Γέννημα-θρέμμα παιδί της Θεσσαλονίκης, σε μια εποχή που δεν υπάρχει πληθώρα επιλογών για έναν πιτσιρικά που θέλει να παίξει ποδόσφαιρο, οι γονείς μου με γράφουν αρχικά σε ηλικία 10 ετών στην ακαδημία του Ζαχαρία Ζάχου.
Στα 12 μου συνεχίζω στον Αστέρα Αμπελοκήπων και στα 14 μου εντάσσομαι στην ακαδημία ποδοσφαίρου του Γιώργου Κούδα.
Κλείνοντας τα 16 μου χρόνια, το καλοκαίρι του 1997, μέλος της μικτής Θεσσαλονίκης πια και στον προθάλαμο της Εθνικής Παίδων, έρχεται η στιγμή να κάνω το επόμενο βήμα.
Ο Ηρακλής μού προτείνει ημιεπαγγελματικό συμβόλαιο και θέση στην ανδρική ομάδα, αλλά νομίζω είναι νομοτελειακό να καταλήξω στον ΠΑΟΚ. Ακόμα κι αν πρέπει να ξεκινήσω σχεδόν από την αρχή, από τους ερασιτέχνες.
Ήμουν και είμαι ΠΑΟΚ από μικρό παιδί. Δεν το έκρυψα ποτέ. Κι αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, πάλι το ίδιο θα επέλεγα. Όταν είσαι παιδί, έχεις όνειρα και φιλοδοξίες. Βλέπεις τα πάντα πιο ρομαντικά.
Πώς μπορείς να πεις όχι στην ομάδα που αγαπάς, όταν σε θέλει;
Δρόμος στρωμένος με αγκάθια
Είμαι 18 ετών, όταν τον ΠΑΟΚ αναλαμβάνει ο Άρι Χάαν. Είναι μια εποχή πολύ διαφορετική από τη σημερινή, οι ομάδες έχουν άλλη νοοτροπία εκείνα τα χρόνια, δεν δίνουν τόση σημασία όσο σήμερα στα νέα παιδιά.
Δεν δείχνουν την ίδια εμπιστοσύνη, όπως ευτυχώς συμβαίνει τώρα, σε ένα ταλέντο.
Γι’ αυτό και λίγους μήνες πριν, ψάχνοντας διέξοδο, έχω πάει να δοκιμαστώ μαζί με άλλα δυο-τρία παιδιά στην Ιταλία, στην Έμπολι.
Το συμβόλαιο που είχα με τους ερασιτέχνες του ΠΑΟΚ φτάνει στο τέλος του και το καλοκαίρι του 1999 υπογράφω ημιεπαγγελματικό για τον επόμενο ενάμιση χρόνο. Μαζί με τον Γιώργο Φωτάκη, ο οποίος ήρθε κι αυτός με ημιεπαγγελματικό από την Καλαμάτα, είμαστε οι πιο μικροί σε ηλικία. Ξέρουμε και οι δύο όμως ότι δεν μας εμπιστεύονται, απλώς συμπληρώνουμε το ρόστερ.
Παρόλ’ αυτά, στις 30 Σεπτεμβρίου 1999 σε ένα ευρωπαϊκό παιχνίδι με τη Λοκομοτίβ κάνω την πρώτη μου εμφάνιση και μάλιστα βάζω και το πρώτο μου γκολ. Μπορεί να είναι ένα ματς άνευ σημασίας, παντελώς αδιάφορο, αλλά για μένα είναι μια πολύ σημαντική στιγμή. Θυμάμαι ακόμη και τώρα τη δίψα που είχα, το πώς κυνηγούσα κάθε φάση, όση ώρα έπαιξα.
Κάπου στον Νοέμβριο ο Χάαν φεύγει και ανακοινώνεται ο Μπάγεβιτς, ο οποίος όμως θα αναλάβει από Γενάρη. Σε εμένα και τον Φωτάκη λένε ότι πρέπει να φύγουμε. Εμείς απαντάμε ότι θέλουμε πρώτα να μας δει ο νέος προπονητής και να φύγουμε, αν δεν τον ικανοποιήσουμε. Η διοίκηση επιμένει ότι είναι ειλημμένη απόφαση και έχει να κάνει με τη φιλοσοφία της ομάδας.
Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση εκείνα τα χρόνια, ούτε ο Χάαν, ούτε ο Μπάγεβιτς, ούτε κανένας άλλος, να ασχοληθούν με ένα 18χρονο παιδί.
Κάνοντας το… αγροτικό μου
Ο ΠΑΟΚ έχει στενές σχέσεις με τη Λάρισα και μας στέλνουν εκεί ως δανεικούς. Πήγαμε με το τρένο και, φτάνοντας, μας ενημερώνουν ότι δεν θα υπογράψουμε, αλλά θα δοκιμαστούμε. Εγώ μένω, ο Γιώργος (Φωτάκης) πάει τελικά στην Καλλιθέα. Σε αυτό το εξάμηνο μέχρι το τέλος της σεζόν παίζω μόνο σε επτά ματς. Το καλοκαίρι γυρίζω στον ΠΑΟΚ.
Ο Μπάγεβιτς ανακοινώνει την αποστολή που θα αναχωρήσει για προετοιμασία στο εξωτερικό. Πάλι είμαι προς παραχώρηση, να πάω κάπου δανεικός. Ο ΠΑΟΚ θέλει να με δώσει στον Κιλκισιακό που παίζει στη Γ’ Εθνική.
Εγώ πάλι θέλω να παίξω κάπου ψηλότερα. Αυτό φέρνει ένταση στη σχέση μου με τον ΠΑΟΚ. Μου στέλνουν τελεσίγραφο πως, αν δεν δεχθώ ό,τι μου λένε, θα μου ανανεώσουν μονομερώς το συμβόλαιο για τρία χρόνια με τον βασικό μισθό και θα με δίνουν κάθε χρόνο δανεικό από δω κι από κει.
Τους αντιπροτείνω, αν μη τι άλλο, να περιμένω την επιστροφή της ομάδας από την προετοιμασία και να κάνω προπόνηση μαζί της, μέχρι να βρω κάπου να πάω για να παίξω. Η κατάληξη είναι να προπονούμαι μόνος μου, σε διαφορετική ώρα, συνήθως νωρίτερα από την υπόλοιπη ομάδα. Δεν με αφήνουν να έχω την παραμικρή επαφή με τους συμπαίκτες μου.
Κάπως έτσι περνάει ένα τρίμηνο, φτάνουμε στον Οκτώβριο, οι αντοχές μου έχουν εξασθενήσει, η ψυχολογία μου είναι κάτω από το μηδέν. Μου λένε να πάω να παίξω στο τοπικό Θεσσαλονίκης. Συμβουλεύομαι δικηγόρο για να κάνω προσφυγή ώστε να πάρω την ελευθέρας μου και να συνεχίσω αλλού.
Αυτή η κίνηση αλλάζει κάπως τα δεδομένα, καθώς επιστρέφω και κάνω πλέον προπόνηση με την υπόλοιπη ομάδα. Ωστόσο ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει κάτι, είμαι ο 23ος, 24ος του ρόστερ, το οποίο απλώς συμπληρώνω.
Όταν έρχεται η ώρα για το εσωτερικό διπλό, πάντα πηγαίνω στο διπλανό γήπεδο για σουτάκια στον τρίτο τερματοφύλακα. Με φωνάζουν, μόνο αν υπάρχει τραυματισμός ή απουσία, για να συμπληρώσω κάποια από τις δύο 11άδες, παίζοντας πάντα δεξί μπακ!
Είμαι τόσο απογοητευμένος που δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν. Λέω στον πατέρα μου να πάει εκείνος να μιλήσει, μήπως και τον ακούσουν και με δώσουν κάπου. Και πραγματικά, το δεύτερο εξάμηνο εκείνης της χρονιάς πηγαίνω στην Καβάλα.
Αρπάζοντας την ευκαιρία
Η Καβάλα παίζει στη Β’ Εθνική, έχει αρχίσει με φιλοδοξίες τη σεζόν, αλλά τελικά έχουν φύγει πολλοί παίκτες τον Γενάρη. Παίζω σε 15 ματς, βάζω πέντε γκολ, όμως η ομάδα υποβιβάζεται. Ωστόσο εγώ νιώθω και πάλι μετά από καιρό κανονικός ποδοσφαιριστής. Καλούμαι μάλιστα και στην Εθνική Ελπίδων, αν και μικρότερος σε ηλικία.
Επιστρέφοντας από τις διακοπές, ξέρω ήδη το σενάριο. θα φύγω και πάλι δανεικός. Ο Πανσερραϊκός έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον, παίζει στη Β’ Εθνική, με θέλει και η Καβάλα που όμως είναι πια στη Γ’. Μιλάω και με τις δύο ομάδες, προτιμώ όμως το σίγουρο και ασφαλές περιβάλλον της Καβάλας.
Είναι μια τρομερή σεζόν για μένα. Μια ομάδα με νέα παιδιά που κάνει εξαιρετική πορεία, με βοηθάει στο να αναδειχθώ πρώτος σκόρερ της κατηγορίας.
Συνολικά, είναι μια από τις πιο σημαντικές και ωραίες σεζόν στην καριέρα μου και στο τέλος έρχεται και η άνοδος στη Β’ κατηγορία.
Η ώρα της επιστροφής
Μετά από αυτή τη χρονιά κι έχοντας πια δώσει -επιτέλους- τα διαπιστευτήρια μου, γυρίζω στον ΠΑΟΚ το καλοκαίρι του 2002. Η αντιμετώπιση που έχω είναι διαφορετική πια. Νιώθω ότι με υπολογίζουν. Προπονητής ο Άγγελος Αναστασιάδης. Με ξέρει από μικρό παιδί, από όταν έπαιζα στους ερασιτέχνες του ΠΑΟΚ ακόμη, μου είχε προτείνει μάλιστα να πάω δανεικός στον Ποσειδώνα Μηχανιώνας που έπαιζε τότε στη Γ’ Εθνική, αλλά δεν ήταν εφικτό, καθώς ακόμη ήμουν μαθητής.
Τέλη Αυγούστου, κάνω και το ντεμπούτο μου στην Α’ κατηγορία. Είναι ένα παιχνίδι εναντίον του Παναθηναϊκού, στο οποίο μπαίνω αλλαγή. Ο Αναστασιάδης παίζει πάντα με δύο επιθετικούς, έχοντας πολύ καλό υλικό. Γιασεμάκης, Οκκάς, Φρούσος κι εγώ.
Και μπορεί ο χρόνος που μου αναλογεί να μην είναι και πολύ μεγάλος σε απόλυτους αριθμούς, εγώ όμως είμαι ικανοποιημένος σε σχέση με ό,τι πέρασα τα προηγούμενα χρόνια και την ποιότητα των συμπαικτών μου. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι είμαι -επιτέλους- στην ομάδα που αγαπώ.
Η καθιέρωση
Η επόμενη σεζόν είναι πάλι με Αναστασιάδη. Είμαι πλέον βασικός μετά την αποχώρηση σημαντικών παικτών. Είναι μια ευκαιρία που είμαι αποφασισμένος να αρπάξω. Είμαι πρώτος σκόρερ της ομάδας και ψηφίζομαι αρχηγός. Δεν είναι πλέον όνειρο. Ζω το όνειρο, μπαίνοντας στο τελευταίο εξάμηνο του συμβολαίου μου, το οποίο λήγει τέλος Δεκεμβρίου.
Πλησιάζοντας τον Δεκέμβριο του 2003, είναι η πρώτη φορά που ο Παναθηναϊκός με προσεγγίζει και εκδηλώνει ενδιαφέρον για την απόκτησή μου. Είναι κάτι που δεν ξέρει και δεν μαθαίνει κανείς! Η προσφορά είναι για τριετές συμβόλαιο αλλά με πολλά περισσότερα χρήματα. Ωστόσο εγώ δεν θέλω να μπω σε τέτοια διαδικασία, θέλω για συναισθηματικούς λόγους να συνεχίσω στον ΠΑΟΚ. Μέσα σε ένα δίωρο τελειώνουν όλα. Υπογράφω με ποσό που φτάνει τα 2/3 της προσφοράς του Παναθηναϊκού, μόλις έναν μήνα πριν μείνω ελεύθερος!
Ο ΠΑΟΚ είναι μια ομάδα στην οποία όλα τα ζούμε στο όριο. Από το ένα άκρο στο άλλο. Είτε στο θετικό είτε στο αρνητικό.
Όταν υπάρχει ένα παιδί που βγαίνει από τις ακαδημίες και φτάνει να αγωνιστεί στην πρώτη ομάδα, ο κόσμος ταυτίζεται μαζί του και τον αγαπάει πολύ. Και αυτή την αγάπη την εισέπραττα από τον κόσμο καθημερινά.
Το κρίσιμο καλοκαίρι
Οι επόμενες χρονιές κυλούν με τον ίδιο τρόπο. Όμορφα. Φτάνουμε στη σεζόν 2005-2006. Έχω επεκτείνει το συμβόλαιό μου με τον ΠΑΟΚ για άλλα τέσσερα χρόνια. Τίποτα δεν προμηνύει αυτό που θα ακολουθήσει. Κάνω ίσως την καλύτερη σεζόν μου σε προσωπικό επίπεδο και αναδεικνύομαι πρώτος σκόρερ στο Πρωτάθλημα.
Όμως εξωαγωνιστικά είναι μια δύσκολη χρονιά. Πολλά πράγματα πηγαίνουν στραβά. Υπάρχουν καθυστερήσεις πληρωμών, μια γνώριμη κατάσταση ωστόσο, πάντα συνέβαιναν αυτά μέχρι να αναλάβει ο Ιβάν Σαββίδης.
Η σεζόν ολοκληρώνεται, προπονητής είναι ο Ντουμιτρέσκου και η ομάδα, ενώ πρέπει να σχεδιάσει την προετοιμασία της για την επόμενη χρονιά, βαδίζει στο άγνωστο σε όλα τα επίπεδα, οικονομικά, διοικητικά, αγωνιστικά, παντού.
Ως αρχηγός, έχω υποχρέωση να βγω μπροστά. Το είχα δηλώσει και τότε, το ξαναλέω και τώρα, το έκανα για να ταρακουνήσω την ομάδα, για να υπάρξει ενεργοποίηση από τη διοίκηση.
Θα μπορούσα να φύγω ως ελεύθερος, αλλά δεν είναι αυτό ο σκοπός μου. Θα φύγω, μόνο αν τα προβλήματα παραμείνουν άλυτα και μόνο με ανταλλάγματα για τον ΠΑΟΚ, ώστε να ανασάνει λίγο οικονομικά.
Είναι η εποχή που μια επιτροπή βετεράνων προσπαθεί να μαζέψει την κατάσταση σε διοικητικό επίπεδο. Ταυτόχρονα υπάρχει ενδιαφέρον για μένα από την Άιντραχτ Φρανκφούρτης. Η μεταγραφή χαλάει στο οικονομικό, καθώς ο ΠΑΟΚ ζητάει πολύ περισσότερα χρήματα από όσα προσφέρουν οι Γερμανοί.
Μετά από λίγες μέρες η διοίκηση θέλει με το ζόρι να με πουλήσει στην Ουκρανία, στη Μέταλουργκ Ντόνετσκ. Εγώ αρνούμαι να πάω. Εν τω μεταξύ, με την προσφυγή που έχω κάνει, εγώ παίρνω χρήματα, αλλά όλοι οι συμπαίκτες μου είναι απλήρωτοι.
Είναι ένα απίστευτο καλοκαίρι, στο μεσοδιάστημα με παίρνει τηλέφωνο και ο Ντέμης Νικολαϊδης, ο οποίος είναι Πρόεδρος στην ΑΕΚ, και εκφράζει το ενδιαφέρον του για μένα.
Είμαστε ήδη στο εξωτερικό για προετοιμασία με τον ΠΑΟΚ, σε δύσκολες συνθήκες λόγω του οικονομικού.
Ως αρχηγός, πρέπει υποχρεωτικά να πάρω θέση. Σε μια συζήτηση μεταξύ των παικτών παίρνω τον λόγο και λέω προς όλους ότι, αν αποφασίσουμε να κάνουμε απεργία, εγώ, αν και πληρωμένος, είμαι ξεκάθαρα υπέρ. Οι σχέσεις μου με τους συμπαίκτες μου ήταν πάντα ειλικρινείς, αλλά, όπως ήταν φυσικό, δεν ένιωθα ευχάριστα με τις υπάρχουσες συνθήκες.
Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο, οι παίκτες έχουμε διαμηνύσει ότι, αν δεν πληρωθούν όλοι, δεν θα κατέβουμε να παίξουμε στην πρώτη αγωνιστική του νέου Πρωταθλήματος. Η συμφωνία με τον Παναθηναϊκό ολοκληρώνεται από τις δύο ομάδες και τον εκπρόσωπό μου, χωρίς εγώ να έχω μιλήσει με κάποιον, καθώς εκείνες τις μέρες είμαι με την Εθνική ομάδα στο Μάντσεστερ.
Το νέο… “πράσινο” ξεκίνημα
Κάπως έτσι παίρνω μεταγραφή στην ομάδα που ενδιαφέρθηκε πρώτη για μένα το 2003, στην ομάδα απέναντι στην οποία έκανα ντεμπούτο με τη φανέλα του ΠΑΟΚ. Επιστρέφοντας από την Αγγλία στην Αθήνα, με περιμένει άνθρωπος του Παναθηναϊκού στο αεροδρόμιο για να με πάει κατευθείαν στα γραφεία.
Στο «Ελ. Βενιζέλος» έρχονται φίλαθλοι του ΠΑΟΚ για να με μεταπείσουν, αλλά δεν συναντηθήκαμε ποτέ. Είναι μια κίνηση που μπορώ να την ερμηνεύσω. Ήμουν από παιδί στις ακαδημίες του ΠΑΟΚ φτάνοντας ως την πρώτη ομάδα, φόρεσα το περιβραχιόνιο, είχα δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι είμαι ΠΑΟΚ. Ο κόσμος δέθηκε μαζί μου, με αγάπησε πολύ, το ίδιο κι εγώ, σχέση αμφίδρομη.
Ωστόσο, επαγγελματικά είναι πλέον αδύνατο να συνεχίσω υπό αυτές τις εργασιακές συνθήκες. Είναι μια φυσιολογική απόφαση αυτή που παίρνω, θεωρώ ότι κανένας στη θέση μου δεν θα μπορούσε να συνεχίσει. Αντιλαμβάνομαι απόλυτα την οργή του κόσμου εκείνη την περίοδο. Πολλοί άνθρωποι που με συναντούν σήμερα μου λένε «μας πίκρανες τότε, αλλά είχες και δίκιο». Τώρα πια, με την πάροδο των ετών, θεωρώ ότι η μεγάλη πλειοψηφία καταλαβαίνει.
Υπάρχουν και άλλοι βέβαια που ποτέ δεν με συγχώρησαν και ποτέ δεν πρόκειται να το κάνουν. Το αποδέχομαι κι αυτό. Ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του κρίση και είναι σεβαστή. Ήξερα ότι θα υπάρχουν αντιδράσεις, ομολογώ όμως ότι δεν περίμενα να κρατούν ακόμη. Έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια και ακόμη κάποιοι με μισούν! Και αυτό το κατανοώ σε ένα βαθμό, γιατί υπήρχε αγνή και άδολη αγάπη από όσους βγάζουν τον θυμό τους μέχρι και σήμερα.
Άλλωστε, αν η κατάσταση διοικητικά και οικονομικά στον ΠΑΟΚ δεν είχε φτάσει στο απροχώρητο, δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να φύγω. Ίσως μόνο κάποια στιγμή για ομάδα του εξωτερικού, για να ζήσω αυτή την εμπειρία ενός ξένου πρωταθλήματος. Αυτή άλλωστε ήταν και η αρχική μου επιθυμία, να πάω στο εξωτερικό, αλλά σε ομάδα δικής μου επιλογής και όχι της διοίκησης.
Στα γραφεία του Παναθηναϊκού με περιμένουν ο Σπύρος Λιβαθινός, ο Στράτος Αποστολάκης και ο μεγαλομέτοχος της ομάδας, ο Γιάννης Βαρδινογιάννης. Μαζί μου οι εκπρόσωποί μου, ο Γιάννης Ευαγγελόπουλος και ο Βαγγέλης Αγγελής.
Αυτή η μεταγραφή είναι μια τεράστια αλλαγή για μένα. Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, έπαιξα στην ομάδα που αγαπούσα και ξαφνικά βρέθηκα σε μια άλλη ομάδα, σε μια άλλη πόλη, μόνος μου πια.
Προσαρμόζομαι εύκολα όμως, γιατί το περιβάλλον στην ομάδα είναι ασφαλές και σου παρέχουν τα πάντα. Μ’ αρέσει η ήσυχη ζωή. Επιλέγω να μείνω στα βόρεια προάστια, στα Μελίσσια. Δεν νιώθω ότι μου λείπει κάτι, ωστόσο στο πίσω μέρος του μυαλού μου έχω πάντα ένα βάρος, το κλίμα και την κατάσταση που έχω αφήσει πίσω μου.
Απ’ την άλλη πλευρά, έχω ήσυχη τη συνείδησή μου, γιατί με αυτή τη μεταγραφή μπήκαν χρήματα στα ταμεία του ΠΑΟΚ και πληρώθηκαν όλοι. Ποδοσφαιριστές και υπάλληλοι. Τους χρωστούσαν μισθούς επτά μηνών. Πίστευα λοιπόν ότι κάποια στιγμή ο κόσμος θα το αξιολογήσει αυτό και θα το εκτιμήσει. Αλλά ανάμεσα στο συναίσθημα και τη λογική, οι περισσότεροι φίλαθλοι τότε με έκριναν με το πρώτο.
Η πρώτη σεζόν στον Παναθηναϊκό
Ως χαρακτήρας, ως άνθρωπος, δεν ήμουν ποτέ κλειστός ή εσωστρεφής. Το ξέρουν καλύτερα αυτό οι συμπαίκτες μου και όσοι έχω συνεργαστεί όλα αυτά τα χρόνια στο ποδόσφαιρο. Ναι, είμαι επιφυλακτικός με ανθρώπους που δεν γνωρίζω ή που έρχομαι σε επαφή για πρώτη φορά, αλλά με όσους γνωρίζω είμαι εξαιρετικά εξωστρεφής.
Στην εύκολη προσαρμογή μου στον Παναθηναϊκό βοηθάει και το γεγονός ότι κάνω άμεσα ένα πολύ επιτυχημένο ντεμπούτο. Προπονητής τότε ο Χανς Μπάκε. Ομολογώ ότι δεν περιμένω να παίξω στην πρώτη αγωνιστική κόντρα στο Αιγάλεω, γιατί είμαι πολύ λίγες μέρες στην ομάδα. Όχι μόνο αγωνίζομαι αλλά πετυχαίνω και το μοναδικό χατ τρικ της καριέρας μου! Έχω βάλει πάνω από 200 γκολ, αλλά είναι η μοναδική φορά που βάζω τρία μαζί!
Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου, Παναθηναϊκός-ΠΑΟΚ στο ΟΑΚΑ. Ο Μπάκε έχει φύγει πολύ γρήγορα, έχει έρθει προπονητής ο Βέλιτς.
Τα ματς με τον ΠΑΟΚ τα έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου από τη στιγμή που υπέγραψα, αλλά προσπαθώ όσο μπορώ να μην τα σκέφτομαι. Και δεν αναφέρομαι τόσο στο παιχνίδι του ΟΑΚΑ όσο σε εκείνο στην Τούμπα.
Η εβδομάδα κυλάει, χωρίς καμία παραπάνω κουβέντα από τον προπονητή ή τους συμπαίκτες μου. Σαν να πρόκειται για ένα οποιοδήποτε παιχνίδι. Εγώ, ναι, το σκέφτομαι, αλλά όσοι είναι γύρω μου προσπαθούν να με αποφορτίσουν και δεν κάνουν καμία αναφορά.
Η μοίρα το φέρνει έτσι ώστε όχι μόνο να παίξω αλλά και να σκοράρω. Έχουμε κερδίσει πέναλτι. Η εντολή του προπονητή για τα πέναλτι είναι πάντα ή ο Δημήτρης Παπαδόπουλος ή εγώ (με προτεραιότητα στον Δημήτρη). Του λέω «καλή επιτυχία» και μου λέει «χτύπα το εσύ». Πράγματι, το εκτελώ εγώ.
Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς κάτι στον χρόνο που μεσολαβεί. Άλλωστε, όταν παίζεις, αφήνεις τα πάντα εκτός γηπέδου. Τα συναισθήματα μόνο υποσυνείδητα μπορούν να σε επηρεάσουν. Η δουλειά μου είναι να παίζω και να σκοράρω.
Δεν πανηγυρίζω το γκολ. Ποτέ δεν πανηγύρισα τα γκολ που πέτυχα εναντίον του ΠΑΟΚ, από σεβασμό στον οργανισμό και τον κόσμο που με αγάπησε. Ο Παπαδόπουλος και ο Ίβανσιτς είναι οι πρώτοι που έρχονται κοντά μου. Ομολογώ ότι δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα από εκείνη τη στιγμή, λες και με έναν μαγικό τρόπο έχουν σβηστεί όλες οι λεπτομέρειες.
Η πιο δύσκολη στιγμή…
Η μέρα που έχω σημαδέψει στο ημερολόγιο είναι το παιχνίδι της Τούμπας, το ματς του δεύτερου γύρου. Ωστόσο, ενδιάμεσα Παναθηναϊκός και ΠΑΟΚ κληρώνονται αντιμέτωποι στο Κύπελλο. Κάτι που σημαίνει ότι σε ένα μικρό χρονικό διάστημα θα παίξουμε τρεις φορές, δύο για το Κύπελλο και μια για το Πρωτάθλημα.
Πρώτο παιχνίδι από τα τρία είναι το ένα απ’ τα δύο του Κυπέλλου, 25 Ιανουαρίου στην Τούμπα. Στη γειτονιά που είναι το πατρικό μου στη Θεσσαλονίκη, κάποιοι πετούν χαρτάκια με υβριστικά συνθήματα. Οι δικοί μου τα βλέπουν φυσικά. Εγώ είμαι στην Αθήνα και οι μέρες κυλούν σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Όλοι στον Παναθηναϊκό προσπαθούν να με αποφορτίσουν.
Ξέρω φυσικά ότι θα έχω εχθρική αντιμετώπιση και το καταλαβαίνω. Σκέφτομαι συνεχώς ότι προσπάθησα να βοηθήσω την πρώην ομάδα μου, όσο ήμουν παίκτης της, μέσα κι έξω από το γήπεδο. Σκέφτομαι επίσης ότι είμαι επαγγελματίας και πρέπει να τιμήσω την τωρινή μου ομάδα. Για πολλούς, η στάση μου αυτή θεωρείται εκδικητική προς τον ΠΑΟΚ.
Φτάνει η μέρα του αγώνα. Από το ξενοδοχείο μέχρι το γήπεδο το πούλμαν του Παναθηναϊκού πάει… “καροτσάκι” από οπαδούς του ΠΑΟΚ. Στην επιστροφή μου στη Θεσσαλονίκη ο κόσμος έβγαλε την οργή του.
Πολλοί σημερινοί μου φίλοι, άνθρωποι που δεν τους γνώριζα τότε, άλλοι που συνεργαστήκαμε στη δεύτερη θητεία μου στον ΠΑΟΚ, μου έχουν πει «φίλε, το τι άκουσες από μας, πόσο σε βρίσαμε εκείνη τη μέρα, δεν λέγεται!». Εντάξει, λογικό το βρίσκω. Είχαν γίνει πάρα πολλά.
Στο ημίχρονο του παιχνιδιού, ο προπονητής μας, ο Βίκτορ Μουνιόθ, με ρωτάει «Πώς είσαι; Πώς αισθάνεσαι;». «Καλά είμαι», του λέω. «Εντάξει, αλλά βγαίνεις αλλαγή», μου απαντάει. Είναι ίσως τα πιο δύσκολα 45 αγωνιστικά λεπτά της ζωής μου. Αβάσταχτη συναισθηματική φόρτιση και πίεση. Είναι 45 λεπτά που αγωνίζομαι, κοιτώντας μόνο το χορτάρι. Δεν γινόταν αλλιώς. Σκεφτόμουν πως, αν σηκώσω το κεφάλι μου και απλώς κοιτάξω αυτούς που είναι τόσο οργισμένοι μαζί μου, θα ήταν σαν να τους προκαλώ παραπάνω.
Και δεν ήθελα να προκαλέσω σε καμία περίπτωση. Δεν ήθελα ούτε καν να σκεφτεί κάποιος ότι προκαλώ. Ναι, το πρώτο παιχνίδι στην Τούμπα κόντρα στον ΠΑΟΚ είναι μια από τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου στα γήπεδα.
Νιώθω ότι, αν και έχω βοηθήσει τον ΠΑΟΚ με την αποχώρησή μου, κάποιοι που με αγαπούσαν υπερβολικά νιώθουν προδομένοι και οργισμένοι.
Βλέποντας το πανό με το πρόσωπό μου ζωγραφισμένο πάνω σε ένα χαρτονόμισμα των 100 ευρώ, νιώθω αδικία. Και αυτό με στενοχωρεί. Με αποκαλούν «προδότη», ενώ στην καριέρα μου ως τότε στον ΠΑΟΚ επέλεξα πολλές φορές με το συναίσθημα κι όχι με τη λογική ή τα χρήματα.
Μέσα σε 15 μέρες πρέπει να ξαναπάμε στην Τούμπα, αυτή τη φορά για το Πρωτάθλημα. Χάνουμε 2-1. Είμαι στην αποστολή, μένω εκτός 18άδας, μένω εκτός από τα πάντα, περνάω όλο το 90λεπτο στα αποδυτήρια. Θυμάμαι πολύ λίγα πράγματα από εκείνη την ημέρα, από εκείνο το παιχνίδι.
Στο τρίτο -μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα- παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ, εντός έδρας για το Κύπελλο, κερδίζουμε 3-1 στην παράταση και προκρινόμαστε. Στον ημιτελικό βγάζουμε νοκ άουτ την Ξάνθη και φτάνουμε να παίξουμε στον Τελικό με αντίπαλο τη Λάρισα στο Πανθεσσαλικό.
Εκείνες τις μέρες εγώ ταλαιπωρούμαι από ενοχλήσεις στον δικέφαλο. Κάνω αγώνα να προλάβω αυτό το παιχνίδι, αλλά δεν ξεκουράζω το πόδι μου όπως πρέπει, καθώς οι υποχρεώσεις στο Πρωτάθλημα τρέχουν και πρέπει να είμαι παρών. Τελικά δεν προλαβαίνω να είμαι έτοιμος σε ένα ματς που ηττηθήκαμε και χάσαμε το τρόπαιο. Δύο θλάσεις έπαθα όλες κι όλες στην καριέρα μου, η μια ήταν αυτή.
Αν εξαιρέσουμε αυτές τις δύσκολες 15 μέρες σε προσωπικό επίπεδο και τις αλλαγές προπονητών στην ομάδα (Μπάκε, Βέλιτς, Μουνιόθ), εγώ έχω μια αρκετά καλή πρώτη σεζόν. Βάζω 14 γκολ και είμαι τρίτος σκόρερ στο Πρωτάθλημα. Είναι πολύ σημαντικό αυτό για μένα, να αρχίσω δηλαδή καλά σε ένα νέο και ασφαλές περιβάλλον, σε μια απαιτητική ομάδα, και, ναι, πήγε καλά όλο αυτό.
Νιώθω δικαιωμένος για την επιλογή μου. Έχω δημιουργήσει φίλους και παρέες και περνάω καλά.
Η δεύτερη σεζόν
Η δεύτερη χρονιά είναι με προπονητή τον Πεσέιρο. Ο συναγωνισμός μέσα στην ομάδα για μια θέση στην 11άδα είναι μεγάλος. Πολλοί και καλοί επιθετικοί, ωστόσο ο προπονητής μού δείχνει εμπιστοσύνη.
Πάλι πολύ νωρίς, την τρίτη αγωνιστική, έρχεται το παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ στη Λεωφόρο. Βάζω το δεύτερο γκολ και πάλι φυσικά δεν το πανηγυρίζω.
Στο παιχνίδι του δεύτερου γύρου, στην Τούμπα, αυτή τη φορά παίζω. Σίγουρα τίποτα δεν είναι όπως στην πρώτη μου επίσκεψη εδώ. Πάλι έχω το βλέμμα χαμηλά, πάλι δεν θέλω να πει κάποιος ότι προκάλεσα. Σκοράρω. Πολύ δύσκολη στιγμή.
Αγαπάς μια ομάδα από παιδί και ξαφνικά είσαι persona non grata. Πολύ ανάμικτα συναισθήματα. Κυρίως νιώθω αδικία. Για ό,τι έχει συμβεί, θυμό δεν ένιωσα ποτέ για κανέναν. Αδικία όμως πολλή.
Μπορεί ως άνθρωπος να έχω κάνει πολλά λάθη, ποτέ όμως δεν χρησιμοποίησα την ομάδα για να επωφεληθώ προσωπικά.
Ακόμα και σήμερα εισπράττω κάποια αρνητικά συναισθήματα. Από ένα βλέμμα κάποιου, από ένα πικρόχολο σχόλιο κάποιου άλλου στα social media.
Σ’ αυτή τη δεύτερη σεζόν μου λοιπόν, η μοίρα το φέρνει έτσι και σκοράρω και στα δύο παιχνίδια Πρωταθλήματος με τον ΠΑΟΚ, εντός και εκτός έδρας. Πάντα προσπαθούσα ως αθλητής και ως άνθρωπος να βάζω όλο μου το “είναι” σε αυτό που κάνω. Κι όταν κάνεις αυτό που αγαπάς και επιπλέον είσαι και επαγγελματίας, πληρώνεσαι απ’ αυτό, προσπαθείς να τα βάλεις όλα στην άκρη και να πετύχεις. Στη ζωή μου είμαι άνθρωπος του “πρέπει”. Έτσι λειτουργούσα πάντα, ακόμα κι αν κάποιες καταστάσεις σαφώς με επηρέαζαν υποσυνείδητα.
Πέρα από τις αναμετρήσεις με τον ΠΑΟΚ, η σεζόν πηγαίνει πολύ καλά. Παίζουμε στη Λεωφόρο που είναι η φυσική έδρα της ομάδας, είμαστε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πρώτοι και η ομάδα πηγαίνει φουλ για τον τίτλο. Στο τέλος όμως τα γκρεμίζουμε όλα με μια σειρά αποτυχημένων αποτελεσμάτων κι έτσι χαλάει αυτή η καλή εικόνα που είχαμε χτίσει με κόπο.
Στον δρόμο της επιστροφής
Η σεζόν 2009-2010 είναι η τέταρτη και τελευταία μου στον Παναθηναϊκό. Και είναι φανταστική, παρότι υπάρχουν πολλά πράγματα στο μυαλό μου. Το συμβόλαιό μου τελειώνει, σκέφτομαι συνεχώς αν θα μείνω ή αν θα φύγω. Θέλω να γυρίσω στον ΠΑΟΚ, αλλά δεν ξέρω αν το θέλει και η άλλη πλευρά.
Στον Παναθηναϊκό είμαστε μια παρέα, οι περισσότεροι συμπαίκτες και στην Εθνική. Το κλίμα είναι εξαιρετικό, φοβερό ρόστερ, είμαστε υπερπλήρεις σε όλες τις θέσεις. Μέσα στη σεζόν προέκυψε το δίλλημα «Πρωτάθλημα ή Ευρώπη» και, ενώ ήδη έχουμε αποκλείσει τη Ρόμα σε δύο παιχνίδια αξέχαστα από όλους μας, έρχεται η Σταντάρ Λιέγης να μας αφήσει εκτός συνέχειας στη διοργάνωση.
Είναι μια χρονιά όμως απ’ την οποία μένει το Νταμπλ που κατακτούμε, με προπονητή τον Νίκο Νιόπλια. Αυτό είναι που θυμάται ο κόσμος, ακόμη και σήμερα μετά από τόσα χρόνια. Είναι μια σεζόν από την οποία έχω φανταστικές αναμνήσεις, από τις ωραιότερες στην καριέρα μου, παρότι πετυχαίνω τελικά μόνο πέντε γκολ συνολικά, τα λιγότερα σ’ αυτή την τετραετία στον Παναθηναϊκό.
Παίζω και το ευχαριστιέμαι, αν και στο μυαλό μου στριφογυρίζει συνεχώς η επιστροφή μου στον ΠΑΟΚ.
Ο Χενκ Τεν Κάτε, ο οποίος ήταν στην αρχή της σεζόν στον πάγκο, με εμπιστεύεται, παίζω στα άκρα της επίθεσης και στην κορυφή υπάρχει ένας σταρ του επιπέδου του Τζιμπρίλ Σισέ.
Ο Παναθηναϊκός μού κάνει πρόταση για ανανέωση. Κανείς δεν ξέρει τη σκέψη μου να επιστρέψω, πέρα από τον μάνατζέρ μου, ο οποίος έχει αναλάβει τις διαπραγματεύσεις. Κάποια στιγμή μου λέει «Υπάρχει ενδιαφέρον από Θεσσαλονίκη. Θέλεις να το προχωρήσω;». Η απάντησή μου είναι θετική.
Ο Τύπος και οι δημοσιογράφοι του ρεπορτάζ του Παναθηναϊκού πιέζουν με τον τρόπο τους. Με δημοσιεύματα που αφήνουν ερωτηματικά για το ότι δεν ανανεώνω, με ερωτήσεις που μου κάνουν μετά από αγώνες. Είναι πολύ εύκολο βέβαια να τα αποφύγεις όλα αυτά, απαντώντας στερεοτυπικά ότι είναι μια περίοδος που είσαι συγκεντρωμένος στην ομάδα.
Έχω κάνει πολλές συζητήσεις με τον τότε Πρόεδρο του Παναθηναϊκού, το Νίκο Πατέρα, ο οποίος θέλει να με κρατήσει. Στην τελευταία μας συνάντηση στο γραφείο του του ανακοινώνω πια την οριστική μου απόφαση να επιστρέψω στον ΠΑΟΚ. Γνωρίζω ότι αυτό θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στη σχέση μου με την ομάδα, καθώς η σεζόν δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί.
Παρόλ’ αυτά, ο Πρόεδρος με αντιμετωπίζει με πολύ τίμιο τρόπο. Ενώ θα μπορούσε να “τελειώσει” εκείνη τη στιγμή τη θητεία μου στον Παναθηναϊκό, με συμβουλεύει με έναν τρόπο που θα τον θυμάμαι για πάντα.
«Καταλαβαίνω ότι έχεις πάρει την απόφασή σου, αλλά εγώ θέλω να σου ζητήσω δύο χάρες. Η πρώτη είναι να μείνεις συγκεντρωμένος στον στόχο της ομάδας, γιατί κυνηγάμε το Νταμπλ, και η δεύτερη να μην πεις σε κανέναν απολύτως την απόφαση που έχεις πάρει, γιατί αλλιώς δεν θα μπορείς να κυκλοφορήσεις ούτε στην Αθήνα ούτε στη Θεσσαλονίκη»!
Εκτίμησα πάρα πολύ τη στάση του, γι’ αυτό και τα πράγματα έγιναν όπως τα ζήτησε.
Πέρασα πολύ όμορφα στην Αθήνα, τέσσερα χρόνια που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Κάποια στιγμή όμως νομίζω ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Άρχισα να έχω τάσεις φυγής, ήθελα να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη.
Και πάλι ΠΑΟΚ!
Η επιστροφή μου στον ΠΑΟΚ ολοκληρώνεται και ανακοινώνεται, ενώ είμαι στο Μουντιάλ στη Νότια Αφρική με την Εθνική ομάδα και μάλιστα σε μια ξεχωριστή στιγμή, αμέσως μετά το παιχνίδι-ορόσημο με τη Νιγηρία, στο οποίο σκοράρω! Είναι καλοκαίρι αλλαγών στον ΠΑΟΚ. Ο κύκλος του Φερνάντο Σάντος έχει δυστυχώς κλείσει, άσχετα αν τελικά συνεργαστήκαμε μετά στην Εθνική. Ξέρω πόσο με εκτιμά και πόσο με ήθελε, όσο ήταν στον ΠΑΟΚ.
Εμένα όμως δεν με νοιάζει καθόλου ούτε ποιος θα είναι προπονητής ούτε τίποτα, παρά μόνο να επιστρέψω και να ξαναφορέσω την ασπρόμαυρη φανέλα. Στο μυαλό μου έχω συγκεκριμένα πράγματα, να πάρω ένα Πρωτάθλημα με την αγαπημένη μου ομάδα, να αποκαταστήσω τη σχέση μου με τη μερίδα του κόσμου που με αντιμετώπιζε εχθρικά και να γυρίσω κοντά στην οικογένειά μου. Και, παρότι ο ΠΑΟΚ δεν έχει ακόμη μεγάλες οικονομικές δυνατότητες, υπάρχει κάποια σταθερότητα λόγω της παρουσίας στη διοίκηση δύο πρώην συμπαικτών μου, του Θοδωρή Ζαγοράκη και του Ζήση Βρύζα. Οι φιλοδοξίες και τα όνειρα που έχουν δίνουν και σε μένα κίνητρο και προοπτική.
Στις 16 Οκτωβρίου φτάνει η ώρα να παίξουμε με τον Παναθηναϊκό στο Ολυμπιακό Στάδιο. Δεν αντιμετωπίζω κανένα πρόβλημα, καμία δυσκολία, καθώς η σχέση μου με τους ανθρώπους αλλά και τους φιλάθλους του Παναθηναϊκού ήταν πάντα μια σχέση ειλικρίνειας και αλληλοσεβασμού.
Δεν… πούλησα ποτέ “οπαδιλίκι”, τίμησα τη φανέλα με το τριφύλλι, έδωσα τα πάντα. Συνεπώς δεν έχω κανένα ψυχολογικό βάρος σε αυτή την “κόντρα”. Ίσα-ίσα που νιώθω ότι επιστρέφω σε ένα γνώριμο περιβάλλον, όπου εισέπραξα σεβασμό και χειροκρότημα.
Όλο αυτό που ζω τώρα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το συναίσθημα που είχα στην επιστροφή μου στην Τούμπα ως αντίπαλος, αν τα βάλεις σε μια ζυγαριά. Παίζω και στα δύο ματς Πρωταθλήματος ελεύθερα και ήρεμα, ωστόσο χάσαμε τόσο εκτός όσο και εντός έδρας.
Ο απολογισμός της δεύτερης θητείας
Από τη δεύτερη σεζόν ένα ματς που θυμάμαι έντονα είναι αυτό με την Τότεναμ. Επίσης και εκείνο στο Ζάγκρεμπ, στο οποίο σκοράρω και περνάμε στην επόμενη φάση. Ένα ακόμα είναι η πρόκριση επί του Ολυμπιακού στο Κύπελλο, σε ένα παιχνίδι κεκλεισμένων των θυρών.
Μια αρνητική στιγμή που θα ήθελα να ξεχάσω είναι ο χαμένος Τελικός Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό, σε ένα ματς που έχω χάσει κλασικές ευκαιρίες, ειδικά μία που η μπάλα πάει στο δοκάρι, μετά στη γραμμή κι έξω. Μέσα σε λίγα λεπτά είμαι πάλι κοντά στο γκολ, κυνηγάω την προβολή σε μια σέντρα του Λούκας, η μπάλα αλλάζει πορεία, αλλά εγώ επιμένω και κυνηγάω τη φάση.
Μιλώντας για χαμένες ευκαιρίες στην καριέρα μου, θυμάμαι άλλη μια στην Κωνσταντινούπολη εναντίον της «Φενέρ». Ακόμη και σήμερα δεν έχω καταλάβει πώς την έχασα. Ευτυχώς προκριθήκαμε σε εκείνο το παιχνίδι, με γκολ του Μουσλίμοβιτς. Μετά παίζουμε με την ΤΣΣΚΑ στη Ρωσία, κάνω προβολή για να προλάβω την ασίστ του Βλάνταν, αλλά το χορτάρι είναι πλαστικό και, παρά την υπερπροσπάθεια που καταβάλω, δεν σκοράρω.
Οι σεζόν περνούν και φτάνουμε στο καλοκαίρι του 2015, οπότε σταματάω το ποδόσφαιρο. Μάλλον αθόρυβα και μάλλον επειδή εγώ το αφήνω να γίνει έτσι. Θεωρώ ότι εκεί, στο τέλος, δεν μου φέρθηκαν όπως θα έπρεπε…
Κάθε καλοκαίρι, σε αυτή τη δεύτερη θητεία μου στον ΠΑΟΚ, έλεγαν κι έγραφαν τα ίδια: «ο Σαλπιγγίδης φεύγει».
Εκείνο το καλοκαίρι, τον Ιούνιο του 2015, επικοινωνώ με την ομάδα και ρωτάω τι θα γίνει, ώστε να κάνω τον προγραμματισμό μου. Μου απαντούν να μη δίνω σημασία σε ό,τι λέγεται.
Παίζουμε πρώτο παιχνίδι με τη Λοκομοτίβα Ζάγκρεμπ, το οποίο τελικά έμελλε να είναι και το τελευταίο μου. Έχουν έρθει και λίγοι οργανωμένοι οπαδοί που με αποδοκιμάζουν εν χορώ. Το παιχνίδι πηγαίνει πολύ στραβά. Τελικά χάνουμε από μια ομάδα θεωρητικά κατώτερη από τη δική μας. Εγώ δεν παίζω καλά και γίνομαι αλλαγή. Με έχει πειράξει που κανείς δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να σταματήσει εκείνους που με βρίζουν.
Η αλήθεια είναι πως για ένα μεγάλο διάστημα αυτής της δεύτερης θητείας μου στον ΠΑΟΚ, όταν κατά καιρούς υπήρχε ένταση προς το πρόσωπό μου, αναζητούσα στήριξη, αλλά δεν την έβρισκα.
Κάνω μια κουβέντα, ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν είναι εύκολο να αποδώσω και να βοηθήσω. Στα επόμενα παιχνίδια είμαι στην αποστολή, αλλά δεν παίζω. Θυμάμαι ένα παιχνίδι στη Σλοβακία, στο οποίο όσοι δεν παίξαμε μείναμε στο γήπεδο για τρέξιμο και αποθεραπεία. Οι φίλαθλοι είχαν μείνει μέσα και έγιναν πάλι τα ίδια.
Οι τίτλοι τέλους
Κάνω μια κουβέντα με τον προπονητή της ομάδας, τον Ιγκόρ Τούντορ. Του λέω ότι, αν δεν με υπολογίζει, δεν έχω πρόβλημα να φύγω. Αν πάλι με θέλει, ευχαρίστως να βοηθήσω. Ακόμα κι αν έχει σκοπό να με χρησιμοποιεί λίγο, σε ειδικές καταστάσεις, πάλι δεν θα δημιουργήσω κανένα πρόβλημα. Στο τέλος με αγκαλιάζει. Θεωρώ ότι έχουμε κάνει μια ειλικρινή κουβέντα.
Μετά όμως απ’ αυτό η ομάδα κάνει τέσσερεις-πέντε μεταγραφές μαζεμένες και ο Τούντορ μού ανακοινώνει ότι θα κάνω μόνος μου προπόνηση. Λίγες μέρες μετά ζητάω ραντεβού με τον κύριο Σαββίδη και λύνω το συμβόλαιό μου. Με το χέρι στην καρδιά, από εκείνον δεν έχω κανένα παράπονο.
Ίσως φανεί παράξενο σε κάποιους, αλλά δεν μετανιώνω ούτε μια στιγμή για την επιστροφή μου στον ΠΑΟΚ, παρότι δεν πετυχαίνω τους στόχους που είχα θέσει. Ούτε τίτλο παίρνω, ούτε καταφέρνω να αποκαταστήσω τη σχέση μου με αυτή τη συγκεκριμένη μερίδα του κόσμου που με θεωρούσε προδότη.
Ωστόσο, έζησα πολύ όμορφα πράγματα και καταστάσεις. Άλλωστε, αυτή η δεύτερη θητεία μου στον ΠΑΟΚ συνδυάζεται και με τη δημιουργία της δικής μου οικογένειας. Αν δεν είχα επιστρέψει λοιπόν, για μια ζωή θα με έτρωγε το “αν”. Τι θα γινόταν αν δεν επέστρεφα, πώς θα ήταν τα πράγματα. Δεν μετανιώνω λοιπόν σε καμία περίπτωση.
Είναι πολύ σημαντικό στη ζωή, ακόμα κι αν γνωρίζουμε ότι αυτό που θα επιλέξουμε περιέχει ένα πολύ μεγάλο ρίσκο και ίσως τελικά αποδειχθεί λανθασμένο, να έχουμε τη δύναμη να το πάρουμε και στο τέλος να μπορούμε να κάνουμε την αξιολόγηση της επιλογής μας.
Αν για κάτι μετανιώνω στην καριέρα μου, αν υπάρχει ανοικτό ένα “τι θα γινόταν αν”, αυτό αφορά στο ότι ποτέ δεν δοκίμασα τις δυνάμεις μου στο εξωτερικό. Το 2012 υπάρχει ενδιαφέρον από τη Φούλαμ, όμως εγώ δεν πιέζω την κατάσταση για να φύγω. Έχουν ήδη αποχωρήσει ο Κοντρέρας και ο Βιεϊρίνια και ξέρω ότι η διοίκηση δεν θέλει περαιτέρω αποδυνάμωση του ρόστερ.
Η αποδέσμευσή μου από τον ΠΑΟΚ είναι απόφαση της ΠΑΕ. Η απόφαση να σταματήσω το ποδόσφαιρο είναι δική μου επιλογή.
Έχω δύο προτάσεις από Κύπρο, από Ομόνοια Λευκωσίας και Απόλλωνα Λεμεσού, για διετές συμβόλαιο. Έχω την επιλογή να πάω εκεί και να συνεχίσω την καριέρα μου. Πρέπει μέσα σε πέντε μέρες να αποφασίσω. Είναι πολύ δύσκολες μέρες και είναι μια πολύ δύσκολη απόφαση αυτή που πρέπει να πάρω.
Έχω ήδη πλέον τη δική μου οικογένεια. Οι αλλαγές της τελευταίας στιγμής δεν είναι εύκολες με ένα παιδί δύο ετών και ένα νεογέννητο μωρό. Από την πίεση έφτασα στο σημείο να αρρωστήσω και να πάρω αντιβίωση.
Είναι μια στιγμή αυτή, στα 34 μου χρόνια πλέον, που έχω φάει τα γήπεδα με το κουτάλι και, έχοντας δεχθεί τόση ψυχολογική πίεση, είναι λογικό να περνάει από το μυαλό μου η απόσυρση. Εκεί γίνεται η πρόταση από τον κ. Σαββίδη να μπω στις ακαδημίες του ΠΑΟΚ. Μια πρόταση πολύ τιμητική, ειδικά για μένα που προέρχομαι από τις ακαδημίες της ομάδας. Την αρνήθηκα, γιατί θεώρησα ότι, επειδή ως αθλητής δέχθηκα αλλεπάλληλα βέλη, δίκαια και άδικα, αν μείνω στο σύλλογο, αυτό θα συνεχιστεί. Και ήθελα πλέον να σταματήσω να ζω έτσι.
Κάποιος μου είχε πει κάποτε «με εσένα έχουμε πολλές απαιτήσεις και γι’ αυτό είμαστε πολύ αυστηροί». Δεν κατάλαβα ποτέ το νόημα τού να τα βάζουμε όλα αυτά σε μια τέτοιου είδους ζυγαριά. Ακόμα και ο Τύπος έγραφε από ένα σημείο και μετά ότι πρέπει να σταματήσω από την Εθνική, ώστε να μην κουράζομαι παραπάνω και να είμαι αφοσιωμένος στις υποχρεώσεις μου με τον ΠΑΟΚ.
Όχι, ακόμη δεν έχω σκοτώσει τον ποδοσφαιριστή μέσα μου. Ψάχνω μια ακόμα ευκαιρία να παίξω. Αποφασίζω να περιμένω ένα μικρό διάστημα, λίγους μήνες, να ξεκουραστώ και να το κυνηγήσω πάλι στη μεταγραφική περίοδο του Δεκεμβρίου. Σε αυτό το νεκρό διάστημα τακτοποιώ τα πάντα στο μυαλό μου, βαφτίζω τη μικρή μου κόρη και ηρεμώ.
Τον Δεκέμβριο της ίδια χρονιάς είμαι σε συζητήσεις με τον Πανιώνιο. Υποσυνείδητα θεωρώ, προβάλλω διάφορες δικαιολογίες και προβλήματα στο μυαλό μου για να αρνηθώ.
Μου είναι δύσκολο να αποδεχθώ τη μια και μόνη αλήθεια. ότι έχω πλέον αδειάσει τελείως και δεν θέλω να ξαναπαίξω ποδόσφαιρο.
Όλη αυτή η πίεση αλλά και η αδικία που έζησα και ένιωσα στη δεύτερη θητεία μου στον ΠΑΟΚ, το γεγονός ότι όλα τα προβλήματα βάραιναν εμένα, ότι ήμουν ο βασικός υπαίτιος, όποτε η ομάδα δεν πήγαινε καλά, με “άδειασαν” εντελώς από κάθε επιθυμία να ξαναπαίξω. Δεν έχω πλέον κανένα κίνητρο. Σε συνδυασμό μάλιστα με τη δημιουργία της δικής μου οικογένειας, με δύο μικρά παιδιά, τα οποία, κάθε μέρα από τη στιγμή που γεννήθηκαν μέχρι και σήμερα, με γεμίζουν και με κάνουν ευτυχισμένο, οδηγούμαι στο να αλλάξω ρότα ζωής.
Άλλωστε, αν έλεγα ότι, αποχωρώντας από την ενεργό δράση, δεν έφυγα γεμάτος και πλήρης συναισθημάτων και εμπειριών, θα ήμουν αχάριστος. Έζησα πολλά παραπάνω από όσα φανταζόμουν και ονειρευόμουν ότι μπορώ να ζήσω.
Ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
CHECK IT OUT: Δημήτρης Σαλπιγγίδης: Όλα όσα ονειρεύτηκα / Μεταξύ Ότο και Φερνάντο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σωτήρης Νίνης: Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 1ο / Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 2ο
Φάνης Γκέκας: Εθνική Υπόθεση / Τα Γκολ Της Ζωής Μου
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Απ’ το Τέρμα