Η ζωή κάποιες φορές σε πάει από μόνη της. Δεν σου δίνει πάντα τη δυνατότητα να επιλέξεις και δεν φτάνεις, σχεδόν ποτέ, εκεί, όπου θέλεις να φτάσεις.
Όποιο πλάνο και να ‘χεις στο μυαλό σου για την πορεία που θα ακολουθήσεις, όποια σκέψη κι αν κάνεις, δύσκολα θα φτάσεις στο “ταβάνι”. Κι όταν λέμε “ταβάνι”, δεν εννοούμε πόσα υλικά αγαθά θα αποκτήσεις.
Μιλάμε για τις εσωτερικές ανάγκες και τις επιθυμίες που έχεις ως άνθρωπος. Τη βελτίωση του εαυτού σου, την εξέλιξή, την μόρφωση σου. Τις αρχές και τις αξίες σου…
Αυτή είναι η δική μου “κοσμοθεωρία”.
Όταν ήμουν μικρός, μ’ ενδιέφερε πολύ η άποψη των γύρω μου. Για το μπάσκετ, τις Πανελλήνιες. Για όλα…
Πλέον, δεν αφήνω τίποτα να με επηρεάσει.
Μόλις μπήκα στην Ιατρική και είδα τον ανθρώπινο πόνο, την ψυχική φόρτιση των συγγενών την στιγμή που βλέπουν τον επικείμενο θάνατο ενός δικού τους προσώπου, και ασθενείς που σιγά-σιγά έφταναν προς το τέλος της ζωής τους, τότε κατάλαβα ότι τα υλικά αγαθά, αν και βοηθούν στη βελτίωση της διαβίωσής μας, έρχονται σε δεύτερη μοίρα.
Αυτό που προέχει, είναι να υλοποιούμε τα όνειρά μας. Να πετυχαίνουμε τους στόχους μας, να καλλιεργούμε το μυαλό και την προσωπικότητά μας, να αποβάλλουμε τα συμπλέγματα, με τα οποία μας “φορτώνει” η ίδια η κοινωνία και, να προχωράμε μπροστά.
Προσωπικά, έκανα αυτά που επιθυμούσα. Πραγματοποίησα δύο από τα μεγαλύτερα όνειρα που είχα, να γίνω γιατρός και να παίξω μπάσκετ, διαμόρφωσα τη ζωή μου, όπως ήθελα, και, παράλληλα, την άφησα να με πάει, όπου εκείνη ήθελε.
Σίγουρα, ο συνδυασμός «μπάσκετ-σπουδές» δεν ήταν εύκολος. Ποτέ, όμως, δεν το ‘βαλα κάτω! Πολεμούσα διαρκώς!
Εξάλλου, η ζωή είναι μια διαρκής μάχη. Με τον εαυτό σου, τον άνθρωπο που σε συντροφεύει, τους φίλους σου, τους ασθενείς σου.
Πρέπει να την κυνηγάς, ακόμα κι όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά.
Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου λέει, όταν αποφοίτησα από τη Γυμναστική Ακαδημία και αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές μου στην Ιατρική, πως δεν θα μπορούσα να τελειώσω την Σχολή, γιατί, λόγω των προπονήσεων και των αγωνιστικών υποχρεώσεων, ο χρόνος για το διάβασμα θα ήταν πολύ περιορισμένος.
Πράγματι. Το διάβασμα ήταν μια δύσκολη υπόθεση, αλλά απέδειξα, πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μου, ότι μπορούσα να το πετύχω. Ήταν το όνειρό μου και ήθελα να πετύχω!
Κάποιες μέρες, βέβαια, ήταν… παράνοια! Ξυπνούσα στις 7 το πρωί και μέχρι το βράδυ έτρεχα από την προπόνηση στην Σχολή κι απ’ την Σχολή στην προπόνηση, ενώ, στο τέλος της ημέρας, “έπεφτα με τα μούτρα” στο διάβασμα. Ενδιάμεσα, φυσικά, υπήρχαν και αγώνες. Πρωτάθλημα, Κύπελλο, Ευρωλίγκα…
Τρέλα! Ήταν δύσκολα, αλλά εμένα με “γέμιζε” αυτό που έκανα.
Και να που σήμερα, απόφοιτος πια της Ιατρικής, ασκώ ουσιαστικά για πρώτη φορά το επάγγελμα του γιατρού, κάνοντας το Αγροτικό μου στους Γαργαλιάνους.
Δεν θα κρύψω ότι θα ήθελα, παράλληλα, να παίζω και μπάσκετ. Βρίσκομαι στην πιο παραγωγική ηλικία, θεωρώ ότι προσέχω το σώμα μου, έχω επίγνωση ως αθλητής, επομένως, θα μπορούσα να παίζω. Γι’ αυτό και, όταν έφτιαξα τα χαρτιά για το Αγροτικό μου, έβαλα ως πρώτη επιλογή μια πόλη κοντά στην Αθήνα και, ταυτόχρονα, μιλούσα με κάποιες ομάδες, μεταξύ αυτών και ο Παναθηναϊκός.
Όταν στην πορεία, όμως, προέκυψε η ανάγκη για ενίσχυση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, λόγω του κορωνοϊού, το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης μ’ “έσπρωξε” να αφοσιωθώ -προς το παρόν- μόνο στην Ιατρική. Βέβαια, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι το 2020 ήταν μια χρονιά, στην οποία το μπάσκετ είχε μείνει στάσιμο. Όπως και πολλά άλλα πράγματα γύρω μας.
Ζούμε πρωτόγνωρες καταστάσεις που οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε. Ακούω ανθρώπους -ακόμα και κάποιους που είναι καλλιεργημένοι- να αμφισβητούν τον COVID 19 και να κρίνουν το Υγειονομικό προσωπικό και την Πολιτεία για τον τρόπο, με τον οποίο διαχειρίζονται την κατάσταση, και απορώ.
Κανείς δεν μπορεί να κρίνει το Υγειονομικό προσωπικό, αν δεν έχει βρεθεί έστω μία μέρα σε νοσοκομείο, όπου νοσηλεύονται άνθρωποι που έχουν προσβληθεί από τον κορωνοϊό.
Αν δεν έχει δει τον φόβο που έχουν οι ασθενείς στα μάτια τους. Την δυσκολία τους ακόμα και να αναπνεύσουν. Την αγωνία και τον τρόμο των φίλων και των συγγενών τους μη τυχόν έχουν κολλήσει και οι ίδιοι και διασπείρουν άθελά τους τον ιό.
Το μόνο που ελπίζω, είναι να καταφέρουμε σύντομα να βγούμε από αυτή την κατάσταση. Φυσικά, θα βοηθήσει αρκετά αν αντιμετωπίσουμε τα πράγματα με ψυχραιμία. Πρώτοι εμείς οφείλουμε να κάνουμε αυτά που πρέπει, για να προστατέψουμε τους εαυτούς μας και τους γύρω μας. Ας πετύχουμε αυτό και, μετά, ας ασχοληθούμε με τα μέτρα που πήρε ή δεν πήρε η Πολιτεία. Τα μέτρα, έτσι κι αλλιώς, θα λαμβάνονταν. Η ουσία είναι τι κάνουμε εμείς.
Αν και οι Έλληνες είμαστε φιλότιμοι, εργατικοί (όταν θέλουμε) και παραγωγικοί, πολλές φορές χάνουμε το μέτρο. Και δυστυχώς, δεν ξέρουμε (ή δεν θέλουμε) να κάνουμε αυτοκριτική. Θεωρούμε πως ποτέ δεν κάνουμε λάθος. Ακόμα κι όταν κάτι συμβαίνει με δική μας ευθύνη.
Δεν πάει, όμως, έτσι. Σ’ αυτή την κατάσταση, όλοι οφείλουμε να δούμε τα πράγματα διαφορετικά.
Ως γιατρός διατηρώ την ελπίδα που έχω και ως παίκτης. Πιστεύω πως θα κερδίσουμε κι αυτή την μάχη! Στην πραγματικότητα, βέβαια, τις περισσότερες μάχες δεν τις κερδίζεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να παλεύεις για να τις κερδίσεις.Το ίδιο ισχύει και στον αθλητισμό. Παλεύεις για να κερδίσεις.
Κάποιοι θεωρούν ότι το μπάσκετ είναι ένα εύκολο άθλημα. «Σιγά, τι κάνετε; Παίρνετε απλώς μια μπάλα και παίζετε», μου έλεγαν κάποτε οι φίλοι μου. Εντάξει, δεν και τόσο απλό!
Κανένας, πλην αυτών που ασχολούνται με τον αθλητισμό, δεν ξέρει πόσες θυσίες έχει χρειαστεί να κάνει ένας αθλητής. Πόσες εκδρομές δεν έχει πάει με το σχολείο του, πόσα καλοκαίρια έχει χάσει, πόσες εργατοώρες έχει περάσει μέσα στο γήπεδο, πόσα βράδια έχει ξενυχτήσει, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κοιτώντας το ταβάνι.
Ακούω την κριτική που γίνεται στους νεότερους παίκτες, ότι είναι “ψώνια”, δεν δουλεύουν, “πιέζονται” από τους γονείς τους κι άλλα… περίεργα, και σκέφτομαι πως, αν δεν είσαι μέσα στο χώρο, δεν μπορείς να καταλάβεις. Η πίεση που δέχεσαι, όταν είσαι 17-18 χρονών, είναι πολύ μεγάλη. Ειδικά, όταν καλείσαι να ανταπεξέλθεις σε κάθε παιχνίδι και αισθάνεσαι πως σε κάθε λεπτό του αγώνα κρίνεται ακόμα και η ύπαρξή σου. Ελάχιστοι μπορούν να καταλάβουν πόσο δύσκολο είναι να το διαχειριστείς.
Κάποιοι μου λένε «Εσύ ήσουν τυχερός»! Πώς ήμουν, δηλαδή, τυχερός; Επειδή συνδύασα το μπάσκετ με την Ιατρική; Όχι δα! Την τύχη μας την ορίζουμε εμείς! Έκανα δέκα ώρες προπόνησης, διάβαζα άλλες δέκα και μου έμεναν τέσσερεις για να κοιμάμαι!
Όπως έλεγε κι ένας καθηγητής μου στην Γυμναστική Ακαδημία, δεν υπάρχει τυχερός! Υπάρχει καλή προετοιμασία! Αν έχεις δουλέψει σωστά, όταν έρθει η στιγμή σου, θα έχεις την ευκαιρία να δείξεις ποιος πραγματικά είσαι. Πιστεύω στον τόπο και τον χρόνο.
Στην πορεία μου ως αθλητής, είχα αρκετές ευκαιρίες να δείξω ποιος πραγματικά είμαι.
Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο, το μόνο που θα άλλαζα, θα ήταν -χωρίς δεύτερη σκέψη- η απόφασή μου να φύγω από την Αβελίνο, όταν ξεκίνησα επαγγελματικά την καριέρα μου.
Υπήρχαν μέρες, κατά τις οποίες κοιμόμουν και ξυπνούσα με την σκέψη αν θα μπορούσα να είχα μείνει στην Ιταλία. Τι θα συνέβαινε, αν είχα αξιοποιήσει περισσότερο την πρόταση που είχε προκύψει τότε εντελώς ξαφνικά, όταν σ’ ένα από τα παιχνίδια της Εθνικής Εφήβων με είδε ο προπονητή της Αβελίνο, Ματέο Μπονιτσιόλι, τράβηξα την προσοχή του και ρώτησε τον μάνατζερ μου αν ενδιαφερόμουν να δοκιμαστώ στις προπονήσεις της ομάδας του. Εκείνη την περίοδο, είχα μόλις λύσει τη συνεργασία μου με το Αιγάλεω και δεν το σκέφτηκα πολύ. Έφτιαξα τη βαλίτσα μου και ταξίδεψα στην Ιταλία.
Ο κόουτς Μπονιτσιόλι, ένας εξαιρετικός άνθρωπος και πολύ καλός προπονητής, ήταν ξεκάθαρος από την αρχή. «Θα συμμετέχεις στις προπονήσεις για μία εβδομάδα και, αν μείνουμε ικανοποιημένοι, θα σε κρατήσουμε», μου είπε και, πράγματι, αυτό έγινε. Μόλις πέρασε το συγκεκριμένο διάστημα, με ενημέρωσε ότι ήθελε να με κρατήσει, επισημαίνοντας, ωστόσο, πως, αν θα έμενα, θα έπαιζα στη θέση του «άσου» και θα αγωνιζόμουν επτά με δέκα λεπτά.
«Πώς το βλέπεις; Θέλεις να μείνεις ή να παίξεις στην Α2, ώστε να έχεις περισσότερο χρόνο συμμετοχής;», με ρώτησε. Φυσικά και έμεινα! Ήμουν 18 χρόνων, μου πρόσφεραν τριετές συμβόλαιο και είχα την τεράστια ευκαιρία να αγωνιστώ στο Ιταλικό πρωτάθλημα, σε μια περίοδο, κατά την οποία η Αβελίνο έκανε την καλύτερη εμφάνισή της, ολοκληρώνοντας την χρονιά (2008) με απόλυτη επιτυχία! Πήραμε το Κύπελλο Ιταλίας, τερματίσαμε στην 3η θέση του πρωταθλήματος, ενώ η ομάδα εξασφάλισε την συμμετοχή της την επόμενη χρονιά στην Ευρωλίγκα.
Ωστόσο, το καλοκαίρι του 2008, τα πράγματα άλλαξαν. Ο κ. Μπονιτσιόλι αποχώρησε και τη θέση του χεντ κόουτς, πήρε o Ζάρε Μαρκόφσκι. Αρχικά, έδειχνε ότι με υπολόγιζε στα πλάνα του. Ώσπου, μετά από ένα παιχνίδι, μου ανακοίνωσε ότι ήμουν εκτός. Δεν ήθελα να φύγω. Ούτε και η διοίκηση. Τι μπορούσα, όμως, να κάνω από την στιγμή που ο προπονητής δεν με υπολόγιζε; Να φανταστείτε ότι κάποια στιγμή μου απαγόρευσαν να πηγαίνω ακόμα και στο γήπεδο για προπόνηση!
Δυστυχώς, μέχρι να λυθεί το συμβόλαιό μου, υποχρεωτικά έπρεπε να μένω στην πόλη. Επί τρεις μήνες, καθόμουν σ’έναν καναπέ στο ξενοδοχείο, με τον ξενοδόχο, ο οποίος ευτυχώς με πρόσεχε, σα να ‘μουν γιός του, να μου κάνει παρέα και να προσπαθεί να τονώσει την ψυχολογία μου.
Ακόμη ηχούν στα αφτιά οι φωνές που μου έβαζε. «Get up from this f…. couch!» («Σήκω επιτέλους απ’ αυτόν τον… καναπέ!»), έλεγε ξανά και ξανά!
Ήταν πολύ δύσκολο εκείνο το διάστημα. Το όνειρό μου να καθίσω στην Αβελίνο, για να παίξω μπάσκετ, είχε διαλυθεί και η ανάγκη να επικοινωνώ καθημερινά με τους δικούς μου στην Ελλάδα, για να παίρνω δύναμη, γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη. Ό,τι είχα φτιάξει στο μυαλό μου, είχε γκρεμιστεί!
Αυτό μου κόστισε και ψυχολογικά. Σ’ εκείνο το διάστημα της διαμονής μου στην πόλη, κάποια στιγμή, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, παρουσίασα πυρετό. Νοσηλεύτηκα στο νοσοκομείο για δέκα μέρες, προκειμένου να με παρακολουθήσουν οι γιατροί, αλλά τελικά ποτέ δεν βρήκαν τι είχα.
Τότε ήταν που κατάλαβα πόσο μπορεί να επηρεαστεί το σώμα ενός ανθρώπου από την κακή του διάθεση και πόσο συνδεδεμένη είναι η επιστήμη της Ψυχολογίας με την αντίστοιχη της Ιατρικής.
Πλέον, δεν ασχολούμαι με ό,τι έγινε στο Αβελίνο. Εξάλλου, αν εξαιρέσουμε εκείνο το διάστημα, στους προηγούμενους μήνες, κατά τους οποίους ήμουν στην ομάδα, έζησα μια συναρπαστική εμπειρία. Αν και νέος σε ηλικία, οι Ιταλοί δεν με θεωρούσαν μικρό. Με αντιμετώπιζαν ως έναν έτοιμο παίκτη και νομίζω πως είσαι, όταν σου δίνουν τέτοιες ευκαιρίες.
Επίσης, οι Ιταλοί μπασκετικά είχαν μια διαφορετική κουλτούρα. Ήταν ακομπλεξάριστοι. Ευχαριστιόντουσαν το μπάσκετ και περνούσαν καλά. Έζησα πολύ ωραίες καταστάσεις. Εντός και εκτός γηπέδων. Η ομάδα είχε εξαιρετικούς φιλάθλους, οι οποίοι μας ακολουθούσαν παντού και δημιουργούσαν πάντα μια καταπληκτική ατμόσφαιρα. Ειδικά, όταν νικούσαμε τα ντέρμπι, ήμασταν κάτι σαν ήρωες! Ξέρετε πώς φάνταζαν αυτές οι εικόνες στα μάτια ενός 18χρονου αγοριού;
Μόλις λύθηκε το θέμα με το συμβόλαιό μου, επέστρεψα στην Ελλάδα και προσπάθησα να κοιτάξω μπροστά. Πήγα στο Παγκράτι που τότε αγωνιζόταν στην Α2 , γιατί στόχος μου ήταν να παίζω. Πάντα ήμουν της άποψης να πηγαίνω σε ομάδες, όπου θα μπορούσα να βοηθήσω.
Γι’ αυτόν τον λόγο, επέλεξα να παίξω στα Τρίκαλα, λίγο μετά την μεγάλη επιτυχία της Εθνικής ομάδας Νέων στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στη Ρόδο, και, για τον ίδιο λόγο, πήγα πολύ αργότερα στο Λαύριο (ενδιάμεσα αγωνίστηκα στο Ρέθυμνο, το Μαρούσι και την Κηφισιά), όπου έμεινα για τρία χρόνια.
Μέχρι που, το 2016, ο δρόμος με έβγαλε στον Πανιώνιο.
Η παρουσία μου σ’ αυτή την ομάδα με έκανε να αλλάξω την κοσμοθεωρία μου για πολλά πράγματα. Όσο κι αν ακούγεται “τραβηγμένο”.
Και τι δεν έμαθα μέσα σ’ εκείνο το διάστημα! Από το πώς μπορούν να διαστρεβλωθούν κάποια γεγονότα και την ψυχολογική φθορά που μπορεί να προκαλέσει ο φθόνος, μέχρι το πόσο πολλοί άνθρωποι υπάρχουν που λειτουργούν με βάση το καλό της τσέπης τους κι όχι με το συναίσθημα. Ειδικά το τελευταίο με ενοχλεί αρκετά. Δυστυχώς, όμως, ζούμε στην εποχή της ύλης και του χρήματος.
Νομίζω πως εκείνο το διάστημα χάθηκε και ο ρομαντισμός, με τον οποίο αντιμετώπιζα το μπάσκετ. Έμαθα να μην δίνομαι και να μην δείχνω τόσο πολύ την αγάπη μου σε μια ομάδα. Κατάλαβα ότι οι άνθρωποι δεν σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίον σκέφτομαι εγώ.
Γενικότερα, ήταν μια δύσκολη περίοδος από πολλές απόψεις. Ανεξάρτητα, όμως, από τις δυσκολίες που αντιμετώπισα, ποτέ δεν μετάνιωσα που πήγα στην ομάδα! Ήταν τιμή μου που φόρεσα τη φανέλα της! Το τριετές συμβόλαιο που μου πρόσφερε ο κ. Βαρουξάκης (ο άνθρωπος που με πήγε στον Πανιώνιο), μου έδωσε την ευκαιρία και τη δυνατότητα να αποδείξω ότι μπορούσα να γίνω πρωταγωνιστής! Όπως κι έγινε!
Θεωρώ ότι ο Πανιώνιος μού ταίριαζε, γιατί είναι ένας σύλλογος που, γενικά, λειτουργεί περισσότερο με το συναίσθημα. Μου αρέσει να “δένομαι” με τις ομάδες. Με τους φιλάθλους, τους παίκτες, τη διοίκηση… Αυτό πολλοί μου το “χρεώνουν”, λέγοντας ότι “πουλάω οπαδιλίκι”.
Ως άνθρωπος, όμως, θέλω να είμαι κοντά με τους άλλους. Ακόμα κι απ’ τη θέση του γιατρού, στην οποία βρίσκομαι σήμερα, δεν βλέπω όσους έρχονται στο ιατρείο ή το νοσοκομείο ως απλούς ασθενείς. Προσπαθώ να τους προσεγγίζω. Να βρίσκομαι κοντά τους.
Όπως δεν μετάνιωσα, όταν πήγα στον Πανιώνιο, έτσι, δεν μετάνιωσα, όταν έφυγα, χαρίζοντας τον τρίτο χρόνο του συμβολαίου. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να καθίσω πάνω σ’αυτό! Πρώτον (και βασικότερο), γιατί δεν λειτουργώ έτσι ως άνθρωπος και, δεύτερον, γιατί ένιωθα πως δεν πήγαινε άλλο!
Θυμάμαι την ημέρα που πήγα να πάρω τα πράγματά μου από τα αποδυτήρια και συνάντησα τον φροντιστή της ομάδας. «Θα γυρίσεις πίσω;», με ρώτησε. «Φεύγω! Δεν μένω άλλο!», του απάντησα με κατηγορηματικό τρόπο.
Λίγο καιρό αργότερα, συμφώνησα με τον Παναθηναϊκό. Στη διαδρομή για τα γραφεία, όπου πήγαινα να υπογράψω το συμβόλαιό μου, έβαλα τα κλάματα. Και δεν ντρέπομαι να το πω!
Θέλεις γιατί ήμουν χαρούμενος; Θέλεις γιατί ξέσπασα; Δεν μπορώ να πω με ακρίβεια.
Από τη μία, χαιρόμουν, γιατί, μετά από τόσο κόπο, σωματικό πόνο,δυσκολίες και “λάσπη”, έφτασα να υπογράφω συμβόλαιο στον Παναθηναϊκό. Και, από την άλλη, σκεφτόμουν ότι είχα αφήσει πίσω μου μια ομάδα, για την οποία είχα ανάμεικτα συναισθήματα.
Μπορεί στον Πανιώνιο να υπήρχαν άνθρωποι, οι οποίοι τότε λειτούργησαν προς ίδιον όφελος, οδηγώντας μ’ αυτόν τον τρόπο σε διάλυση έναν σύλλογο που χαρακτηρίζεται από τον ρομαντισμό του, αλλά υπήρχαν και άνθρωποι που τον αγαπούσαν και τον αγαπούν αληθινά. Το γεγονός ότι δεν είχα αναφερθεί σε πολύ συγκεκριμένα γεγονότα που συνέβησαν εκείνο το διάστημα, δεν αφορούσε στον φόβο μου για κάτι. Ήθελα να τα αφήσω όλα πίσω μου και να κοιτάξω μπροστά. Δεν χρειαζόταν, άλλωστε, να αναμοχλεύω συνεχώς το παρελθόν. Εξάλλου, όταν πήγα στον Παναθηναϊκό, ήμουν αποφασισμένος να ανοίξω ένα νέο κεφάλαιο και να αξιοποιήσω μια νέα ευκαιρία που μου δινόταν, να αγωνιστώ ξανά σ΄ έναν μεγάλο σύλλογο.
Θεωρώ, μάλιστα, ότι εκείνη η περίοδος ήταν η καλύτερη της ζωής μου. Αφενός, γιατί ευχαριστήθηκα κάθε στιγμή με την ομάδα, και, αφετέρου, γιατί εκείνη την χρονιά ήμουν στο τελευταίο έτος της φοίτησής μου στην Ιατρική και πήρα το πτυχίο μου.
Κάποιες φορές, μετά τα παιχνίδια πήγαινα αμέσως στο νοσοκομείο, όπου ήμουν εφημερία. Ορισμένοι με αναγνώριζαν και απορούσαν. «Τι κάνεις εσύ εδώ; Άλλαξες δουλειά;», ρωτούσαν. Πού να ‘ξεραν…
Το περίεργο στην υπόθεση είναι ότι, όσο δύσκολος ήταν εκείνα τα χρόνια ο συνδυασμός της Ιατρικής με το μπάσκετ, πάντα έβρισκα τον τρόπο να κρατάω την ισορροπία.
Τις κακές μέρες στην Ιατρική, όταν δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τα εργαστήρια, σκεφτόμουν τις επιτυχίες στο μπάσκετ και, τις κακές μέρες στο μπάσκετ, “έπεφτα με τα μούτρα” στο διάβασμα για να φύγει η… πίκρα.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, πορεύτηκα μέχρι και την στιγμή που ολοκλήρωσα τις σπουδές μου.
Όταν πήρα το πτυχίο μου και αφού έκλεισε ο κύκλος της συνεργασίας μου με τον Παναθηναϊκό, σκεπτόμενος το επόμενο βήμα της καριέρας μου, ήθελα να πάω σε μια ομάδα, στην οποία θα είχα ηγετικό ρόλο.
Αποφάσισα να πάω στον Άρη. Εκ των υστέρων, όμως, και βάσει των γεγονότων που συνέβησαν, αποδείχθηκε ότι η επιλογή μου δεν ήταν καλή.
Εκτός από το γεγονός ότι δεν είχα μεγάλο χρόνο συμμετοχής, κυρίως για εξωαγωνιστικούς λόγους, γενικά υπήρχε και μια μουρμούρα. Κατά διαστήματα, έφταναν στα αφτιά μου διάφοροι από τους “ψιθύρους” που ακούγονταν. Δεν τους έκανα ως παίκτης, δεν έχω καλό σουτ, δεν ήμουν έτοιμος σωματικά… Τέτοια πράγματα. Για τον βαθμό ετοιμότητας, όντως υπήρχε κάποια βάση.
Τις πρώτες εβδομάδες, όταν πήγα στην ομάδα, δεν ήμουν έτοιμος, γιατί έκανα μόνος μου προπονήσεις. Ωστόσο, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, απέκτησα καλή φυσική και αγωνιστική κατάσταση και θεωρούσα ότι ήμουν έτοιμος να βοηθήσω. Παρ’ όλα αυτά, δεν έπαιρνα μεγάλο χρόνο συμμετοχής. Ακόμα κι όταν τραυματίστηκε ο Λευτέρης (Μποχωρίδης), με τον οποίον παίζαμε στην ίδια θέση.
Σε μια κουβέντα που έκανα με τον κόουτς Μαρκόπουλο, τον οποίο εκτιμώ και θεωρώ έναν από τους καλύτερους προπονητές και ανθρώπους στον χώρο του μπάσκετ, μου εξήγησε ορισμένα πράγματα, τα οποία εν μέρει με κάλυψαν. Και λέω εν μέρει, γιατί, όταν ένας παίκτης νιώθει πως αδικείται, ποτέ δεν είναι καλυμμένος. Τότε, του είπα ευθέως πως δεν περνούσα καλά.
«Ήρθα στη Θεσσαλονίκη, γιατί ήθελα να παίξω. Θα μπορούσα να μείνω στην Αθήνα, κοντά στην οικογένειά μου, να κάνω το Μεταπτυχιακό μου και την πρακτική μου στην Ιατρική. Δεν το έκανα, όμως. Αν αυτό συνέβαινε στον γιο σου, τι θα τον συμβούλευες να κάνει;», τον ρώτησα και ζήτησα να φύγω.
Ο ίδιος, όπως και η διοίκηση, αρνήθηκαν το αίτημά μου, υποστηρίζοντας ότι θα βρίσκαμε τον τρόπο, ώστε να συνυπάρξουμε. Για μένα, όμως, είχε τελειώσει. Για ποιον λόγο να έμενα σε μια ομάδα, στην οποία δεν θα αγωνιζόμουν; Ήμουν σίγουρος πως δεν υπήρχε περίπτωση να… προχωρούσε. Και, έτσι, έφυγα, χαρίζοντας (κι εκεί) το συμβόλαιό μου.
Να σας πω τι μου έχει κάνει την μεγαλύτερη εντύπωση από αυτήν την υπόθεση; Το γεγονός ότι στα κρίσιμα παιχνίδια ο κόουτς μού έδειχνε εμπιστοσύνη. Τι να πω; Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι συνέβαινε. Δεν μου ‘δωσε η ομάδα την ευκαιρία; Δεν την πήρα εγώ; Δεν γνωρίζω. Η αλήθεια, μάλλον, βρίσκεται κάπου στη μέση.
Το μόνο σίγουρο ήταν ότι ούτε εγώ έδωσα στην ομάδα αυτά που ήθελα, ούτε εκείνη πήρε από μένα αυτά που μπορούσε. Για ποιον λόγο; Δεν γνωρίζω. Κι αυτό είναι το χειρότερο. Όταν δεν σου δίνουν μία ξεκάθαρη απάντηση, πάντα θα αναρωτιέσαι «τι συνέβη»;
Όπως και να είχαν τα πράγματα, για μένα ήταν τεράστια τιμή να φορέσω τη φανέλα του συλλόγου, στον οποίον αγωνίστηκαν δύο από τους σπουδαιότερους παίκτες του ελληνικού μπάσκετ, ο Νίκος Γκάλης και ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Κι ασχέτως της πικρίας που νιώθω, πάντα θα σέβομαι τον Άρη! Κάτι που απέδειξα έναν μήνα μετά την αποχώρησή μου, όταν -ως παίκτης του Ιωνικού Νικαίας πια- δεν πανηγύρισα τη νίκη που πετύχαμε.
Οφείλω να ομολογήσω, όμως, ότι μετά από εκείνο το παιχνίδι έκανα ένα λάθος.
Ένα repost στα social media μιας ανάρτησης, στην οποία δεν είχα παρατηρήσει πως είχε γραφτεί από κάποιον ένα κακό σχόλιο για τον Άρη. Είχα παραδεχθεί και τότε το λάθος μου.
Όταν κάνουμε λάθος πρέπει να το λέμε. Το οφείλουμε πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μας. Έχω ξενυχτήσει πολλές φορές, σκεπτόμενος τι δεν έχω κάνει σωστά. Ως παίκτης και, κυρίως, ως άνθρωπος. Θεωρώ πως όλοι έχουμε τον εγωισμό μας και σχεδόν ποτέ δεν βλέπουμε αντικειμενικά. Ένα γεγονός, όμως, έχει δύο όψεις. Οφείλουμε, λοιπόν, να βλέπουμε και τις δύο. Να εντοπίζουμε πού έχουμε κάνει λάθος και, όταν το βρούμε, να ζητάμε συγγνώμη. Κάποιοι τη δέχονται. Κάποιοι άλλοι όχι…
Είχα την τύχη και την ευτυχία να ζήσω και να μεγαλώσω σε μια οικογένεια, όπου, κυρίως, ο πατέρας μου αλλά και η μάνα μας, μας έλεγαν να είμαστε πρώτα εμείς σωστοί. Να βελτιωνόμαστε καθημερινά ως άνθρωποι και, μετά, να κοιτάμε τι κάνουν οι άλλοι. Μας έβαζαν να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Ακόμα και σήμερα το κάνουν. Μέσα από αυτό, έμαθα να σέβομαι τον συνάνθρωπο και τις αξίες του.
Όταν ήμουν στον Πανιώνιο, μου “χρέωσαν” πράγματα, τα οποία ουδέποτε έκανα. Μεταξύ αυτών, και ένα περιστατικό, στο οποίο φερόμουν ότι έκανα μπούλινγκ στον Γιώργο Καμπερίδη, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, πάει πάρα πολύ καλά και είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί είναι εξαιρετικό παιδί και χαμηλών τόνων. Ποτέ δεν έκανα κάτι τέτοιο. Και, ευτυχώς, η ζωή τα έφερε έτσι, ώστε κάποια στιγμή ο Γιώργος αναφέρθηκε σε μια συνέντευξή του σε μένα, μιλώντας με πολύ καλά λόγια. Τόσο για τον χαρακτήρα μου, όσο και για την αγωνιστική μου ταυτότητα.
Αυτό, ήταν η απόδειξη πως, όση “λάσπη” και να πέσει πάνω σ’ έναν άνθρωπο, στο τέλος θα βγει η αλήθεια.
Και εμένα μου αρκούσε…
Δεν χρειάστηκε να κάνω ή να πω οτιδήποτε άλλο…
Τώρα πια, δεν υπάρχει και κανένας λόγος…
Ο Βαγγέλης Σακελλαρίου είναι επαγγελματίας καλαθοσφαιριστής, απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής Αθηνών.
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
* Η φωτογράφιση έγινε στο κατάστημα επίπλων Τηνιακός, στο Χαλάνδρι.
Βλάντο Γιάνκοβιτς: Πόνος με χαμόγελο / Ζήσης Σαρικόπουλος: Σεβασμός
Χάρης Γιαννόπουλος: «Μίλα, εκφράσου!»: Σκέψεις ενός 30χρονου μπασκετμπολίστα
Παντελής Νικολάου: Οι Χήρες των Σ.Κ.
Στέλλα Φουράκη: Η Δύναμη της Θέλησης / Γιώργος Νταβιώτης: Και μπάλα και Πολυτεχνείο…
Δημήτρης Καρούσος: Ένας τερματοφύλακας στοχεύει στ’ άστρα
Γιώργος Παυλίδης: «Δύο καριέρες, μία ζωή» / Λεωνίδας Μπουμπάρης: «Όχι Σωτήρας»
Ανδρέας Κουτσούρης: «Πέρα Από Τα Όρια» / Κώστας Χαρίσης: «Η άλλη ζωή»