Στο φύλλο της στατιστικής, οι περισσότερες κατηγορίες ήταν… φίλες του.
Πόντοι; Να φάν’ κι οι κότες. Τρίποντα; Η ειδικότητά του. Βολές; Ποσοστά κοντά στο τέλειο. Ασίστ; Δημιουργός άνω του μέσου όρου. Κλεψίματα; Κι από αυτά είχε ο μπαχτσές. Λόγω θέσης και ύψους, τα ριμπάουντ δεν διάνθιζαν την αριθμητική αποτύπωση των κατορθωμάτων του πάνω στο παρκέ. Κι όμως. Αν υπάρχει ένας μπασκετικός όρος που χαρακτηρίζει μέχρι και σήμερα, τόσο καιρό μετά την “αποστρατεία” του, την πορεία και τη ζωή του, είναι αυτός ακριβώς.
Rebound, με την ευρύτερη, την κυριολεκτική έννοια. Σέιν Χιλ (Shane Heal), ο μπασκετμπολίστας, ο επιχειρηματίας, ο άνθρωπος, που ήξερε και ξέρει να επιστρέφει. Να σηκώνεται στα πόδια του, όταν του έχουν ροκανίσει άλλοι την καρέκλα, να ορθοποδεί, όταν -τις περισσότερες φορές- ο ίδιος έχει κάνει την κουτουράδα και έχει φτάσει στα πρόθυρα της φυλάκισης. Και, εν τέλει, να επουλώνει («heal» αγγλιστί) τις πληγές.
Το παρατσούκλι του βραχύσωμου γκαρντ είναι βέβαια «hammer». Το «σφυρί» του αυστραλιανού μπάσκετ πήγε σε τέσσερεις Ολυμπιακούς Αγώνες, φόρτωσε με τρίποντα τα καλάθια σε κάθε γωνιά του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης σε τρεις διαφορετικές σεζόν της Ελλάδας, έκανε το κομμάτι του στο ΝΒΑ, έκανε και τους φίλους του… εχθρούς, συμπαρασύροντάς τους στις οικονομικές περιπέτειες και τη χρεοκοπία του.
Μονό με σκούπα, όνειρο αληθινό
Τέκνο της μπασκετομάνας Μελβούρνης, της πόλης όπου γεννήθηκε και ο παρτενέρ του επί σειρά ετών στην Εθνική, Άντριου Γκέιζ, ο επίσης “Αντρίκος” Μπόγκουτ, οι περισσότεροι τοπ Αυστραλοί παίκτες, ο Σέιν είδε το πρώτο φως στις 6 Σεπτεμβρίου 1970. Και το φως το αληθινό, όταν έπαιξε πρώτη φορά με μια παιδική μπάλα μπάσκετ.
«Φαντασιωνόμουν στην πίσω αυλή του σπιτιού μου ότι φορούσα τη φανέλα της Εθνικής Αυστραλίας και αντιμετώπιζα τις ΗΠΑ. Είχα πει μάλιστα σε ηλικία δώδεκα ετών στον πατέρα μου πως ήθελα να πάω στους Ολυμπιακούς Αγώνες».
Και πήγε. Όχι μια ή δυο ή τρεις φορές. Τον πατέρα του τον έχασε λίγους μήνες αργότερα, σε ένα εργατικό ατύχημα. Παράτησε την πυγμαχία, από τα χρόνια της οποίας (και τους όχι λίγους καβγάδες που έμπλεκε) οφείλει το προσωνύμιο «hammer», και αφοσιώθηκε στο μπάσκετ.
Πάντοτε κοντός ήταν. Αλλά πιο έξυπνος από τους άλλους, πιο καλός σουτέρ, ατρόμητος.
Τα έβαζε με μεγαλύτερους, έμενε καθημερινά επί ώρες στα γήπεδα σουτάροντας, πρόσθετε κινήσεις στο ρεπερτόριό του, «διότι ήξερα, και λόγω γονιδίων, ότι δεν πρόκειται ποτέ να πάρω ιδιαίτερο μπόι», όπως θα πει στο podcast «Τalking with TK».
Από τα μονά με τον αδερφό του ή και με τη μητέρα του, η οποία μάλιστα κρατούσε και μια σκούπα ώστε να τον δυσκολεύει στην… αμυντική αποστολή της, ο Χιλ βρέθηκε να φοιτά με υποτροφία στο κρατικό Australian Institute of Sport στην Καμπέρα. Κάτι σαν το περίφημο γαλλικό INSEP, την ακαδημία τέλος πάντων από την οποία έχουν ξεπηδήσει τα μεγαλύτερα αθλητικά ταλέντα της Αυστραλίας.
Στην… από πάνω τάξη, ’69άρηδες γαρ, ήταν ο Λουκ Λόνγκλεϊ, ο σέντερ που θα έφτανε στο three-peat του ΝΒΑ με τους Μπουλς του Μάικλ Τζόρνταν, αλλά και ο Μαρκ Μπράντκε, έτερος συνοδοιπόρος του στους «Boomers» και ψηλός, με πέρασμα από τον Ολυμπιακό στη δύση της καριέρας του.
Ακόμα κι εκεί, έχοντας αναγνωριστεί ως ένας από τους καλύτερους παίκτες της αχανούς χώρας στην ηλικία του, οι ατομικές προπονήσεις δεν σταματούσαν. Αν δεν έβαζε 30 και 50 συνεχόμενα σουτ από κάθε σημείο που ο ίδιος όριζε, δεν έφευγε. Και πολλά, άπειρα step back. Και ακόμα περισσότερη ώρα ασχολούμενος με τον χειρισμό της μπάλας…
Μπαμ και μπουμ ο «Boomer»
Μιάμιση δεκαετία πατούσε τα παρκέ του NBL, της επαγγελματικής λίγκας της Αυστραλίας, για λογαριασμό πέντε διαφορετικών συλλόγων. Ευρύτερα γνωστός όμως έγινε με την Εθνική του, η οποία ήταν και η μεγάλη του αγάπη. Αγάπη που δυνάμωσε μετά την αρχική χυλόπιτα.
Μουντομπάσκετ ’90 και ο ύψους 1.83μ. γκαρντ είναι από τους τελευταίους που κόβεται, πριν το ταξίδι για την Αργεντινή. Είχε κάνει καλές εμφανίσεις στα φιλικά, αλλά δεν είχε ούτε το όνομα ούτε τις παραστάσεις, προτού καν συμπληρώσει τα 20 χρόνια.
«Έκατσα και δούλεψα σαν σκύλος, βελτιώθηκα στο δημιουργικό κομμάτι και το 1992 ήξερα πως δεν πρόκειται κανένας να μου στερήσει το όνειρο των Ολυμπιακών Αγώνων». Έστω και ως τελευταίος τροχός της αμάξης, βρέθηκε στη Βαρκελώνη και έγραψε τρεις συμμετοχές.
Ήταν να μη γίνει η αρχή. Το ’96 στην Ατλάντα οδήγησε την άμαξα με 17.8 πόντους και 5.1 ασίστ μέχρι την τετράδα, ρίχνοντας και 35άρα στη Βραζιλία του (οκ, βετεράνου, μα πάντα ακμαίου) Όσκαρ Σμιντ. Στο Σίδνεϊ το 2000 σιγά μην έλειπε. Άλλη μια τέταρτη θέση επί πατρίων εδαφών, με 26άρα στην Ισπανία και ως ο δεύτερος σκόρερ της διοργάνωσης (14.9 π.), πίσω από τον παρτενέρ του στην περιφέρεια, Γκέιζ! Στα μέρη μας το 2004 πλησιάζει τα 34, αλλά είναι ο πρώτος σκόρερ των (ένατων) Αυστραλών με 16.7, ολοκληρώνοντας την Ολυμπιακή καριέρα του με 30άρα επί της φίλης Νέας Ζηλανδίας.
Συμμετοχή σε τέσσερεις Αγώνες, με χάιλαϊτ, τουλάχιστον για τους συμπατριώτες του, ένα επεισόδιο με τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ. Ούτε καν στο επίσημο τουρνουά, μα σε φιλικό πριν από εκείνο του 1996. Βρήκε… παίκτη να αρχίσει το trash talking και ο «Sir Charles» φυσικά απάντησε. Κουβέντα στην κουβέντα, λίγο έλειψε να έρθουν στα χέρια.
Έμειναν στα σκουντήματα, μετά το τέλος ο σούπερ σταρ του ΝΒΑ έκρυψε τον Αυστραλό στην πελώρια αγκαλιά του, δίνοντας credit στο θάρρος του. A, είχε βάλει και 28 πόντους με οκτώ τρίποντα σε εκείνο το παιχνίδι…
Μανουριάστηκε και με τον Βινς Κάρτερ τέσσερα χρόνια αργότερα, αγωνίστηκε και σε δύο Μουντομπάσκετ. Κορυφαία του εμφάνιση στα Παγκόσμια, μαντέψτε: απέναντι στις ΗΠΑ (αλλά όχι και σε NBAers, ελέω λοκ άουτ) το 1998, έχοντας… τραβήξει 31 στο σκοράρισμα και μοιράσει 5 ασίστ.
Ο τρελός της Καισαριανής
Παίκτης μεγάλων αγώνων, παίκτης που το έλεγε η καρδιά του και τα έβαζε με τους πιο θηριώδεις αντιπάλους, παίκτης που απολαύσαμε και από κοντά. Τόσο με την Εθνική του (αμ, πού νομίζετε ότι είχε διεξαχθεί το Μουντομπάσκετ ’98) όσο και σε διασυλλογικό επίπεδο.
Αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς του 1996, βασικά ακριβώς επειδή είχε κάνει ματσάρες στην Ατλάντα, είχε βρει και συμβόλαιο στο ΝΒΑ, αφήνοντας πρώτη φορά την πατρίδα του, για λογαριασμό των Τίμπεργουλβς. Οι Αμερικανοί τον είχαν μέσα στα πόδια τους κατά τη διάρκεια του Ολυμπιακού τουρνουά και φυσικά τον κράτησαν εκεί.
Η Μινεσότα του μακαρίτη Φλιπ Σόντερς είχε καλή ομάδα που μπήκε στα πλέι οφ, ο Στεφόν Μάρμπερι έκανε παιχνίδι στο “1”, πίσω του υπήρχε η παλιοσειρά Τέρι Πόρτερ και ο κατοπινός «Ερυθρόλευκος», Τζέιμς «Χόλιγουντ» Ρόμπινσον. Ο άνθρωπός μας αρκέστηκε σε 43 ολιγόλεπτες εμφανίσεις, παρακολουθώντας συχνά τα παιχνίδια δίπλα στον Στόικο Βράνκοβιτς. Το κομμάτι του το είχε κάνει σε ένα ματς με τους Σουπερσόνικς του Γκάρι Πέιτον, παρακαλώ, με 5/9 τρίποντα σε 13 λεπτάκια.
Αμέσως μετά το Παγκόσμιο του 1998, στο οποίο μάλιστα για μία φορά ήταν ο πρώτος σκόρερ της Εθνικής του, πάνω από τον Γκέιζ (με 17 π., ελάχιστα κάτω από τον πρώτο σκόρερ Αλμπέρτο Ερέρος των 17.9), έμεινε επίσης στο ίδιο μέρος. Στην Ελλάδα!
Από τη West (division) του ΝΒΑ στην (Near) East. Ήταν η χρονιά που οι Καισαριανιώτες είχαν ανεβεί στην Α1 και έκαναν το μεταγραφικό “μπαμ” με τον γκαρντ που τους έβαλε στα πλέι οφ με τους 20.4 πόντους και τις 4.1 ασίστ του.
Ο γερο-Βουρτζούμης και κυρίως ένας ξερακιανός νεαρός ονόματι Τσαρτσαρής έπαιζαν δίπλα του, το γήπεδο γέμιζε και δονούνταν με το σύνθημα «είναι τρελός ο Αυστραλός».
Το βρομόχερό του πάντως έπιανε ακόμα πιο πολλή δουλειά εκτός έδρας. Έκλεισε το σπίτι της ΑΕΚ με 32άρα και 6/10 τρίποντα, του Απόλλωνα με 46άρα και 9/14. Στη Νέα Σμύρνη η παρέα του έχασε με κάτω τα χέρια 95-71 από τον Πανιώνιο, εντούτοις τα δικά του έστειλαν 10 φορές την μπάλα στο καλάθι από τη γραμμή του τριπόντου (σε 16 προσπάθειες, 37 οι πόντοι του), ρεκόρ που κρατάει μέχρι σήμερα στην Basket League.
Έμεινε και δεύτερη σεζόν. Δίπλα του ο ψηλόλιγνος φόργουορντ που αναδείχθηκε λεγόταν Ταπούτος, ο ίδιος ανέβηκε από το 35% στο 42% στα σουτ για τρεις, οι μέσοι όροι του παρέμειναν στα ίδια επίπεδα (19.9 π., 3.7 ασ.). Στο πελατολόγιό του προστέθηκαν η Δάφνη σε μια 32άρα με 8/13 τρίποντα, ο ΠΑΟΚ σε μια 34άρα με 8/11, κάμποσες ακόμα ομάδες… και η Νήαρ Ηστ τερμάτισε ένατη.
Τι Λωζάνη, τι Κοζάνη
Η δεύτερη εμπειρία του από ευρωπαϊκό μπάσκετ ήρθε στα τέλη της περιόδου 2001-2002, αποτυγχάνοντας να διατηρήσει την Ίμολα στην ιταλική Α1. Έπαιξε μερικά ματσάκια δίπλα στον παλιό παίκτη του Πανιωνίου, Χάρπερ Γουίλιαμς, και του Ηρακλή, Χουάν Μανουέλ Μολτέδο, γύρισε στο Σίδνεϊ και επιτέλους το σήκωσε με τους τοπικούς Κινγκς.
Ο ίδιος κατέκτησε το Πρωτάθλημα Αυστραλίας για πρώτη και τελευταία φορά, για τους «Βασιλιάδες» ήταν η πρώτη κούπα από τις πολλές που θα ακολουθούσαν την επόμενη 20ετία. Και είπε να δοκιμάσει για δεύτερη φορά στο ΝΒΑ…
Οι Σαν Αντόνιο Σπερς ήταν εκείνοι που τον κάλεσαν, ωστόσο α λα… Γκέιζ (το 1998-1999, που είχε ιδρώσει ελάχιστα τη φανέλα τους) ο Χιλ ίσα που εμφανίστηκε για μερικά λεπτά σε έξι αγώνες. Τι κι αν στο ντεμπούτο του, σε μια νίκη με το φτωχό 86-74 επί των Νικς, είχε σημειώσει 11 πόντους σε 17 λεπτά;
Ο αντίστοιχος… Μάρμπερι ήταν ο Τόνι Πάρκερ, ο Μανού Τζινόμπιλι και ακόμα περισσότερο ο Χέντο Τούρκογλου λειτουργούσαν ως κατά συνθήκην “άσοι”, ούτε στο Τέξας μπορούσε έστω να διεκδικήσει χρόνο συμμετοχής.
Κόπηκε ήδη από τον Νοέμβριο από τους Πρωταθλητές (του 2003) του ΝΒΑ και λίγες ημέρες αργότερα αφίχθη στην Κοζάνη. Εκεί είχε μετακομίσει από το προηγούμενο έτος ο Μακεδονικός του Κώστα Μεσάικου.
Και τι δεν είχε φέρει στη δυτική Μακεδονία ο συγχωρεμένος Πρόεδρος του συλλόγου από τη Θεσσαλονίκη… Μονάχα εκείνη τη σεζόν, τα πράσινα είχαν φορέσει ο Σιγάλας, ο Μπουντούρης, ο Μπαλογιάννης, ο φίλος του Χιλ από την Καισαριανή, Πανταζόπουλος. Τον προπονητή του εκεί, τον Γιώργο Ζευγώλη, δεν τον πρόλαβε για μερικούς μήνες. Τον είχε αντικαταστήσει ο Παναγιώτης Ζωντός, όταν πια αντικατέστησε και ο Αυστραλός τον Γουίλιαμ Έιβερι.
Αν και ήταν πια πατημένα 33, ο ξανθομάλλης κοντός κατέγραψε μέσους όρους 17.2 πόντων και 3.1 τελικών πασών, καθοδηγώντας μάλιστα τη νέα του ομάδα σε νίκη επί του Παναθηναϊκού και σε “διπλό” επί του Ολυμπιακού! Κατά σύμπτωση η είσοδος στα πλέι οφ είχε χαθεί, με τους «Ερυθρολεύκους» να κερδίζουν 60-59 στην Κοζάνη στον δεύτερο γύρο, σε αγώνα που παρά το πολύ χαμηλό σκορ ο Χιλ είχε βάλει 22 πόντους.
Πτωχεύσεις, στοιχηματισμοί και δικαστήρια
Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε και πρόταση από τον Παναθηναϊκό, αλλά δεν μπορούσε να ελευθερωθεί από το συμβόλαιό του στην Αυστραλία. Πιστεύει ακόμη και σήμερα ότι, αν δεν έπαιζε με ενοχλήσεις στη Μινεσότα, θα είχε στεριώσει στο ΝΒΑ, θεωρεί μεγαλύτερη τιμή του ότι ήταν αρχηγός της Εθνικής του στους Ολυμπιακούς της Αθήνας.
Μετά τον Μακεδονικό, σταμάτησε. Επανήλθε στην ενεργό δράση το 2006, αναλαμβάνοντας παίκτης-προπονητής, αντί του θρύλου των Καβαλίερς, Μαρκ Πράις, στους Σάουθ Ντράγκονς, έβγαλε οριστικά τη φανέλα του παίκτη το 2009. Σε 440 αγώνες στην πατρίδα του είχε μέσους όρους 20.6 πόντων (με ρεκόρ τους 61 σε ένα ματς!) και 6.1 ασίστ, τελευταία του ομάδα ήταν οι Γκολντ Κόουστ Μπλέιζ.
Εκεί, στην πόλη Γκολντ Κόουστ που αποτελεί το απώτατο ανατολικό σημείο της Αυστραλίας, ξεκίνησε και την επιχειρηματική του δράση. Αν και ως παίκτης συνήθιζε να εκτελεί step back τρίποντα, σταματώντας το μπάσκετ δεν έκανε ένα βήμα πίσω. Να ηρεμήσει, να ξεκουραστεί. Όρμησε σε διάφορα πρότζεκτ, ανέλαβε δεκάδες franchise στον χώρο της εστίασης, έφτασε να απασχολεί 360 υπαλλήλους, ο τζίρος του ομίλου του άγγιξε τα 30 εκατ. δολάρια.
Απλώθηκε πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορούσε ή ήξερε να απλωθεί, έκανε ρισκαδόρικες επενδύσεις σε ακίνητα, σύντομα κατέθεσε αίτηση πτώχευσης. Το χρυσάφι στο Γκολντ Κόουστ μετατράπηκε σε κάρβουνο, μαζί του παρέσυρε διάφορους φίλους από τα χρόνια του στο μπάσκετ, τους οποίους είχε πείσει να τον ακολουθήσουν στα παράτολμα εκτός παρκέ σχέδια.
Ο Ματ Νίλσεν, για παράδειγμα, παλιός πάουερ φόργουορντ των ΠΑΟΚ και Ολυμπιακού, πλέον στα τεχνικά τιμ των Σπερς και της Εθνικής Αυστραλίας, είχε υπογράψει πληρεξούσιο στον Χιλ ώστε ο δεύτερος να ενεργεί για λογαριασμό του σε ορισμένες υποθέσεις. Ο κοντός έκανε του κεφαλιού του και δίχως να ενημερώνει τον φίλο του, οι δυο τους οδηγήθηκαν στα δικαστήρια.
Μία από τα ίδια με τον Μπρετ Μπράουν, παλιό του προπονητή. Ο μετέπειτα χεντ κόουτς των Σίξερς επένδυσε ένα εκατ. δολάρια στις επιχειρήσεις του Χιλ, ο οποίος (κατηγορήθηκε ότι) τα έπαιξε στο χρηματιστήριο. Κάποια στιγμή βρέθηκε να χρωστάει δεξιά κι αριστερά σχεδόν εννέα “μύρια”, καταλαβαίνετε…
Χρημάτισε (με την καλή έννοια, φωνή Ψινάκη) και τεχνικός επί σειρά ετών ο Σέιν, ξεκινώντας μάλιστα στο πλάι του… Μπράουν. Δεν αποδείχθηκε εξίσου καλός με τη θητεία του ως παίκτης, αποδείχθηκε όμως το ίδιο μπελάς με τις περιπέτειές του ως επιχειρηματίας.
Κατηγορήθηκε ότι στοιχημάτιζε σε παιχνίδια ομάδας του, πολύ πιο πρόσφατα αποχώρησε μυστηριωδώς από τις Σίντνεϊ Φλέιμς, ταυτόχρονα με την κόρη του και σταρ της ομάδας, Σάιλα. Ακολούθησαν φήμες ότι ο μπαμπάς είχε προβεί σε μπούλινγκ προς άλλες παίκτριες, ο ίδιος πέρασε στην αντεπίθεση με καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση της κόρης του από άλλα μέλη του συλλόγου. Μύλος…
Η Σάιλα, παρεμπιπτόντως, πήρε κι εκείνη μια γεύση από (το γυναικείο) ΝΒΑ. Είχε επιλεγεί όγδοη στο ντραφτ του WΝBΑ το 2021. Τηλεοπτικός σχολιαστής ήταν ο Μπάρκλεϊ, ο οποίος δεν ξέχασε αλλά και δεν χαρίστηκε στον άσπονδο φίλο του. «Συγχαρητήρια για την κόρη σου, Σέιν, αλλά είσαι πολύ τυχερός που δεν σε σάπισα στον ξύλο σε εκείνο το ματσάκι».
Το έφαγε το ξύλο του ο Χιλ, μεταφορικά. Εκτός αγωνιστικών χώρων, αμαυρώνοντας το όνομά του, αν και πάντα κάτι συνέβαινε και δεν καταδικαζόταν και απέφευγε τη φυλάκιση, μετακομίζοντας από τη βίλα του στη Χρυσή Ακτή του Κουίνσλαντ σε ένα ταπεινό διαμέρισμα πολυκατοικίας στο Μπρίσμπεϊν, χαλώντας σχέσεις ζωής.
Τουλάχιστον, όπως λέει ο ίδιος, κράτησε κοντά του τις (τέσσερεις) γυναίκες της ζωής του, έμαθε (;) από τα λάθη του και καθάρισε -κατά το δυνατόν, με διάφορες συμβιβαστικές λύσεις- από τα χρέη.
«Παθιάζομαι με ό,τι καταπιάνομαι, αυτό φταίει», η δικαιολογία.
Στο μπάσκετ, τουλάχιστον, σε καλό του βγήκε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η Σάιλα Χιλ είναι κάτι περισσότερο από κόρη του Σέιν Χιλ
Άντριου Γκέιζ: Το βλέμμα της Πηλελόπης
Τα… 12 λεπτά δημοσιότητας του Λουκ Λόνγκλεϊ δεν αρκούσαν στον Μάικλ Τζόρνταν