Δεν είναι πρόκληση ούτε ύβρις ο τίτλος.
Από γενιά σε γενιά, η συζήτηση είναι υποκειμενική και έχει να κάνει με τις παραστάσεις, τις θύμησες, την εποχή της αγνότητας του καθενός.
Κάθε που προκύπτει ένα debate σύγκρισης, όπως το περίφημο στις μέρες μας «Μέσι ή Ρονάλντο», ένα κρυφό χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπό μου, γιατί αυτόματα ο νους πηγαίνει στον Ρονάλντο που οι παλιότεροι στις συζητήσεις ή την αντιπαράθεση έχουμε συνηθίσει να περιγράφουμε ως τον «κανονικό», παρόλο που η πορεία της ζωής του Ρονάλντο Λουίς Ναζάριο Ντε Λίμα κάθε άλλο παρά κανονική είναι.
Θα σας πω μια ιστορία. Ήταν φθινόπωρο του 1997 στο μουντό και σκοτεινιασμένο Μιλάνο. Η Ίντερ έπαιζε ένα αδιάφορο φιλικό μεσοβδόμαδα με μια κροατική ομάδα, στο πλαίσιο μια ρήτρας σε μια από τις δεκάδες μεταγραφές του Μοράτι.
Όταν τελείωσε το παιχνίδι, παρά το γεγονός ότι η υγρασία τσάκιζε κόκκαλα και το San Siro ήταν σκεπασμένο με εκείνη την εκνευριστική ομίχλη της Λομβαρδίας, οι περισσότεροι παίκτες παρέμεναν στη μεικτή ζώνη για να υπογράψουν αυτόγραφα.
Πιο περιζήτητος απ’ όλους ένας πιτσιρίκος που έμοιαζε σαν μοναχός Σαολίν.
Γήινη επιδερμίδα, γυμνό κρανίο, έντονα ζυγωματικά, στεγνός και λαμπερός σαν κρύσταλλο, με δυο μπροστινά “σκιουρίσια” δόντια.
Πλησίασα δειλά, πιο πολύ ως παρατηρητής παρά ως θαυμαστής. Ήθελα να τον δω από κοντά, δεν μ’ ένοιαζε ούτε ένα αυτόγραφο και σύγχρονα κινητά για μια φωτογραφία δεν υπήρχαν ακόμη.
Στο μυαλό μου ήταν ένας από τους ελάχιστους ποδοσφαιριστές που είχα μυθοποιήσει σε μεγάλη ηλικία. Είχα εντυπωσιαστεί τόσο πολύ, όταν τον πρωτοείδα στο χορτάρι, που “τόλμησα” νοητά να τον βάλω πλάι στον Ντιέγκο.
Με την ειδοποιό διαφορά ότι τούτος εδώ ήταν ένας Ντιέγκο με την ταχύτητα του Καρλ Λιούις. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, πρόλαβα να του φωνάξω «χαιρετισμούς από την Ελλάδα», χαμογέλασε μάλλον αδιάφορα -πιο πολύ από υποχρέωση- και συνέχισε να υπογράφει στωικά αυτόγραφα ιδρωμένος και κουρασμένος.
Υπέγραψε σε όλες τις αφίσες και τα κομμάτια χαρτί που βρέθηκαν μπροστά του. Σεβάστηκε το κοινό και χάθηκε στα άδυτα των αποδυτηρίων. Έμεινα να κοιτάζω το διάδρομο, μου περνούσαν δεκάδες σκέψεις απ’ το μυαλό, δεν περίμενα ποτέ ότι θα ξανάνιωθα “σκίρτημα” για αθλητικό είδωλο.
Σε όλη τη διαδρομή της επιστροφής στο σπίτι, προσπαθούσα να τον κατατάξω σε μια κατηγορία επιθετικών, ασυναίσθητα προσπαθούσα να βρω συγκρίσιμο μέγεθος, διότι μου ήταν αδύνατο να δεχτώ ότι ο Σαολίν που είχα απέναντί μου ήταν μοναδικός.
Δέκα χρόνια αργότερα τον συνάντησα ξανά. Αυτή τη φορά ήταν άνοιξη του 2008, πάλι στο Μιλάνο, το απόγευμα ήταν ηλιόλουστο και κατάλληλο για τα εγκαίνια ενός μαγαζιού στο corso Venezia, όπου ήμουν προσκεκλημένος ενός γνωστού.
Δεν τον αναγνώρισα αμέσως, πιο πολύ πρόσεξα την εντυπωσιακή γυναίκα που τον συνόδευε και μετά εστίασα στον τύπο με το καπέλο των Νιου Γιορκ Γιάνκις και τα περίεργα γυαλιά ηλίου.
Έσερνε αδιάφορα τα βήματά του, στρουμπουλός, με αέρα εκατομμυριούχου και πολύ μακριά από την εικόνα που είχα κρατήσει στο μυαλό μου μετά από εκείνο το βράδυ στο San Siro.
Τα ζυγωματικά είχαν εξαφανιστεί, το μόνο που θύμιζε το είδωλο του San Siro ήταν οι κοπτήρες, τα “σκιουρίσια” δόντια.
Κάποια στιγμή βρεθήκαμε δίπλα, θα μπορούσα κάλλιστα να τον χαιρετίσω, να ανταλλάξουμε δυο-τρεις τυπικές κουβέντες, μια φιλοφρόνηση έστω για το event. Δεν το έκανα. Όχι επειδή αισθάνθηκα άσχημα, απλούστατα μου ήρθε στο νου η καριέρα του, οι ατυχίες του, όλα όσα πέρασε, τον καιρό που έπαιζε ποδόσφαιρο.
Και αναλογίστηκα ότι, ακριβώς “για όλα όσα πέρασε”, δεν τον θυμούνται όλοι ως τον καλύτερο όλων των εποχών.
Πρωτοδιάβασα το όνομά του ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό στο τραίνο, πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 1994, κάτι τέτοιο, κι όμως η φωτογραφία στη σελίδα είναι ακόμη καλά αποτυπωμένη στο νου μου.
Το άρθρο παρουσίαζε κάποια νέα διεθνή ταλέντα, τους “επόμενους πρωταθλητές” τρόπον τινά. Είχε μια κάθετη, σχεδόν ολοσέλιδη, φωτογραφία του Ρονάλντο με τη φανέλα της PSV Αϊντχόφεν, μιας ομάδας την οποία ήξερα καλά από το Πρωταθλητριών που είχε κατακτήσει κάποια χρόνια πριν και από την πρόσφατη (τότε) διπλή μονομαχία της με την ΑΕΚ.
Το στιγμιότυπο από τα κλασσικά της εποχής, ποδοσφαιριστής εν κινήσει, μπάλα κολλημένη στο πόδι, ίσιο κορμί, λεζάντα «άξιος αντικαταστάτης του Ρομάριο».
Κι όμως, υπήρχε κάτι ανεξήγητο, μυστηριώδες με τη φροϋδική έννοια σε εκείνη τη φωτογραφία.
Ήταν “φλουό”, υπήρχαν εκείνες οι σκιές που είτε οφείλονταν σε λάθος λήψη είτε υποδήλωναν ότι το αντικείμενο κινείτο με τέτοια ταχύτητα που ήταν αδύνατο να απαθανατιστεί χωρίς ατέλειες.
Δεν είχα ξαναδεί εκείνα τα χρόνια τέτοιας δυναμικής φωτογραφία ποδοσφαιριστή, τέτοιες λήψεις υπήρχαν μόνο στους σπρίντερ.
Στο πλαίσιο μέσα στο άρθρο εκείνου του περιοδικού μια χούφτα πληροφορίες: Λουίς Ναζάριο Ντε Λίμα Ρονάλντο, 18 ετών, Πρωταθλητής Κόσμου το 1994 στο Μουντιάλ των ΗΠΑ (κι ας μην είχε αγωνιστεί ούτε δευτερόλεπτο), πρώτος σκόρερ της Κρουζέιρο με 12 γκολ σε 14 παιχνίδια.
Μόλις είχε μεταγραφεί στην Αϊντχόφεν, τον συνόδευε η φήμη ότι είχε μια εξαιρετικά δύσκολη παιδική ηλικία, γεμάτη φτώχεια και ανέχεια στο Bento Ribeiro, ένα από τα εξαθλιωμένα προάστιατου Ρίο.
Ήδη τον παρακολουθούσαν μεγαλύτερες ομάδες, μεταξύ αυτών και η Ίντερ, η οποία είχε συμφωνήσει με τον κολοσσό της Philips (που ήλεγχε και ελέγχει την PSV) για match up οποιασδήποτε προσφοράς για τον ποδοσφαιριστή.
Εάν μιλούσαμε για λίγα χρόνια αργότερα, θα έσπευδα απ’ ευθείας στο youtube να δω highlights του παίκτη.
Τότε δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, σύμμαχος ήταν μόνο το μυαλό, η φαντασία, το θυμικό. Συνήθως κιόλας η εξιδανικευμένη εικόνα που έπλαθες με το νου τις περισσότερες φορές σε απογοήτευε οικτρά, όταν ερχόταν η ώρα και παρακολουθούσες ζωντανά το περιγραφόμενο “νέο είδωλο”.
Τούτη τη φορά όμως όχι.
Πρώτος γύρος Κυπέλλου UEFA, περίοδος 1994-1995, 13 του Σεπτέμβρη στο (τότε) Ulrich Haberland Stadion του Λεβερκούζεν.
Πέντε ημέρες πριν ο Ρονάλντο κλείσει τα 17, σκάρτο τρίμηνο σε μια χώρα που πιθανόν δεν ήξερε ότι υπήρχε, εντελώς διαφορετική από την πατρίδα του και το περιβάλλον όπου μεγάλωσε, με μια γλώσσα δύσκολη και μια θερμοκρασία τουλάχιστον 20 βαθμούς κάτω από εκείνη του Ρίο.
Άλλωστε, και ο ίδιος ο Ρονάλντο, όταν ρωτήθηκε κάποτε για τη ζωή του και τις συνθήκες στην Ολλανδία, είχε απαντήσει ότι, αν δεν υπήρχε το ποδόσφαιρο, θα ήταν πολύ δυστυχισμένος.
Εκείνο το ματς είχε λήξει 5-4 και όλοι μιλούσαν για ένα φαινόμενο, μια απίστευτη ανακάλυψη του Ρομάριο, του ανθρώπου που είχε προτείνει τον πιτσιρικά στην PSV, εξηγώντας πως το Αϊντχόφεν είναι το καταλληλότερο εφαλτήριο για την καριέρα κάθε νεαρού Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή.
Πράγματι, είχε φτάσει στην Ολλανδία 17 στα 18, 179 εκατοστά ύψος, 74 κιλά βάρος, στεγνός και “ατσούμπαλος”. Ένα ισχνό παιδί που η εικόνα σε παραπέμπει απ’ ευθείας στο βραζιλιανικό στερεότυπο των favellas.
Σημειωτέον ότι έφυγε από την Ολλανδία τέσσερις πόντους ψηλότερος και πέντε κιλά βαρύτερος, όλα διάσπαρτα σε μυϊκή μάζα.
Το ευρωπαϊκό ντεμπούτο του Ρονάλντο ήταν μια εποποιΐα. Το video μιλάει από μόνο του, είναι από τις σπανιότατες περιπτώσεις επαναπροσδιορισμού της έννοιας “μόνος μου κι όλοι σας”.
Όπως λέει έκπληκτος και ο Ολλανδός δημοσιογράφος που μεταδίδει το παιχνίδι μετά το τρίτο γκολ του Ρονάλντο, «είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει, αυτό που παρακολουθούμε είναι το Μπάγερ Λεβερκούζεν εναντίον ενός 15χρονου παιδιού και το σκορ είναι 4-3 υπέρ της γερμανικής ομάδας!».
Δεν είχε καν την απαιτούμενη ηλικία για δίπλωμα οδήγησης, δεν είχε ξαναπαίξει ποτέ ποδόσφαιρο υψηλού ανταγωνισμού, δεν είχε καν προλάβει να αποκτήσει επαφή με το ευρωπαϊκό στυλ παιχνιδιού.
Αυτό το παιδί δημιουργούσε κινδύνους ανεξαρτήτως πού και πώς υποδεχόταν τη μπάλα, ήταν το ίδιο καλός με πλάτη και πρόσωπο στο τέρμα, είτε ξεκινούσε από στάση είτε εν κινήσει.
Σκοράρει είτε με δυνατό μακρινό σουτ, είτε ευρισκόμενος στη σωστή θέση τη σωστή στιγμή, σαν άλλος Γκερντ Μίλερ.
Ντριμπλάρει περίτεχνα σε κλειστό χώρο δυο και τρεις, κυρίως όμως αναπτύσσει μια τρομακτική ταχύτητα σε ανοιχτό γήπεδο, ξεπερνά τον αντίπαλο ακόμα και με χάντικαπ 10 και 15 μέτρων, είναι ό,τι πιο γρήγορο έχουν δει τα μάτια μας μέχρι τότε.
Μετά από εκείνο το παιχνίδι στη Γερμανία, περίπου όλοι ήταν βέβαιοι ότι αυτό το παιδί θα αλλάξει το ίδιο το ποδόσφαιρο, θα αναγκάσει προπονητές να σκεφθούν διαφορετικά, αμυντικούς να βελτιωθούν, ομάδες να διαφοροποιήσουν το πλάνο και στον τρόπο ανάπτυξης και όσον αφορά στη διαφύλαξη στα νώτα.
Ο Ρονάλντο κάνει μια απίστευτη διετία στην PSV, έχει συνολικά 54 γκολ σε 58 παιχνίδια, είναι κάτι τρομερό, κανείς 19χρονος μέχρι τότε δεν είχε τη δική του εξέλιξη και το δικό του impact συνολικά στη φιλοσοφία του ποδοσφαίρου.
Το παλκοσένικο όμως είναι μικρό.
Όταν το καλοκαίρι του 1996 η PSV αποφάσισε να βγάλει στη βιτρίνα το ακριβότερο περιουσιακό της στοιχείο, δεν το έκανε από ανάγκη ή για λόγους απληστίας. Πολύ απλά τον Ρονάλντο δεν τον χωρούσε πια η Eredivisie, ήταν πολύ εύκολα όλα για εκείνον στην Ολλανδία, το επίπεδό του ήταν για πολύ-πολύ ψηλότερα.
Εμφανίστηκαν πολλοί μνηστήρες, όλοι οι Τεχνικοί Διευθυντές ωστόσο σημείωναν και ένα ερωτηματικό δίπλα στο όνομά του στις κορυφές της λίστας τους. «Φαινόμενο» αλλά «ευπαθής στο γόνατο – θέλει ειδική μεταχείριση».
Η -έχουσα τον τελευταίο λόγο- Ίντερ διστάζει, ο Ρονάλντο είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της δεύτερης σεζόν εξ αιτίας των προβλημάτων στο γόνατο, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν αντέχει υψηλές εντάσεις και πολύ υψηλότερες απαιτήσεις πρωταθλητισμού σε πολύ πιο δύσκολα πρωταθλήματα.
Εμφανίζεται η Μπαρσελόνα, προσφέρει κάτι παραπάνω από 20 εκατ. δολάρια. Το ποσό είναι μεγάλο για την εποχή, αλλά προκαλεί θυμηδία σε σχέση με τα αλλόκοτα νούμερα που πωλήθηκαν ο Ιγκουαΐν ή ο Πογκμπά, δεν το συζητάμε καν για τον Νεϊμάρ.
Ο Εκτελεστικός Διευθυντής της Philips σηκώνει το ακουστικό και μιλάει απ’ ευθείας με το Μοράτι. Ο Πρόεδρος της Ίντερ δίστασε, ίσως τον επηρέασαν και κάποιες δηλώσεις του ίδιου του παίκτη που ούτε λίγο ούτε πολύ είχε πει ότι θα προτιμούσε έναν διαφορετικό προορισμό, γιατί η Ιταλία και συγκεκριμένα η Ίντερ είναι και λίγο «νεκτροταφείο» ποδοσφαιριστών.
Ο Μοράτι κάνει και δηλώσεις σε prime time στην κάμερα του «Canale 5», του σταθμού του ανταγωνιστή Μπερλουσκόνι: «Έναν χρόνο πριν θα τον αγόραζα με κλειστά τα μάτια, φέτος έχω πολλές αμφιβολίες ότι ένα παιδί που δεν έχει κλείσει τα 20 αξίζει μια επένδυση τόσο υψηλού ρίσκου».
Πράγματι, «η επένδυση του υψηλού ρίσκου» το επόμενο καλοκαίρι κόστιζε τα διπλά, ο Μοράτι εκείνη τη μεταγραφική περίοδο συμπτωματικά έλαβε από τις χειρότερες αποφάσεις επί θητείας του στους «Nerazzurri».
Όχι μόνο χάθηκε ο Ρονάλντο για ένα ποσό που αργότερα αποδείχθηκε πολύ μικρό αλλά πωλήθηκε και με τη στάμπα του ξοφλημένου και αποτυχημένου και κάποιος Ρομπέρτο Κάρλος στην Ρεάλ Μαδρίτης έναντι πινακίου φακής.
Ο προπονητής τότε της Ίντερ, Ρόι Χόντσον (ναι, ο ίδιος που αργότερα μας χάρισε ιλαρές στιγμές στον πάγκο της Εθνικής Αγγλίας), ήταν υπερευχαριστημένος με τις προσθήκες του Ελβετού μέσου, Τσιρίακο Σφόρτσα, και του «πιο ταλαντούχου και υγιούς από τον Ρονάλντο», Νιγηριανού Νουάνκου Κανού, από τον Άγιαξ.
Παρεμπιπτόντως, ο Κανού πρόλαβε να κάνει 12 ματς σε μια τριετία, σκόραρε μόλις ένα γκολ, διαγνώστηκε με μια σπάνια πάθηση καρδιακής ανωμαλίας και ποδόσφαιρο έπαιξε μόνο στο θερμοκηπίο του Βενγκέρ στην Άρσεναλ.
Ο Ρονάλντο από την άλλη έφτασε στη Βαρκελώνη, τον καιρό που ο Κρόιφ πέρασε πίσω από την κουίντα, ήταν το κερασάκι στην τούρτα μιας ιδιαίτερα δραστήριας μεταγραφικής περιόδου που είδε να καταλήγουν στο Camp Nou ο Λουίς Ενρίκε, ο Βίτορ Μπαΐα, ο “δικός μας” Ζιοβάνι, ο Λοράν Μπλαν, ο Φερνάντο Κόουτο.
Όλοι τους ήταν ήδη αστέρες, όλοι διέθεταν τα απαραίτητα συστατικά που έλειπαν για να πλαισιώσουν ποδοσφαιριστές μεγάλου βεληνεκούς, όπως ο Πεπ Γκουαρδιόλα, ο Προσινέτσκι, ο Ντε Λα Πένια, ο Άλμπερτ Φερρέρ, ο Σέρχι, ο Γκίκα Ποπέσκου και ασφαλώς ο μεγάλος αρτίστας και αγαπημένος τότε όλων των Καταλανών, Λουίς Φίγκο.
Προπονητής εκείνης της προσπάθειας αναγέννησης της «Μπάρσα» ο Σερ Μπόμπι Ρόμπσον, με μεταφραστή-βοηθό έναν περίεργο Πορτογάλο που τον έλεγαν Ζοσέ Μουρίνιο.
Είναι μια Μπαρσελόνα πολύ μακριά από αυτό που γνωρίσαμε αργότερα, μια ομάδα που δεν έχει την παραμικρή σχέση σε φιλοσοφία με τις ομάδες του Φαν Χάαλ, του Ράικαρντ, του ίδιου του Γκουαρδιόλα και του Βαλβέρδε που ακολούθησαν.
Ο ήδη προχωρημένης ηλικίας Ρόμπσον δεν προσπαθεί καν να αφομοιώσει την καταλανική ποδοσφαιρική φιλοσοφία, για την ακρίβεια δεν μπήκε καν στη διαδικασία.
Ο λάτρης του επιθετικού ποδοσφαίρου Βρετανός απλώς θαμπώνεται από το ατομικό ταλέντο των ποδοσφαιριστών του και παρουσιάζει μια ελεύθερη και άναρχη «Μπάρσα», μια ομάδα υπερεπιθετική που στηρίζεται στην έμπνευση της στιγμής και το απρόβλεπτο που παράγουν οι αστέρες της.
Εάν εκείνη η ομάδα ήταν λίγο πιο κυνική, λίγο πιο υπολογίστρια, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσει τη Liga από τη “στρατιωτική” Ρεάλ του Δον Φάμπιο Καπέλο, μια ομάδα που σίγουρα δεν υπολείπετο σε αστέρες (Ραούλ, Ρομπέρτο Κάρλος, Ζέεντορφ, Σούκερ κ.ά.), αλλά ήταν πειθαρχημένη και πολύ προσεκτική στα μετόπισθεν.
Η «Μπάρσα» όμως ήταν χάρμα ιδέσθαι. “Περιορίζεται” στο Copa Del Rey και στο Κύπελλο Κυπελλούχων, με αριθμούς απίστευτους, από άλλον ποδοσφαιρικό πλανήτη, σχεδόν “προσβλητικούς” για τους αντιπάλους της.
Η σεζόν ολοκληρώθηκε με 102 (!) γκολ ενεργητικό. Δώδεκα φορές η Μπαρσελόνα σκόραρε περισσότερα από 4, η παραγωγικότητά της ήταν δυσθεώρητη, απολαυστική, οι συνδυασμοί των παικτών της έμοιαζαν με συγχορδία.
Μαέστρος αυτής της ορχήστρας, κύριος εκφραστής αυτού του επιθετικού αριστουργήματος, ήταν ο Ρονάλντο, σε διπλό ρόλο, και εκτελεστή και δημιουργού. Τα νούμερα μπορεί να είναι στρατοσφαιρικά, αλλά αποτυπώνουν μόνο μέρος της αλήθειας.
Ο Βραζιλιάνος ολοκληρώνει μεν με 47 γκολ σε 49 ματς και αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ (βραβείο Pichichi de La Liga), αλλά αυτά τα έχουν κάνει κι άλλοι, έστω τεράστιες μορφές πριν απ’ εκείνον.
Ο Ρονάλντο έχει ξαναεφεύρει το ποδόσφαιρο, κάνει πράγματα που δεν είχε δει και ζήσει κανείς ως τότε, χαρίζοντας μνημειώδεις στιγμές στους φίλους του σπορ.
Τα γκολ του είναι έργα τέχνης, απ’ αυτά που σ’ αφήνουν με το στόμα ανοιχτό και οξυγονώνουν σε τέτοιο βαθμό τον εγκέφαλο που χρειάζεται εύλογο χρονικό διάστημα για να συνέλθεις και να επανέλθεις στην κανονικότητα.
Ειδικά εκείνο το γκολ της 12ης Οκτωβρίου του 1996 με την Κομποστέλα παραμένει ακόμη και σήμερα ένα από τα πιο απόλυτα γκολ στην ιστορία του ποδοσφαίρου, μια από τις πιο εύγλωττες εικόνες απόλυτης κυριαρχίας και υπεροχής, τόσο σε τεχνικό όσο και σε αθλητικό επίπεδο.
Είναι μια φάση που ο θεατής έχει την εντύπωση ότι παρακολουθεί έναν οδοστρωτήρα να κινείται με 200 χιλιόμετρα την ώρα. Είναι ένα γκολ που, όπως είπε ο προπονητής της Βαλένσια, Χόρχε Βαλντάνο, δεν είναι ανθρώπινο, γιατί ο Ρονάλντο μοιάζει με μια ορδή αλόγων που παρασύρει τους πάντες στο διάβα της.
Ο Ρονάλντο κλέβει τη μπάλα λίγο πίσω από τη γραμμή του κέντρου, ντριμπλάρει τους πάντες, του τραβούν τη φανέλα, του κάνουν τάκλιν, τον κλωτσάνε, τον σπρώχνουν, του κάνουν ό,τι βάζει ο νους για να τον σταματήσουν με θεμιτό και αθέμιτο τρόπο.
Δεν έπεσε ποτέ, παρά την ταχύτητα με την οποία κινείτο, δεν εξώκλινε ποτέ, δεν έχασε την ισορροπία του, δεν πάσαρε.
Σαν ορδή από mustangs, παρέσυρε τους πάντες στο διάβα του, μπήκε στην περιοχή και το κάρφωσε.
Με εκείνο το γκολ μπήκε στο πάνθεον, πριν κατακτήσει οτιδήποτε ως κεντρικός πρωταγωνιστής. Έπαψε να είναι «ό,τι καλύτερο υπάρχει στον κόσμο κάτω των 21 ετών» και μετατράπηκε στον απόλυτο παίκτη, στον πρώτο ποδοσφαιριστή που από απλός αθλητής θα γίνει πολυεθνικό brand.
Σαν πρόχειρη αντιπαραβολή, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η σεζόν του Ρονάλντο στη Βαρκελώνη το 1996-1997 είναι η σεζόν του Μάικλ Τζόρνταν στο ΝΒΑ το 1988, χρονιά που ο «Air» κατέκτησε το πρώτο του βραβείο mvp.
Η διαδικασία ανάφλεξης του συσχετισμού marketing και ποδοσφαίρου βρισκόταν ήδη εν εξελίξει, δεκτή κάθε ένσταση με αναφορές στο παρελθόν, αλλά ο Ρονάλντο ήταν το σημείο μηδέν.
Ναι, στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο υπήρχαν ήδη ο Μπάτζο, ο Καντονά, πάνω απ’ όλους είχε περάσει ο Μαραντόνα. Όλοι τους κάτι περισσότερο από ποδοσφαιριστές-είδωλα. Όχι όμως στο σωστό timing.
Ο Ρονάλντο ήταν η πρώτη εκδήλωση του Zeitgeist, αυτού που σήμερα αρκετοί κατηγορούν ως modern football, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη ομάδα, την κατάλληλη στιγμή.
Καθόλου τυχαία είναι και το κεντρικό πρόσωπο της καμπάνιας της Nike, του αμερικανικού κολοσσού, ο οποίος, μετά από δεκαετίες που σνόμπαρε το…soccer, αποφάσισε να χτίσει μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στην ιστορία του αθλητικού marketing γύρω από το πρόσωπό του και την Εθνική Βραζιλίας.
Δυστυχώς όμως η αύξηση της δημοτικότητας του Ρονάλντο, η ανάδειξή του σε brand, η απόλυτη υπερβολή της παρομοίωσής του ακόμα και με τον Ιησού το Λυτρωτή, όπως σε εκείνο το spot με τον ίδιο σαν Μεσσία με ανοικτά τα χέρια πάνω από το Ρίο Ντε Τζανέιρο, θα οδηγήσουν σχεδόν στην καταστροφή του.
Ήταν η αρχή μιας διαδικασίας αποπραγμάτωσης του ίδιου του ποδοσφαιριστή, ο οποίος, κουβαλώντας αυτό το βάρος σχεδόν από 20 ετών, λύγισε. Απολύτως φυσιολογικά και απολύτως αναμενόμενα.
Ήδη από τις εποχές της «Μπάρσα» χρονολογούνται οι πρώτοι ψίθυροι περί κακομαθημένου παιδιού που χάνει προπονήσεις, περί ενός νεαρού star που, επειδή μπορεί, κατορθώνει να διαλύει τη συνοχή της ομάδας, εξασφαλίζοντας πχ ειδικές άδειες εν μέσω αγωνιστικής δραστηριότητας, προκειμένου να ταξιδέψει και να παρευρεθεί στο Καρναβάλι του Ρίο.
Ο σοφός Μπόμπι Ρόμπσον είχε κρούσει από τότε τον κώδωνα του κινδύνου, είχε επιστήσει την προσοχή σε όλους λέγοντας ότι πολύ εύκολα ένα παιδί 20 ετών μπορεί να γίνει από Άγγελος Διάβολος.
Ο ίδιος που μερικά χρόνια πριν, όταν ρωτήθηκε για τον καλύτερο που προπόνησε ποτέ, απάντησε χωρίς περιστροφές «Ρονάλντο».
Ο Ρονάλντο, είναι αλήθεια, δεν βοήθησε πολύ τον εαυτό του, δεν μπήκε καν στη διαδικασία αυτοπροστασίας, δεν επέλεξε ποτέ ένα περιβάλλον το οποίο θα μοχθούσε για να διαφυλάξει την καριέρα και το ταλέντο του.
Έγινε άπληστος, πολύ άπληστος, σε βαθμό να απαιτεί αναπροσαρμογές συμβολαίου κάθε τρεις και τέσσερις μήνες, μέσω δύο ανθρώπων που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαρραγή των σχέσεών του με τη Μπαρσελόνα.
Επρόκειτο για τους δύο ατζέντηδες που είχε μαζί του από τα χρόνια του São Cristóvão, τον Ρεϊνάλντο Πίτα και τον Αλεξάντρε Μάρτινς, οι οποίοι στη Βαρκελώνη θεωρούνται κάτι σαν τους αδερφούς Ντάλτον.
Χρησιμοποιώντας λογής τεχνάσματα, οι δύο ατζέντηδες εκβίαζαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα τον Νούνιεθ, ιστορικό Πρόεδρο της «Μπάρσα», έναν άνθρωπο μετριοπαθή και πασίγνωστο για την πρόθεσή του να διαφυλάσσει το σύλλογο καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς θητείας του από το 1978 μέχρι το 2000.
Ο Νούνιεθ μετά πόνου καρδίας τελικά συμφωνούσε σχεδόν πάντοτε, ανεχόταν τα τερτίπια, επειδή αγαπούσε πολύ τον ποδοσφαιριστή, και την άνοιξη του 1997 έδωσε τη γενναιότερη αύξηση στην ιστορία του στον προεδρικό θώκο της «Μπάρσα».
Έκανε όμως και ένα τεράστιο λάθος. Δήλωσε ότι «ο Ρονάλντο είναι για πάντα δικός μας». Οι δύο ατζέντηδες χρησιμοποίησαν αυτή τη δήλωση, εκτίναξαν την τιμή του πελάτη τους στα ύψη και έβαλαν στο κόλπο όλη την enfant gâté της Ευρώπης.
Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Μίλαν, Γιουβέντους, Ίντερ, στον επικοινωνιακό χαμό της εποχής μπήκε ακόμα και μια συγκλονιστική εικασία περί μετακόμισης στη “μισητή” Ρεάλ. Όλοι γνώριζαν ότι, εάν τα βρουν με τους «Ντάλτον» στην προμήθεια, ο ποδοσφαιριστής θα γίνει δικός τους.
Το ζήτημα δεν ήταν οι απαιτήσεις της «Μπάρσα» αλλά η αμοιβή των μάνατζερ. Τη στιγμή που ο Ρονάλντο υποδυόταν το “δυστυχισμένο” στη Βαρκελώνη, οι μάνατζέρ του έπειθαν τον Μοράτι να καλύψει την -μέχρι τότε- εξωπραγματική ρήτρα των 27 εκατ. δολαρίων και να προσφέρει 4 εκατ. δολάρια καθαρά στον πελάτη τους.
Ο Νούνιεθ δεν έχει άλλη επιλογή, απλώς κατορθώνει να επιδικαστεί ακόμα 1.8 εκατ. δολάρια από τη FIFA και το καλοκαίρι του 1997 ο Ρονάλντο γίνεται κάτοικος Μιλάνου. Εικάζεται ότι πέραν της νόμιμης προμήθειας οι δύο ατζέντηδες καρπώθηκαν και από 1 εκατ. έκαστος για τις υπηρεσίες τους, ποσά που για την εποχή άνηκαν στη σφαίρα της φαντασίας.
Γεγονός είναι ότι ο Ρονάλντο υπογράφει στην Ίντερ και το απόγευμα της 25ης Ιουλίου του 1997 παρουσιάζεται στο Μιλάνο, βγάζει απλώς το κεφάλι του από τον όροφο των γραφείων της ομάδας στη Via Durini και κραδαίνει ένα κασκόλ με τα χρώματά της.
Είναι τρελό, αλλά ο Ρονάλντο “άντεξε” στη Βαρκελώνη μόλις έναν χρόνο, από εκεί που ήταν έτοιμος να υπογράψει 10ετή (!) επέκταση του συμβολαίου του, βρέθηκε στη Galleria della Madonnina και την ομάδα που ένα χρόνο νωρίτερα είχε χαρακτηρίσει «νεκροταφείο ποδοσφαιριστών».
Το θέμα ήταν ότι μέσα σε αυτό το 12μηνο ο Ρονάλντο είχε πειστεί ότι είναι ο Μεσσίας και ότι η παρουσία του και μόνο αρκεί για να μετατρέψει τα «νεκροταφεία» σε club αναψυχής.
Εν αντιθέσει με τη Μπαρσελόνα όπου βρήκε μια ομάδα και μια φιλοσοφία παιχνιδιού που του ταίριαζαν απόλυτα, στην Ιταλία τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά.
Δεν θα ήταν απλώς ο εκτελεστής ή ο δημιουργός, ο Ρονάλντο στην Ίντερ είχε την υποχρέωση να τα κάνει όλα. Εκείνη την εποχή, οι «Nerazzurri» διέθεταν ελάχιστους ποδοσφαιριστές που μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τον Ρονάλντο και διέθεταν την προσωπικότητα για κάτι πραγματικά μεγάλο.
Ένας εξ αυτών ήταν ο Ντιέγκο Σιμεόνε, ο δεύτερος ο Γιούρι Τζορκαέφ και τελευταίος ο (ημιτελής ωστόσο τότε) Χαβιέρ Ζανέτι.
Οι υπόλοιποι ήταν είτε βετεράνοι και παλιοσειρές (Μπέργκομι, Ζαμοράνο, Βίντερ, Μπράνκα), είτε μυστήριοι και περαστικοί (Ζε Ελίας, Κοέ, Ρεκόμπα, Κανού, Γουέστ), είτε απλώς ακατάλληλοι για ομάδα υψηλών στόχων και απαιτήσεων (όλοι οι υπόλοιποι).
Προπονητής της ομάδας ήταν μια πατρική και ήρεμη φιγούρα, ο καλοκάγαθος Τζίτζι Σιμόνι, ένας άνθρωπος λογικός και πράος, ο οποίος ουδέποτε όμως είχε δουλέψει σε ομάδα με υψηλούς στόχους.
Μικρή σημασία έχει βέβαια η εκ των υστέρων ανάλυση των δεδομένων, αφού η φρενίτιδα Ρονάλντο είχε συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα της.
Η λειψή Ίντερ είχε σπάσει τα ρεκόρ στα διαρκείας, πωλώντας συνολικά 47.615 κάρτες, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’90 τη συμπολίτισσα και “ευρωπαία” Μίλαν.
Κυριακή 31 Αυγούστου του 1997, η Ίντερ ξεκίνησε το Πρωτάθλημα εναντίον της Μπρέσια. Είναι η ίδια ημέρα που από το Παρίσι έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο η σοκαριστική είδηση του θανάτου της πριγκίπισσας Νταϊάνα στο τροχαίο με τον Ντόντι Αλ Φαγέντ.
Όλος ο κόσμος συζητούσε για εκείνο το δυστύχημα, ακόμα και στο San Siro εκείνο το απόγευμα αυτό μονοπωλούσε τις συζητήσεις και όχι το επικείμενο ντεμπούτο του Ρονάλντο.
Είναι ορισμένα πράγματα σημαδιακά, αλλά ακόμα και το γεγονός ότι το κοινό δεν υποδέχθηκε το Ρονάλντο με το ενδιαφέρον 110% στραμμένο επάνω του έπαιξε το ρόλο του στην τελική -αποκαρδιωτική- εικόνα της Ίντερ.
Το ματς θα μπορούσε να είναι και σύμβολο της «καταραμένης Ίντερ» του Μοράτι που έφτασε να γίνει μέχρι και ανέκδοτο στην Ιταλία. Από το πρώτο πεντάλεπτο είναι εμφανείς όλες οι αδυναμίες της ομάδας, η υπεροχή του Ρονάλντο σε σχέση με τους συμπαίκτες του είναι χαώδης, από ένα σημείο κι έπειτα το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος και επιδίδεται σε υπερφίαλους ατομισμούς και αδύνατα ένας εναντίον όλων.
Αυτές οι πρακτικές στο ιταλικό ποδόσφαιρο της σφιχτής άμυνας και της τακτικής είναι αδύνατον να πιάσουν. Ο Ρονάλντο καταλαβαίνει ότι εδώ δεν είναι Ισπανία, πολλώ δε Ολλανδία. Τον καλύπτουν δύο και τρεις, η αντίπαλη άμυνα ξέρει να παίζει στο χώρο.
Προσοχή, μιλάμε απλώς για τη Μπρέσια, όχι για ομάδα από το επάνω μέρος του ταμπλό. Ο Ρονάλντο θα κάνει δύο σουτ όλα κι όλα, το ένα θα βρει το δοκάρι, το άλλο θα περάσει άουτ.
Έπειτα, εδώ δεν υπήρχαν Φίγκο, Πεπ, Λουίς Ενρίκε, να τον βοηθήσουν, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. O Ρονάλντο για πρώτη φορά αισθάνθηκε εντελώς μόνος.
Ένα τέταρτο πριν τη λήξη, από ασίστ του νεαρού τότε Αντρέα Πίρλο, ο τίμιος γκολτζής Ντάριο Ούμπνερ ανοίγει το σκορ μέσα στο San Siro. Τη σιωπή και την απογοήτευση στην κερκίδα την έκοβες με το μαχαίρι, ο ορισμός της κηδείας.
Ο Σιμόνι λίγο πριν έχει ρίξει στο ματς και μια δευτεροκλασάτη μεταγραφή του Μοράτι, έναν επίσης Λατινοαμερικανό με πεταχτά δόντια. Οι ψαγμένοι γνώριζαν ότι τον φωνάζουν «El Chino», για την πλειοψηφία είναι ο Άλβαρο Ρεκόμπα.
Ο Ουρουγουανός, τον οποίον χρόνια αργότερα θαυμάσαμε στη Νέα Σμύρνη, θα κλέψει τη δόξα από το «Φαινόμενο», δύο δικά του γκολ με απίστευτα σουτ και σε τεχνική και σε δύναμη θα αναποδογυρίσουν το ματς και θα τον καταστήσουν απόλυτο πρωταγωνιστή του αγώνα.
Πολλοί λένε ότι σε εκείνο το παιχνίδι τον ερωτεύτηκε ο Μάσιμο Μοράτι, ότι από τότε ξεκίνησε αυτή η τρομερή σχέση που έφερε τον ιστορικό πατρόνα στη θέση να τον επιλέξει ως τον καλύτερο ποδοσφαιριστή που έφερε ποτέ στην Ίντερ. και, πιστέψτε με, είχε φέρει πολλούς, τα ονόματα των οποίων θα τρόμαζαν και τον πιο μετριοπαθή.
Ο Ρονάλντο αποχώρησε με το κεφάλι σκυμμένο, αλλιώς είχε φανταστεί το ντεμπούτο του, αντιλήφθηκε από το πρώτο κιόλας παιχνίδι ότι στο Μιλάνο δεν χωρούν ούτε “ειδικές άδειες”, ούτε χαμένες προπονήσεις, ούτε υπήρχε σύνολο για να υπηρετήσει.
Όλη την υπόλοιπη σεζόν χάρισε σπάνιες ποδοσφαιρικές στιγμές στο κοινό, πάντοτε προσωπικές, σχεδόν ποτέ προϊόντα ομαδικής προσπάθειας.
Τα παιχνίδια του ήταν παραστάσεις με κάποιες απίστευτες στιγμές που σε άφηναν με το στόμα ανοικτό, το ταλέντο του ανάβλυζε, δεν το χωρούσε κανένα τεραίν κι όμως ήταν πολύ μόνος.
Το απίστευτο σόλο εναντίον της Πάρμα στο 1-0 του San Siro, όπου χορεύει κόντρα σε Τουράμ, Καναβάρο, Σενσίνι, επινοώντας καινούριες ντρίμπλες. Tο ένας εναντίον όλων εναντίον της Σαμπντόρια με την ασίστ στον Μπενουά Κοέ. Tο “εξαγνιστικό” 1-0 με τη Γιουβέντους, τη βραδιά που παραλαμβάνει τη Χρυσή Μπάλα του 1997 στο San Siro. Πάνω απ’ όλα εκείνο το μαγικά ακατανόητο “πράγμα” εναντίον της Σάλκε στα προημιτελικά του UEFA, με το χορό πάνω από τη μπάλα και τα “χάδια” που ζάλισαν αντιπάλους, συμπαίκτες και οπαδούς.
Εκείνη την παρθενική χρονιά η Ίντερ κατάφερε να κατακτήσει “μόνο” το Κύπελλο UEFA, επικρατώντας με 3-0 στον Τελικό της Λάτσιο, με τον Ρονάλντο να κάνει εκείνη τη μαγική προσποίηση, με τα πόδια να περνούν αλλεπάλληλες φορές πάνω από τη μπάλα.
Το Scudetto χάθηκε πρωτίστως όχι εξ αιτίας της διαιτησίας αλλά λόγω παιδαριωδών λαθών (πρόχειρα θυμάται κανείς την εντός έδρας ήττα από τη Μπάρι), ελλιπούς ρόστερ και κακής διαχείρισης από τον Σιμόνι.
Σίγουρα, υπήρξε εύνοια της Γιουβέντους, κορωνίδα αυτής ήταν το πέναλτι του Μαρκ Ιουλιάνο στο Τορίνο πάνω στον ίδιο τον Ρονάλντο.
Την ίδια στιγμή όμως ήταν ολοφάνερο ότι η «Γιούβε» ήταν πληρέστερη, πιο ψημένη, με σαφέστερους αγωνιστικούς προσανατολισμούς και δεν τα περίμενε όλα από έναν άνθρωπο, έστω κι αν λογιζόταν «Φαινόμενο».
Διότι «Φαινόμενο» τον αποκαλούσαν το Ρονάλντο, από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο αεροδρόμιο Malpensa, και επιδόσεις «Φαινομένου» ήταν ο απολογισμός της “στείρας” χρονιάς του.
Ο Ρονάλντο τελείωσε τη σεζόν με 25 γκολ στο Πρωτάθλημα, 34 σε σύνολο 47 παιχνιδιών. Κέρδισε τη Χρυσή Μπάλα, το FIFA World Player, σκόραρε στα ντέρμπι, μοίρασε ασίστ, άλλαξε έστω και λίγο τη νοοτροπία μιας ομάδας χωρίς καθαρό προσανατολισμό, με τη στάμπα του loser επάνω της και με ένα εντελώς ετεροβαρές υλικό που χωρίς αυτόν πιθανόν θα πάλευε για την απ’ ευθείας έξοδο στους ομίλους του Champions League.
Κι όμως, για τον υπόλοιπο κόσμο αυτά τα επιτεύγματα ήταν “λίγα”, το «Φαινόμενο» έπρεπε με τη μία να τα κατακτήσει όλα, έπρεπε να σκοράρει περισσότερο, να κάνει περισσότερα μαγικά, να γίνει κάτι σαν Μαραντόνα τη χρονιά του ανέλπιστου Scudetto της Νάπολι.
Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το impact του Ρονάλντο στην Ίντερ, εάν δεν έχει ζήσει το περιβάλλον, εάν δεν γνωρίζει πόσο καταρρακωμένος ήταν ο οργανισμός, πριν καταφθάσει εκείνος, πόσο καταλυτικός υπήρξε ο ρόλος του για την επανεμφάνιση της περηφάνιας στα πρόσωπα των οπαδών των «Nerazzurri».
Στον ορίζοντα πλέον υπήρχε η πρόθεση να χτιστεί μια κανονική ομάδα γύρω του, να μην υποχρεούται διαρκώς σε ατέρμονους ατομισμούς και κατάχρηση ντρίμπλας, να βοηθηθεί από την ομάδα και όχι να τα περιμένουν όλα απ’ αυτόν.
Αυτό ήταν το σχέδιο τουλάχιστον στη Via Durini, κανείς ωστόσο δεν είχε προσθέσει στην εξίσωση τον παράγοντα Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας, το καλοκαίρι του 1998.
Ήταν μια διοργάνωση που άπαντες περίμεναν να λάμψει όσο κανείς, ένα τουρνουά κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, μια προδιαγεγραμμένη εποποιΐα που είχε σχεδιαστεί μαεστρικά από την Ομοσπονδία της Βραζιλίας, τους χορηγούς, την ίδια τη FIFA.
Ο Ρονάλντο όμως έφυγε για τα γήπεδα της Γαλλίας σαν Μεσσίας και επέστρεψε σαν φάντασμα, με ένα τεράστιο πέπλο μυστηρίου να καλύπτει τα γεγονότα της 12ης Ιουλίου του 1998.
Ο ίδιος ο Ρονάλντο μια μέρα μετά από εκείνο το βαρύ 3-0 στον Τελικό με τη Γαλλία, πριν προλάβουν να τον μπουκώσουν με δικαιολογίες και σενάρια οι μάνατζερ, οι δικηγόροι και οι λογής παρατρεχάμενοι, δήλωσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ενώ κατέβαινε κουτσαίνοντας από το πούλμαν, ότι «χάσαμε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά εγώ κέρδισα τη ζωή μου».
Ό,τι κι αν έγινε εκείνο το απόγευμα, ό,τι κι αν ισχύει, γεγονός είναι ότι σε ηλικία 21 ετών και 9 μηνών ο μοναχός Σαολίν, το «Φαινόμενο», η σφαίρα, το πανάκριβο και καλογυαλισμένο κρύσταλλο, ράγισε και ο μύθος ξεκίνησε να γκρεμίζεται ανά την υφήλιο.
Ο Ρονάλντο λύγισε και δεν ξανάγινε ποτέ ο ίδιος. Τον συνέτριψε το άγχος, συνεθλίβη από την επιθανάτια εμπειρία, δεν άντεξε τη φθορά και το τίμημα του να είσαι «Φαινόμενο» για ολόκληρο τον πλανήτη.
Μετά από εκείνη την αποφράδα ημέρα, ο Ρονάλντο κατέκτησε ένα Μουντιάλ και μάλιστα ως πρώτος σκόρερ, ακόμα μια Χρυσή Μπάλα, πολλούς τίτλους με τους «Galácticos» της Ρεάλ, έδωσε εκατοντάδες παραστάσεις σημειώνοντας απίστευτα γκολ, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του hat trick στο Old Trafford, έκανε μια ονειρεμένη καριέρα, σε καμία περίπτωση όμως δεν ξαναέδωσε σε όλους τους πιστούς του τα “κειμήλια” της τετραετίας από τα 17 του έως τα 21 του χρόνια.
Ήταν ένας ανεμοστρόβιλος που έγινε δυνατός αέρας, μια άγρια θάλασσα που έγινε ταραγμένη, ένα υπερφυσικό φαινόμενο που έγινε γήινο, απτό, “κοινό”.
Μέσα σε όλη αυτή την τραγωδία, είχε και τα δύο επίπονα “κρακ” στο γόνατο, δύο πολύ σοβαρούς τραυματισμούς στον τένοντα, με το δεύτερο να ηχεί σε όλο το Olimpico, σε εκείνο το ματς κόντρα στη Λάτσιο.
Ίσως ακόμα και ο ίδιος να μην μπορεί να δώσει μια εξήγηση για αυτό που τον λύγισε περισσότερο.
Το άγχος;
Η επιθανάτια εμπειρία στη Γαλλία;
Η φθορά και το τίμημα του να είσαι «Φαινόμενο»;
Τα εύθραυστα γόνατά του;
Ή μήπως τελικά οι μεγάλες, οι δυσβάστακτες, οι θεόρατες προσδοκίες όλων μας;
Είναι ίσως πολύ σκληρό αυτό που αποτολμώ να γράψω, αλλά ίσως εκείνοι οι δύο πολύ σοβαροί τραυματισμοί μάς επέτρεψαν να ζήσουμε έστω και λίγο το μεγαλείο του, μας βοήθησαν να κατανοήσουμε ότι κάθε ήρωας έχει την αχίλλειο πτέρνα του, ότι κανείς δεν είναι άτρωτος, κανείς δεν είναι Θεός.
Η γήινη εικόνα που ζήσαμε μετά το Μουντιάλ της Γαλλίας, ο αστερίσκος των τραυματισμών, το δικαιολογήσιμο του πράγματος αποφόρτισαν έναν άνθρωπο από τη μόνιμη υποχρέωση να κάνει πράγματα που δεν είχαμε ξαναδεί, που δεν είχαμε καν φανταστεί στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι.
Ο Ρονάλντο έγινε τρωτός, έπαψε να κατατρέχεται από την κατάρα του, σε τελική ανάλυση δεν κατήντησε ποτέ Ροναλντίνιο, δεν βυθίστηκε ποτέ στο βούρκο κανενός Ασίς και δεν τσαλάκωσε ποτέ τόσο πολύ την εικόνα του.
Υπάρχει πάντοτε εκείνη η τετραετία του “πριν” που σβήνει μονοκονδυλιά και τη ροπή στις καταχρήσεις, και την έντονη προσωπική ζωή, και τους πειρασμούς, ακόμα και τα προβλήματα με το βάρος του.
Όπως υπάρχει και η εμφάνιση του δεύτερου Ρονάλντο, του Πορτογάλου, ο οποίος του “πήρε” ακόμα και το όνομα, υπάρχουν νέα παιδιά, έφηβοι, που αγνοούν την ύπαρξή του, γιατί γκουγκλάροντας καταλήγουν στον Κριστιάνο και δεν ξέρουν ποιος είναι ο «κανονικός».
Η καριέρα του δεν θα μείνει στην ιστορία ως η μεγαλύτερη όλων των εποχών, είναι όμως από τις ελάχιστες που χωρίς κάποια “αν” θα παρέδιδαν στην ιστορία τον καλύτερο όλων των εποχών και δεν είναι υπερβολή που τονίζει την αλήθεια.
Προσωπικά, ανέκαθεν προτιμούσα τα λόγια των ίδιων των πρωταγωνιστών, των έτερων (πολύ) μεγάλων του αθλήματος, ειδικά όταν έπεφτα επάνω τους κατά τύχη.
Ο Κριστόφ Ντιγκαρί, ο παλαίμαχος διεθνής Γάλλος επιθετικός, είχε μια εκπομπή στη γαλλική τηλεόραση, ένα είδος συνδυασμού talk show και αφήγησης αθλητικών ιστοριών. Καλεσμένος της εκπομπής ήταν ο Ζινεντίν Ζιντάν.
Συζήτησαν για πολλή ώρα, μίλησαν για ποδόσφαιρο, για γυναίκες, για πολιτική, για κοινωνικά θέματα. Έπαιξαν τένις, κάποια στιγμή κάθισαν στον πάγκο δίπλα στο court. Ο Ντιγκαρί άδραξε την ευκαιρία και ρώτησε αιφνιδιαστικά το «Ζιζού» ποιος είναι ο καλύτερος που έχει δει.
Χωρίς δισταγμό, χωρίς δεύτερη σκέψη, ο «Ζιζού» χαμογέλασε κι απάντησε μονομιάς: «Α, Ροναλντό!».
Με τόνο στο «-ό».
Γιατί μιλάμε για τον «κανονικό».
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο Ρονάλντο έχασε ένα Μουντιάλ, αλλά κέρδισε τη ζωή του