Όσο πιο σπάνιο, όσο πιο μονάκριβο, τόσο πιο συλλογικό, τόσο πιο “οικουμενική” περιουσία. Σε αυτό το οξύμωρο περικλείεται η σημασία και η αξία του.
Από τις πρώτες φορές που κλώτσησε τη μπάλα στην Πράια Ντο Μπέχα, κατέστη σαφές ότι τον υπάκουε. Δεν είχε το κλασσικό κίνητρο του βραζιλιάνικου παραμυθιού που θέλει τα παιδιά από τις favelas να αναζητούν διέξοδο στο ποδόσφαιρο. Τούτος ήταν γιος εύπορης οικογένειας, η μπάλα ήταν για εκείνον διασκέδαση, κόλπα, jogobonito.
Έτσι μεγάλωσε, έτσι γαλουχήθηκε, έτσι ξεχώρισε.Τον πρόσεξαν πολύ γρήγορα, δεν είχε καν ενηλικιωθεί, όταν ήρθαν από το γειτονικό Μπελέμνα τον δουν. Εντυπωσιάστηκαν. Ο μικρός έτρεχε με το κεφάλι ψηλά, πάσαρε, σούταρε, πάνω απ’ όλα τρίπλαρε με χαρακτηριστική άνεση. Συνομηλίκους και μεγαλυτέρους του, δεν είχε καμία σημασία ποιον είχε μπροστά του.
Σχεδόν άμεσα η ιστορική Τούνα Λούσο Μπραζιλέιρα τού έβγαλε δελτίο, το μικρό γηπεδάκι, Francisco Vasques, του Μπελέμ ήταν το πρώτο του παλκοσένικο. Στα 17 του χρόνια υστερούσε μόνο τακτικά, άλλωστε ουδέποτε είχε μπει σε καλούπια, πάντα το κέφι του προσπαθούσε να κάνει με τη μπάλα.
Πολύ γρήγορα οι ιθύνοντες αντιλήφθηκαν ότι αυτό το μελαμψό ψηλόλιγνο αγόρι πρέπει να προσεχθεί, να πάρει παιχνίδια, να “ματώσει”. Τον έστειλαν στην Τάσα Ντε Λουζ για έναν χρόνο να “ψηθεί”. Σκόραρε 29 φορές σε 23 αγώνες στη χαμηλότερη κατηγορία, μοίρασε αμέτρητες ασίστ, έκανε ό,τι ήθελε τους αντιπάλους του.
Πριν κλείσει τα 19 η Τούνα τον έφερε πίσω, του πρόσφερε φανέλα βασικού. Ανταπέδωσε με πολλά γκολ, αγωνιζόμενος πια ως καθαρός δεύτερος επιθετικός. Είχε βρει τη θέση του στο χορτάρι, παρά το γεγονός ότι σε όλη του την καριέρα κατηγορήθηκε ως «άθεσος». Μέχρι τα 20 όλοι του οι προπονητές τον έβαζαν “10άρι”, η επαφή του με το γκολ όμως ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητη.
Στην Τούνα δεν ήταν πρωταγωνιστής, δεν ήταν ο σταρ και αυτό εμπόδιζε την εξέλιξή του. Αποφάσισε να πάει στο αντίπαλο στρατόπεδο, στην έτερη ομάδα του Μπελέμ, τη Ρέμο. Νέο περιβάλλον, παλιές συνήθειες. σκάρτο πεντάμηνο και τα γκολ συνέχισαν να πέφτουν βροχή, το μελαμψό παιδί στα 21 του χρόνια είναι βέβαιο ότι θα γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και θα βγάλει πολλά λεφτά από το ποδόσφαιρο.
Το όνομά του ξεπερνούσε πια τα στενά όρια του Παρά, οι “ποδιές” του γίνονταν μύθος και ταξίδευαν από στόμα σε στόμα, τα παιδάκια στην Αμπαετούμπα προσπαθούσαν να αντιγράψουν τις κινήσεις με το “μυτάκι”, την κλειστή τρίπλα, τις λόμπες, τα sombreros. Αμέσως παίρνει προαγωγή για τη “μεγάλη” ομάδα της επαρχίας, την Παπάο Ντε Κουρούζου (γνωστή ως Παϊσαντού στην Ευρώπη), την ομάδα των τίτλων. Δώδεκα παιχνίδια, δέκα γκολ. Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει.
Αυτός ο ποδοσφαιριστής δεν χρειάζεται πουθενά χρόνο προσαρμογής, σε οποιαδήποτε ομάδα εγκλιματίζεται αμέσως, σκοράρει αμέσως, “κολλάει” αμέσως. Είναι ένας καλλιτέχνης του ποδοσφαίρου, ένα παιδί που αδιαφορεί για τακτική, πλάνο, συστήματα και παίζει για τον κόσμο και το ίδιο το ποδόσφαιρο. Όταν αυτά που επιχειρεί “πιάνουν”, τον συγκρίνουν ακόμα και με τον Πελέ, όταν απλώς κάνει τη δουλειά του είναι χάρμα οφθαλμών για την κερκίδα.
Λίγο πριν τα 22 του χρόνια έρχεται η σοβαρή πρόσκληση, καλείται να παίξει ποδόσφαιρο “που μετράει” μακριά από τα στενά όρια της επαρχίας όπου γεννήθηκε και ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά. Θα μετακομίσει στο Σάο Κάρλος, στο φημισμένο Σάο Πάουλο και την Γκρέμιο. Είναι υπό τη στενότατη παρακολούθηση της μεγάλης ομάδας του Campeonato Paulista και μιας από τις πιο φημισμένες ομάδες ολόκληρης της υφηλίου, της Σάντος. Nαι, της Σάντος «του Πελέ».
Κι όσο κι αν φαντάζει απίστευτο, είναι ο ίδιος ο Πελέ που, μετά από μόλις 18 εμφανίσεις με τη φανέλα της Σαοκαρλένσε, θα τον καλέσει στη Σάντος. Ο μύθος Πελέ τον πήρε υπό την προστασία του, είδε στο πρόσωπό του έναν ποδοσφαιριστή που συνδύαζε ταλέντο και τεχνικές αρετές, ικανές να αναστήσουν τη Σάντος που εκείνον τον καιρό δεν διήγαγε και τις καλύτερες των ημερών της.
Η ομάδα είχε χρέη, χρήματα δεν υπήρχαν, είχε μείνει μακριά από τους τίτλους και μπορούσε μόνο να ποντάρει σε νεαρούς και άγνωστους ποδοσφαιριστές από μικρότερα κλαμπ αλλά με δυνατότητα εξέλιξης. Τέτοιος ακριβώς ήταν ο Ζιοβάνι που κατέφθασε στο Vila Belmiro χωρίς τυμπανοκρουσίες αλλά με την ευλογία του Πελέ. Και η ευλογία του Πελέ ήταν και είναι κάτι σαν Παλαιά και Καινή Διαθήκη μαζί για τους οπαδούς της Σάντος.
O Ζιοβάνι θα γίνει το απόλυτο είδωλο στο Σάο Πάουλο, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είναι το αστέρι της Σάντος, η ηγετική φυσιογνωμία στην επίθεση που οδηγεί την ομάδα στην κατάκτηση της δεύτερης θέσης μετά από χρόνια στο Βραζιλιάνικο Πρωτάθλημα, όπως και στο Paulista. Μαζί με Τζαμέλι, Γκάλο και την υπόλοιπη παρέα, είχε σχηματιστεί μια πολύ δυνατή ομάδα που έφτασε μια ανάσα από τον τίτλο, ειδικότερα μετά τα παιχνίδια εναντίον της Φλουμινένσε στα ημιτελικά. Παρά την ήττα με 4-1 στο Ρίο, η Σάντος κονιορτοποιεί την «Φλου» στη ρεβάνς με 5-2 και τον Ζιοβάνι πρωταγωνιστή με δύο γκολ και δύο ασίστ.
Εάν η διαιτησία του Μάρσιο Ρεζέντε Ντι Φρέιτας ήταν πιο σωστή, το σκορ θα ήταν μεγαλύτερο και ο τίτλος θα κατέληγε στα «Peixe» («Ψάρια») και όχι στη «Botafogo». Ο Ζιοβάνι έκλεισε τη σεζόν πρώτος σκόρερ της Σάντος με 17 γκολ στο Brasileirão και του απονεμήθηκε το βραβείο του παίκτη της χρονιάς από το γνωστό περιοδικό της Βραζιλίας, «Placar».
Ήδη το όνομά του άρχισε να ακούγεται και εκτός των στενών ορίων του Βραζιλιάνικου Πρωταθλήματος και οι διάφοροι scouts πλήθαιναν στις εξέδρες του Vila Belmiro.
Ο Ζιοβάνι όμως δεν ήθελε να φύγει από το Σάο Πάουλο όπου τον λάτρευαν σαν Μεσσία. Οι Torcidas της Σάντος και ειδικά η ιστορική Força Jovem, τον είχαν αναγορεύσει απόλυτο προφήτη και εκφραστή των ιδανικών του club, είχε δημιουργηθεί μέχρι και σέχτα οπαδών – “μαρτύρων” της θρησκείας του.
Ήταν αδύνατο για έναν τόσο συναισθηματικό τύπο να αφήσει τόσο μεγάλες εκδηλώσεις λατρείας για να παίξει στην Ευρώπη, στο άγνωστο και πολύ πιο δύσκολο ποδόσφαιρο της ηπείρου μας. Έχει ήδη βάψει τα μαλλιά του κόκκινα, προκειμένου να δηλώσει αιώνια πίστη στην ομάδα, εκφράζει την επιθυμία να μείνει και να βοηθήσει για το πολυπόθητο Πρωτάθλημα.
Κάπου εκεί έρχεται και η κλήση στην Εθνική Βραζιλίας, το απόλυτο φετίχ για κάθε ποδοσφαιριστή από τη χώρα της σάμπας, η κορύφωση της καταξίωσης και αναγνωρισιμότητας. Ο Ζιοβάνι πλέον δεν άνηκε στο club των ολίγων ή των scouts που τον είχαν ξεχωρίσει, συστήθηκε σε σύσσωμο το ποδοσφαιρικό κοινό στον Τελικό του Umbro Cup τον Ιούνιο του 1995 εναντίον της Αγγλίας στο Wembley, μπροστά σε 70.000 κόσμο.
Ήταν ένα όνειρο, αντικατέστησε τον μεγάλο Ρονάλντο (τότε ακόμη στην Ολλανδία με την PSV) και συμμετείχε στο τρίτο γκολ της «Seleção» από τον Εντμούντο που παγίωσε την επικράτηση της Βραζιλίας με 3-1. Δύο πράγματα έγιναν καθόλα βέβαια έκτοτε: πρώτον ο Ζιοβάνι θα γίνει μόνιμο μέλος εκείνης της τρομακτικής φουρνιάς των Βραζιλιάνων και δεύτερον θα ήταν η τελευταία του σεζόν στο Βραζιλιάνικο Πρωτάθλημα.
Κλείνει τη μαγική διετία στη Σάντος με περισσότερα γκολ από συμμετοχές (36 συμμετοχές – 37 γκολ) και έχει μετατραπεί σε μήλον της έριδος για τις κορυφαίες ευρωπαϊκές ομάδες. Πλειοδοτεί η Μπαρτσελόνα του σπουδαίου Σερ Μπόμπι Ρόμπσον που καταθέτει μια πρόταση 5.5 εκατ. ευρώ στη Σάντος για να τον κάνει μόνιμο κάτοικο Καταλoνίας.
Ο Ζιοβάνι δεν το σκέπτεται λεπτό, όχι τόσο λόγω της οικονομικής προσφοράς όσο εξ αιτίας του γεγονότος πως οι «Blaugrana» ταυτόχρονα με τον ίδιο φέρνουν στο Camp Nou και το διόσκουρό του στην Εθνική, Ρονάλντο. Η Μπαρτσελόνα εκείνης της σεζόν μοιάζει αποφασισμένη να σαρώσει τους πάντες στο διάβα της, πέραν των δύο Βραζιλιάνων αποκτά και τους Μπαΐα, Κόουτο, Πίτσι, επιστρέφει ο αγαπημένος της εξέδρας, Χρίστο Στόιτσκοφ, δημιουργείται ένας πυρήνας ποδοσφαιριστών που σπέρνουν τρόμο και καθοδηγούνται από τη σοφία του Ρόμπσον, το ανερχόμενο άστρο του Ζοσέ Μουρίνιο και τον έτερο βοηθό, Αντρέ Βίλας Μπόας.
Ο Ζιοβάνι προσαρμόζεται άμεσα και, όπως ήταν αναμενόμενο, συνθέτει ένα φονικό δίδυμο με το «Φαινόμενο», Ρονάλντο.
Πανηγυρίζει ουσιαστικά την κατάκτηση όλων των στόχων της «Μπάρτσα» εκτός από τη Liga, η οποία χάνεται για δύο μόλις βαθμούς από την αιώνια αντίπαλο, Ρεάλ. Ο Ρόμπσον τον έχει τοποθετήσει πιο κοντά στο χώρο του κέντρου, προσπαθεί να τον μετατρέψει σε έναν σύγχρονο trequartista, ο οποίος με την ποιότητα και την έφεση σε όλους τους τομείς του επιθετικού παιχνιδιού διευκολύνει τα μέγιστα τον εξωγήινο στην παρθενική του σεζόν, Ρονάλντο.
Copa del Rey, Κύπελλο Κυπελλούχων, Super Cup, η «Μπάρτσα» κατακτά τα πάντα, η δεύτερη θέση όμως πίσω από τη Ρεάλ δεν χωνεύεται εύκολα. Ο Ζιοβάνι έχει ολοκληρώσει τη χρονιά με επτά γκολ, χαρίζοντας μοναδικές στιγμές στον κόσμο με τα περίφημα κόλπα του και την εξαιρετική τεχνική του.
Το καλοκαίρι όμως θα συμβεί το κομβικότερο παράπλευρο γεγονός που θα επηρεάσει την καριέρα του. Ο ιστορικός Πρόεδρος της «Μπάρτσα», Γιόσεφ Λουίς Νούνιες, αποφασίζει να φέρει στη Βαρκελώνη, καθ’ υπόδειξη του Κρόιφ, το πιο hot όνομα προπονητή στην αγορά, τον αρχιτέκτονα του μεγάλου Άγιαξ της δεκαετίας του ’90, Λουίς Φαν Χάαλ.
Ο Ολλανδός στα 46 του χρόνια και με την άκρως επιτυχημένη πορεία στη χώρα του θεωρείται ο απόλυτος guru του αθλήματος, αναμορφωτής, επαναστάτης, προφήτης του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Εν μέρει όλα αυτά ίσχυαν, το νόμισμα όμως ανέκαθεν έχει δύο όψεις και στα τρομερά θετικά στοιχεία του Φαν Χάαλ προστίθεντο και τα αρνητικά του χαρακτήρα του, οι εμμονές του, κυρίως η αλαζονική συμπεριφορά και η πίστη στο δόγμα “my way or no way”.
Η Μπαρτσελόνα συμπληρώνει τη βραζιλιάνικη παροικία της με τον mvp της Λα Κορούνια, Ριβάλντο, αλλά χάνει το «Φαινόμενό» της, Ρονάλντο, ο οποίος με μεταγραφή-ρεκόρ μετακομίζει στο Μιλάνο και την Ίντερ. Οι αντικαταστάτες του, Σόνι Άντερσον και Κριστόφ Ντιγκαρί, σε καμία περίπτωση δεν αναπληρώνουν το κενό, ο Ριβάλντο δυσκολεύεται πολύ να προσαρμοστεί στο ρόλο του αριστερού επιθετικού χαφ και ο Ζιοβάνι αδυνατεί να ακολουθήσει το αθλητικό και πολύ πιο αυτοματοποιημένο παιχνίδι της «Μπάρτσα».
Η ομάδα κατακτά τον τίτλο, αλλά ο κόσμος γκρινιάζει για το θέαμα, η «Μπάρτσα» έχει γίνει κυνική, λιγότερο θεαματική, η πώληση του Ρονάλντο δεν συγχωρέθηκε ποτέ. Συν τοις άλλοις, ο Φαν Χάαλ συγκρούεται βάναυσα με μέρος του Τύπου, αντιμετωπίζει τη δυσπιστία πολλών ποδοσφαιριστών του, είναι αντιπαθής στο δύσκολο καταλανικό κοινό.
Είναι απορίας άξιο, αλλά η Μπαρτσελόνα του Ρόμπσον αγαπήθηκε πολύ περισσότερο από εκείνη του Φαν Χάαλ, παρόλο που δεν πήρε το Πρωτάθλημα. Η ομάδα δεν απέπνεε θετική αύρα, δεν χαιρόταν το ποδόσφαιρο, είχε εντελώς διαφορετική κουλτούρα από τον προπονητή της και οι περισσότεροι μπαλαδόροι της δυσανασχετούσαν.
Φυσιολογικά, ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Ζιοβάνι, ο οποίος από την επόμενη περίοδο βαθμηδόν έχασε και τη θέση του στη βασική 11άδα, αφού ο Φαν Χάαλ ξόδεψε πάνω από 45 εκατ. ευρώ και έφερε στη Βαρκελώνη τα “παιδιά του”, Πάτρικ Κλάιφερτ, Φιλίπ Κοκού, αδερφούς Ντε Μπουρ, Μπαουντεβάιν Ζέντεν.
Η Μπαρτσελόνα ξαναπήρε το Πρωτάθλημα με χαρακτηριστική άνεση από τη Ρεάλ, η γκρίνια όμως για τον Ολλανδό παρέμενε. Ο Ζιοβάνι αισθανόταν πλέον παράταιρος, εκείνος που είχε χαρίσει μοναδικές στιγμές στον κόσμο υποχρεωνόταν να ακούει τον προπονητή του να τον μειώνει, με χαρακτηριστικότερη τη δημόσια δήλωση του Φαν Χάαλ ότι ο Βραζιλιάνος δεν έχει θέση στο ποδόσφαιρό του και δεν χρησιμοποιείται, γιατί δεν είναι ούτε μέσος ούτε επιθετικός.
Μοιραία έμεινε στον πάγκο τη σεζόν 1998-1999, συμπληρώνοντας μόλις 11 συμμετοχές και προσθέτοντας μόνο δύο γκολ στη χρονιά του “repeat” της «Μπάρτσα». Η χημεία είχε πλέον χαθεί, ο διεθνής και δευτεραθλητής κόσμου στο Μουντιάλ της Γαλλίας έναν χρόνο πριν δεν είναι ούτε ευτυχισμένος ούτε ικανοποιημένος από το εργασιακό του περιβάλλον, αναζητεί τρόπο να αποχωρήσει από το Camp Nou και το “δικτάτορα” Φαν Χάαλ.
«Γεννήθηκα για να παίζω μπάλα. Εγώ δεν αντέχω να κάθομαι στον πάγκο και να παίρνω λεφτά, όσα κι αν είναι αυτά», ήταν η φιλοσοφία του, ενώ ο ψυχισμός του ο κλασσικός των παικτών-καλλιτεχνών στο γρασίδι. ήθελε να αγωνίζεται όπου τον λατρεύουν και να διαπρέπει είτε του βγαίνει είτε δεν του βγαίνει το “αδύνατο”.
Ο Ζιοβάνι είχε την ανάγκη να αισθανθεί ξανά κορυφαίος, να κάνει “ποδιές” και να “χαζεύει” η εξέδρα, να παίζει για το επιφώνημα του οπαδού και όχι για τη διάταξη και τα σχήματα του προπονητή. Είναι στην πιο παραγωγική ηλικία της καριέρας του, 27 στα 28 του χρόνια, μπορεί να βρει συμβόλαιο σε οποιαδήποτε top class ομάδα και οι απαιτήσεις της Μπαρτσελόνα είναι σε λογικά πλαίσια, αφού “περισσεύει” στο ρόστερ.
Θέτει απαραίτητη προϋπόθεση στο μάνατζέρ του ότι θέλει να αγωνιστεί κάπου που θα τον αγαπούν. Εν τέλει, εκεί όπου προς έκπληξη όλων κατέληξε όχι απλώς τον λάτρεψαν αλλά έγινε ιερό τοτέμ και μάγος μαζί. Ο Ζιοβάνι Σίλβα Ντε Ολιβέιρα μεταγράφηκε στον Ολυμπιακό. Μεταγράφηκε. Δεν υπέγραψε ως ελεύθερος μήτε μετά από μήνες αγωνιστικής απραξίας.
Συμφώνησε με το Σωκράτη Κόκκαλη, όντας εν ενεργεία ποδοσφαιριστής της Εθνικής ομάδας της Βραζιλίας, πληρώθηκε αδρά, δεν ήταν ούτε “ρίσκο”, ούτε “έξυπνη βόμβα”, ούτε στοίχημα. Ο Ολυμπιακός πρόσφερε το ιλιγγιώδες ποσό των 4 δισεκατ. δραχμών στη Μπαρτσελόνα (περίπου 12 εκατ. ευρώ) και πόνταρε επάνω του τις ελπίδες για το ευρωπαϊκό του όνειρο, αφού προέρχετο από μια ονειρεμένη σεζόν στο Champions League. Είχε αποκλειστεί στα προημιτελικά της διοργάνωσης, σε εκείνο το επίπονο 1-1 με τη Γιουβέντους στο ΟΑΚΑ, εκείνο το καταραμένο ματς του «αέρα και του Αμπονσά».
Στην είδηση της συμφωνίας του Ολυμπιακού με τη Μπαρτσελόνα για την παραχώρηση του Ζιοβάνι, ο κόσμος των «Ερυθρολεύκων» στην αρχή τσιμπιόταν και κατόπιν δεν μπορούσε να συγκρατήσει την ευτυχία του. Σε συνδυασμό μάλιστα και με την απόκτηση του διακαούς πόθου του Μπάγεβιτς, Ζλάτκο Ζάχοβιτς, ο ερχομός του Ζιοβάνι στην Ελλάδα παρέα με τον ατίθασο Σλοβένο μπαλαδόρο της Πόρτο είναι ότι πλησιέστερο σε διπλό οργασμό για τον οπαδό του Ολυμπιακού.
Στις 16 Ιουλίου που προσγειώνεται στο αεροδρόμιο, ο παροξυσμός των οπαδών του Ολυμπιακού τον κάνει να σαστίσει, να μην ξέρει πώς να αντιδράσει. Ο κόσμος είχε περικυκλώσει το αυτοκίνητο που τον μετέφερε στα γραφεία της ομάδας, εκείνος αμήχανος σήκωνε απλώς το χέρι να χαιρετήσει. Ίσα που πρόλαβε να βγάλει μερικές φωτογραφίες με το κασκόλ του Ολυμπιακού στο λαιμό, δεν πρόφτασε καν να χαμογελάσει από ευτυχία.
Εκείνος που πραγματικά έλαμπε ήταν ο Πέτρος Κόκκαλης που τον συνόδευσε, ήξερε, από την πρώτη στιγμή που ο Βραζιλιάνος πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα, ότι η οικονομική θυσία του συλλόγου θα έβρισκε άμεση ανταπόκριση στο κοινό της ομάδας που λάτρευε, λατρεύει και θα λατρεύει αυτού του τύπου τους ποδοσφαιριστές, αυτούς τους καλλιτέχνες που με μία και μόνον ενέργεια σε αναγκάζουν να πας και να ξαναπάς στο γήπεδο.
Ο Ολυμπιακός και το “αναπτυσσόμενο” Ελληνικό Πρωτάθλημα της εποχής είχαν αποκτήσει τη νούμερο ένα ατραξιόν τους, τον ποδοσφαιριστή στον οποίο ήθελαν να μοιάσουν όλα τα παιδάκια και να παίξουν δίπλα του όλοι οι συνάδελφοί του.
Αυτά τα πράγματα που έκανε ο Ζιοβάνι στην Ελλάδα, μέχρι εκείνη την αποφράδα ημέρα του Δεκεμβρίου του 1999 στο Καυταντζόγλειο, δεν τα έχει ξανακάνει ποδοσφαιριστής στην Ελλάδα.
Παρακολουθούσες παιχνίδι του Ολυμπιακού και γνώριζες ανά πάσα στιγμή ότι πρόκειται να βρεθείς ενώπιον μιας ανεπανάληπτης ποδοσφαιρικής στιγμής, ενός «περιττού», όπως έχουμε μάθει να το αποκαλούμε, που κάνει και τον πιο μετριοπαθή να λατρέψει το ποδόσφαιρο. Δεν ήταν ούτε οι λόμπες, ούτε οι τρίπλες, ούτε οι “ποδιές” που έγραψαν ιστορία ακόμα και στις προπονήσεις στου Ρέντη.
Ήταν το για πρώτη φορά άρωμα Βραζιλίας στην Ελλάδα, από έναν άνθρωπο που μέχρι πρότινος στεκόταν σαν ίσος προς ίσο με παγκόσμιους ποδοσφαιριστές, όπως ο Ρονάλντο, o Φίγκο, o Ριβάλντο, o Ροναλντίνιο, o Ρομπέρτο Κάρλος, o Καφού, η λίστα είναι αμέτρητη. Φυσικό και επόμενο να γίνει αμέσως «ο μάγος», οι πατεράδες έπαιρναν τους γιους από το χέρι και πήγαιναν από νωρίς στο γήπεδο για να δει το παιδί την παράσταση. Διότι παράσταση έδινε ο Ζιοβάνι, επέστρεψε στα χρόνια της Βραζιλίας, τότε που το ποδόσφαιρο το χαιρόταν και έπαιζε για να είναι ευτυχισμένος. Και μέσα από την ευτυχία του μετέδιδε το ίδιο συναίσθημα και στον κόσμο που τον παρακολουθούσε.
Ειδικά εκείνο το γεμάτο τρίμηνο, ειδικά σε “εκείνο” το παιχνίδι με τη Ρεάλ Μαδρίτης στο ΟΑΚΑ ήταν από άλλον πλανήτη. Το τελικό 3-3 αδικούσε τον Ολυμπιακό, κυρίως την εμφάνιση του Ζιοβάνι και του Ζάχοβιτς, των δύο αστέρων που παρέπεμπαν σε δίδυμο επιπέδου Primera Division. Ο κόσμος παραληρούσε, ήξερε ότι ο Βραζιλιάνος και ο Σλοβένος είναι οι προφήτες και ευελπιστούσε ότι και η υπόλοιπη ομάδα θα οδηγηθεί στη γη Χαναάν.
Ήταν 4 Δεκεμβρίου του 1999 στη Θεσσαλονίκη, όταν για πρώτη φορά τα ξόρκια δεν έπιασαν. Το τάκλιν του Λάζαρου Σέμου, η κραυγή του Ζιοβάνι, το φορείο. Ρήξη χιαστών. Άφνου έρχονται στο νου τα αναδραγαθήματα. το ποίημα εναντίον του ΠΑΟΚ, τα δύο γκολ με τη Ρεάλ, οι μοναδικές παραστάσεις είτε σε περιβάλλον Champions League είτε στα τσιμέντα του Κορυδαλλού με την Προοδευτική.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο και ο Ολυμπιακός έχασαν πάρα πολλά από εκείνον τον τραυματισμό. Περισσότερα έχασε ο Ζιοβάνι. Διότι, αν και επέστρεψε, δεν ήταν ποτέ ο ίδιος, παρόλο που προσπαθούσε να κάνει ακριβώς τα ίδια πράγματα που έκανε και πριν, η επίγευση ήταν γλυκόπικρη για όλους μας. Πριν τον τραυματισμό τα έκανε όλα ένα κλικ πιο γρήγορα, η τρίπλα ήταν κινηματογραφική, η ταχύτητα, το ξεπέταγμα αλλιώτικα.
Η ποιότητα παρέμεινε βέβαια, η τέχνη είναι πάντα τέχνη, η δυστυχία όμως ήταν ότι δεν θαυμάσαμε το συγκεριμένο ποδοσφαιριστή ποτέ στο 100%. Πήραμε μόνο ψήγματα τού τι μπορούσε να δώσει στο χαμηλότερο επίπεδο, στο οποίο ήρθε για να βρει πάλι την αγάπη που δεν είχε στη Βαρκελώνη του Φαν Χάαλ, προλάβαμε μόνο ένα μέρος του μεγαλείου.
Η απουσία του επηρέασε και τον Ολυμπιακό, η καταστροφική πορεία στο Champions League έφερε και την απόλυση του Μπάγεβιτς, ο Ζάχοβιτς ουδέποτε προσαρμόστηκε στον Ολυμπιακό, ο Αλμπέρτο Μπιγκόν ήταν μια ατυχέστατη επιλογή του Πέτρου Κόκκαλη. Το underachieving των «Ερυθρολεύκων» σε συνδυασμό με την απουσία του Ζιοβάνι και τα ευτράπελα του Ελληνικού Πρωταθλήματος επισκίασαν το ποδόσφαιρο, έκαναν την προσμονή για την επιστροφή του πληγωμένου μάγου λιγότερο θελκτική για τους ουδέτερους.
Εκείνοι που ουδέποτε άλλαξαν άποψη, εκείνοι που παρέμειναν και ανέμεναν στωικά την επιστροφή του, ήταν οι οπαδοί του Ολυμπιακού που φώναζαν το όνομά του, ακόμα και όταν βρισκόταν εκτός αποστολής στο κρεβάτι της ανάρρωσης. Ο Ζιοβάνι θα επιστρέψει νωρίτερα από το προβλεπόμενο, τέλη Μαΐου του 2000 πια, στην αυλαία του Πρωταθλήματος εναντίον της Παναχαϊκής στο ΟΑΚΑ. Θα σκοράρει, αλλά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδια με εκείνη στο ξεκίνημα της σεζόν.
Ο Ολυμπιακός έχει αλλάξει κι άλλον προπονητή, τη θέση του Αλμπερτίνο Μπιγκόν έχει πάρει ο Γιάννης Ματζουράκης, ο οποίος, επιζητώντας την ανανέωση του προσωρινού συμβολαίου του, έχει “μαζέψει” αρκετά την ομάδα, στοχεύοντας στην κατάκτηση του τίτλου απέναντι σε έναν Παναθηναϊκό που αντικειμενικά τον άξιζε περισσότερο.
Η επιστροφή του Ζιοβάνι την τελευταία αγωνιστική ήταν ένας άνεμος αισιοδοξίας για την επόμενη σεζόν, ένας λόγος να χαμογελάσει ο κόσμος του Ολυμπιακού, μια αιτία να πειστεί ότι η σεζόν δεν θα επαναληφθεί και το κλίμα θα βελτιωθεί.
Διότι το κλίμα ήταν κάκιστο, τουλάχιστον μέχρι να κατακτηθεί με βεβαιότητα ο τίτλος, αφού ο Ζάχοβιτς είχε κάνει την ομάδα άνω κάτω, ζητώντας «εδώ και τώρα μεταγραφή στη Βαλένθια», είχαν παρεμβληθεί τα θλιβερά γεγονότα του «Νίκος Γκούμας» στο ντεμπούτο του Μπιγκόν, είχε κλείσει ο πρώτος κύκλος του Μπάγεβιτς, υπήρχε η πληγή της Μόλντε, ο τραυματισμός του ίδιου του Ζιοβάνι. Πολλά, πάρα πολλά που έπρεπε να μεταβολίσει ο κόσμος του Ολυμπιακού.
Ο Ματζουράκης τελικά κέρδισε την ανανέωση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του από τον Κόκκαλη, προσπάθησε να εντάξει το Ζιοβάνι σε εκείνον τον περίφημο «ρόμβο με ένα κλικ» και προτιμούσε πιο πολύ τη συντηρητική προσέγγιση στους αγώνες, παρά το ορμητικό στυλ που ταίριαζε στον Ολυμπιακό. Ο Ζιοβάνι έκανε πάντοτε τη δουλειά του, χάριζε τις μοναδικές στιγμές στο κοινό του, μερικές φορές το παραέκανε κιόλας, παρότι δεν του έβγαινε.
Είναι πολύ δύσκολο να πειστεί ένας αθλητής πως, μετά από έναν τόσο σοβαρό τραυματισμό που επηρέασε και την ψυχολογία του, πρέπει να μετριάσει το «περιττό». Ο Ματζουράκης, με τον οποίον οι σχέσεις τους ήταν σχετικά αδιάφορες, αποτέλεσε πολύ γρήγορα παρελθόν, ήρθε ο Τάκης Λεμονής που επίσης δεν “κόλλησε” με το Βραζιλιάνο, δεν τον “έφτιαξε”, δεν πήρε απ’ αυτόν όλα όσα μπορούσε και έπρεπε να πάρει.
Ο μόνος που έφτιαχνε πλέον τον Ζιοβάνι ήταν ο κόσμος. Όχι μόνο στο γήπεδο, όχι μόνο όταν έκανε κάτι μαγικό και εξεζητημένο, όχι όταν έπιανε η “ποδιά”. Ο κόσμος τον λάτρευε το ίδιο και εκτός γηπέδου, έξω στις βόλτες του στην παραλία που τόσο αγαπούσε ο Βραζιλιάνος, επειδή του θύμιζε την πατρίδα του.
Ο κόσμος τον στήριξε όσο κανένας προπονητής του, ο κόσμος του Ολυμπιακού τον έκανε να νιώθει ακόμη ξεχωριστός, ακόμη κι όταν τα πόδια δεν ακολουθούσαν πλέον το νου.
Και ο Βραζιλιάνος αποζημίωνε. Όχι με τη συχνότητα του παρελθόντος, αλλά αποζημίωνε, επέστρεφε στον κόσμο κομμάτι της αγάπης του, αισθανόταν και ήταν ευγνώμων που αγωνιζόταν με την ερυθρόλευκη, γεγονός που εκτιμήθηκε περισσότερο και από το «καντηλάκι» στο Μοντραγκόν ή το jogοbonito ανά την επικράτεια.
Η σχέση του Ζιοβάνι με την ομάδα είχε μετατραπεί σε τυπική, ο Λεμονής έψαχνε τρόπο να απαλλαγεί από αυτόν, η διοίκηση σιγοντάριζε, διότι το συμβόλαιό του ήταν δυσβάστακτο, σε ένα περιβάλλον χωρίς τα παράλογα εκατομμύρια και της δεύτερης ψηφιακής πλατφόρμας του Alpha Digital. Ήρθε ένα ακόμα Πρωτάθλημα στο νήμα, με εκείνο το 4-3 και την ισοβαθμία με την ΑΕΚ του Ψωμιάδη, χάθηκε το Νταμπλ σε έναν Τελικό που η ΑΕΚ πήρε την άτυπη ρεβάνς.
Το συμβόλαιο του Ζιοβάνι είχε φτάσει στο τέλος του, ο Λεμονής ήταν εμφανές στις δημόσιες τοποθετήσεις του ότι είχε θέσει άλλες -αγωνιστικές- προτεραιότητες, ο Κόκκαλης αμφιταλαντευόταν σε σχέση με την ανανέωση συμβολαίου, με σαφή ροπή προς το όχι ωστόσο. Και τότε το ποίμνιο έκανε το χρέος του. Οι οπαδοί του Ολυμπιακού, προσπαθώντας να ανταποδώσουν στο ελάχιστο τις μαγικές στιγμές που τους χάρισε ο Ζιοβάνι, πίεσαν όσο ποτέ το Σωκράτη Κόκκαλη, κάποιοι έφτασαν στο σημείο και να τον αποδοκιμάσουν στη φιέστα εναντίον της Πάρμα στο «Καραϊσκάκης».
Ένα ολόκληρο πέταλο και η συντριπτική πλειοψηφία του υπόλοιπου γηπέδου να κραυγάζει «Ζιοβάνι, για πάντα στο λιμάνι», να πιέζει τον Πρόεδρο του Ολυμπιακού να τον διατηρήσει στο ρόστερ, να μην φύγει ποτέ. Ο Κόκκαλης, ανέκαθεν παρορμητικός και αφουγκραζόμενος τη δίψα του κόσμου για ένα “άλλο” ποδόσφαιρο, έκανε πίσω. Όλοι τον έλεγαν τρελό, οι εφημερίδες είχαν προεξοφλήσει το τέλος του Ζιοβάνι, ο Λεμονής σχεδίαζε την ομάδα χωρίς την παρουσία του, managers πρότειναν ποδοσφαιριστές-αντικατατάτες του. Ο Κόκκαλης όμως έκανε την έκπληξη.
Κάλεσε το Βραζιλιάνο στο γραφείο του, τα βρήκαν σχεδόν αμέσως και έκανε το δώρο στον κόσμο του Ολυμπιακού. Ζιοβάνι τριετίας, θα φύγει, αν φύγει, κλεισμένα 33. Ο Ζιοβάνι, συγκινημένος, ευχαρίστησε το Θεό και τον κόσμο του Ολυμπιακού. Ανταπέδωσε με το πρώτο γκολ στο ματς «της Ριζούπολης», στο δεύτερο συνεχόμενο Πρωτάθλημα που κατέκτησε ο Ολυμπιακός στην ισοβαθμία. Και πάλι όμως η ομάδα ήταν άνω κάτω.
Ο Λεμονής επίσης είχε αποχωρήσει, παρενεβλήθησαν η ατυχής επιλογή του «psychosa» Κάτανετς, η απίθανη έμπνευση Κόλλια, η τελική επιλογή Προτάσοφ. Ο Ολυμπιακός ξαναέκανε το ίδιο σφάλμα, προχώρησε και στη νέα σεζόν με τον “υπηρεσιακό”, όπως έκανε και με το Ματζουράκη, και η κατάληξη ήταν ακριβώς η ίδια. Ο Ζιοβάνι, παρότι ξεκίνησε καλά, παρασύρθηκε στη μετριότητα και τις παλινωδίες της ομάδας.
Μετά το τραγικό βράδυ στο Τορίνο, τίποτα δεν ήταν ίδιο στον Ολυμπιακό, χάθηκε ακόμα και ο “βέβαιος” τίτλος από τον Παναθηναϊκό του Γιτζάκ Σουμ, το Κύπελλο στη Νέα Σμύρνη στη λεγόμενη «αποκαθήλωση». Το δυστυχές της ιστορίας είναι πως προπονητής του Ολυμπιακού ήταν ο μακαρίτης ο Αλέφαντος που τον «Ζίο» τον λάτρευε, αλλά, ό,τι κι αν έκανε ο Ζιοβάνι, όσα γκολ κι αν έβαζε ακόμα, η σεζόν είχε τελειώσει στο Τορίνο.
Ήταν η τελευταία καλή χρονιά του στην Ελλάδα, ο ερχομός του παλιόφιλου Ριβάλντο τού ανύψωσε για λίγο το ήθικο, η συνύπαρξη όμως όλων με τον Μπάγεβιτς, ο οποίος στο μεταξύ επιστρατεύτηκε ξανά για να στήσει και πάλι τον Ολυμπιακό στα πόδια του, ήταν από δύσκολη έως αδύνατη. Τα αποδυτήρια του Ολυμπιακού εκείνη την εποχή μόνο με ωρολογιακή βόμβα μπορούν να παρομοιαστούν.
Ολόκληρη η latin παροικία στου Ρέντη λοιδορούσε έως σιχαινόταν το Σερβοβόσνιο, ο Ζιοβάνι, παρότι μετριοπαθής, δεν αποτέλεσε εξαίρεση, μιας και στο μεταξύ είχε απωλέσει και τη θέση του στην αρχική 11άδα και είχε μετατραπεί σε ποδοσφαιριστή rotation. Ο Ολυμπιακός εξακολούθησε να είναι άρρωστος, η συνταγή Μπάγεβιτς δεν πέτυχε, όπως την πρώτη φορά, ο Ζιοβάνι έφτασε στο σημείο να ζητήσει να φύγει από τον Πρόεδρο του Ολυμπιακού.
Πείστηκε να παραμείνει και να εξαντλήσει το συμβόλαιό του, κατέκτησε ένα ακόμα Νταμπλ, αλλά τίποτε δεν ήταν όπως παλιά. Ακόμα και το Νταμπλ είχε διαφορετική γεύση από τα προηγούμενα, είχε επιτευχθεί με δαιδαλώδη τρόπο και υπό τρομερή αμφισβήτηση. Τα χρόνια είχαν περάσει, ο Ζιοβάνι ήταν σαφές ότι διήγαγε το τέλος της καριέρας του στην Ελλάδα και τον Ολυμπιακό.
Παρέθεσε συνέντευξη Τύπου παρουσία του Κόκκαλη, εξομολογήθηκε ότι τα έξι χρόνια στην Ελλάδα ήταν τα καλύτερα στην καριέρα του, κι ας είχε ζήσει από Μουντιάλ μέχρι τίτλους με τη Μπαρτσελόνα. Άφησε και τις σαφείς αιχμές του για τον Μπάγεβιτς, αλλά ήταν σαφές ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Αποχώρησε με δάκρυα στα μάτια, ειλικρινή και όχι κροκοδείλια όπως άλλων.
Επέστρεψε για λίγο στη Σάντος, για να ξανανιώσει σημαντικός, «Μεσσίας» όπως κάποτε αποκλείεται να ξαναγινόταν στα 34 του. Έφυγε από τον Ολυμπιακό με 61 γκολ, το ένα ομορφότερο από το άλλο, με εκατοντάδες “ποδιές”, δεκάδες λόμπες, άπειρες στιγμές σπάνιας ποδοσφαιρικής ευφυΐας και τέχνης.
Ολοκλήρωσε τη σεζόν στη Βραζιλία, ταξίδεψε στο Ριάντ και την Αλ Αχλί για τα τελευταία ένσημα, δεν μπορούσε όμως να βγάλει την Ελλάδα και την αγάπη μας από την ψυχή του. Επέστρεψε έστω για μια χούφτα ματς στον Εθνικό, είδε παλιούς του φίλους να αγοράζουν εισιτήριο μόνο και μόνο για να τον ξαναδούν από κοντά να παίζει ποδόσφαιρο, στα 35 του είχε την ίδια όρεξη, το ίδιο πάθος, την ίδια αφοσίωση.
Ο Εθνικός πολύ γρήγορα διαλύθηκε (μια πολύ αμαρτωλή ιστορία), ο Ζιοβάνι μετά πόνου καρδίας επέστρεψε στη Βραζιλία, υπέγραψε για ένα εξάμηνο στη Ρεσίφε, για ακόμα ένα στη Μοζί Μιρίμ και, λίγο πριν συμπληρώσει τα 37 του χρόνια, περίμενε την πρώτη του αγάπη, τη Σάντος.
Τα «Ψάρια» ανταποκρίθηκαν, τον κάλεσαν για το τελευταίο αντίο, το τελευταίο τιμητικό συμβόλαιο. Το τίμησε και αυτό ο Ζιοβάνι, σκόραρε κιόλας στις λιγοστές εμφανίσεις που (ξανα)έκανε στο Vila Belmiro.
Έκλεισε μια απίστευτη και διάρκειας 21 ετών καριέρα το 2010, εν μέσω δακρύων συγκίνησης και αναγνώρισης της προσφοράς του. Σταμάτησε όπως του άρμοζε, ως Πρωταθλητής, κατακτώντας και το Paulista και το Κύπελλο Βραζιλίας, οι τίτλοι άλλωστε δεν του έλειψαν ούτε σε συλλογικό ούτε σε εθνικό επίπεδο.
Τιμήθηκε από τη Σάντος, τιμήθηκε εν μέσω αποθέωσης και από τον Ολυμπιακό, για ο οποίος, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, είναι η ομάδα που έχει πιο κοντά στην καρδιά του.
Από τότε που σταμάτησε την καριέρα του, επέστρεψε στο Μπελέμ, έχτισε και άνοιξε ένα σχολείο, μια κλινική φυσικοθεραπείας, αφιερωμένη στο γιο του, Ζουλιάνο, ένα παιδί με κινητικά προβλήματα, η ιστορία του οποίου του έδωσε το έναυσμα τόσο να πλησιάσει περισσότερο στο Θεό όσο και να μοιραστεί τα χρήματα που κέρδισε από το ποδόσφαιρο με τους συμπατριώτες του στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Στήριξε, όπως οι περισσότεροι διάσημοι ποδοσφαιριστές, τον πρώην Πρόεδρο Μπολσονάρο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας της θητείας του, εξέδωσε τη βιογραφία του, στεναχώρησε και αναστάτωσε πολλούς φίλους. Δεν του το κράτησε κανείς.
Ο μάγος, ακόμα κι όταν λέει το λάθος ξόρκι, παραμένει μάγος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πελέ: Ο θεός είναι στις λεπτομέρειες
Η λάμψη στο σκοτάδι του Ροναλντίνιο
Ρομπέρτο Κάρλος, η φάλτσα σφαίρα
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro