Η Ευρωλίγκα είναι ίσως το καλύτερο πρωτάθλημα μπάσκετ στον κόσμο, μετά το ΝΒΑ. Έχω αγωνιστεί στη διοργάνωση για έξι χρόνια, έχω κατακτήσει δύο τρόπαια και το όνειρο κάθε καλαθοσφαιριστή που παίζει στην Ευρώπη είναι να αγωνιστεί σε αυτή τη λίγκα.
Είναι κορυφαίο επίπεδο και σε κάνει πολύ καλύτερο ως αθλητή, αν κατορθώσεις να ζήσεις αυτή την εμπειρία.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ενώ η Ευρωλίγκα ξεκίνησε ως ένα πρωτάθλημα για να καλύψει την αδυναμία της FIBA και αρχικά το κατάφερε, αυτή την περίοδο παρουσιάζει κάποιες παθογένειες.
Ως λίγκα, δεν έχει πετύχει να εξασφαλίσει τα έσοδα που απαιτούνται και, επίσης, άρχισε με άδεια συμμετοχής για δύο Αμερικανούς και πλέον δεν υπάρχει όριο στη χρησιμοποίηση μη γηγενών παικτών…
Το παιχνίδι του μπάσκετ άλλαξε κατά πολύ από το 2000, χρονιά εκκίνησης της Ευρωλίγκας. Έχει γίνει πιο γρήγορο και οι δίχως όρια Αμερικανοί τού προσδίδουν ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα, με πολύ περισσότερες κατοχές ανά λεπτό.
Αυτό, ωστόσο, σε συνδυασμό με τα διπλά ματς σε συγκεκριμένες εβδομάδες της κανονικής περιόδου, που συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα για πρακτικούς κι εμπορικούς σκοπούς -ώστε να οι καλύτερες ομάδες να αγωνίζονται περισσότερες φορές-, καταλήγει να εξουθενώνει τον Ευρωπαίο μπασκετμπολίστα.
Κάτι που μειώνει αισθητά τη διάρκεια της καριέρας του, λόγω των τόσο πολλών και συνεχών αγώνων, παράλληλα με τις εγχώριες λίγκες της Ευρώπης…
Ταυτόχρονα, αρκετοί προπονητές των ομάδων της Ευρωλίγκας, δεν έχουν προσαρμοστεί σε αυτό το αγωνιστικό πλάνο.
Λόγω της εμπειρίας μου και στην Ευρωλίγκα και στο ΝΒΑ, έχω την ευχέρεια να συγκρίνω τις συνθήκες και τις καταστάσεις.
Η προπόνηση που διεξάγεται στην Ευρώπη είναι κυριολεκτικά σαν αγώνας. Σε αντίθεση με την Αμερική, όπου είναι μικρής διάρκειας και χωρίς μεγάλη ένταση και επαφών των αθλητών, μεταξύ των πολλών ματς.
Στο ΝΒΑ το λεγόμενο training camp, η προετοιμασία έχει συγκεκριμένη διάρκεια ενός μήνα και για τις 30 ομάδες (δύο εβδομάδες προπόνησης, με ενδιάμεσα ρεπό και δύο εβδομάδες φιλικά). Στην Ευρώπη, όμως, οι προπονητές αποφασίζουν κατά το δοκούν για την καλοκαιρινή προετοιμασία, με κινδύνους οι παίκτες να «καούν» νωρίς.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα οι Σέρβοι κόουτς, οι οποίοι ακόμη και στις μέρες μας επιλέγουν εξαντλητικές προετοιμασίες ή προπονήσεις.
Στα μέρη μας, η πλειοψηφία των κόουτς, με την έντονη και σε μεγάλη ένταση ή διάρκεια προπόνηση δεν δείχνει να πορεύεται με τις συνθήκες της σεζόν, αλλά πετυχαίνουν το αντίθετο αποτέλεσμα, επιβαρύνοντας τον παίκτη τους…
Στις Η.Π.Α., έχω αγωνιστεί σε δύο διαφορετικές περιόδους από πέντε αγώνες σε διάρκεια οκτώ ημερών. Και μάλιστα σε διαφορετικές πολιτείες.
Τα ταξίδια μας με τους Σιάτλ ΣουπερΣόνικς, όμως, ήταν όλα με πτήση τσάρτερ και πάντα σε μικρά αεροδρόμια. Στην Αμερική έφτανες απίστευτα γρήγορα στον προορισμό σου, από οποιαδήποτε πόλη, οποιαδήποτε ώρα.
Στην Ευρώπη δεν είναι εφικτό αυτό, με τα διαφορετικά σύνορα και χωρίς μικρά ιδιωτικά αεροδρόμια ή ιδιωτικά αεροσκάφη για τους συλλόγους.
Αυτό αποτελεί επιπλέον κούραση για τους αθλητές.
To ΝΒΑ συμφώνησε το 2015 με την εταιρία Delta Airlines Inc. και οι 27 από τις 30 ομάδες της Λίγκας ουσιαστικά νοίκιασαν από ένα ιδιωτικό αεροπλάνο. Όχι απλώς για την ευκολία της μετακίνησης δίχως ελέγχους και αναμονή στα αεροδρόμια, αλλά και για την καλύτερη εξυπηρέτηση των παικτών, σε τζετ με μεγάλους χώρους.
Οι Αμερικανοί, όταν διαπίστωσαν ότι ο Γκρεγκ Πόποβιτς ξεκούραζε τον Τιμ Ντάνκαν ή ο Μάικ Μπράουν έκανε το ίδιο με τον ΛεΜπρον Τζέιμς στο Κλίβελαντ, άρχισαν να μην χρησιμοποιούν σε κάθε αναμέτρηση τους κορυφαίους παίκτες τους.
Αυτό συμβαίνει και στις μέρες μας πολύ συχνά. Με πρόσφατα παραδείγματα αυτά των Τορόντο Ράπτορς και των Λος Άντζελες Κλίπερς, με την προφύλαξη του Κουάι Λέοναρντ μέσα στην κανονική περίοδο. Συχνά, μάλιστα, με κόστος και μία υψηλότερη κατάταξη στη βαθμολογία.
Κατάλαβαν την κόπωση που προκαλούν στους παίκτες τα συνεχή παιχνίδια, με αποτέλεσμα οι φίλαθλοι να πληρώνουν ακριβά εισιτήρια, αλλά να μην παρακολουθούν κάποιες φορές τους μεγάλους αστέρες. Το ΝΒΑ, επιθυμώντας να σταματήσει το λεγόμενο load management θέλησε να μειώσει τα πολλά back to back ματς και τα πολλά ταξίδια σε λίγες μέρες.
Εξαίρεση προφανώς θα είναι η σεζόν 2020-2021, καθώς λόγω κορονοϊού και των επερχόμενων Ολυμπιακών Αγώνων, η ρέγκιουλαρ σίζον θα περιλαμβάνει 72 αντί για 82 αγώνες και με μία ενδιάμεση διακοπή σχεδόν μίας εβδομάδας, στα μισά της χρονιάς.
Οι κόουτς και οι παράγοντες κατάλαβαν ότι σημασία έχει οι μεγάλοι σταρ τους να είναι έτοιμοι και «φρέσκοι» στα πλέι οφς του Απριλίου, έχοντας αγωνιστεί σε λιγότερα παιχνίδια κατά τη διάρκεια της ρέγκιουλαρ σίζον.
Στην Ευρωλίγκα αυτό δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό ή κατανοητό.
Στην Ευρώπη, αφού «χαθούν» Ευρωπαίοι σταρ και δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν όπως πρέπει, λόγω αναπόφευκτων τραυματισμών, τότε μόνο θα αρχίσουν οι προπονητές να τους ξεκουράζουν στις διπλές αγωνιστικές μίας εβδομάδας.
Θα είναι, πλέον, πολύ αργά, όταν διαπιστώσουν ότι οι τόσοι πολλοί αγώνες ίσως αναγκάσουν ομάδες να ξεκουράζουν τους σταρ, με αποτέλεσμα να συμβεί το ίδιο με το ΝΒΑ και ο κόσμος να πληρώνει εισιτήρια ή συνδρομητικά δίκτυα, αλλά να μην απολαμβάνει τους κορυφαίους παίκτες.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο είναι πως, πια, η Ευρωλίγκα δεν δίνει καμία ευκαιρία στα εθνικά πρωταθλήματα, όπως παλαιότερα.
Μία ομάδα που επιθυμούσε να εξασφαλίσει τη συμμετοχή της σε ευρωπαϊκή διοργάνωση και να αγωνιστεί και να δοκιμάσει τις δυνατότητές της, δεν έχει πολλές ευκαιρίες.
Ένας σύλλογος δεν έχει δικαίωμα να δώσει νέο «αέρα» και μία ευκαιρία σε μία χώρα ή σε μία πόλη, για να αναδειχθεί.
Η Ευρωλίγκα, με όλο και περισσότερα εγγυημένα συμβόλαια συμμετοχής, έγινε ουσιαστικά μία «κλειστή» λίγκα. Απευθύνεται σε συγκεκριμένες ομάδες και αγορές -παρά την αντίθετη «εξαγγελία» της διοργανώτριας αρχής να «επεκταθεί» σε περισσότερες χώρες- και πραγματικά δεν πείθει ότι αυτό το «“κλειστή” λίγκα» έχει καλύψει τις ανάγκες των ομάδων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι υψηλότερο τηλεοπτικό συμβόλαιο είναι αυτό της NOVA, από την Ελλάδα, που έχουν ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός και αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή εσόδων όλων των ομάδων…
Στην Αμερική, στο ΝΒΑ, υπάρχουν 450 συμβόλαια αθλητών, εκ των οποίων σχεδόν τα μισά κάθε χρόνο προέρχονται από το NCAA.
Το κολεγιακό είναι ένα πρωτάθλημα στο οποίο ένας παίκτης από την ηλικία των 18 ως των 22 ετών μπορεί να αγωνίζεται συστηματικά και να παίζει σε πολύ υψηλό επίπεδο.
Η διαφορά με την Ευρώπη είναι χαοτική, καθώς δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο και οργανωμένο για έναν 18χρονο. Ένας αθλητής σε αυτή την ηλικία είναι υποχρεωμένος να βρει τον δρόμο του, προκειμένου να καταφέρει να αγωνιστεί στην Ευρωλίγκα, κάποια στιγμή.
Είτε ως ένα εξαιρετικό ταλέντο είτε έχοντας «ξοδέψει» πάρα πολλά χρόνια δεξιά και αριστερά, σε διάφορα και διαφορετικά επίπεδα και πρωταθλήματα.
Αυτό, αυτομάτως, εξελίσσεται σε μειονέκτημα. Διότι μία ομάδα Ευρωλίγκας θα στραφεί κυρίως στην ευκολότερη λύση ενός «έτοιμου» Αμερικανού. Ενός ξένου με περισσότερα ματς στα πόδια του και, κατά βάση, πολύ πιο γρήγορου και αθλητικού, ώστε να καλύψει τις ανάγκες της.
Η Ευρωλίγκα, όμως, απευθύνεται κατά κύριο λόγο στην Ευρώπη και στον κόσμο της. Ποιος θέλει να παρακολουθεί δέκα Αμερικανούς στην ίδια ομάδα;
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της σεζόν 2020-2021 είναι η Μπασκόνια, η οποία στο ρόστερ της δεν έχει ούτε έναν Ισπανό παίκτη!
Κατά συνέπεια, τοπικά πρωταθλήματα, όπως και το ελληνικό, απαξιώνονται.
Οι ελληνικές ομάδες που συμμετέχουν στην Ευρωλίγκα επιθυμούν το όριο των έξι ξένων, ώστε να έχουν ένα όσο το δυνατόν πιο ισορροπημένο ρόστερ και για τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις τους.
Είναι λογικό αυτές οι ομάδες να μην θέλουν μείωση των μη γηγενών, καθώς αν αποκτήσουν περισσότερους ξένους για την Ευρωλίγκα, θα είναι δύσκολη η εξασφάλιση αγωνιστικής «χημείας» μεταξύ των αγώνων με διαφορετικές συνθέσεις.
Στη Basket League το ενδιαφέρον χάνεται όταν ο φίλαθλος καλείται να παρακολουθήσει 10-12 Αμερικανούς να τρέχουν στο παρκέ. Μειώνεται και, τελικά, χάνεται το εγχώριο στοιχείο και η ιδιαιτερότητα που συνδέει τον άνθρωπο στην εξέδρα με την ομάδα της προτίμησής του…
Μπορεί οι Αμερικανοί να είναι είτε σούπερ σταρ είτε θεαματικοί, όμως δεν πρέπει να αποτελούν τον πυρήνα μίας ομάδας και να είναι περισσότεροι σε αριθμό από εκείνον των ντόπιων αθλητών.
Ενδεχομένως, πάντως, οι λιγότεροι Αμερικανοί στις ομάδες να «μεταφράζεται» σε καλύτεροι Αμερικανοί.
Αθλητές οι οποίοι, τουλάχιστον στην Ελλάδα και όχι στο ήδη υψηλό αγωνιστικό επίπεδο της Ευρωλίγκας, θα μπορούν να αναβαθμίζουν πραγματικά το πρωτάθλημα της Α1 και να το διαφημίζουν, όπως κάνουν στην τρέχουσα σεζόν κάποιοι νέοι Έλληνες.
Το Basketball Champions League, από την άλλη, κάνει μεγάλη προσπάθεια. Ωστόσο θεωρώ ότι η FIBA άργησε 15 χρόνια να κάνει την κίνησή της.
Θεωρώ ότι η Ευρωλίγκα έχει παγιώσει ένα επίπεδο οργανωτικό το οποίο δύσκολα θα αλλάξει. Προφανώς θα εξακολουθήσει να είναι το καλύτερο πρωτάθλημα, εκτός ΝΒΑ, για αρκετά χρόνια.
Το BCL, πάντως, προσπαθεί να πλησιάσει με καλές οργανωτικές κινήσεις, δίχως να επιχειρεί απαραίτητα να μιμηθεί την Ευρωλίγκα.
Η τελευταία, όμως προσπαθεί να «κοπιάρει» το ΝΒΑ σε μεγάλο βαθμό. Βεβαίως, είναι πολλά βήματα πίσω στον τομέα του μάρκετινγκ και έχει σύνορα που διαχωρίζουν τις αποφάσεις και τους αγώνες.
Διαφωνεί με επιδεικτικό τρόπο με τα «παράθυρα» της FIBA, ώστε να μην αγωνίζονται οι καλύτεροι παίκτες στους αγώνες των προκριματικών Ευρωμπάσκετ ή Παγκοσμίου Κυπέλλου και αυτό απαξιώνει και τις Εθνικές ομάδες…
Η Ευρωλίγκα διαθέτει μεν το δικό της, ξεχωριστό καλεντάρι, όμως επιλέγει να μην έχει συνεργασία με τίποτα και με κανέναν φορέα του αθλήματος.
Αυτό μπορεί να μοιάζει καλό και δυναμικό, μόνο όσο παίζεται μπάσκετ.
Αλλά όταν κάποιοι χορηγοί το εγκαταλείψουν ή όταν πολλές ομάδες διαμαρτύρονται ότι δεν εισπράττουν αυτό που περίμεναν και που αξίζουν (ανταποδοτικά για όσα προσφέρουν), εκεί ακριβώς αρχίζει και διαιωνίζεται το πρόβλημα.
Κυρίως, η Ευρωλίγκα αποδεικνύεται ότι δεν αναπτύσσει το ευρωπαϊκό μπάσκετ σε κανένα επίπεδο. Απλώς παίζεται το καλύτερο μπάσκετ της Ευρώπης στη λίγκα της. Δεν αναπτύσσει νεαρούς αθλητές, δεν βοηθά τα εθνικά πρωταθλήματα και τους συλλόγους να αναδείξουν νέα ταλέντα και δεν συνεργάζεται με την παγκόσμια ομοσπονδία.
Δεν δείχνει διάθεση να είναι στην πραγματικότητα κομμάτι του ευρωπαϊκού μπάσκετ και να το προβάλλει προς τα έξω.
Αυτό που πετυχαίνει η διοίκηση της Ευρωλίγκας, η οποία εμφανίζεται σχετικά αυταρχική, είναι να μειώνει το άθλημα στην Ευρώπη, αντί να βοηθά στην εξέλιξή του.
Ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης είναι παλαίμαχος διεθνής καλαθοσφαιριστής και νυν πρόεδρος του Π.Σ.Α.Κ..
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ανδρέας Γλυνιαδάκης: «Κυνήγησε το όνειρό σου» / «Ψυχοθεραπεία» / «Το Μπάσκετ Δεν Τελειώνει» / «Ευκαιρία για αλλαγή» / «Όταν σβήνουν τα φώτα» / «Πώς χρεοκοπούν οι αθλητές» / «Το lockdown σκοτώνει το μπάσκετ» / «ΝΒΑ ντραφτ σημαίνει ευκαιρία» / «Ο αθλητισμός που θέλουμε»