Ήταν το γήπεδο, η αύρα. Ήταν οι παλιές… «κακές» μέρες, η ατμόσφαιρα. Κάθε φορά που ο Μάικλ Τζόρνταν πατούσε το πόδι του στο Ντιτρόιτ, το μάτι του «γυάλιζε».
Κάθε φορά που έμπαινε στο «The Palace Of Auburn Hills», κοιτούσε πίσω από τον ώμο του. Πρόσεχε, θαρρεί κανείς, να μην έρθει κάποια «ξώφαλτση» αγκωνιά του Μπιλ Λαϊμπίρ ή του Ρικ Μαχόρν, πριν καν αρχίσει το ματς!
Ένα φθινοπωρινό βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1996, πάντως, το «σκηνικό» ήταν διαφορετικό. Ο Τζόρνταν βρέθηκε στο παρκέ, αντίκρισε με ένα βλέμμα τα λάβαρα πρωταθλητή των Πίστονς (1989, 1990) -που θα ήθελε να είναι δικά του- και σκέφτηκε ότι εκείνες οι μέρες πέρασαν.
Άλλωστε, τους «εκθρόνισε» το 1991 στον δρόμο για τον πρώτο από τους ως τότε τρεις και μετέπειτα έξι τίτλους του.
Το αήττητο ρεκόρ (4-0) των αντιπάλων του δεν τον τρόμαζε. Από τα «Bad Boys», τα «Κακά Παιδιά» του Αϊζάια Τόμας και του Ντένις Ρόντμαν, είχαν ξεμείνει στην πόλη οι γερασμένοι Τζο Ντούμαρς και Μαχόρν και ο νεαρός Γκραντ Χιλ δεν ήταν ακόμη απειλή.
Δεν γνώριζε, εκείνη τη στιγμή, πως σε λίγη ώρα κάτι απρόσμενο θα τον κάνει να γουρλώσει για άλλη μία φορά τα μάτια στο «Παλάτι» των Πίστονς, το οποίο ούτε αυτή τη βραδιά θα γινόταν «βασίλειό» του.
Για μία νύχτα, «βασιλιάς» θα γινόταν ο Λουκ Λόνγκλεϊ, στον οποίο ο «MJ» θα χάριζε την παρθενική, αλλά και μοναδική φιλοφρόνηση ως συμπαίκτες στους Μπουλς…
Ο Αυστραλός Λόνγκλεϊ είχε γίνει μέλος των «Ταύρων» στα τέλη της σεζόν 1993-1994, της πρώτης μετά την αρχική αποχώρηση του Τζόρνταν από το ΝΒΑ.
Ο «Air» δεν είδε ποτέ με καλό μάτι πολλούς από τους συμπαίκτες που συνάντησε στην «πόλη των ανέμων» στην επιστροφή του, τον Μάρτιο του 1995.
Από αυτή τη λίστα δεν εξαιρούνταν τακτικά ούτε το όνομα του Σκότι Πίπεν και ο ηγέτης των Μπουλς φρόντισε να επιδοθεί στο αγαπημένο του bullying σε κάθε προπόνηση…
Για τη σκληρή συμπεριφορά του ο δημοσιογράφος Σαμ Σμιθ είχε γράψει το βιβλίο με τίτλο «The Jordan Rules» (=«Οι κανόνες του Τζόρνταν»), για το οποίο ο «Mike» είχε κατηγορήσει τον Χόρας Γκραντ, ο οποίος του απάντησε με… απειλές.
Εκείνο το βράδυ στο Ντιτρόιτ, πάντως, ο Τζόρνταν ήταν πιο ευγενικός με τον Λόνγκλεϊ.
Ο πρώην σέντερ της Μινεσότα, ο οποίος ολοκλήρωσε τη χρονιά με μ.ό. 9,1 πόντους σε 25΄ συμμετοχής, ήταν για 12 λεπτά ο κορυφαίος ψηλός του ΝΒΑ.
Με 5/6 σουτ και 6/6 βολές, σκόραρε 16 πόντους στην πρώτη περίοδο(!) και δεν χρειάστηκε ούτε καν τα περίφημα «15 λεπτά δημοσιότητας που αξίζει ο καθένας», όπως έλεγε ο Άντι Ουόρχολ, για να εντυπωσιάσει τον απαιτητικό αρχηγό των Μπουλς.
Ο Λόνγκλεϊ κάθισε σε μεγάλο μέρος του δεύτερου δωδεκαλέπτου στον πάγκο και δεν πέτυχε άλλο πόντο ως το ημίχρονο.
Στα αποδυτήρια, στην ανάπαυλα, ο Τζόρνταν τον πλησίασε και του είπε χαμηλόφωνα: «Το ήξερα ότι το είχες μέσα σου!».
Μέχρι το τέλος του ματς, στο οποίο το Σικάγο επιβλήθηκε με 98-80 και διατήρησε το απόλυτο σε πέντε ματς (σε χρονιά που έφτασε σε 69 νίκες-13 ήττες, κι ενώ την περασμένη είχε πετύχει το 72-10), ο Αυστραλός δεν σκόραρε ξανά…
Μετά τη λήξη, ο «MJ» πήγε πάλι κοντά του και του είπε, τούτη τη φορά πιο δυνατά, πιο επιδεικτικά, ότι «Λουκ, δεν πρόκειται να πω ποτέ ξανά κάτι καλό για σένα».
Όπως αποκάλυψε σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ο Λόνγκλεϊ, «δεν το έκανε!».
Αν και απρόσμενο, μοναδικό, αυτό το κομπλιμέντο το άξιζε και με το παραπάνω. Γιατί βίωσε μία σπάνια εμπειρία, να μετρήσει σε 19 λεπτα 16π. και να… ξεπεράσει σε έναν αγώνα τον σπουδαίο συμπαίκτη του.
Ο Λουκ ήταν πρώτος σκόρερ του Σικάγο, μαζί με τους Πίπεν και Τόνι Κούκοτς, ενώ ο Μάικ έμεινε στους 15, με 6/14 σουτ, σε 35 λεπτά.
Αν και ο Λόνγκλεϊ πανηγύρισε τρεις τίτλους πρωταθλητή στο πλάι του «Αέρινου», εκείνη η βραδιά, εκείνο το «παράσημο», έμειναν εξίσου χαραγμένα στο μυαλό του. Αυτές τις ιστορίες, σπάνια τις αποκάλυπτε.
Ο Λουκ Λόνγκλεϊ γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1969 στη Μελβούρνη και από το 2001 που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, αποφάσισε να απομονωθεί στο σπίτι των παιδικών χρόνων του στην πιο δυτική γωνιά της Αυστραλίας.
Προτίμησε την ηρεμία και την ησυχία της πόλης Περθ και αρνούνταν ευγενικά τόσο συνεντεύξεις όσο και προτάσεις για διαφημίσεις από εταιρίες της πατρίδας του.
Η «αθόρυβη» ζωή ήταν εύκολη για τον σεμνό Λουκ. Έτσι ήταν και σε όλη την καριέρα του.
Παραδέχθηκε πως το τέλος της πορείας του στα γήπεδα του μπάσκετμπολ τον δυσκόλεψε ψυχολογικά… Για μία δεκαετία δεν παρακολούθησε ούτε ένα ολόκληρο αγώνα και παρομοίασε τη διάθεσή του «σαν να σε παρατά η κοπέλα σου. Το τελευταίο πράγμα που θες είναι να την συναντήσεις στο πρωινό».
Είχε ξεκινήσει την επαγγελματική καριέρα του με τη φανέλα των Περθ Ουάιλντκατς, το 1986, για μόλις δύο παιχνίδια. Το ύψος του προφανώς του έδειξε τον δρόμο.
Από το 1987 φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Νιου Μέξικο, στο οποίο πέρασε τα τέσσερα κολεγιακά χρόνια του με τον κόουτς Γκάρι Κόλσον, ο οποίος αρχικά ήθελε τον παιδικό φίλο του Λουκ, Άντριου Βλάχοβ (ο οποίος προτίμησε το Στάνφορντ).
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπου οι ψηλοί ακόμη δεν σούταραν τρίποντα και δεν έπαιζαν όπως στη συνέχεια ο Ντιρκ Νοβίτσκι, ένας καλός και δυνατός σέντερ ήταν πάντα στα «ραντάρ» των ομάδων του ΝΒΑ.
Οι Μινεσότα Τίμπεργουλβς τον επέλεξαν στο Νο7 του ντραφτ του 1991, ωστόσο ο Αυστραλός δεν δικαίωσε τις προσδοκίες, με τρεις απαρατήρητες σεζόν (μ.ό. 5,7π.-4,7ριμπ. σε 18΄).
Στις μέρες των «μάτσο» καλογυμνασμένων σέντερ στο ΝΒΑ, κάθε ψηλός που δεν ούρλιαζε στο κάρφωμα ή το ριμπάουντ έβλεπε πλάι στο όνομά του την υποτιμητική ταμπέλα του «soft»…
«Δεν νομίζω ότι οι αντίπαλοι με θεωρούσαν “μαλθακό”», είχε τονίσει. «Απλώς είμαι συνηθισμένος και δεν φωνάζω».
Σε ένα ερωτηματολόγιο προσωπικότητας στο κολέγιο, σε ερώτηση για το «αν θα αφήνατε κάποιον να σας κλέψει τη σειρά σε ουρά;», ο Λουκ είχε κυκλώσει την απάντηση «τις περισσότερες φορές».
Αυτός ο τύπος των 218 εκατοστών δεν ήταν κακό παιδί. Αυτό ενδεχομένως να του στοίχιζε στο παρκέ. Στις Η.Π.Α. τον χαρακτήρισαν και «αντιεμπορικό». Ίσως έφταιγε το σουλούπι του. Ίσως η έμφυτη ευγένειά του. Σημασία έχει πως την άνοιξη του 1994 κατάλαβε και ο ίδιος ότι, ενίοτε, σημασία έχει να είσαι στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή.
Ο κόουτς Φιλ Τζάκσον και ο GM Τζέρι Κράουζ τον έφεραν στο Σικάγο αντί του Στέισι Κινγκ. Ο Τζόρνταν, τότε, προσπαθούσε ακόμη να πείσει τον εαυτό του ότι θα γίνει παίκτης του μπέιζμπολ…
Όταν τον συνάντησε το 1995, ο Λουκ έγραψε στη βιογραφία του με τίτλο «Running with the Bulls» πως «δεν τον συμπαθούσα αυτόν τον τύπο!»
Γνώριζε πως μετά τους προκατόχους του στη θέση του σέντερ, Μπιλ Καρτράιτ και Ουίλ Περντού, θα ερχόταν και η δική του σειρά για τον κλασικό εκφοβισμό του «MJ»…
Ο μόνιμα ανικανοποίητος Τζόρνταν δεν δίσταζε να προσβάλλει τους συμπαίκτες του στις προπονήσεις.
Τον Ουίλ Περντού τον αποκαλούσε «Ουίλ Βάντερμπιλντ», γιατί δεν τον έκρινε τόσο καλό ώστε να φέρει επώνυμο από ένα καλό κολέγιο (σ.σ.: και το πραγματικό επώνυμο και η «προσβολή» του Μάικ ήταν συνωνυμία με πανεπιστήμια των Η.Π.Α.).
Όταν σε μία προπόνηση ο «Air» πάσαρε στον Λόνγκλεϊ ενώ «έκοβε» προς το καλάθι και ο Αυστραλός δεν συγκράτησε τη μπάλα, ο «κάπτεν» τού είπε με αυστηρό και απειλητικό ύφος: «Χάσε άλλη μία πάσα και η επόμενη θα σε χτυπήσει στο κεφάλι…».
Η ατάκα «διέρρευσε» στη στήλη του Σαμ Σμιθ (του βιβλίου «The Jordan Rules») στην εφημερίδα «Chicago Tribune». Ο Λουκ αρνείται ακόμη ότι το αποκάλυψε. Ο Τζόρνταν δεν τον πίστεψε.
«Ένα από τα πράγματα που δεν θα έκανα ποτέ θα ήταν να προβάλλω το “εγώ” μου», είχε πει. «Αυτός είμαι, αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, όμως μέσα στο παρκέ θα δώσω και την καρδιά μου για να νικήσει η ομάδα», είχε ξεκαθαρίσει.
Δεν πρόκειται να απαντούσε στις προκλήσεις του Μάικ. Άλλωστε, στο βιβλίο του είχε γράψει ότι «ήταν σαν μία αρκούδα να τα έβαζε με ένα κοάλα», για τον περιβόητο καυγά με… γροθιές μεταξύ του Τζόρνταν και του Στιβ Κερ σε προπόνηση!
Ο Τζόρνταν είχε παραδεχθεί εμμέσως τη χρησιμότητα του «αθόρυβου» Λόνγκλεϊ όταν στην αρχή της σεζόν 1996-1997, σε ένα ρεπό, ο Αυστραλός τραυμάτισε τον ώμο του ενώ έκανε body surfing στην Καλιφόρνια…
Αρχικά ο «μεγάλος» θύμωσε, καθώς απαιτούσε επαγγελματισμό από όλους. Τις πρώτες ημέρες της απουσίας του Λουκ, όμως, του τηλεφώνησε και του ζήτησε να επισπεύσει την επιστροφή του στους αγώνες. Καθώς, όπως του είπε, «μόνο εσύ μου “στήνεις” τόσο καλά τα σκριν στην επίθεση!».
Στο «Running with the Bulls», ο παλαίμαχος σέντερ του Σικάγο χαρακτήρισε «ημίθεο» τον Τζόρνταν. «Ήταν ο άρχοντας του μπασκετικού σύμπαντος», ήταν η γλαφυρή αναφορά του.
«Κρατούσε τον φωτεινό κεραυνό του στο ένα χέρι και τη μπάλα του μπάσκετμπολ στο άλλο. Υποτίθεται πως δεν θα με εντυπωσίασε και δεν θα με τρόμαζε κανένας στο ΝΒΑ… Ωστόσο, εκείνος τα έκανε και τα δύο. Δεν φοβήθηκα ποτέ να το παραδεχθώ».
Το 1998, αποχώρησαν από το Σικάγο τόσο ο «MJ» με τον Σκότι Πίπεν και τον Ντένις Ρόντμαν όσο και ο κόουτς Φιλ Τζάκσον, ο Λόνγκλεϊ έγινε ανταλλαγή στους Φίνιξ Σανς αντί των Μαρκ Μπράιαντ, Μπούμπα Ουέλς και του πρώην παίκτη της ΑΕΚ, Μάρτιν Μιούρσεπ.
Το 2000 παραχωρήθηκε στους Νικς, στο πλαίσιο συμφωνίας τεσσάρων ομάδων, η οποία έστειλε τον Πάτρικ Γιούινγκ στους Σιάτλ Σόνικς και τον Χόρας Γκραντ στους Λέικερς.
Ο Λόνγκλεϊ, λόγω προβλημάτων στον αστράγαλο, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 2001, με μ.ό. καριέρας 7,2π.-4,7ριμπ. σε 567 αγώνες.
Φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής Αυστραλίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988, το 1992 και το 2000 και από το 2013 ως το 2019 διετέλεσε βοηθός προπονητή στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα τη χώρας του.
Ο πατέρας του, Ρίτσαρντ, αρχιτέκτονας στο επάγγελμα, έπαιξε επίσης μπάσκετμπολ και έφτασε και σε δύο προεπιλογές της Εθνικής για Ολυμπιακούς Αγώνες. Η μητέρα του, Σου Χάνσεν-Σμιθ, ασχολούνταν με την ιππασία αλλά δοκίμασε κι εκείνη με την πορτοκαλί μπάλα.
Ενώ ο μικρός αδερφός του, Γκριφ, δημοσιογράφος, είχε αγωνιστεί επίσης για λίγο στους Περθ Ουάιλντκατς και ο άλλος αδερφός τους, Σαμ, είναι ρεπόρτερ και ηθοποιός.
Η απουσία του Λουκ Λόνγκλεϊ από το ντοκιμαντέρ «The Last Dance», την άνοιξη του 2020, για την τελευταία σεζόν του Τζόρνταν στους Μπουλς, προκάλεσε απορίες.
Ο σκηνοθέτης, Τζέισον Χέχιρ, εξήγησε ότι «λόγω προϋπολογισμού δεν ήταν εφικτό ένα ταξίδι στην Αυστραλία», για συνέντευξη με τον παλαίμαχο σέντερ των Μπουλς.
Ο Τζόρνταν εμφανίστηκε και πάλι επικριτικός σε πολλούς πρώην συμπαίκτες του στο ντοκιμαντέρ, αλλά ο Λουκ αποκρίθηκε για το γεγονός ότι δεν συμπεριλήφθηκε σε αυτό πως «είδα όσα είχα να δω από τον Μάικ»…
Παρά τις όποιες διαφωνίες ή διαφορές με τον Μάικλ Τζόρνταν, ο Λουκ Λόνγκλεϊ κρατά τις καλές στιγμές, «τα όσα έμαθα δίπλα του» και, φυσικά, τα τρία δαχτυλίδια πρωταθλητή.
Μία πυρκαγιά στο σπίτι του στο Φρίμαντλ, το 2007, άφησε αρχικά υπόνοιες ότι ο Αυστραλός έχασε όλα τα μπασκετικά κειμήλιά του. Ωστόσο ο ίδιος ανέφερε ότι κάηκε μόνο μία ομαδική φωτογραφία με τους Μπουλς του 1996.
Δεν τον ενοχλεί που πολλοί Αυστραλοί σύγχρονοι παίκτες, εκτός από τους Μπεν Σίμονς, Τζο Ίνγκλς και Θον Μέικερ, δεν γνωρίζουν ότι έχει στεφθεί τρις πρωταθλητής ΝΒΑ. Και δεν τον προσβάλλουν οι συγκρίσεις.
Στην Αυστραλία θεωρείται από πολλούς «ο Έντμουντ Χίλαρι του μπάσκετμπολ της Αυστραλίας». Ο Χίλαρι, ένας ορειβάτης από τη Νέα Ζηλανδία, ήταν μαζί με τον Τένσινγκ Νόργκεϊ οι πρώτοι άνθρωποι οι οποίοι στις 29 Μαΐου 1953 ανέβηκαν στην κορυφή του Έβερεστ! Ο Λόνγκλεϊ ήταν ο πρώτος Αυστραλός που έγινε ντραφτ στο ΝΒΑ και επίσης ο πρώτος που κατέκτησε τίτλο στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου!
Έμαθε από μικρός να διαχειρίζεται και τις προσδοκίες (δίχως αυτή η διαχείριση να σημαίνει αυτομάτως και εκπλήρωση) και κατάλαβε, στο πλάι του Μάικλ Τζόρνταν, το κόστος της νίκης…
Η δική του δημοσιότητα, στην πραγματικότητα, κράτησε πολύ περισσότερο από εκείνο το δωδεκάλεπτο στο Ντιτρόιτ. Και μπορεί να μονολογεί ή και να βροντοφωνάζει ότι πάτησε και αυτός σε ένα μπασκετικό «Έβερεστ».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ο «Πρώτος Χορός» του Μάικλ Τζόρνταν / Η απογείωση του Μάικλ Τζόρνταν
Ο Χόρας Γκραντ φορούσε γυαλιά για τα παιδιά, αλλά… αγριοκοίταξε τον Μάικλ Τζόρνταν
Σκότι Πίπεν: Η Σκιά Του Ινδιάνου / Η αβάσταχτη απλότητα του (περίπλοκου) εαυτού του Ντένις Ρόντμαν
Η τραγωδία έκανε τον Στιβ Κερ να μην βλέπει τον κόσμο απλώς ως μπάλα