Είναι Αύγουστος 2005, όταν καλούμαι για ένα φιλικό παιχνίδι με το Βέλγιο. Αυτή είναι η αρχή.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά πάντα είμαι μέλος της ομάδας, σε όλες τις κλήσεις και τις αποστολές. Αυτό το κατέκτησα.
Ωστόσο, αν και εισπράττω την εκτίμηση του Ρεχάγκελ προς εμένα, ποτέ δεν νιώθω ότι είμαι στις πρώτες επιλογές του. Έρχομαι πάντα από πίσω, ως αουτσάιντερ. Ως εφεδρεία. Δεν το λέω με παράπονο, έπαιρνα όμως ευκαιρίες πάντα, όταν είχαμε απουσίες ή ελλείψεις.
Το Euro του 2008 είναι η πρώτη μου μεγάλη διοργάνωση. Παίζω μόνο στο τελευταίο παιχνίδι, στο 2-1 με την Ισπανία, έτσι κι αλλιώς αδιάφορο ματς. Ωστόσο, το να είσαι στην προετοιμασία, να ζεις τη διαδικασία και την ατμόσφαιρα μιας τέτοιας ποδοσφαιρικής γιορτής είναι ένα πολύ όμορφο συναίσθημα.
Ο Ότο Ρεχάγκελ ήταν ένας προπονητής που δούλευε πολύ με το βασικό κορμό της ομάδας. Αν κατάφερνες και έμπαινες σ’ αυτό τον κορμό, ήταν πολύ δύσκολο να βγεις.
Στήριζε πάντα τους ποδοσφαιριστές του και τους έδειχνε εμπιστοσύνη, ακόμα κι αν ήταν σε κακά φεγγάρια. Και σε αυτό του βγάζω το καπέλο.
Επί των ημερών του, ήταν δύσκολο να περάσεις το κατώφλι της Εθνικής, γι’ αυτό ίσως κι εγώ άργησα να κληθώ για πρώτη φορά. Πίστευε στο ατομικό ταλέντο των παικτών του, στηριζόταν σ’ αυτό, δεν δούλευε πολύ στην τακτική, γι’ αυτό και οι προπονήσεις ήταν περισσότερο ρουτίνας και όχι βελτίωσης.
Έχτισε όμως μια ομάδα με γερά θεμέλια και σκληρό μέταλλο. Όσο δύσκολο ήταν να κληθείς άλλο τόσο ήταν και να κερδίσεις μια θέση στην 11άδα. Εγώ το αποδέχθηκα όλο αυτό με ρεαλισμό και, παρότι έδινα πάντα τον καλύτερό μου εαυτό για να με εμπιστευτεί απόλυτα, ποτέ δεν κράτησα καμίας μορφής κακία, γιατί καταλάβαινα πώς σκεφτόταν.
Στις συζητήσεις μας αλλά και τις ομιλίες του δεν θα σου μιλούσε μόνο για ποδόσφαιρο αλλά γενικά για τη ζωή. Σε κέρδιζε μ’ αυτό. Πολλές φορές τις προκλήσεις που είχαμε μπροστά μας ως ομάδα τις παρομοίαζε με προκλήσεις που συναντάμε στη ζωή μας έξω από το γήπεδο. Γι’ αυτό και ως παίκτης ταυτιζόσουν με τα λεγόμενά του.
Παρότι λοιπόν δεν κέρδισα ποτέ το 100% της εμπιστοσύνης του, μόνο θετικό πρόσημο μπορώ να βάλω στη συνεργασία μας, αν και υπήρχαν στιγμές που πραγματικά ήθελα να σπάσω όλο το δωμάτιο από τα νεύρα μου! Θυμάμαι χαρακτηριστικά να είμαι στην αποστολή τον Ιούνιο του 2007, καλοκαίρι, 15 μέρες στην Κρήτη, χάνοντας μέρες από την ξεκούρασή μου ανάμεσα σε δύο πολύ απαιτητικές σεζόν. Έμεινα και στα δύο παιχνίδια εκτός 18άδας, δεν ήμουν καν στον πάγκο αλλά στην εξέδρα!
Στο άκουσμα της έλευσης του Φερνάντο Σάντος, είμαι χαρούμενος. Παρότι δεν έχω καμία επαφή μαζί του νωρίτερα, ξέρω ότι με εκτιμά ως ποδοσφαιριστή και ότι με ήθελε στον ΠΑΟΚ, στον οποίον εγώ επιστρέφω εκείνο το καλοκαίρι. Εκείνος όμως έχει αποχωρήσει λίγο καιρό πριν. Τελικά η μοίρα το φέρνει έτσι ώστε να συνεργαστούμε στην Εθνική ομάδα. Είμαι λοιπόν χαρούμενος.
Αυτό που ήξερα για εκείνον από τη θητεία του στον ΠΑΟΚ, αυτό που μάθαινα από όλους στην ομάδα, είναι ότι επρόκειτο για έναν… “μπαμπούλα”. Ότι ήταν ένας άνθρωπος απλησίαστος, ο οποίος έχει επιβάλει απόλυτη πειθαρχία και έχει κερδίσει τον σεβασμό όλων, σε σημείο φόβου. Πολύ οργανωτικός και επαγγελματίας.
Μετά από τη συνεργασία μας στην Εθνική, θα συμφωνήσω σε όλα όσα μου είχαν πει, εκτός από το «μπαμπούλας» και «απλησίαστος». Ήταν ένας άνθρωπος που κατέκτησε ό,τι κατέκτησε με την αξία του και την εργατικότητά του, ένας άνθρωπος που μπορούσες να συζητήσεις μαζί του κάθε προβληματισμό σου εντός και εκτός γηπέδου. Κι ένας άνθρωπος με ξεχωριστή αίσθηση του χιούμορ.
Βέβαια, η εικόνα που έχω είναι μόνο από την Εθνική ομάδα, εκεί όπου είχε να κάνει με 100% επαγγελματίες και φτασμένους ποδοσφαιριστές, γιατί, κακά τα ψέματα, άλλο ο σύλλογος και άλλο η Εθνική. Σε μια ομάδα έχεις κάποιους νεαρούς παίκτες, άλλους που είναι εξελίξιμοι και με φιλοδοξίες, τους πιο έμπειρους, τους βετεράνους. Είναι ένα διαφορετικό μείγμα προσωπικοτήτων απ’ ό,τι στην Εθνική. Και φυσικά άλλο η καθημερινή τριβή κι άλλο να βρισκόμαστε 10 μέρες κάθε δυο-τρεις μήνες.
Πάντως, η ελευθερία που είχαμε στο ξενοδοχείο και τις αποστολές με τον Ρεχάγκελ ήταν μεγαλύτερη απ ό,τι με τον Σάντος. Με τον Γερμανό μπορούσαμε καθημερινά να βγαίνουμε για μια μικρή βόλτα κοντά στο ξενοδοχείο, όσο ήμασταν στην Αθήνα. Με τον Πορτογάλο ούτε κατά διάνοια, μπορεί να μέναμε και τρεις και τέσσερεις μέρες σερί μέσα, χωρίς ελεύθερες ώρες.
Προπονητικά, δουλεύαμε και σε τακτικά κομμάτια και σε συνδυασμούς και ναι μεν δεν μπαίνεις σε ένα παιχνίδι και να πεις «θα κάνω αυτό ή εκείνο», αλλά βλέπεις στην πορεία του ματς να σου βγαίνει αυτόματα.
Τα προκριματικά του Euro Σεπτέμβριο του 2011 αρχίζουν με δύο σερί ισοπαλίες. Με τη Γεωργία εντός έδρας και με την Κροατία εκτός. Αλλά η κατάσταση για την ομάδα γυρίζει πολύ γρήγορα. Σε προσωπικό επίπεδο, νιώθω την εμπιστοσύνη του προπονητή στο πρόσωπό μου, με χρησιμοποιεί στα περισσότερα ματς ως βασικό και αυτό μου δίνει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Φτάνει η ώρα της τελικής φάσης του Ευρωπαϊκού, καλοκαίρι 2012. Θα παίξουμε με την Πολωνία στο εναρκτήριο παιχνίδι της διοργάνωσης, σε ένα καταπληκτικό γήπεδο, στο οποίο μπήκαμε την παραμονή για προπόνηση και πραγματικά νιώσαμε δέος και θαυμασμό.
Λίγες μέρες πριν ωστόσο, μέσα από τις προπονήσεις αλλά και την τελική πρόβα ενόψει της πρεμιέρας, καταλαβαίνω ότι ο Σάντος δεν με έχει στα πλάνα της 11άδας. Νιώθω περίεργα, λίγο απογοητευμένος που δεν θα παίξω, γιατί σε όλη την προκριματική φάση είμαι σχεδόν πάντα βασικός.
Αυτό που σκέφτομαι αμέσως είναι ότι αυτό το συναίσθημα το έχω βιώσει αρκετές στιγμές στη μέχρι τότε καριέρα μου στην Εθνική και άρα μπορώ να το διαχειριστώ.
Θα καταφέρω και πάλι να είμαι έτοιμος πνευματικά, ώστε να μπω ανά πάσα στιγμή, όποτε μου το ζητήσει ο προπονητής.
Ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
CHECK IT OUT: Δημήτρης Σαλπιγγίδης: Όλα όσα ονειρεύτηκα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιάννης Τοπαλίδης: Εγώ και ο Ότο