον Γκους Χίντινκ να μετακομίσει στο μαγευτικό Νταγκεστάν. Το πρότζεκτ Ανζί εννοείται ότι ουδέποτε ευδοκίμησε, επρόκειτο για μια αλόγιστη σπατάλη, για ένα διαρκές “κάψιμο” χρημάτων από τον Κερίμοφ για λόγους τους οποίους γνωρίζει μόνον ο ίδιος.
Ο Ρομπέρτο Κάρλος επισήμως ανήκε στο coaching staff της ομάδας, είχε υπογράψει πενταετές συμβόλαιο ως βοηθός προπονητή (!) έναντι εκατομμυρίων ευρώ, είχε να πατήσει το χορτάρι περισσότερους από οκτώ μήνες και ο Χίντινκ είτε δεν τον συμπεριελάμβανε στις αποστολές είτε τον κρατούσε στον πάγκο.
Το Μάρτιο του 2012 ο Ολλανδός δεν τον δήλωσε καν στην Ομοσπονδία με τη λίστα των ποδοσφαιριστών της ομάδας, κίνηση που εξόργισε τον Βραζιλιάνο, ο οποίος, όπως δήλωσε, «είχε ακόμη ποιοτικά λεπτά στα πόδια του». Ήταν στα 39 πατημένα, ο Χίντινκ απλώς έκανε το προφανές και ήταν εκείνος που αποφάσισε να ρίξει την αυλαία.
Την 1η Αυγούστου του 2012 ο ίδιος ο Ρομπέρτο Κάρλος, σε μια σχεδόν δακρύβρεχτη συνέντευξη Τύπου, ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από την ενεργό δράση, παραμένει όμως περήφανο μέλος του staff της Ανζί, αυτή τη φορά φέροντας τον τίτλο του Αθλητικού Διευθυντή.
Το παραμύθι της Ανζί λαμβάνει πολύ γρήγορα τέλος. Μετά από αποκτήσεις ποδοσφαιριστών όπως ο Γουίλιαν, ο Τραορέ, ο Σαμπά και μια τιμητική τρίτη θέση στο Πρωτάθλημα της Ρωσίας, τον Αύγουστο του 2013 η ομάδα ουσιαστικά διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. Πωλήθηκαν όλοι, ακόμα και ο έκπληκτος Αλεκσάντρ Κοκόριν, ο οποίος είχε αγοραστεί 19 εκατ. ευρώ 20 ημέρες πριν!
Εννοείται ότι ο Ρομπέρτο Κάρλος ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στο πρώτο αεροπλάνο επιστροφής, με δηλώσεις αγάπης και αφοσίωσης για τη Ρεάλ, μήπως καταφέρει και βρει τον επόμενο σταθμό στην καριέρα του.
Οι Μαδριλένοι δεν “τσίμπησαν”, τίμησαν απλώς την ιστορία του ως ποδοσφαιριστή, αλλά απέφυγαν κάθε επαγγελματική σχέση μαζί του μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση. Και τότε απεδείχθη ότι τελικά ο Ρομπέρτο Κάρλος δεν είχε αποχωρήσει οριστικά από την ενεργό δράση.
Μετά από πολύμηνη περιπλάνηση στην τουρκική Σίβασπορ ως πρώτος προπονητής, αποδέχεται την πρόταση των Ντέλι Ντάιναμος και ταξιδεύει στην Ινδία για να ξαναπαίξει ποδόσφαιρο.
Είναι 42 ετών, πλέον λογίζεται ως ambassador του σπορ και καθόλου ως κανονικός ποδοσφαιριστής. Αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα, μετά από μόλις τρία παιχνίδια, ότι ούτε στην Ινδία και το Πρωτάθλημά της δεν μπορεί να παρακολουθήσει πλέον αθλητικά συμπαίκτες και αντιπάλους και τεχνηέντως επικοινωνείται ότι η συμφωνία του στο Δελχί “διαφοροποιείται” και αναλαμβάνει ως πρώτος προπονητής.
Ούτε πέντε μήνες αργότερα αποχωρεί ξανά για την Τουρκία και την Μπελεντίγεσπορ, από την οποία επίσης αποχωρεί τον Ιούνιο, παραδίδοντάς την στην 12η θέση. Επόμενος σταθμός στην περιοδεία του ανά τον κόσμο η Αλ-Αράμπι στο Κατάρ, αλλά δεν κλείνει ούτε μήνα λόγω διαφωνιών στο οικονομικό με τους ιδιοκτήτες.
Ανακοινώνει ότι μπαίνει στο πρότζεκτ Ginga Scout του Linck Group μαζί με τον ίδιο τον Ρομπέρτο Λινκ και τον Φάμπιο Σιμπλίσιο, με μότο ότι «υπάρχει ομάδα για κάθε ποδοσφαιριστή». Η πλατφόρμα αποδίδει καλά, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού είναι ιδιαιτέρως επιτυχημένη με την υποστήριξη social graphs, ακόμα και από μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στο αμιγώς ποδοσφαιρικό κομμάτι, επιστρέφει στην Ινδία για τους Ντέλι Ντάιναμος, με τους οποίους ολοκληρώνει και την τελευταία του προπονητική εμπειρία το 2016. Έκτοτε πιο πολύ παλεύει να διευθετήσει προσωπικά ζητήματα, αντιμετώπισε κατηγορίες για χρήση απαγορευμένων ουσιών (τεστοστερόνη και κλενμπουτερόλη) μετά από κατάθεση του συμπατριώτη του Ζούλιο Σέζαρ Άλβες, ενώ αναγνώρισε και ένατο παιδί, ενώ έχει ήδη δυο με τη Μαριάνα Λούκον.
Στα 44 γίνεται και παππούς, αφού η κόρη του από τον πρώτο γάμο με την Πινέιρο γεννά τον εγγονό του, Πέντρο. Δεν καλείται από κάποια ομάδα, προπονητικά άλλωστε δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο.
Πορεύεται με βάση τα ανδραγαθήματά του στους αγωνιστικούς χώρους, όχι έξω από αυτούς.
Εξακολουθεί να είναι μια παγκόσμια εικόνα στον χώρο του ποδοσφαίρου, τον Απρίλιο του 2018 το Μαρόκο τον ανακηρύσσει παγκόσμιο πρεσβευτή της καμπάνιας της χώρας για τη διοργάνωση του Παγκοσμίου του 2026, εμφανίζεται στη συνέντευξη Τύπου αρκετά πιο συνειδητοποιημένος, κάπως πιο ώριμος σε σχέση με την ασύδοτη συμπεριφορά των καιρών της Ανζί.
Όταν χαμογελάει, καταλαβαίνεις ωστόσο ότι παραμένει ακόμη παιδί, ότι ακόμη έχει την ίδια ψυχοσύνθεση με τον καιρό που μάτωνε τα γόνατά του στο μαύρο χώμα της Γκάρσα και παρακαλούσε τον Όσκαρ να τον αφήσει να παίζει μόνο ποδόσφαιρο. Πολύ δύσκολα θα ξεκολλήσει από αυτήν την ερμηνεία του εαυτού του, ακόμα πιο δύσκολα θα αλλάξει, μεγαλώνοντας.
Παραμένει συμπαθητικά φαφλατάς, εξακολουθεί να λέει σε όλους αυτά που θέλουν να ακούσουν, είναι πάντα “άτακτος” με τις γυναίκες. Δεν θα μεγαλώσει ποτέ, φάλτσος ήταν και φάλτσος θα παραμείνει.
Αλλά γι’ αυτό τον λατρέψαμε, για τα φάλτσα του.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro