Μετά την ολοκλήρωση της ποδοσφαιρικής καριέρας μου δεν απομακρύνθηκα από το ποδόσφαιρο…
Επί 10 χρόνια ήμουν στις Εθνικές ομάδες, στην θέση του εκπαιδευτή τερματοφυλάκων.
Είχαμε κάνει τότε κάποια προγράμματα για την ανακάλυψη ταλέντων απ’ όλη την Ελλάδα.
Στην κρίση όμως ατόνισε αυτό, γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα οικονομικής υποστήριξης, οπότε έφυγα από την Εθνική και συνέχισα να ασχολούμαι με τις ακαδημίες ποδοσφαίρου.
Έβγαλα και το δίπλωμα προπονητή Α’ Εθνικής πάρα πολύ νωρίς και εκείνη την περίοδο ανέλαβα για διάστημα πέντε μηνών τον Ηλυσιακό, την ομάδα που με ανέδειξε.
“Τα είδα όλα” εκεί και είπα «δεν είναι για εμένα ο προπονητικός χώρος!».
Γιατί τα πράγματα δεν εξαρτώνταν ούτε από εμένα ούτε από τους παίκτες.
Συντελούνταν και άλλα πράγματα, ώστε να μπορεί να διακρίνεται μια ομάδα, και εγώ ποτέ δεν ήθελα να μπλέξω σε τέτοια “ιστορία”.
Το παρελθόν μου δεν το ξεχνώ, κάποιες φορές ξαναβλέπω τις μεγάλες μου αποκρούσεις ή και τις εκτελέσεις πέναλτι.
Δεν είμαι άνθρωπος όμως που θα ασχοληθεί με αυτά που έγιναν στο παρελθόν, θα πω «αυτό έγινε, τώρα τι κάνω;».
Υπάρχουν αναμφισβήτητα ιδιαίτερες στιγμές και αναμνήσεις, όπως απ’ τον Τελικό Κυπέλλου ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό το 1988, όπου απέκρουσα δύο πέναλτι και εκτέλεσα ένα για τον Παναθηναϊκό. Αυτό ήταν ένα ιδιαίτερο παιχνίδι, όπως και όλα τα παιχνίδια μεταξύ των δύο ομάδων, πάντα είναι ντέρμπι, πώς να το κάνουμε; “Κρατάνε” δυνατά ακόμη, με όλα όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν.
Στην Ακαδημία που διατηρούμε με τον Ηλία Μπέριο στου Γουδή τα περισσότερα παιδιά που έρχονται έχουν ήδη δει τις μεγάλες στιγμές μου.
Παιδιά και γονείς με αποκαλούν ακόμη «Φάντομ», με το προσωνύμιό μου δηλαδή, όταν έπαιζα. Αλλά και στον δρόμο, όταν με βλέπουν, μου λένε «γειά σου, Φάντομ»… Αυτό έχει μείνει πια!
Οι πατεράδες βάζουν τα παιδιά τους να δουν στιγμιότυπα, ώστε να καταλάβουν πού πάνε. Κι αυτό είναι κάτι ωραίο εκ μέρος του γονιού, να δείξει ποιος θα είναι ο εκπαιδευτής του παιδιού του.
Από εκεί και πέρα όμως, σημασία δεν έχει πού θα προπονήσεις ένα παιδί αλλά και η συμπεριφορά και ο τρόπος με τα οποία διδάσκεις τα παιδιά. Δεν είναι τόσο απλό το θέμα.
Προφανώς και ένας γονιός μάς εμπιστεύεται ως ονόματα και φέρνει το παιδί του στην Ακαδημία, αλλά εκτός αυτού χρειάζεται και σωστή δουλειά. Και αυτό είναι κάτι που το αναγνωρίζει ο κόσμος και αποτελεί έναν βασικό λόγο για τον οποίον μας εμπιστεύονται. Έρχονται για να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα!
Εγώ δεν στάθηκα στο πόσο καλά έπαιζα. Πήγα σε σχολή στην Αγγλία και έμαθα πώς να διδάσκω, πώς να συμπεριφέρομαι ως προπονητής, ακόμα και στοιχεία που αφορούν στην εμφάνισή μου στο γήπεδο, ότι πρέπει δηλαδή να είναι ανάλογη με αυτό που είμαι. Έμαθα όλο το “πακέτο”.
Ο κάθε αθλητής που έχει παίξει ποδόσφαιρο, όταν ξεκινάει να κάνει προπόνηση σε άλλους, νομίζει ότι παίζει εκείνη την στιγμή και συμπεριφέρεται όπως (όταν) έπαιζε. Αυτό όμως δεν είναι σωστό.
Θα πρέπει να ξέρεις πότε θα σταματήσεις την άσκηση για να διορθώσεις πράγματα, με ποιον τρόπο θα το πεις, τι θα πεις για να μπορεί να πιάσει τόπο η διδασκαλία.
Στα παιδιά ποτέ δεν πρέπει να λες «είσαι πολύ καλός» ή «είσαι πού κακός».
Εμείς γνωρίζουμε αυτή την στιγμή ότι για να γίνει κάποιος τερματοφύλακας πρέπει να έχει ταλέντο, γνώση, φυσικά προσόντα και… δουλειά.
Άφησα τελευταία τη δουλειά, γιατί αυτό είναι το κλειδί της επιτυχίας.
Πολλά ταλέντα έχουν ξεκινήσει, αλλά ήταν λίγο τεμπέληδες, ήθελαν την προπόνηση σύμφωνα με τα δικά τους “θέλω” και όχι όπως έπρεπε να είναι, με αποτέλεσμα να χαθούν.
Εγώ στην εποχή μου δούλευα πάρα πολύ, έκανα πολλή ατομική προπόνηση στο γήπεδο καθώς και πολύ γυμναστήριο, ώστε να κάνω το σώμα μου όσο πιο δυνατό και ελαστικό μπορούσα.
Σε ό,τι αφορά στους σύγχρονους τερματοφύλακες, το θέμα είναι τι στόχο έχει βάλει ο καθένας.
Το σημαντικότερο από όλα είναι να γνωρίζεις τι σου λείπει, τι είναι αυτό που πρέπει να βελτιώσεις.
Δεν πρέπει ποτέ να σταματήσει να γυμνάζεται ο τερματοφύλακας. Και όχι απλώς όπως γυμνάζονται οι υπόλοιποι, οι οποίοι έχουν να δουλέψουν τη φυσική και τη μυϊκή κατάσταση. Υπάρχει και το εγκεφαλικό μέρος.
Πρέπει να γνωρίζεις πώς παίζει η ομάδα σου, να μιλάς με τον προπονητή σου σχετικά με το πώς θέλει να αγωνιστεί, ώστε να μπορέσεις κι εσύ να ξεκινήσεις μια επίθεση από πίσω, μια επίθεση από το τέρμα.
Δηλαδή η τακτική που ακολουθείται για τη θέση του τερματοφύλακα σχετίζεται άμεσα με το τι ζητά η ομάδα κάθε φορά. Δεν μπορείς να κάνεις εσύ ό,τι θέλεις.
Προσωπικά, είμαι ενεργός στην διδασκαλία και την εκμάθηση.
Δείχνω στα παιδιά, αλλά… μέχρι εκεί όπου μου επιτρέπεται πλέον. Εγώ τους δείχνω τον τρόπο, πώς θα πιάσουν την μπάλα, πώς θα δώσουν την μπάλα ή πώς θα αποκρούσουν, και εκείνα προσπαθούν να τα κάνουν.
Από εκεί και πέρα όμως, έχουμε την απαίτηση καμιά φορά το παιδί να πεταχτεί ψηλά, να κάνει μια επέμβαση ή κάτι που χρειάζεται δύναμη.
Αυτό απαιτεί άλλη διαδικασία προπόνησης. Δεν φτάνει αυτό που κάνουμε εμείς στο γήπεδο. Εμείς μαθαίνουμε την τεχνική και την τακτική που είναι τα πιο σημαντικά πράγματα.
Πρέπει όμως και το ίδιο το παιδί να γυμναστεί με κάποιον γυμναστή, προκειμένου να μπορέσει να φέρει το σώμα του σε ένα τέτοιο σημείο και να κάνει πράξη αυτά που του λέμε εμείς.
Εάν σταματήσω να γυμνάζομαι, δεν ξέρω ποια θα είναι η συμπεριφορά του σώματός μου.
Το φαντάζομαι όμως και γι’ αυτό δεν σταματάω. Αν τυχόν μυϊκά αρχίσω να “πέφτω”, θα παρουσιαστούν και αρκετά προβλήματα. Με γιατρούς και με φίλους ορθοπαιδικούς που μιλάω μου λένε «Νίκο, μη σταματήσεις».
Αλλά δεν κάνω και την υπέρβαση πια. Δεν κάνω κάτι πέρα από αυτό που μπορώ να κάνω. Πρέπει να πηγαίνεις όσο σε πάει το σώμα σου.
Αλλά θα το δω πότε θα “χτυπήσει το καμπανάκι”.
Το ποδόσφαιρο είναι το πάθος μου…
Έγραψα και βιβλία, όπως «Ο τερματοφύλακας» και «Ο μικρός τερματοφύλακας». Την πρώτη χρονιά της έκδοσής τους έφυγαν όλα!
Όμως αυτήν την στιγμή, για να γίνει ανατύπωση, θα πρέπει να διορθωθούν μέσα όλοι οι κανονισμοί που έχουν αλλάξει, όπως η επιστροφή του αμυντικού προς τον τερματοφύλακα, τα πόσα βήματα, τα πόσα δευτερόλεπτα θα κρατήσει την μπάλα κ.α.
Δεν είχα τη διάθεση να ξανασχοληθώ λοιπόν. Το καθετί έχει την εποχή του και σχετίζεται με την διάθεση που έχεις κι εσύ για να εκδόσεις, για παράδειγμα, ένα βιβλίο.
Την στιγμή που το έκανα, ήθελα να το κάνω. Από εκεί και πέρα, δεν έχω το… ψώνιο του συγγραφέα.
Σχετικά με το πώς αντιμετώπισα τις ομάδες όπου αγωνίστηκα, έχω πει στο παρελθόν «στον Παναθηναϊκό το είδα επαγγελματικά, ενώ στον Ολυμπιακό το έβλεπα ρομαντικά».
Για τον τερματοφύλακα, και γενικότερα τον ποδοσφαιριστή, ο συνδυασμός αυτών των δύο είναι το καλύτερο.
Αλλά, όταν είσαι επαγγελματίας, επιβάλλεται να κάνεις αυτά που απαιτεί η θέση του τερματοφύλακα.
Να είσαι υγιής επαγγελματίας.
Να μην σκέφτεσαι «πονάω λίγο, δεν πειράζει, θα παίξω».
Δεν πρέπει να πονάς καθόλου, δεν πρέπει να έχεις καμία δικαιολογία, όταν μπαίνεις στο γήπεδο.
Τόσο με την Εθνική ομάδα όσο και με τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, υπήρξαν στιγμές όπου δεν ήμουν 100% έτοιμος και παρόλα’ αυτά με έβαλαν μέσα να παίξω.
Αυτό δεν δείχνει στοιχεία “στυγνού” επαγγελματία!
Είμαι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει αγωνιστεί σε Τελικό Κυπέλλου Ελλάδος με τέσσερεις διαφορετικούς συλλόγους και ο πρώτος που το κατέκτησε με τρεις διαφορετικές ομάδες.
Έτσι όπως γίνονται πλέον οι μεταγραφές, ανά ένα-δύο χρόνια δηλαδή μπορεί να μετακινηθεί κάποιος παίκτης με μεγάλη ευκολία, έχω την αίσθηση ότι αυτό το ρεκόρ μπορεί να καταρριφθεί.
Τότε εμείς αλλάζαμε ομάδα ανά πέντε χρόνια. Ήσουν υποχρεωμένος να είσαι στον σύλλογο για πέντε χρόνια απ’ την στιγμή της απόκτησης. Και μετά είχες το δικαίωμα διαπραγμάτευσης, να μείνεις ή να φύγεις.
Τώρα, με τα «ελεύθερα συμβόλαια», ένας παίκτης μπορεί φέτος να πάρει το Κύπελλο με τον Ολυμπιακό, να φύγει, να πάει σε μια άλλη ομάδα και να συμβεί το ίδιο.
Είναι βέβαια και οι συγκυρίες, δεν είναι εύκολο οπωσδήποτε, αλλά… έτυχε σε εμένα και ήταν πολύ όμορφο!
Ωστόσο, στις κορυφαίες στιγμές μου συγκαταλέγεται και η μεγάλη επιτυχία με τον Αθηναϊκό, όταν παίξαμε με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για το Κύπελλο Κυπελλούχων, ενώ το πιο γλυκό Κύπελλο θεωρώ εκείνο με την Καστοριά, όταν κερδίσαμε 5-2 τον Ηρακλή.
Θυμάμαι ακόμη τις συνθήκες στο γήπεδο της Καστοριάς. Το χορτάρι το βλέπαμε έξω απ’ το γήπεδο, γύρω γύρω. Δεν παίζαμε στο χόρτο. Ήταν ξερός ο αγωνιστικός χώρος, οι συνθήκες ήταν πάρα πολύ κακές, δεν είχα διάθεση καν να παίξω. Υπήρχαν και κάποια άλλα θέματα. Οι καιρικές συνθήκες επίσης στην Καστοριά δεν ήταν και οι καλύτερες για ποδόσφαιρο. Όταν έβρεχε και πάγωνε, ήταν σαν πίστα πατινάζ το γήπεδο. Και αναγκάζονταν να ρίξουν αλάτι για να λιώσει ο πάγος. Όταν όμως έπεφτες και γδερνόσουν, το αλάτι “έμπαινε μέσα”. Ήταν πολύ άσχημα τα πράγματα.
Στον Τελικό Κυπέλλου το 1980 δεν είχαμε κανένα άγχος, η πρόκρισή μας στον Τελικό ήταν η μεγαλύτερή μας επιτυχία.
Θυμάμαι τα λόγια του «Καπετάνιου», του Γιώργου Βαρδινογιάννη, «έλα ρε, θα μπείτε μέσα και θα πάρετε το Κύπελλο!».
Υποστήριζε ξεκάθαρα την Καστοριά και ήταν συνέχεια στο ξενοδοχείο όπου είχαμε καταλύσει στην Κηφισιά. Ερχόταν εκεί και πίναμε και καφέ.
Εντάξει, τον ακούγαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι με αυτήν την πολύ καλή ομάδα που είχε τότε ο Ηρακλής, ομάδα με πάρα πολύ καλούς παίκτες, θα μπορούσαμε εμείς να πάρουμε το Κύπελλο.
Αλλά μέσα στον αγωνιστικό χώρο ο Ηρακλής κάπου μας είχε υποτιμήσει. Απ’ την άλλη, τα δικά μας τα παιδιά είχαν βγάλει τον καλύτερό τους εαυτό, με αποτέλεσμα να κερδίσουμε και με μεγάλη διαφορά.
Εγώ, πριν βγω στον Τελικό, έκανα τον Σταυρό μου. Πάντα έκανα τον Σταυρό μου, όχι για να μην φάω γκολ αλλά για να βγω υγιής. Με την τρέλα που είχα, ανά πάσα στιγμή θα μπορούσα να χτυπήσω, να έχω προβλήματα.
Και αυτό που θυμάμαι έντονα από εκείνο το πρώτο μου Κύπελλο με την Καστοριά είναι ότι, όταν γυρίσαμε στην Καστοριά και κάναμε τον γύρο της λίμνης, κάποιοι έπεσαν με τα αυτοκίνητα μέσα στη λίμνη!
Ήταν ένα όνειρο αυτό που ζούσαμε όλοι μας, αλλά ήταν και η τελευταία καλή στιγμή στην Καστοριά, γιατί τους είχα πει ότι μετά από αυτό το παιχνίδι εγώ θα έφευγα.
Δεν είχα πάρει καν τα ρούχα μου από πάνω, τα είχα αφήσει εκεί.
Τότε, εκείνη την περίοδο, είχαμε ήδη συμφωνήσει με τον ΠΑΟΚ.
Έφυγα για διακοπές, με παίρνουν τηλέφωνο, με ρωτούν «σε ενδιαφέρει ο Ολυμπιακός;», τους απαντάω «τώρα, πλάκα μου κάνετε, βρε παιδιά; Αφού έχουμε συμφωνήσει με τον ΠΑΟΚ», με ρωτούν ξανά «σ’ ενδιαφέρει; Αν σε ενδιαφέρει, κατέβα να υπογράψεις».
Κι έφυγα απ΄ τις διακοπές… κολυμπώντας!
Εγώ από έξι ετών παιδάκι είμαι Ολυμπιακός, πάντα ήμουν Ολυμπιακός.
Αλλά πλέον δεν είμαι πωρωμένος, με άλλο μάτι τα βλέπω τώρα, πιο ώριμα, αλλά δεν παύω να υποστηρίζω τον Ολυμπιακό.
Μα το ήξερε και ο κύριος Βαρδής Βαρδινογιάννης, όταν πήγα να υπογράψω στον Παναθηναϊκό, μου το είχε πει: «ξέρω ότι είσαι Ολυμπιακός, αλλά θέλεις να παίξεις στον Παναθηναϊκό;». Και του λέω «ναι»…
Και νομίζω ότι τα καταφέραμε και εκεί!
Ο Νίκος Σαργκάνης είναι παλαίμαχος διεθνής τερματοφύλακας.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μίμης Δομάζος: Στρατηγός / 1971: Ο Παναθηναϊκός στο Γουέμπλεϊ
Παντελής Νικολάου: Οι Χήρες των Σ.Κ. / «Θα έρχεσαι για μένα στο γήπεδο» / Μια Άγνωστη Ιστορία
Κώστας Γιαννακίδης: Γιώργος Κούδας, ο πρώτος σούπερ ήρωας
Θ. Χειμωνάς – Zastro – Α. Καρπετόπουλος: Η σημασία του να είσαι ο Νίκος Αναστόπουλος
Βάσω Ε. Μώραλη: Οι «ηρωικές» εποχές των μεταδόσεων ποδοσφαίρου
Το ημερολόγιο ενός τερματοφύλακα
Θόδωρος Κάντας: Εκπαιδεύοντας τερματοφύλακες
Φώτης Στρακόσια: Γράμμα στο γιο μου
Δημήτρης Ελευθερόπουλος: Δεν είσαι τα πάντα. Δεν είσαι το τίποτα.
Στέφανος Κοτσόλης: Η μέρα που καθόρισε τη ζωή μου
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Απ’το Τέρμα