Στα γεννητούρια του αθλήματος, ήταν το μπουλούκι. Όλοι μαζί, όλοι δίπλα, να κυνηγάνε την μπάλα από τα πόδια του ενός.
Η πρώτη ευρεσιτεχνία -σκωτσέζικη για την ιστορία- ήταν η πάσα. Και από εκεί και πέρα, αλλαγές, πρόοδος, καινοτομίες.
Η Άρσεναλ του Τσάπμαν, η «Wunderteam», η προπολεμική, δηλαδή, Εθνική Αυστρίας, η «Aranycsapat», η μεταπολεμική, δηλαδή, Εθνική Ουγγαρίας του Πούσκας, ο Άγιαξ των ’70s, η Μίλαν των Ολλανδών στα ’80s, η Βαλένθια του Έκτορ Ραούλ Κούπερ, η Ρόμα του Λουτσιάνο Σπαλέτι και, τελευταία όλων, η Μπαρτσελόνα, οι ομάδες που παρουσίασαν κάτι διαφορετικό, συμβάλλοντας στην τακτική -και όχι μόνο- εξέλιξη του ποδοσφαίρου.
Δεν είναι εύκολο, ούτε και συνηθισμένο, εξ ου και είναι μετρημένες, απολύτως χαρακτηριστικές αυτές οι αλλαγές. Δισδιάστατο το πλαίσιο, πεπερασμένο σε διαστάσεις και αριθμούς. Πού παραπάνω χώρο να βρεις σε 100×65 μέτρα; Πόσες παραπάνω αρμοδιότητες, ιδέες, κατευθύνσεις και ρόλους να δώσεις σε 11 παίκτες που καλύπτουν αυτά τα τετραγωνικά; Όσο και αν το άθλημα σταδιακά περνάει από την εξειδίκευση της θέσης στη δημιουργία ποδοσφαιριστών ικανών να υπηρετούν ολοένα και περισσότερες, αυτές -οι θέσεις, δηλαδή- είναι συγκεκριμένες, σεταρισμένες.
Αμυντικοί, μέσοι, επιθετικοί. Και άντε, η διάκριση να ορίζεται με συμβατικά και πάντα βάσει του πλαισίου επίθετα (πλάγιος, ακραίος, αμυντικός, κεντρικός) ή της λειτουργίας (πολυσύνθετος) ή των όποιων νεωτερισμών (box-to-box, inverted winger, deep lying playmaker) που περισσότερο προσπαθούν να αποτυπώσουν την εξέλιξη του εκάστοτε που χαρακτηρίζουν, παρά να “γεννήσουν” νέα θέση, ρόλο ή αγωνιστική ταυτότητα.
Γι’ αυτό και η περίπτωση του Σέρχι Μπουσκέτς είναι μοναδική. Είναι ο τελευταίος ποδοσφαιριστής και δεδομένα ένας από τους ελάχιστους στην ιστορία που βρήκε μέτρα στο γήπεδο, τα έκανε δικά του, που δημιούργησε θέση, που γέννησε ρόλο, που διαμόρφωσε -με την παρουσία, τον τρόπο παιχνιδιού του, την προσέγγισή του, τα χαρακτηριστικά του- συγκεκριμένο τύπο μέσου.
Τόσο διαχρονικά μοναδικό, ώστε, πέραν της προσωποποίησης της τακτικής καινοτομίας της εποχής του (και της εποχής μας), τη θέση αυτή, τον ρόλο αυτόν, ουσιαστικά, τους… βάφτισε με τ’ όνομά του. Γιατί, κακά τα ψέματα, το καλούπι, από το οποίο βγήκε, ακόμη άλλον, πέραν του πρωτότυπου, δεν έχει βγάλει. Και, ίσως, να μην βγάλει και ποτέ.
Άλμα μοναδικότητας
Η απαρχή της διάνοιας είναι η δυσκολία. Και το καταφύγιο της λύσης η ελπίδα. Η Μπαρτσελόνα του καλοκαιριού του 2008 είχε μπόλικη δυσκολία και ελάχιστη ελπίδα. Προερχόταν από μια ταπεινωτική 3η θέση στη La Liga, 18 ολόκληρους βαθμούς πίσω από τη Ρεάλ, έχοντας υποσκελιστεί ακόμα και από τη Βιγιαρεάλ.
Αυτονόητα, η εποχή των Ολλανδών έφτανε στο τέλος της, με τον Φρανκ Ράικαρντ να αφήνει, ύστερα από πέντε χρόνια, τα ηνία των Καταλανών. Η φιλοσοφία, όμως, του Ολλανδού, του ενός και μόνου, του Γιόχαν Κρόιφ, κυριαρχική τότε και ως και σήμερα στο modus operandi των «blaugrana», αναζητούσε πάντρεμα με την παράδοση και τις ρίζες του συλλόγου. Γι’ αυτό και, τότε, ιδανική λύση θεωρήθηκε πως αποτελεί ο Πεπ Γκουαρντιόλα, στον οποίο και πέρασαν τα σκήπτρα, απευθείας ύστερα από μόλις έναν χρόνο στον πάγκο της Μπαρτσελόνα Β’.
Το ξεκίνημα της νέας εποχής κάθε άλλο παρά ευοίωνο. Μια εκτός έδρας ήττα από τη νεοφώτιστη τότε Νουμάνθια στην πρεμιέρα της σεζόν 2008-09 και μια ισοπαλία στο Camp Nou με τη Ρασίνγκ Σανταντέρ την επόμενη αγωνιστική ακόμη μνημονεύονται στην Βαρκελώνη, στοιχειοθετώντας, άλλωστε, μια από τις χειρότερες εκκινήσεις της Μπαρτσελόνα σε πρωτάθλημα στον 21o αιώνα.
Σε αυτήν την ισοπαλία, ο Γκουαρντιόλα είχε συστήσει στο κοινό έναν 20χρονο μέσο, στον οποίο εν πολλοίς έβλεπε αγωνιστικά στοιχεία του εαυτού του. Την προηγούμενη χρονιά την είχαν περάσει μαζί στη δεύτερη ομάδα, στην άγονη γραμμή της τρίτης κατηγορίας του ισπανικού ποδοσφαίρου, εξασφαλίζοντας την άνοδο. Κανακάρης του αλλοτινού συμπαίκτη του στην dream team των αρχών της δεκαετίας του ’90, του μόνιμα αναπληρωματικού εκείνη την εποχή τερματοφύλακα Κάρλες Μπουσκέτς, ο Σέρχι έκανε την προετοιμασία με την πρώτη ομάδα, εν συνεχεία, όμως, επέστρεψε στη δεύτερη.
Όχι για πολύ. Ο Γκουαρντιόλα τον ανέβασε άμεσα και φρόντισε αμέσως να καταστήσει σαφείς τις προθέσεις του, ρίχνοντας τον αμέσως στην αρένα. Ψιλολέλεκας, κρεμανταλάς, λιπόσαρκος, με μακριά κανιά και χέρια σωλήνες, ατσούμπαλος στην κίνηση, χωρίς με την πρώτη ματιά να γεμίζει το μάτι ούτε του θεατή, ούτε του συμπαίκτη, μα μήτε και του αντιπάλου.
Επιβεβλημένο, αν μη τι άλλο, για τον ρόλο που του έδωσε με το καλημέρα ο Πεπ, τον ρόλο που έκανε δικό του με την πάροδο των χρόνων, τον ρόλο που όρισε αυτή τη «θέση Μπουσκέτς». Εκείνα, δηλαδή, τα σαράντα μέτρα από το ημικύκλιο της περιοχής ως και το αντίστοιχο της σέντρας, στο μισό του αντιπάλου.
«Τεχνικά ανώτερος του Τουρέ και του Κεϊτά. Κρατάει τη θέση του ήδη, λες και είναι βετεράνος. Τόσο έχοντας την μπάλα, όσο και χωρίς αυτήν. Ελέγχοντάς την, κάνει το δύσκολο να φαίνεται απλό, ανεβάζοντας τις γραμμές με μια-δυο πάσες του. Χωρίς αυτήν, ακόμα ένα μάθημα: αυτό του πώς να βρίσκεται στη σωστή θέση, ώστε και να κόψει και να κερδίσει γρήγορα ξανά την μπάλα. Και όλα τούτα από ένα παιδί που έκανε το πρώτο το παιχνίδι, χωρίς να έχει την παραμικρή εμπειρία».
Αν το παραπάνω σχόλιο γινόταν σήμερα, δεκατρία χρόνια μετά από εκείνη την ισοπαλία με τη Σανταντέρ και το ντεμπούτο του Σέρχι Μπουσκέτς, δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία, αφού θα καταγραφόταν το αυτονόητο, το ενδεικτικό της αγωνιστικής υπόστασης του Καταλανού μέσου. Το αξιοσημείωτο, όμως, συνίσταται στο ότι έγινε αμέσως μετά από εκείνο το ντεμπούτο του, στα εισόδεια του στον επαγγελματισμό. Και έγινε από τον θεωρητικό γεννήτορα της «θέσης Μπουσκέτς», τον Γιόχαν Κρόιφ, στην στήλη που τότε φιλοξενούσε τις απόψεις του στην καταλανική εφημερίδα «El Periodico».
Οκτώ μήνες μετά από τις πρώτες συστάσεις, αυτός ο κρεμανταλάς κατακτούσε το Champions League, τον πρώτο από τους έξι τίτλους -όλους, δηλαδή, που διεκδίκησε- που πανηγύρισε η Μπαρτσελόνα, εκείνη την ημερολογιακή χρονιά (2009). Τυχαίο;
Άντε και να είναι συγκυριακό. Άντε και να οφείλεται στην φουρνιά των καλύτερων της ιστορίας της Μπαρτσελόνα. Οι ίδιοι ήταν, και πριν την εμφάνισή του. Και ο ίδιος, αμέσως νωρίτερα, στην αμέσως επόμενη χρονιά δηλαδή, στην τρίτη κατηγορία βολόδερνε. Άλμα που, αν δεν είναι πίστης, γίνεται (επιτυχημένα), μόνο αν υπάρχει μοναδικότητα.
Προσπερνώντας τη Μασία
Καταλανός γέννημα-θρέμμα, με απευθείας πρόσβαση στο «Camp Nou» από τα μικρατά του, αφού ο πατέρας του, Σάββατο παρά Σάββατο, τον έπαιρνε μαζί του στην τελευταία προπόνηση πριν τα παιχνίδια, η πόρτα, ωστόσο, της Μασία δεν άνοιξε ποτέ, αφού είχε απορριφθεί από τα φυτώρια των Καταλανών, επιλέγοντας αναγκαστικά την εκπαίδευση σε χαμηλότερου βεληνεκούς και προφίλ γειτονικές ακαδημίες.
Εκεί “ψήθηκε”, εκεί έλιωσε, εκεί έμαθε άλλα από δαύτα που διδάσκονται οι πιτσιρικάδες της «Μπάρτσα». Να μην έχει ανέσεις, να παίζει σε χώμα, σε τσιμέντο και να πρέπει να κυλιστεί, να φάει τα γόνατα και τους αγκώνες του, ολάκερο το κορμί του, να πέσει και να ξαναπέσει, ώστε να μάθει ό,τι χρειάζεται, προκειμένου και να μην το κάνει συνήθεια, αλλά και να μένει όρθιος. No matter what.
Είχε αντίκτυπο. Είχε αποτέλεσμα. Επαναλαμβανόμενα θετικά reports από διαφορετικούς scouts της Μπαρτσελόνα δεν γινόταν να αγνοηθούν. Ακόμα και αν ήταν σε ηλικία που οι «blaugrana» δεν φέρνουν παίκτες, αλλά διώχνουν. Χωρίς, λοιπόν, να έχει υποβληθεί στην καθαγιασμένη για τη δομή του club διαδικασία της φυτωριακής εξέλιξης, εντάχθηκε στον σύλλογο ακριβώς στα πρόθυρα της πρώτης ομάδας, στα 17 του χρόνια.
Και αυτό μέτρησε, πέραν όλων των υπολοίπων, και για την, αν όχι υποβάθμισή του, τουλάχιστον την όχι ισότιμη προβολή του και την ανάδειξη της συμβολής του στην αγωνιστική κυριαρχία της Μπαρτσελόνα. Παρότι, μάλιστα, είχε με το καλημέρα την αποδοχή του Λιονέλ Μέσι. «Δύο-τρεις μέρες προπονήσεων είχε κάνει μόνο και ο Λίο ήρθε και μου είπε πως του αρέσει», θυμάται ο Γκουαρντιόλα. Οι δυο τους, Μέσι και Μπουσκέτς, πέραν του ότι παρέμειναν οι τελευταίοι (μαζί με τον Πικέ) της καταλανικής παντοκρατορίας σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, είναι και κολλητοί φίλοι. Αν δεν ταίριαζαν…
Κατά καιρούς, αυτή η υποτίμησή του ή, σωστότερα, η υιοθέτηση της εμπορικότητας στο αγωνιστικό μοντέλο έφερνε κινήσεις σπάνιες μεν, αλλά υπαρκτές, για προσθήκη παικτών στη θέση και τον ρόλο του. Κινήσεις ενίσχυσης στα χαρτιά, μα στην πράξη αποδεικνύονταν κινήσεις εμπέδωσης της αδιαμφισβήτητης υπόστασής του. Ο Μαστσεράνο, για παράδειγμα, για να χωρέσει στην ενδεκάδα, έφτασε να γίνει στόπερ.
Μα και πάλι, δέκα χρόνια αργότερα από την αγορά του Αργεντινού, όταν αποκτήθηκε ο Φρένκι ντε Γιονγκ, ο Μπουσκέτς ήταν αυτός που τον πήρε ουσιαστικά από το χέρι, για να του δείξει τα κατατόπια. Όχι της πόλης ή του προπονητικού, αλλά του γηπέδου και πώς ο Ολλανδός θα μπορούσε να συνταιριάξει, βρίσκοντας τον δικό του χώρο, χωρίς να τον καταπιεί η σκιά του Καταλανού.
«Mala leche»
Ήταν αυτός που πάντα έκανε ό,τι χρειαζόταν. Με Τσάβι και Ινιέστα δίπλα του, προφανώς το χρειαζούμενο ήταν το «mala leche». Το «κακό γάλα», μεταφορικά αποδίδοντας τα μη αρτιστικά μα επιβεβλημένα. Αλησμόνητο το θέατρο που έκανε στη ρεβάνς των ημιτελικών του Champions League του 2010, με την Ίντερ στη Βαρκελώνη, κερδίζοντας την αποβολή του Τιάγκο Μότα, από το 28′ κιόλας του παιχνιδιού, πείθοντας (αφού τινάχτηκε λες και τον είχε χτυπήσει ρεύμα και σφάδαζε για ώρα στο χορτάρι) τον διαιτητή του παιχνιδιού, τον Φρανκ ντε Μπλέεκερε, πως ο Βραζιλιάνος τον είχε χτυπήσει στο πρόσωπο. Ούτε καν τον είχε αγγίξει.
Επικριτές, όχι μόνο γι’ αυτό, σταθεροί και με διαφορετική κάθε φορά, σε κάθε εποχή επιχειρηματολογία. Κάποια στιγμή, ήταν ακριβώς αυτό το «mala leche» που “χαλούσε” την εικόνα της καλλιτεχνικής τελειότητας της Μπαρτσελόνα. Όταν έγινε αντιληπτό πως αποτελούσε μέρος της, το τροπάρι άλλαξε. Είναι αργός. Πώς γίνεται, όμως, στον χώρο ευθύνης του, σε αυτόν τον τελείως δικό του χώρο, να είναι παντού; Και πάντα.
Είναι ξεπερασμένος, αφού πλέον δεν μπορεί να ακολουθήσει τα “μηχανάκια” της σύγχρονης εποχής που αλωνίζουν το κέντρο, πατώντας κάθε σπιθαμή του γηπέδου μεταξύ των δύο περιοχών. Σημασία, όμως, δεν έχει το πού πατάνε τα πόδια, αλλά πού πατάει η μπάλα. Και ποδοσφαιριστής με περισσότερες προωθητικές πάσες στην Ισπανία, δεν υπάρχει εδώ και χρόνια.
Παραμένει “βρόμικος”, απολαμβάνει ασυλίας που του χαρίζουν τα πρότερα -καλά- χρόνια. Διαχρονικά, κατά μέσο όρο, έχει μια κάρτα ανά τρία παιχνίδια με την Μπαρτσελόνα (και μια ανά έξι με την Ισπανία). Με την Μπαρτσελόνα, τα ποσοστά κατοχής της οποίας στα χρόνια του με τη φανέλα της ξεπερνάνε, ξεπερνούν ακόμη, το 60-65%.
Όσο για την ασυλία που του χρεώνεται. Ακόμα και αν παραγνωριστεί πως, πλέον, ύστερα από τέτοια καριέρα, την έχει κερδίσει, η ιδιοσυγκρασία του, ο χαρακτήρας του, εντός και εκτός γηπέδων, κάθε άλλο παρά δικαιολογεί τέτοια εκτίμηση.
Όχι, δεν είναι αντιδημοσιογραφικός ή αντικοινωνικός, αλλά παραμένει και στο μικρόφωνο και στην κάμερα και οπουδήποτε επιβάλλεται επικοινωνία, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της στάσης του στο γήπεδο: η προσοχή να πάει αλλού.
Τα δυο του παιδιά δεν τα έχει δει ανθρώπου μάτι (πόσω μάλλον αυτά των αδηφάγων social media), ενώ ένα τατουάζ που έχει χτυπημένο εδώ και χρόνια στο μπράτσο του, στ’ αραβικά, αφιερωμένο στον παππού του (πατέρα της μητέρας του), παρότι μεταφράστηκε, ποτέ και σε κανέναν δεν απάντησε το τι ακριβώς σημαίνουν οι λέξεις: «Κάτι για σένα, η ζωή στη χώρα μου».
Δεν σκοράρει. Προφανές. Είχε γίνει κάποτε (πρόσφατα) θέμα στην Ισπανία πως έβγαλε μια σεζόν, έχοντας όλες κι όλες τέσσερεις on target τελικές. Κατά μέσο όρο, όμως, αποτρέπει άλλες 10. Σε όλη του την καριέρα. Δεν πατάει την αντίπαλη περιοχή. Αυταπόδεικτο. Πότε ακριβώς, όμως, έλειψε κάτι τέτοιο από την Μπαρτσελόνα, την όποια Μπαρτσελόνα στην οποία αποτέλεσε μέλος, ή την Εθνική του ομάδα;
Και από την άλλη, ως απάντηση που δεν μπορεί να παραμεριστεί, είναι και οι τίτλοι. Τριάντα και τρεις, 33, είναι όσοι έχει κατακτήσει στην Βαρκελώνη, αποτελώντας, παράλληλα, και τον πυλώνα της Ισπανίας στον δρόμο για την παγκόσμια στέψη το 2010 και τη διατήρηση των ευρωπαϊκών πρωτείων, δύο χρόνια αργότερα.
Μα απάντηση στις επικρίσεις δίνει και… απουσία του. Από οπουδήποτε. Παιχνίδι, ομάδες, διοργανώσεις. Αλλά και με την εξέλιξη και τη δυναμική όσων κατά καιρούς θεωρήθηκαν ικανοί να τον αντί/υπό/καταστήσουν ή και με όσους επίγονους-φωτοτυπίες ρόλου και θέσης οι Ισπανοί (κυρίως) έχουν βγάλει τα τελευταία χρόνια, χωρίς κανείς -κακά τα ψέματα- έστω να φτάνει, πέραν των βασικών, για μια σύγκριση.
Ο Λέο Τολστόι έχει γράψει πως δεν υπάρχει μεγαλείο, όπου δεν υπάρχει απλότητα.
Το δικό του -αδιαμφισβήτητο- μεγαλείο δεν εδράζει στην αγωνιστική του απλότητα. Γιατί δεν είναι απλό αυτό που κάνει, ανεξαρτήτως πώς φαίνεται ή φαντάζει. Όρισε μια εποχή. Δημιούργησε μια θέση. Που, ακόμη και τώρα, δεν βρίσκεται κανείς άξιος να την καλύψει, να τη συνεχίσει, να μπορεί να κάνει αυτό που πέτυχε, να προσδιορίσει, δηλαδή, με τ’ όνομά του θέση στο γήπεδο, προσωποποιώντας -αυτός, μόνος του- μια τακτική καινοτομία, μια αλλαγή των δεδομένων του αθλήματος.
Και η αλήθεια είναι πως κάθε άλλο παρά απίθανο μοιάζει αυτή η θέση να σβήσει και μαζί του, αποφασίζοντας να κρεμάσει τα εξάταπα. Κριτήριο, πάντως, σε κάθε περίπτωση, υπάρχει για τον όποιο επίδοξο ή φιλόδοξο συνεχιστή ή, τελοσπάντων, όποιον στο μέλλον, κοντινό ή απώτερο, καταφέρει να βάλει το αγωνιστικό του προφίλ του στη σειρά με τις μετρημένες καινοτομίες της ιστορίας του αθλήματος.
Κριτήριο που διατύπωσε ο αλλοτινός εκλέκτορας της Εθνικής Ισπανίας, Βιθέντε ντελ Μπόσκε.
«Βλέπεις το παιχνίδι και δεν βλέπεις πουθενά τον Μπουσκέτς. Βλέπεις τον Μπουσκέτς και δεν χρειάζεται να δεις το παιχνίδι, αφού το έχεις καταλάβει όλο»…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο Τσάβι οδήγησε το ποδόσφαιρο στο μέλλον
Κάρλες Πουγιόλ: Més que un Capitan
Ο εύκολος δρόμος του Ζεράρ Πικέ
Η ανολοκλήρωτη ιστορία του Ίκερ Κασίγιας
Τσάμπι Αλόνσο, η επιτομή του cool
Φερνάντο Τόρες, το τελευταίο σύμβολο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη